Στο εξαιρετικό βιβλίο του “Οι αυταπάτες των αθεϊστών”, ο Ντέιβιντ Μπέντλεϋ Χαρτ αναφέρεται στην εικόνα της παγανιστικής αρχαιότητας ως ενός κόσμου συμφιλιωμένου με τη φύση και το σώμα, χαρούμενου και αισιόδοξου, γεμάτου από τις απολαύσεις τής ζωής και αδιάφορου για την προοπτική τού θανάτου — προτού, βέβαια, πέσει επάνω του η βαριά και παγερή σκιά τού χριστιανισμού. Συγχρόνως, όμως, ο Χαρτ μάς εξηγεί ότι η εικόνα αυτή αποτελεί ρομαντική ανακατασκευή τής νεότερης ευρωπαϊκής ελληνοφιλίας, που δεν έχει σχεδόν καμμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο Χαρτ επισημαίνει κάτι που κάθε χριστιανός μελετητής τής κλασικής αρχαιότητας (θα περιμέναμε να) γνωρίζει, ότι δηλαδή τη χαρακτηρίζει ένα είδος υπαρξιακής μελαγχολίας. Σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της, ο κόσμος αποτελεί ένα περίκλειστο σύμπαν, στο οποίο υπάγονται ακόμα και οι θεοί, και το οποίο κυριαρχείται από την ειμαρμένη. Η μυθολογία της είναι σκοτεινή, οι θεοί της εμπαθείς και ιδιότροποι (ή, ας προστεθεί, αδιάφοροι για τον άνθρωπο), και η προοπτική τού θανάτου αναπόδραστη. Η έλλειψη αξιόπιστης και εμπνευσμένης μεταφυσικής πρότασης που θα φώτιζε και θα ερμήνευε το αίνιγμα της ζωής καθόριζε αρνητικά τον αρχαίο κόσμο – παρά τις αναμφισβήτητες αρετές και ομορφιές του. Αυτός ο κόσμος τής απογοήτευσης και της μελαγχολίας γέννησε ή φιλοξένησε φιλοσοφικές θεωρίες και θρησκευτικές απόπειρες διαφυγής από μια πραγματικότητα στενάχωρη και αδιέξοδη. Οι μυστηριακές θρησκείες και ο γνωστικισμός ανήκουν εδώ. (*)
Σ’ αυτό τον μελαγχολικό κόσμο ο χριστιανισμός ήρθε ως καλά και χαρούμενα νέα, ως Ευαγγέλιο. Η διδασκαλία για ένα Θεό που δημιούργησε τον άνθρωπο και τον αγαπά, η εκ μέρους του προσφορά συγχώρεσης και δυνατότητας για νέα ζωή, το κήρυγμα της ισότητας και της αγάπης για κάθε άνθρωπο, και η προοπτική τής υπέρβασης του θανάτου που θεμελιώνεται στην Ανάσταση του Χριστού αποτελούσαν θεμελιώδη στοιχεία τής νέας πίστης. Η λατρεία τής Εκκλησίας μετέδιδε πρόγευση αιώνιας ζωής, ενώ η για πρώτη φορά οργανωμένη και ευρείας έκτασης φιλανθρωπία προσέφερε ανακούφιση και παρηγοριά στους φτωχούς και τους άρρωστους αυτής της ζωής. Ήταν τέτοια η πνευματική δύναμη της νέας θρησκείας, ώστε οι Έλληνες, παρά τους εις βάρος της συχνούς και απηνείς διωγμούς, γίνονταν μέλη της σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, ώσπου στο τέλος έγιναν όλοι τους χριστιανοί. Επρόκειτο για επιλογή ορθή και σωτήρια, τους καρπούς τής οποίας γευόμαστε μέχρι και σήμερα, καθώς ακόμα και εκείνοι που δεν πιστεύουν πια στον Χριστό παραμένουν σε μεγάλο βαθμό πολιτιστικά και αξιακά χριστιανοί. Διαβάστε περισσότερα »