"Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενισμός"

Ο Θεάνθρωπος ελευθερώνει τον άνθρωπο (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

Τεράστιος είναι ο κατάλογος των αναγκών, τις οποίες ο σύγχρονος άνθρωπος επινοεί με πάθος. Και για την ικανοποίηση των πολυάριθμων και χωρίς νόημα αναγκών τους οι άνθρωποι μετέβαλαν αυτόν τον χρυσό αστέρα του Θεού σε σφαγείο. Ο φιλάνθρωπος όμως Κύριος αποκάλυψε προ πολλού το ένα «ου έστι χρεία» (Λουκ. 10:42) σε κάθε άνθρωπο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ποιο είναι αυτό; Ο Θεάνθρωπος Κύριος και καθετί που φέρει μαζί Του: η θεία Αλήθεια, η θεία Δικαιοσύνη, η θεία Αγάπη, η θεία Αγαθοσύνη, το θείο Φως, η θεία Αγιότητα, η θεία Αθανασία, η θεία Αιωνιότητα και όλες οι άλλες θείες τελειότητες. Ιδού, αυτό είναι «ου εστί χρεία» στον άνθρωπο και στην ανθρωπότητα, ενώ όλες οι άλλες ανάγκες του ανθρώπου σε σύγκριση προς αυτήν είναι τόσο δευτερεύουσες, ώστε να είναι σχεδόν άχρηστες.

Διαβάστε περισσότερα »

Ανθρωπος και Θεάνθρωπος (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)

1. Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στροβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το καλόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ό,τι υπάρχει εντός των και γύρω των. Δι’ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινον γένος προσεπάθει να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου. Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μίαν υπερτάτην θεότητα, την οποίαν ελάτρευσεν ως υψίστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρον όλων των όντων και πραγμάτων. Αλλά με τον τρόπον αυτόν η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι’ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κορ. 10, 12). Εις την πραγματικότητα εματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπτρον εν κατόπτρω. Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν εξομολόγησιν: «ουδέν εμαυτώ σύνοιδα» (Α’ Κορ. 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τί είναι ο άνθρωπος, ούτε τί είναι ο Θεός, ούτε τί είναι ο θάνατος, ούτε τί είναι η ζωή. Επί πλέον, με όλον το είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου. Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου. Και τί κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; — Δυσωδία, σήψις, σκώληκες… «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24). Διαβάστε περισσότερα »