Μ’ αγαπάς;
– Πολύ!
– Δώσ’ μου ένα φιλάκι!
Το εφτάχρονο κοριτσάκι έγειρε και φίλησε απαλά στο μέτωπο το μικρό της αδελφό. Ύστερα σαν μικρή μαμά έσυρε στοργικά τα σκεπάσματα ως το λαιμό και του ψιθύρισε στ’ αυτί:
– Σ’ αγαπώ! Καληνύχτα!
Έσβησε το φως, σκεπάστηκε με τις κουβέρτες κι έγειραν και τα δυο στην αγκαλιά του Μορφέα. Όχι παραπάνω από έξι ώρες. Λίγο πριν από το ξημέρωμα ξύπνησαν από τον υπόκωφο θόρυβο. Ύστερα ήρθε το ταρακούνημα. Τόσο δυνατό, που η μικρή καρδούλα της κόντευε να δραπετεύσει από τα μέσα της.
Δίχως να το σκεφτεί, όρμηξε δίπλα στο κρεβάτι του μικρού. Εκείνο δεν έβγαζε άχνα. Η φωνή του στάθηκε κόμπος στο λαιμό κι αρνιόταν να βγει.
Κουνήθηκαν κάμποσο και πριν προλάβει να σταματήσει ο χορός των Ρίχτερ η μεγάλη πολυώροφη πολυκατοικία έγειρε, έγειρε και άγγιξε το χώμα. Τώρα πάτωμα και ταβάνι είχαν σμίξει επικίνδυνα. Και τα δυο παιδιά βρέθηκαν ανάμεσα σε τόνους μπετόν και σε ατέλειωτα κυβικά από χώμα και σκόνη.