[Λουκ. Ιθ΄1-10]
ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Ο Κύριος πορεύεται προς την Ιερουσαλήμ και το επακόλουθο Πάθος και περνάει μέσα από την Ιεριχώ. Ένα ετερόκλητο πλήθος αποτελούμενο από μαθητές, προσκυνητές, περίεργους, εχθρούς και φίλους τον περιβάλλει. Η προσδοκία αυτού του λαού είναι η αναμονή γι΄ Αυτόν που θα ανέβει στο θρόνο της μεσσιανικής δόξας, για να αποκαταστήσει μία … κοσμική βασιλεία και να τους δικαιώσει ως έθνος. Άλλοι, όπως οι Φαρισαίοι, περιμένουν την αφορμή να τον πειράξουν και να Τον μειώσουν, ενώ πολλοί από περιέργεια βρίσκονται δίπλα Του για να δουν τέρατα και σημεία. Άνθρωποι θρησκευόμενοι και μη, οπωσδήποτε όμως Ισραηλίτες, που αυτο-θεωρούνται θρησκευτικώς καθαροί και άψογοι. Μέσα στους καθαρούς ξεπροβάλλει η μορφή ενός «ακαθάρτου». Είναι ο Ζακχαίος που ζει με συκοφαντίες, κλοπές, καταπίεση των άλλων. Αυτός ο δακτυλοδεικτούμενος, ανεβαίνει σε μια συκομουριά να δει τον Κύριο, γιατί ήταν κοντός. Αδιαφορεί για την κοινωνική του θέση, τους ψιθύρους, την αποδοκιμασία των λεγομένων ”δικαίων είναι” και επιζητεί την προσοχή και το έλεος του Σωτήρα. Σηκώνει τα μάτια ο Κύριος σε αυτή την εικόνα σιωπηλής του κραυγής για σωτηρία και τον ανταμείβει λέγοντάς του: “Ζακχαίε, σπεύσε και κατέβα, γιατί σήμερα πρέπει να μείνω στον οίκο σου». Και ο Ζακχαίος, αδιαφορώντας ταπεινά για τους γογγυσμούς των γύρω φωνάζει: ”Ιδού, τα μισά των υπαρχόντων μου, Κύριε, τα δίνω στους φτωχούς, και αν κάποιον φορολόγησα κάτι παράνομα, το αποδίδω τετραπλάσια”. Και ο Κύριος ανταπαντά: “Σήμερα έγινε σωτηρία στον οίκο τούτο, καθότι και αυτός είναι γιος του Αβραάμ, γιατί ο Υιός του ανθρώπου ήρθε να ζητήσει και να σώσει το χαμένο”.