Φιλία με τη φύση (Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος Χατζηνικολάου)

Με αφορμή την σημερινή ημέρα (1 Σεπ.), ημέρα προσευχής υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος, αναδημοσιεύουμε το παρόν κείμενο. Έχουν περάσει αρκετές μέρες στο ερημητήριό μου. Έχω καιρό να συναντήσω άνθρωπο, να μιλήσω, να ανταλλάξω ένα χαι­ρετισμό. Τι υποβλητική που είναι αυτή η ησυχία! Μοναδική συντροφιά ο παφλασμός των κυμάτων, το σφύριγμα του αέρα, το κελάηδημα των πουλιών, οι σταγόνες της βροχής. Τίποτε άλλο. Εδώ είναι εύκολο να απορρίψεις τον πολιτισμό μας – αυτό το πα­χύ κατασκεύασμα που στην ουσία φανε­ρώνει διαρκώς και ποικιλότροπα την ασχή­μια του ανθρώπινου εγώ. Εδώ, επειδή λί­γα ακούς, πολλά βλέπεις. Επειδή λίγα πλη­ροφορείσαι, πολλά μαθαίνεις. Η φυσική ασυμμετρία σου διδάσκει την αρμονία, το κάλλος, την ισορροπία. Μέριμνα καμία. Πα­ρηγοριά, οι αναμνήσεις και φυσικά οι ανα­ζητήσεις, η δίψα για τον Θεό. Αυτά μέσα σου. Γύρω σου, το χάδι της φύσης· σου γλείφει το κορμί της υποστάσεως. Εγώ όμως, μεγαλωμένος στις πόλεις, με πτυχία τεχνο­λογίας, με δέρμα μεταλλαγμένο, με σώμα ψεύτικο, δεν ξέρω τη γλώσσα της. Αυτή μου μιλάει, αλλά εγώ δεν την καταλαβαίνω. Δεν ξέρω τους τρόπους της. Αγνοώ τα μυστικά της. Είναι σαν να μου μιλάει κάποιος σε πο­λύ μουσική γλώσσα, που όμως εγώ αγνοώ τις λέξεις της. Απολαμβάνω τό άκουσμα· χάνω όμως το νόημα. Μέσα στην ησυχία μου, ακούω ένα από­τομο κτύπο στην πόρτα. Μια ξερή αλλά γνώ­ριμη φωνή σαν κάργια μου λύνει την απο­ρία. Ο τόνος της έχει μια ιδιάζουσα γλυ­κύτητα. Είναι ο δάσκαλός μου στο μάθημα της φύσης, ο ευκαιριακός επισκέπτης μου, που η άκομψη εξωτερικά παρουσία του δεν διαταρράσσει καθόλου την άκρα ησυχία. Είναι ο π. Δομέτιος, αυτός που έτρωγε τις φλούδες των κρεμμυδιών σαν να μασούσε ξεροψημένη πέτσα από αρνάκι και κοτό­πουλο -τις έτρωγε μάλιστα με λεμόνι και ρί­γανη… Κατεβαίνω να του ανοίξω. Ακούω το απότομο σύρσιμο της κάσας. Δεν χάνει λε­πτό. Έχει αρχίσει να κόβει χόρτα. Του ανοί­γω την πόρτα. Με λιώνει αυτό το αθώο, ακα­τέργαστο χαμόγελό του. Αυτόν δεν τον ακού­μπησε ο εικοστός αιώνας. Δεν πρόκειται να τον αλλάξει ούτε ο εικοστός πρώτος. Δεν αλλάζει με τίποτα. Στον δρόμο τον έπιασε μια ξαφνική μπόρα και τον έκανε παπί. Το συμβάν δεν τον ενοχλεί. Τον κοιτάζω καλά: στάζει ολόκληρος. Κι από τα μουστάκια και τα γένεια του τρέχουν νερά. «Ωραίο πράγμα η βροχή! Τι ωραία που τά ‘χει κάνει ο Θεός!» (τίποτα δεν τονίζε­ται στη λήγουσα). Ούτε η ενόχληση δεν τον ενοχλεί. Απο­λαμβάνει τα πάντα. Αν όμως τον βάλεις μέ­σα σ’ ένα σαλόνι θα μπερδέψει τον καναπέ με το τραπεζάκι. Κάθεται πιο βολικά στις πέτρες και τα χώματα παρά στις πολυθρό­νες – εκεί ζορίζεται. Περπατάει πιο άνετα στα κακοτράχαλα μονοπάτια παρά στους δρόμους και τους διαδρόμους των κτηρίων. Είναι φίλος με τη φύση. Όχι μόνο με τα λουλούδια αλλά και με τα αγκάθια. Όχι μόνο με τα οπωροφόρα δένδρα αλλά και με τα πουρνάρια. Όχι μόνο με τα κατοικίδια ζώα αλλά και με τα άγρια θηρία, τα φίδια