Ξεχείλισμα ή Κολόβωση (Νίκος Τουλαντάς)

Η ζωή, ο πόνος, η μοναξιά, οι άλλοι, ο θάνατος, περιμένουν μία νοηματοδότηση. Δε μπορούμε να εξηγήσουμε ένα από αυτά – κι ό,τι άλλο σημαντικό – κι όχι ένα άλλο. Έχουμε ανάγκη να τα μάθουμε όλα, όσο ακατόρθωτο και ουτοπικό κι αν ακούγεται.

Το ερώτημα είναι: μπορούμε; Η απάντηση είναι: γιατί να αναρωτιόμασταν αν δεν μπορούσαμε; Αν μπορούμε, δίκαιο δε θα ‘ταν να μπορούσαν και οι προηγούμενοι της ιστορίας; Δίκαιο εκ του πλάστη της των πάντων ύπαρξης.

Θα ήταν δίκαιο, η ζωή να ανήκει σε αυτούς με την εξελιγμένη τεχνολογία (ποιος απ’ όλους; – συνέχεια εξελλίσεται); Θα ήταν δίκαιο να ανήκει σε αυτούς με το υψηλό IQ ή τον υψηλό περιουσιακό θησαυρό ή την υψηλή θέση εξουσίας ή την υψηλή μόρφωση; Τίποτα από αυτά δε θα ‘ταν δίκαιο, και όντως, με έρευνα και προσοχή στα ερευνώμενα, βλέπουμε ότι η ζωή αποκαλύπτεται σε κάθε εποχής πρόσωπα βάσει μιας απόκρυφης θείας οικονομίας-πρόνοιας, με ένα εξωκοινωνικό κριτήριο που όμως είναι κοινά δοσμένο στο είδος μας.

Η ζωή, η αλήθεια, η γνώση, συναντώνται σε ανθρώπους που ξεχειλίζουν – ίσως ο μόνος, γενικευμένα διατυπωμένος, όρος της αποκάλυψης. Ξεχειλίζουν όχι τόσο από γνώσεις με την κοσμική έννοια και, γενικότερα, όχι με κοινωνικούς βαθμούς επιτυχίας – μπορεί να συμβούν κι αυτά τα δεδομένα – όσο από δίψα για την όντως γνώση. Ίσως να είναι ένας υψηλός βαθμός ψυχικής καθαρότητας που επίσης βοηθά τους καρπούς της όντως γνώσης να θάλλουν κι ωριμάσουν. Ίσως να κατακτιέται με άσκηση, ίσως να έρχεται στην επιφάνεια με βάσανα κι αποτυχίες.

Το ξεχείλισμα είναι ένα σημείο φυγής από τη χλιαρότητα και την αδιαφορία, την συμβατική βίωση της ζωής ως μέριμνα ατομικής επιβίωσης-επιβεβαίωσης-ευδαιμονίας.

Αποκάλυψη, 3,15:  ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. Ένα συγκλονιστικό σημείο αποκάλυψης της προτίμησης του Θεού, που, σε περίπτωση χλιαρότητας θα «εμμέσει», λέει στον αμέσως επόμενο στίχο, τον κατά αυτή τη συμβατικότητα ζώντα.

Παρατηρούμε ζωές όπως (τυχαία): Μωϋσής και Μαριάμ (αδελφή του Μωϋσή), Ηράκλειτος και Σίβυλλα, Σωκράτης και Αλέξανδρος, Παναγία και Πλωτίνος, Αγία Κασσιανή και Άγιος Ανδρέας ο Σαλός, Αγία Φιλοθέη και Κοσμάς Αιτωλός, Μακρυγιάννης και Παπαδιαμάντης, Βαν Γκογκ και Ντοστογιέφκσκι, Θεόφιλος και Χαλεπάς, Σιμόνη Βέιλ και Αγία Μαρία Σκόμπτσοβα, Οδυσσέας Ελύτης και Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Άγιος Πορφύριος και Γερόντισσα Γαβριηλία κ.ά. Όλοι ξεχειλίζουν…

