Ηλίας Μηνιάτης

Κυριακή Θ’ Λουκά: Ομιλία περί του Άφρονος Πλουσίου και περί πλεονεξίας (Ηλίας Μηνιάτης, Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων)

(Λουκ. ιβ΄ 16-21)

Καὶ πρῶτα πλούσιος, καὶ τώρα πλουσιώτερος, καὶ ἀκόμη διαλογίζεται ὁ ἄνθρωπος οὗτος; Εὐφόρησεν ἡ χώρα του μυριοπλάσιον ἀφθονίαν παντοίων καρπῶν καὶ ἀκόμη στενοχωρεῖται ἡ καρδία του; Ηὔξησαν ὑπέρμετρα τὰ γενήματά του, ἐπλήθυναν ἐπ’ ἄπειρον τὰ ἀγαθά του καὶ ηὔξησαν καὶ ἐπλήθυναν ἀκόμη αἱ φροντίδες του; Ἔγινεν ὑπέρπλουτος, καὶ ἀκόμη ἀδημονεῖ ὡσὰν πτωχός! Τί ποιήσω; Καὶ ἄν δὲν ἡσυχάσῃ τώρα, ὁποῦ τοῦ ἔπεμψεν ὁ Θεός, ὡσὰν ἄφθονον βροχήν, τὴν θείαν του εὐλογίαν, πότε θέλει παύσει ἀπὸ τῆς φιλοπλουτίας τὴν πολυτάραχον μέριμναν; Πότε, πότε; Ὅσον πλέον μαζώνει, τόσον πλέον ἐπιθυμεῖ. Τί δυστυχισμένη καὶ βασανισμένη ζωή! Καὶ τί μωρὴ καὶ ματαία ἐλπίδα! Διαβάστε περισσότερα »

Λόγος περί Αποστολικού Επαγγέλματος (Ηλίας Μηνιάτης, Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων)

«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» (Ματθ. δ΄, 19)

Κάτω στὰ παραθαλάσσια τῆς Γαλιλαίας ἄνοιξε, τὸ μέγα σχολεῖον τῆς οὐρανίου διδασκαλίας ὁ Θεῖος Διδάσκαλος, «ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Ἐδῶ ἄρχισε τὸ πρῶτον νὰ λαλήση ἐπὶ τῆς γῆς ὁ Θεάνθρωπος Λόγος, καὶ νὰ κάμη τὸ πρῶτον κήρυγμα τῆς μετανοίας καὶ Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὁ παρὰ τοῦ οὐρανίου Πατρὸς πρὸς ἀνθρώπους πεμφθείς μέγας Ἀπόστολος.

«νεχώρησεν ὁ ησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ ἀπὸ τότε ἤρξατο κηρύσσειν καὶ λέγειν μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν ορανν»

Καὶ τοῦτο εἶναι ἐκεῖνο τὸ μέγα φῶς, περὶ τοῦ ὁποίου ἐπροφήτευσεν ὁ Ἠσαΐας, πώς ἒμελλε νὰ ἀνατείλη εἰς τὸν λαὸν «τὸν καθήμενον ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», δηλαδὴ ἡ σωτήριος λάμψις τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπου ἔμελλε νὰ φωτίση καὶ νὰ ζωογονήση μὲ τὴν νέαν χάριν ἀνθρώπους ποταπούς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ περὶ τὴν Γαλιλαίαν Ἰουδαῖοι, μεμιγμὲνοι μὲ ἐθνικοὺς ἐσκοτισμένους καὶ νενεκρωμένους εἰς τὴν ἀσέβειαν.

Πρῶτοι μαθηταὶ καλεσμένοι εἰς τὴν νέαν ταύτην διδασκαλίαν ἐστάθησαν οἱ τρισμακάριοι Σίμων Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου, ἄνθρωποι ἁπλοί εἰς τὴν προαίρεσιν, πτωχοὶ εἰς τὴν κατάστασιν, ἁλιεῖς εἰς τὴν τέχνην.

«Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς νθρώπων».

Τοιαῦτα ὄργανα ἐπεχειρίσθη ἡ σεσαρκωμένη θεία Σοφία μωρά, ἀσθενή καὶ ἐξουθενωμένα διὰ νὰ καταργήση (καθὼς λέγει ὁ Παῦλος) τοῦ κόσμου τὴν σοφίαν, τὴν εὐγένειαν καὶ τὴν δύναμιν καὶ τέτοιας λογῆς νὰ φανῆ, πώς ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν ἐδέχθη ὁ κόσμος, δὲν ἦτον ἔργον δυνάμεως ἀνθρώπου, ἀλλά κατόρθωμα δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.

