“Άνθρωπος και Θεάνθρωπος”

“Η φιλανθρωπία του Θεανθρώπου Χριστού δεν έχει όρια και τέλος!” (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

Προ της ελεύσεως του Σωτήρος Χριστού εις τον επίγειόν μας κόσμον, ημείς οι άνθρωποι ηξεύραμεν μόνον τον θάνατον· και ο θάνατος ημάς. Κάθε τι το ανθρώπινον ήτο διαπεποτισμένον με τον θάνατον, αιχμαλωτισμένον και κατανικημένο απ’ αυτόν.

Ο θάνατος μάς ήτο πλησιέστερος και από τον εαυτόν μας και περισσότερον πραγματικός από ημάς τους ιδίους· δυνατώτερος ασυγκρίτως δυνατώτερος, από κάθε άνθρωπον χωριστά και από όλους τους ανθρώπους μαζί.

Η γη ήτο μία φρικαλέα φυλακή του θανάτου και ημείς ανίσχυροι δέσμιοι και δούλοι του (Πρβλ. Εβρ. 2, 14-15). Μόνον με την έλευσιν του Θεανθρώπου Χριστού «η ζωή εφανερώθη»· εφανερώθη «η ζωή η αιώνιος» εις τους απηλπισμένους θνητούς, τους αθλίους δούλους του θανάτου, ημάς (πρβλ. 1 Ιωάνν. 1, 2). Διαβάστε περισσότερα »

Άγιοι: Οι μόνοι αληθείς παιδαγωγοί και διδάσκαλοι (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

Η παιδεία είναι προβολή της αγιότητος. Μόνον ο αγιασθείς άνθρωπος δύναται να αγιάζη και άλλους· μόνον γενόμενος αυτός φως δύναται να φωτίζη τους άλλους. Το Ευαγγέλιον του Θεανθρώπου συγκεντρώνει τα πάντα εις τον προσωπικόν αγώνα και την άσκησιν τα πάντα αρχίζουν από το ίδιον το πρόσωπον του ανθρώπου: σωζόμενος ο άνθρω­πος σώζει απαραιτήτως και τους άλλους γύρω του· φωτιζόμενος φωτίζει και τους άλλους. Διαβάστε περισσότερα »

Τι είναι η Παράδοση (Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

Πάντα ὅσα ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ Ἴδιος καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔδωσεν ἐντολήν νά κρατῶμεν καί κατ’ αὐτά νά ζῶμεν· πᾶν ὅ,τι παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησία Του, ἐν τῇ ὁποίᾳ κατοικεῖ διαρκῶς ὁ Ἴδιος μετά τοῦ Ἁγίου Πνεύματός Του (πρβλ. Ματθ. 28, 19-20). «Αἱ παραδόσεις ἡμῶν» εἶναι ὅλη ἡ ἐν χάριτι ζωή μας ἐν Χριστῷ τῷ Θεῶ καί ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι· ἡ ζωή ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, ἡ ὁποία ἤρχισεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τῶν Ἀποστόλων, διά τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διαβάστε περισσότερα »

Ανθρωπος και Θεάνθρωπος (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)

1. Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στροβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το καλόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ό,τι υπάρχει εντός των και γύρω των. Δι’ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινον γένος προσεπάθει να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου. Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μίαν υπερτάτην θεότητα, την οποίαν ελάτρευσεν ως υψίστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρον όλων των όντων και πραγμάτων. Αλλά με τον τρόπον αυτόν η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι’ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (πρβλ. 2 Κορ. 10, 12). Εις την πραγματικότητα εματαιοπόνει: κατώπτριζε κάτοπτρον εν κατόπτρω. Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν εξομολόγησιν: «ουδέν εμαυτώ σύνοιδα» (Α’ Κορ. 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τί είναι ο άνθρωπος, ούτε τί είναι ο Θεός, ούτε τί είναι ο θάνατος, ούτε τί είναι η ζωή. Επί πλέον, με όλον το είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου. Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου. Και τί κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; — Δυσωδία, σήψις, σκώληκες… «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24). Διαβάστε περισσότερα »