Η νέα εποχή – εποχή της εκπαιδευτικής κι επαγγελματικής σταδιοδρομίας, εποχή της παραγωγής και κατανάλωσης εκλεκτής ύλης και θεάματος, εποχή της δικαιωματικής ατομικότητας, την διαφήμισής της, της υλικής και συναισθηματικής της κερδοσύνης – κολοβώνει αυτό το ξεχείλισμα, με το να ματαιοκαρπεί κι αποτυγχάνει ο άνθρωπος υπαρκτικά, μες στην κοινωνική ευοδία που του προτείνει.

Πολλά μπορούμε να πούμε, όμως, συνοπτικά, θα έλεγα πως έχει κερδίσει – κρατάει τα ηνία της προωθούμενης νοοτροπίας της ανθρωπότητας – ο συνδυασμός της τεμπελιάς και της αδηφαγίας. Αν είμασταν, ανάποδα, τεμπέληδες προς τη ρηχότητα των προοπτικών που προσφέρει η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία-νοοτροπία και αδηφάγοι ως προς το κάλλος – το υπάρχων στην ιστορία των προσώπων – και το νόημα, τότε θα συμβαδίζαμε κι υπηρετούσαμε το ξεχείλισμα που θα ξεκλείδωνε τις πόρτες της υπαρκτικής ολοκληρίας και γνώσης.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν για το είδος μας και την επί της γης πορεία του, η φύση του παραμένει ίδια και οι προϋποθέσεις της υπέρβασής της – αυτό είναι το θεαματικό χαρακτηριστικό των μύχιων αναγκών μας (δε μας φθάνει η φύση μας, ο χώρος, ο χρόνος, τα αγαθά) – επίσης, οι ίδιες. Μόνο αυτή η δίψα μοιάζει παναρμόνιος με κάθε εποχή και περιοχή, μοιάζει να είναι η κύρια και μόνη ζωαρκής αρετή του ανθρωπίνου γένους-προσώπου.

«Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται» (Ματθ. 5, 6). Αν και τίθεται, πονηρώς σκεπτόμενοι, το ερώτημα: μακάριοι οι διψώντες, πόσο; Από ποιο σημείο κι έπειτα ξεπερνιέται η χλιαρότητα; Δε ξέρω να απαντήσω – είναι κάπως φλου το ερώτημα. Είμαι σίγουρος όμως πως μια απαραίτητη αρχή είναι η αγεληδόν αντιστροφή της τροχιάς που ακολουθούμε ως πόπολο:

Να σκοτώσουμε το άτομο ώστε να γίνει πρόσωπο (να μη ζει για τον εαυτό του). Να περιφρονήσουμε τη ζωή ώστε να καταργήσουμε τον θάνατο και το κύρος του και να ζήσουμε, αυτό το λίγο, ελεύθεροι. Να απιστήσουμε προς τις δυνάμεις μας και την επαιρόμενη ανάλκιδα αυτοτέλεια, προκαλώντας-προσκαλώντας τον Ουρανό προς συνάντηση. Να υπερβούμε την ατομική και άμεσα σχεσιακή βιολογικότητα και να ζήσουμε, ως Ορθόδοξοι, όλο τον κόσμο σαν Αδελφό, Αδελφή, Πατέρα και Μητέρα μας, εντός αιωνιότητας. Να μην κάψουμε τη ζωή μας για ένα ποτήρι νερό, αλλά να γίνουμε πηγή για όλους, να ξεχειλίσουμε κι ας μη το μάθει ποτέ η εγκυκλοπαίδεια, όπως έμαθε τα προαναφερθέντα ονόματα-παραδείγματα ξεχειλίσματος· θα το μάθει, θα το ζήσει κι ευχαριστηθεί η ψυχή μας κι όποια ψυχή την πλησιάσει, «ἵνα ὦσιν ἓν» εν αγάπη παντοτινή, δηλαδή αληθινή.

 

 

(Πηγή: antifono.gr)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]