Τί ἔκαμαν οἱ καλοὶ ἐτοῦτοι ἁλιεῖς, ἀφήνοντες ἐν τῷ ἅμα καὶ δίκτυα καὶ πλοῖον, ὅλον δηλαδὴ τὸν πλοῦτον τῆς πτώχειας των, καὶ ἀκόμη τὸν ἴδιον πατέρα, ἐδέχθησαν ἀδιστάκτως τὸ κάλεσμα, ἠκολούθησαν πρόθυμα τὸν καλεστὴν.

«Οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν, κολούθησαν ατῷ».

Τοιοῦτοι πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἀληθινοὶ Μαθηταί τοῦ Χριστοῦ· ὅλοι δι’ ὅλου ἀφιερωμένοι τῷ Χριστῷ, χωρισμένοι καὶ ἀπολελυμένοι ἀπὸ κάθε πράγμα ἐγκόσμιον.

Αὐτή εἶναι, ἡ ὑπόθεσις τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἤτοι τὸ κάλεσμα τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ· καί ἐπειδὴ εἰς τιμὴν τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία θεοπνεύστως ἀφιέρωσε τὰς ἡμέρας ταύτας, διατάζουσα νὰ τὰς ἁγιάζωμεν μὲ νηστείαν, φαίνεταί μοι ἁρμόδιον νὰ ὁμιλήσω σήμερον ἐπάνω εἰς τὴν ὑπεροχήν καὶ ἀξίαν τοῦ ἀποστολικοῦ ἐπαγγέλματος, διὰ νὰ καταλάβετε τί θέλει νὰ εἴπη ὁ Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή των Βαΐων: Ομιλία περί της Θείας Μεταλήψεως (Ηλίας Μηνιάτης, Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων)

Λεχθείσα τη Κυριακή των Βαΐων.

«Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωάννου ΙΒ’, 13)

Ο καθαιρέτης του άδου, ο νικητής του θανάτου, ο αρχηγός της ζωής, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ανέστησε τον τετραήμερο νεκρό, τον Λάζαρο. Και όταν εισήλθε στα Ιεροσόλυμα εσείσθη όλη η πόλις με την παρουσία Αυτού του θαυματουργού και με την είδησι αυτού του παραδόξου θαύματος!

«Τίς εστίν ούτος»; Ποιός είναι αυτός; Ερωτά ο ένας τον άλλο. Και όλος εκείνος ο πολυάριθμος λαός, που ήτο συνηθροισμένος λόγω της εορτής του Πάσχα, κινούμενος από θείον νεύμα. Τον υποδέχεται με μιαν ένδοξη υποδοχή, σαν Βασιλέα του Ισραήλ. Άλλοι προπορεύονται, άλλοι ακολουθούν, άλλοι κόβουν κλαδιά, άλλοι σείουν βαΐα1 φοινίκων, άλλοι στρώνουν κάτω στο δρόμο τα ενδύματά τους, όλοι μα όλοι, με τα μικρά παιδιά μαζί φωνάζουν «ωσαννά2, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»! Σώσαι μας συ που είσαι ευλογημένος γιατί έρχεσαι με την ισχύ και το όνομα του Κυρίου!

Σε αυτή λοιπόν την σημερινή βαϊοφόρο πανήγυρι, εγώ σημειώνω τρία περιστατικά. Πρώτον˙ τα ενδύματα που ρίχνονται στη γη. Δεύτερον˙ τα βαΐα των φοινικοδένδρων, που είναι σύμβολα νίκης. Τρίτον˙ τον χαροποιόν εκείνον ύμνο «ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος».

Και εμείς οι Χριστιανοί τρία αναγκαιότατα πράγματα πρέπει να κάνουμε, όταν υποδεχόμεθα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν κατά την ιεράν Μετάληψιν των Αχράντων Μυστηρίων. Πρώτον˙ με μιαν αληθινή εξομολόγησι να απορρίπτουμε τα ενδύματα των αμαρτιών μας, που τόσον καιρό τα φοράμε. Να αφήνουμε τις παληές κακές συνήθειες, να απεκδυόμεθα τον παλαιόν άνθρωπο με όλες τις κακές του πράξεις.3 Δεύτερον˙ με μια τέλεια επιστροφή να σηκώσουμε τα βαΐα της νίκης καταπατώντας τους τρεις μεγάλους μας εχθρούς: την σάρκα, τον κόσμο και τον διάβολο. Και τρίτον˙ κατόπιν με χαρά και αγαλλίασι πνευματική, με καρδιά συντετριμμένη,4 να πλησιάσουμε στην Αγία Τράπεζα του Άρτου της ζωής και να λέμε: «ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου»!

Γι’ αυτό και εγώ θα σας ομιλήσω σήμερα για την ιεράν Μετάληψι, πιστεύοντας ότι ο λόγος αυτός είναι πολύ αναγκαίος γι’ αυτούς που αυτές τις άγιες ημέρες ετοιμάζονται να μεταλάβουν το πανάχραντον Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας.

