Καταλαλιά και κατάκριση (Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου, δάσκαλος – συγγραφέας)

ΤΑ “ΦΙΛΤΡΑ” ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ: Κάποτε, ἐνῶ ὁ Σωκράτης βάδιζε στὴν Ἀγορά, κάποιος γνωστός, τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι ἔχει νὰ τοῦ πεῖ κάτι σημαντικὸ γιὰ κάποιον μαθητή του. Ὁ Σωκράτης τοῦ ζήτησε, νὰ κάνουν πρῶτα τὸ τέστ τῆς “τριπλῆς διύλισης”. “Τριπλή διύλιση;” ρώτησε ἀπορώντας ἐκεῖνος. “Ναί, πρὶν πεῖς τί ἄκουσες γι᾽αὐτόν, θὰ ἤθελα νὰ φιλτράρουμε αὐτὸ ποὺ θὰ μοῦ πεῖς. Τὸ πρῶτο, λοιπόν, φίλτρο εἶναι τῆς ἀλήθειας. Εἶσαι σίγουρος ὅτι αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ μοῦ πεῖς εἶναι ἀλήθεια;” “Ὄχι ἀκριβῶς, ἁπλὰ τὸ ἄκουσα καί…”, ψέλλισε ὁ συνομιλητής του. Κι ὁ Σωκράτης συνέχισε: “Μάλιστα. Ἄρα δὲν ἔχεις ἰδέα ἂν αὐτὸ ποὺ θὰ μοῦ πεῖς εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα. Ἂς δοκιμάσουμε τὸ δεύτερο φίλτρο, αὐτὸ τῆς καλοσύνης. Αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ πεῖς γιὰ τὸν μαθητή μου εἶναι κάτι καλό;” “Καλό; Ὄχι· τὸ ἀντίθετο μᾶλλον”, ἀπάντησε θορυβημένος ἐκεῖνος. “Ἄρα”, εἶπε ὁ Σωκράτης, “θέλεις νὰ πεῖς κάτι κακὸ γι᾽αὐτόν, ἂν καὶ δὲν εἶσαι καθόλου σίγουρος ὅτι εἶναι ἀλήθεια.” Ὁ γνωστός του ἔσκυψε τὸ κεφάλι ἀπὸ ἀμηχανία. “Παρόλα αὐτά”, προσέθεσε ὁ μεγάλος φιλόσοφος, “μπορεῖς ἀκόμα νὰ περάσεις τὴ δοκιμασία, γιατί ὑπάρχει καὶ τὸ τρίτο φίλτρο, τῆς χρησιμότητας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς γι’ αὐτὸν κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ μοῦ φανεῖ χρήσιμο (ὠφέλιμο);” “Ὄχι· δὲν νομίζω”, ἀπάντησε ὁ “πληροφοριοδότης”. “Ἄρα, λοιπόν, ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ θὰ μοῦ πεῖς δὲν εἶναι οὔτε ἀλήθεια οὔτε καλὸ οὔτε ὠφέλιμο, γιατί θὰ πρέπει νὰ τὸ ἀκούσω;”, κατέληξε ὁ Σωκράτης. Κι ἐκεῖνος ἔφυγε ντροπιασμένος, παίρνοντας ἕνα καλὸ μάθημα.

ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ “ΥΛΙΚΟ” ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ: Μὲ τὴν κακολογία συκοφαντοῦμε ἀνθρώπους, τοὺς διασύρουμε ἐξευτελίζοντάς τους, ἔχοντας δηλητήριο μίσους καὶ ζηλοφθονίας, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε ὅτι αὐτὸ μειώνει τὴν ὑπόληψη κάποιων ἀνθρώπων. Μὲ τὴν καταλαλιὰ φανερώνει κανεὶς ἐλαττώματα τοῦ ἀδελφοῦ του. Μὲ τὴν κατάκριση καταδικάζει τὰ φανερά. Δὲν ὑπάρχει ποτὲ καταλαλιά, ποὺ νὰ γίνεται ἀπὸ εὐθύτητα καρδίας. Τὸ πάθος τῆς φιλοκατηγορίας εἶναι ἀφύσικο ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Ψυχολογίας, γιατί στρέφεται κατὰ ἄλλου χωρὶς προσδοκία κέρδους γιὰ τὸν φιλοκατήγορο, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνει εἶναι ἡ “μείωση” αὐτοῦ ποὺ κατηγορεῖ, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλες πράξεις, π.χ. τὴν κλοπή, ὅπου ὁ διαπράττων στερεῖ κάτι ἀπὸ κάποιον, ἀλλὰ τὸ κερδίζει ὁ ἴδιος. Μὲ τὴν καταλαλιὰ-κακόηθες κουτσομπολιὸ ἔχει δαιμονικὸ κέρδος παρὰ ἀνθρώπινο: τὴν ἐξουδένωση τοῦ πλησίον.