και τους σκορπιούς. Όχι μόνο με την ήρε­μη φύση και τις λιακάδες αλλά και με τα ακραία καιρικά φαινόμενα (ισχυρούς ανέ­μους, δυνατές βροχές, έντονες χιονοπτώσεις). «Αινείτε τον Κύριον εκ της γης δράκο­ντες και πάσαι άβυσσοι. Πυρ, χάλαζα, χιών, κρύσταλλος, πνεύμα καταιγίδος, τα ποιούντα τον λόγον αυτού. Τα θηρία και πάντα τα κτήνη, ερπετά και πετεινά πτερωτά». Όλα ποιούν τον λόγον Αυτού. Ξέρει ακόμα και τις φωλιές των φιδιών. Τα σκοτώνει μόνο από υπακοή. Έτσι είπε ο επίτροπος. Δεν καταλαβαίνει το γιατί, κατανοεί όμως την υπακοή. Μπαίνει μέσα στο καλυβάκι μου. Μο­σχοβολά τριμμένο χόρτο και βρεγμένο χώμα. Προσκυνάει στο εκκλησάκι με κατάνυξη και αγία οικειότητα. Αυτοί είναι οι τόποι του. Τον βάζω να καθίσει. «Τί να σου προσφέρω;». Είναι και λίγο δύσκολος: τρώει μόνο ό,τι παράγει ο τόπος και η εποχή. Διαφωνεί με την εισαγωγή της μπανάνας στην Ελλάδα. Αυτές τρώγονται μόνο στην Αφρική. Εκεί είναι νόστιμες. Εδώ έχουν παράξενη γεύ­ση. Το πορτοκάλι το καταβροχθίζει με τις φλούδες. «Λίγο καφέ έχεις; Να είναι όμως ελληνι­κός», μου λέει. «Ελληνικός στον τρόπο θα είναι. Στην προέλευση όμως;» του απαντώ πειραχτικά. «Μη μου χαλάς τον λογκίσμο. Αφού έπι­ναν και οι ασκητές και ο γερο-Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ, είναι σίγουρα ελληνικός». Του φτιάχνω τον καφέ. Βγάζει από την τσέπη του μια ανοιγμένη κουκουνάρα-από κάπου τη μάζεψε. Στο τραπέζι υπάρχει ένα ξυπνητήρι Casio. Τα βάζει δίπλα-δίπλα και γεμάτος χαρά ριψοκινδυνεύει, με εκπληκτική όμως άνεση, τη σύγκριση: «Για δες, πάτερ. Ποιό είναι πιο όμορφο η κουκουνάρα του Θεού ή το ξυπνητήρι του εργοστασίου; Τι ωραία που τά ‘χει κάνει ο Θεός! Δεν σου λέω για τα λουλουντάκια που θα τα ζήλευε κι ο Σολομών στη δόξα του. Κοίτα αυτή την πεσμένη κουκουνάρα. Αυτή είναι η φύση. Αυτός είναι ο Θέος». «Πάτερ μου, μοιάζεις με κούτσουρο και ανθισμένη αμυγδαλιά», του λέω, «τέτοια είναι η ομορφιά σου». Του άρεσε η σύγκριση. Αρχίζει να μι­λάει για τα δένδρα που ανθίζουν. Η βερικοκιά δίπλα στο παρεκκλήσι έχει δεκαεν­νέα λουλούδια. Η άλλη δίπλα στη στέρνα θα δώσει τρεις περίπου τενεκέδες βερίκο­κα. Η μανταρινιά κάτω από τη μάντρα τε­λικά θα αντέξει. Ανοίγει τους ντορβάδες του. Βγάζει μια εικόνα. Είναι του αγίου… Ωκεανού -όλο τέ­τοιους αγίους βρίσκει. «Εδώ ταιριάζει αυτός ο Άγιος», μου λέ­ει και αναφέρει λίγα από τη ζωή του. Σήμερα με έπεισε να βγούμε παραέξω. Είναι ο πρώτος μου περίπατος, μετά από τόσα χρόνια στην περιοχή. Ο άνθρωπος ήταν στον κόσμο του γεμάτος δοξολογία, ευτυχία, καλοσύνη, ευγένεια. Όλα όμως διαφορετικά απ’ όπως τα γνωρίζουμε. Τη φύση την αγαπά αλλά όχι ειδωλολατρικά. Με προτρέπει να πάμε να ψάξουμε για ένα σπήλαιο όπου μάλλον έζησαν στο παρελ­θόν ασκητές. «Εσύ πήγαινε από αυτό το μονοπάτι. Εγώ έρχομαι από τον δρόμο των γουρου­νιών», λέει και χάνεται στα βάτα. Εγώ χάθηκα στο μονοπάτι υστέρα από λίγα μέτρα. Αποφάσισα να επιστρέψω. Σε μια γωνιά βρίσκω τα άρβυλά του και τις κάλτσες. Ύστερα από λίγη ώρα τον φωνά­ζω. Μέσα από το ρουμάνι ακούγεται