Και κατά πρώτον θα αποδείξω πως αυτό το Μυστήριον είναι το μεγαλύτερον έργο της θείας Δυνάμεως, της θείας Σοφίας και της θείας Αγαθότητος. Εκ δευτέρου θα σας ομιλήσω για το ποιάν ετοιμασία πρέπει να κάνη ένας που θέλει να μεταλάβη, ώστε αυτή η ιερά Μετάληψις να μη γίνη εις κρίμα ή εις κατάκριμα, αλλ’ εις άφεσιν αμαρτιών και σωτηρίαν.

Όλα αυτά θα σας τα διδάξω με κάθε δυνατή βραχυολογία, ένεκα της επισημότητος της σημερινής εορτής. Διαβάστε περισσότερα »

Τη Aγία και Μεγάλη Παρασκευή – Εις το Σωτήριον Πάθος (Ηλίας Μηνιάτης, Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων)

Πῶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ πῶς ἔκαμεν ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν! Ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τῆς γῆς, τὸ ἔπλασε μὲ τὰς χεῖράς του, τὸ ἐμψύχωσε μὲ τὴν πνόην του, τὸ ἐτίμησε μὲ τὴν εἰκόνα του, καὶ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ ἐκατάστησε τὸν Θεὸν χωρὶς μορφήν, χωρὶς πνοήν, ὅλον αἷμα, ὅλον πληγάς, προσηλωμένον εἰς ἕνα ξύλον. Βλέπω ἐκεῖ ἕνα Ἀδάμ, καθὼς τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐστεφανωμένον δόξῃ καὶ τιμῇ, αὐτεξούσιον βασιλέα πάντων τῶν ὑπὸ σελήνην κτισμάτων, εἰς τὴν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς ἐπιγείου μακαριότητος. Βλέπω ἐδῶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, καθὼς τὸν ἀκατάστησεν ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς κάλλος, χωρὶς εἶδος ἀνθρώπου, ἐστεφανωμένον μὲ ἀκάνθας, κατάδικον, ἄτιμον, ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, εἰς τὴν ἀγωνίαν τοῦ πλέον ἐπωδύνου θανάτου. Συγκρίνω τὴν μίαν μὲ τὴν ἄλλην εἰκόνα, τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον, τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν, καὶ στοχάζομαι τί ὡραῖον πλάσμα ἔκαμαν τὸν ἄνθρωπον τὰ πλουσιόδωρα χέρια τοῦ Θεοῦ· καὶ τί ἐλεεινὸν θέαμα ἔκαμαν τὸν Θεὸν τὰ παράνομα χέρια τῶν ἀνθρώπων! Γνωρίζω ἐκεῖ εἰς τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἔργον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐστεφάνωσεν ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Θεός· καὶ γνωρίζω ἐδῶ εἰς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μίαν ἀνομίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὅλας του τὰς ἀνομίας ὁ ἄνθρωπος. Ξανοίγω ἐκεῖ μίαν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐδῶ μίαν ἄπειρον ἀχαριστίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν· καὶ δὲν ἠξεύρω ἢ τί περισσότερον νὰ θαυμάσω ἢ τί περισσότερον νὰ ἐλέγξω. Τοῦτο ἠξεύρω, πὼς ἐξίσου πρέπει νὰ κλαύσω καὶ τὸν Θεόν, ὅπου τόσα ἔπαθε, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου τόσα ἐτόλμησε. Ἐγὼ δὲν ξεχωρίζω τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν δακρύων μου. Διατί, ὅταν θρηνῶ τὰ πάθη, ἐγὼ ἀπεικάζω τὴν ἀφορμὴν τῶν παθῶν· ὅταν μετρῶ τὰς πληγάς, ἐγὼ εὑρίσκω τὰ χέρια ὅπου τὰς ἄνοιξαν· ὅταν θεωρῶ Ἐκεῖνον, ὅπου ἐσταυρώθη, θεωρῶ καὶ ἐκεῖνον, ὅπου τὸν ἐσταύρωσε· καὶ εἰς τὸν θάνατον ἑνὸς ἀδικοφονευμένου Θεοῦ, ἐγὼ ξανοίγω ἄνθρωπον τὸν φονέα.