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ: Κατὰ ἕναν ἄλλο ὁρισμὸ ἡ καταλαλιά, ἡ κατάκριση καὶ ἡ ἐξουδένωση εἶναι τρία στάδια τῆς ἴδιας κακότητας. Ἔτσι: Καταλαλιά εἶναι ἡ διάδοση μὲ λόγια ἁμαρτιῶν καὶ σφαλμάτων τοῦ πλησίον. Με τὴ διάδοση αὐτή, κάποιος «καταλαλεῖ», μιλάει ἐμπαθῶς, ἐναντίον κάποιου, σχετικὰ μὲ ὑπαρκτὸ ἢ ἀνύπαρκτο – καὶ τότε πρόκειται γιὰ συκοφαντία – ἁμάρτημά του. Κατάκριση είναι ἡ κατηγορία κατὰ τοῦ ἴδιου ἀνθρώπου, λέγοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι ψεύτης, ὀργίλος, κλέφτης, κατακρίνοντας τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς του, βγάζοντας γενικὰ συμπεράσματα. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ κακό. Γιατί εἶναι ἄλλο νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι κάποιος ὀργίστηκε καὶ ἄλλο νὰ πεῖ ὅτι κάποιος εἶναι ὀργίλος βγάζοντας γενικὸ συμπέρασμα. Ὁ Κύριος λέει γιὰ τοὺς κατακρίνοντες: «ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου.” (Λουκ. ϛ΄ 42). Βαρύτερο παράπτωμα ἀπὸ τὴν κατάκριση εἴναι η ἐξουδένωση, ὅταν, ὄχι μόνον κατακρίνει κανεὶς κάποιον, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐκμηδενίζει, ἀποστρεφόμενος αὐτὸν σὰν κάτι ἀηδιαστικό.

Η ΑΝΩΘΕΝ ΣΟΦΙΑ: Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη διαβάζουμε: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψλμ. ρ΄ 5). Ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει: «ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις», ἐνῶ ἀλλοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τονίζει: «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2). Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς προσθέτει: “Δὲν εἶναι, ἀλήθεια, ν᾽ ἀπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀφαιροῦν τὸ δικαίωμα τοῦ Υἱοῦ νὰ κρίνει καί, σὰν ἀναμάρτητοι, κρίνουν οἱ ἴδιοι καταδικάζοντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον;” Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, τονίζει πὼς γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον θὰ πέσουμε καὶ ἐμεῖς στὰ ἴδια. Ἀκόμη γράφει: Γιὰ τὴν προέλευσή της: “Καταλαλιά, ἀποκύημα μίσους. Λεπτὴ νόσος, κεκρυμμένη καὶ λανθάνουσα βδέλλα, ἀγάπης ἐκδαπανῶσα καὶ ἐξαφανίζουσα αἷμα· ἀγάπης ὑπόκρισις· καρδίας ρύπου καὶ βάρους πρόξενος· ἀφανισμὸς ἁγνείας.” Ὁ Ἰωάννης πιστεύει ὅτι ἡ κατάκριση: “εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ποὺ κατακρίνει”, δίνοντας στὸ πάθος προέλευση φαρισαϊκή. Γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς ἀποφυγῆς τῆς κατάκρισης διηγεῖται τὸ Γεροντικό: “Ἕνας μοναχὸς σ᾽ ἕνα Κοινόβιο, ἀμελὴς στὰ πνευματικά, ἔπεσε βαριὰ ἄρρωστος. Κι ἐνῶ βρισκόταν στὴν ἐπιθανάτια κλίνη, ἔχαιρε. Στοὺς συμμοναστές του, ποὺ ἀποροῦσαν γιὰ τὴν παρρησία του, διευκρίνισε: “Ἤμουν πάντα ἀμελὴς στὰ πνευματικά, ὅμως ἕνα πράγμα τήρησα μὲ ἀκρίβεια: Δὲν κατέκρινα ποτέ μου ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ σκοπεύω νὰ πῶ στὸ Δεσπότη Χριστό, ὅταν παρουσιαστῶ: «Σύ, Κύριε, εἶπες, μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», κι ἐλπίζω ὅτι δὲν θὰ μὲ κρίνει αὐστηρά”. Κι ὁ ἡγούμενος τοῦ ἀπάντησε μὲ θαυμασμό: “Πήγαινε εἰρηνικὰ στὰ αἰώνιο ταξίδι σου, ἀδελφέ. Ἐσὺ κατόρθωσες, χωρὶς κόπο νὰ σωθεῖς”. Ἀλλοῦ διαβάζουμε γιὰ ἕναν γέροντα ποὺ κρίνοντας γιὰ κάποιο σφάλμα ἕναν ἀδελφό του εἶχε πεῖ: “πολὺ ἄσχημα ἔκανε”. Ὅταν αὐτὸς ὁ ἀδελφὸς πέθανε, Ἄγγελος Κυρίου πῆγε στὸ γέροντα κρατώντας τὴν ψυχὴ ἐκείνου λεγοντας: “Αὐτὸς ποὺ κατέκρινες, πέθανε. Ποῦ ὁρίζεις νὰ τὸν κατατάξω;” “Ἥμαρτον”, ἐφώναξε ἔνδακρυς ὁ Γέροντας. Καὶ ἔκτοτε παρακαλοῦσε καθημερινὰ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ συγχωρήσει ἐκείνη τὴν ἁμαρτία, ἐνῶ δὲν τόλμησε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ κατακρίνει ἄνθρωπο.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Ἡ κακολογία ἑδρεύει στὴν ὑποκριτικὴ ἀγάπη. Ἔτσι κρίνουμε κάποιον, δῆθεν, γιὰ νὰ τὸν διορθώσουμε. Ὅμως μὲ τὴν κατάκριση γινόμαστε ἐμπαθεῖς, ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι νὰ κοροϊδεύουμε τὸν πλησίον μας χαιρέκακα, εἰσερχόμενοι ἔτσι στὸ “τέναγος” τοῦ παραλόγου πάθους τῆς καταλαλιᾶς. Ἡ καταλαλιὰ καὶ ἡ κατάκριση ἀντιμετωπίζονται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ συμπόνοια πρὸς τὸν πλησίον διότι “ἡ ἀγάπη σκεπάζει πλῆθος ἁμαρτιῶν” (Α’ Πέτρ. δ΄ 8.). Ὁ φιλοκατήγορος δὲν σταματᾶ στὴ ζημιὰ ποὺ κάνει στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ περνᾶ τὶς κακολογίες καὶ σὲ ἄλλους “ἐνημερώνοντάς” τους γιὰ “γεγονότα” ἢ ὑποψίες, βάζοντας στὴν καρδιὰ τῶν ἀκροατῶν ἁμαρτίες. Ἂν ὅμως ὁ ἐμπαθὴς ἄνθρωπος εἶχε ἀγάπη, ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη θὰ σκέπαζε κάθε σφάλμα. Ὁ πατὴρ Παΐσιος τόνιζε: “Ὅταν δὲν ἔχεις ἀγάπη, δὲν βλέπεις μὲ ἐπιείκεια τὰ λάθη τῶν ἄλλων, ὁπότε τοὺς ταπεινώνεις μέσα σου καὶ τοὺς κατακρίνεις.” Ἄρα ἡ λύση εἶναι μόνο ἡ ἀγάπη. Λέει πάλι ὁ ἅγιος τῶν καιρῶν μας: “Μὴν κρίνετε κανέναν. Ὁ πονηρὸς παρακινεῖ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν ἀταξίες, καὶ βάζει λογισμοὺς σὲ ἄλλους, γιὰ νὰ κρίνουν καὶ νὰ κατακρίνουν, καὶ ἔτσι νικάει καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ. Καὶ αὐτοὶ μὲν ποὺ νικιοῦνται καὶ κάνουν ἀταξίες, αἰσθάνονται μετὰ ἐνοχὴ καὶ μετανοοῦν, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ποὺ κατακρίνουν δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους, ὑπερηφανεύονται καὶ καταλήγουν στὴν ἴδια πτώση μὲ τὸν πονηρό, τὴν ὑπερηφάνεια.

ΑΥΤΟΜΕΜΨΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΗ: Οἱ ἅγιοι πῶς ἁγίασαν; Εἶχαν στραφεῖ στὸν ἑαυτό τους καὶ ἔβλεπαν μόνον τὰ δικά τους πάθη. Μὲ αὐτοκριτικὴ καὶ αὐτομεμψία, καθάρισαν τοὺς ψυχικοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἔφτασαν νὰ βλέπουν καθαρὰ καὶ βαθιά. Ἔβλεπαν τὸν ἑαυτό τους κάτω ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους θεωρώντας τους καλύτερους ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Εἶχαν ἀποκτήσει διάκριση, ὥστε νὰ δίνουν στοὺς ἄλλους ἐλαφρυντικὰ δικαιολογώντας τους. Οἱ Πατέρες λένε πὼς πρέπει, μιμούμενοι τοὺς ἁγίους, νὰ βλέπουμε μὲ πόνο αὐτὸν ποὺ σφάλλει. Ἂς σκεφτόμαστε τὸ παρελθὸν τοῦ ἀνθρώπου, τὶς εὐκαιρίες ποὺ τοῦ δόθηκαν νὰ καλλιεργήσει τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀναξιοποίητες εὐκαιρίες ποὺ εἴχαμε ἐμεῖς. Αὐτὸ θὰ μᾶς φέρει σὲ κατάνυξη καὶ θὰ ταπεινωθοῦμε βλέποντας πὼς δὲν ἀνταποκριθήκαμε, στὶς δωρεὲς ποὺ μᾶς δόθηκαν. Τότε, κατὰ τοὺς Πατέρες, θὰ νοιώσουμε μόνο ἀγάπη καὶ πόνο γιὰ τὸν ἀδελφὸ ποὺ δὲν εἶχε τὶς δικές μας εὐκαιρίες καὶ θὰ προσευχηθοῦμε γι’ αὐτόν.

 

 

(Πηγή: christianvivliografia.wordpress.com)

 

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]