μια φωνή: «Έρχομαι. Με πειράζει ο λογκίσμος». «Καλά ξυπόλυτος πήγες;». «Ο γερο-Ιωσήφ και ο γερο-Αρσένιος σαράντα χρόνια ξυπόλυτοι περπατούσαν στο Άγιον Όρος. Αλλά μάλλον θα είχαν ευλογκία. Εγώ όμως έρχομαι να βάλω τα παπούτσια μου. Έχω καιρό να πλύνω τα πόντια μου και φοβάμαι ότι λερώνω τη φύ­ση». «Καλά, τα παπούτσια σου δεν την λερώ­νουν;». «Αυτά είναι καθαρά. Τα έχει καθαρίσει η ίδια. Δεν υπάρχει τίποτε βρώμικο εδώ». Άρχισαν τα κοτσύφια; Ήλθαν τα χελιδώνια; Άνθισαν τα σπαρτά; Αυτά είναι οι φίλοι του που δοξάζουν τον Κύριο, είναι αθώα και φυσικά… δεν αμαρτάνουν. Είναι ταπεινά γιατί σέρνονται στη γη (τα γου­ρούνια), υπομονετικά γιατί τα φορτώνου­με και δεν μιλούν (μουλάρια), εργατικά γιατί ασταμάτητα δουλεύουν (τα μυρμήγκια), γεμάτα χαρά και δοξολογία στον Θεό για­τί διαρκώς τον υμνούν (τα πουλάκια), αν και κάνουν και καμιά παιδική ζημιά – κουτσουλιές, ροκανίσματα, χαλάνε τους κήπους (τα ποντίκια). Το κοινόβιο της φύσης έχει τους καλύ­τερους μοναχούς. Είναι οι καλύτεροι στην άσκηση, στην υπακοή και στη σιωπή. Η φύση είναι η καλύτερη θεολογική σχολή και προκαλεί «πολλή ντοξολογκία». Ακόμη κι η παγωνιά είναι μεγάλη ευλο­γία, γιατί φιλάνθρωπα ξεκουράζει τα δέν­δρα από το βάρος των καρπών. Είναι και ένας πειρασμός για να μην υπερηφανεύο­νται από την πλούσια καρποφορία. «Ντεν είναι το ίντιο, πάτερ και με τους καλόγκερους;» «Όταν σου καταστρέφουν τους κήπους δεν στενοχωριέσαι;». «Εγκώ χαίρομαι. Περιμένω τη ζημιά τους σαν ευχάριστη επίσκεψη. Πάντα βά­ζω περισσότερες ρίζες για να βρουν κι αυτά το μερίδιό τους. Απλά ντεν ξέρουν από κα­λούς τρόπους. Ευτυχώς ντεν τους χάλασε ο λογκίσμος». «Καλά δεν τους φτάνει ολόκληρη η φύ­ση, πρέπει να έλθουν και στον κήπο σου;». «Τα παιντιά στην Αθήνα τρώνε μόνο στο σπίτι τους; Ντεν πηγκαίνουνε στα Goodies; Έτσι και τα παιντιά της φύσης προτιμούν κάπου-κάπου την… καντίνα». Η τεχνολογία έκανε τη φύση εχθρό μας και αντίπαλο. Πρώτον την αγρίεψε και αντι­δρά πιο έντονα. Δεύτερον, δεν την αγαπάμε σαν μάνα μας, αλλά την προτιμάμε σαν υπη­ρέτη μας. Αντί να μαθαίνουμε από αυτήν προσπαθούμε με το μαστίγιο να την αλλάξουμε. Αυτή όμως είναι πολύ γριά και ξε­ροκέφαλη. Δεν αλλάζει. Αντίθετα θυμώνει και εκδικείται. Γι’ αυτό κι εμείς τη βλέπουμε σαν αντίπαλο. Δεν ξέρουμε τη συμπεριφο­ρά της- αγνοούμε τα μυστήριά της. Δεν τη σεβόμαστε· τη φοβόμαστε. Φίλοι μας τώρα είναι η τεχνολογία, τα λιπάσματα, οι μηχανές, η βιασύνη και η ευκολία. Δεν αφήνουμε ούτε τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του. Ζορίζουμε τα δένδρα να καρποφορήσουν, τα φαγητά να μαγει­ρευτούν, τα διακονήματά μας για να κά­νουμε δήθεν προσευχή, την προσευχή μας γιατί είμαστε κουρασμένοι. Όλα βιαστικά. Όπου δεν μπαίνει το αλάτι του χρόνου και της υπομονής δεν τρώγεται το φαγητό της ζωής.

(Από το βιβλίο: Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Φωνή αύρας λεπτής…, εκδ. Εν πλω, Αθήνα 2006, σσ. 109-116.)

(Πηγή: «Παρακαταθήκη», τ. 60)
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]