Τοῦτο εἶναι, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἄλλα, τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι, ὅπου τοῦ πλήττει τὴν κεφαλὴν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦτο, ὅπου τοῦ κεντᾶ τὴν πλευρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν λόγχην. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν βασανίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσήλωσιν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ πικραίνει τὰ χείλη περισσότερον ἀπὸ τὴν χολήν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ βαρεῖ περισσότερον ἀπὸ τὸν σταυρόν. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν νεκρώνει γληγορώτερον ἀπὸ τὸν θάνατον: Νὰ βλέπῃ αἰτίαν τοῦ πάθους του καὶ τοῦ θανάτου του ἕνα ἄνθρωπον, τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του. Καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλη ἡ ἀφορμὴ τῶν δακρύων μας, πὼς ἡμεῖς ἐσταυρώσαμεν, ἡμεῖς ἐθανατώσαμεν τὸν Θεόν μας. Ἀνίσως καὶ τοιούτου πάθους ἄλλος ἤθελ᾽ ἦτον ἡ ἀφορή, ἡμεῖς μ᾽ ὅλον τοῦτο ἔπρεπε πολλὰ νὰ πονέσωμεν, διατὶ ἄλλος τόσα δὲν ἔπαθε· ἀλλὰ νὰ εἴμασθεν ἡμεῖς ἀφορμή, πρέπει καὶ νὰ πονέσωμεν, καὶ νὰ ἐντραπῶμεν· πρέπει νὰ κλαύσωμεν καὶ τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀχαριστίαν μας· πρέπει νὰ χύσωμεν διπλᾶ τὰ δάκρυα, διὰ νὰ εἶναι δάκρυα συμπαθείας καὶ συντριβῆς· καὶ τέτοιας λογῆς, νὰ θρηνήσωμεν καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτόν μας.

Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀνέβηκα σήμερον μὲ τοιοῦτον σκοπὸν ἐπάνω εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν ἄμβωνα. Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ χριστιανοί, ὅπου τώρα καίουσι τὰ πάθη, ἀναμένουσι μόλον τοῦτο πότε νὰ ἀναστηθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος, διὰ νὰ Τὸν βάλωσι πάλιν εἰς τὸν Σταυρόν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ παρακινήσω εἰς θρῆνον τοὺς χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ψηφῶ δάκρυα προσωρινά, ὁποῦ δὲν γεννῶνται ἀπὸ τὴν καρδίαν, ὁποῦ δὲν εἶναι τέκνα τῆς κατανύξεως· ἂς κρατοῦσι τὰ δάκρυά τους οἱ χριστιανοί, διὰ νὰ κλαίωσιν ἢ τὴν ζημίαν τοῦ πράγματος ἢ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν ἢ τὸ καλὸν τοῦ πλησίον· δὲν χρειάζεται ἀπὸ τέτοια δάκρυα ὁ Ἰησοῦς μου. Εἶναι καὶ ἄλλοι ὅπου Τὸν λυποῦνται, ἂν δὲν Τὸν λυποῦνται οἱ χριστιανοί, Τὸν λυπεῖται ὁ οὐρανός, καὶ σκεπάζει μὲ βαθύτατον σκότος τὸ γαληνόμορφον πρόσωπον· Τὸν λυπεῖται ὁ ἥλιος, καὶ κρύπτει εἰς ἔκλειψιν τὰς ἀκτῖνας· Τὸν λυπεῖται ἡ γῆ, καὶ σείεται ἀπὸ κλώνον καὶ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα καὶ σχίζει ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ· Τὸν λυποῦνται καὶ αὐτοί, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν· ὅθεν στρέφονται τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη.

Ἐγὼ ἦλθα, ὄχι διὰ νὰ σᾶς κάμω νὰ κλαύσετε, ἦλθα διὰ νὰ σᾶς κάμω ἁπλῶς νὰ καταλάβετε, τί εἶναι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦτα τὰ τρία κεφάλαια.

Πρῶτον, τί εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου ἔπαθε· Δεύτερον, τί ἔπαθε. Τρίτον, διὰ ποῖον ἔπαθε.

Θέλετε ἀκούσει εἰς Ἐκεῖνον, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἀγάπην. Καὶ ἀνίσως εἰς τόσην συγκατάβασιν δὲν θέλετε θαυμάσει· εἰς τόσην ὑπομονὴν δὲν θέλετε συμπονέσει· εἰς τόσην ἀγάπην δὲν θέλετε εὐχαριστήση· τότε – ναὶ – θέλω εἰπεῖ πὼς ἡ καρδία σας εἶναι πέτρα σκληροτέρα ἀπὸ ἐκείνας, ὅπου ἐσχίσθησαν εἰς τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.

Δεῦτε λοιπὸν ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Γολγοθᾶ, εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ φρικώδους θεάματος· καὶ εἰς τόσον σκότος, ὁποῦ σκεπάζει τῆς οἰκουμένης τὸ πρόσωπον, ἂς προβάλῃ, διὰ νὰ μᾶς δείξη τὴν ὁδὸν τοῦ ζωοδόχου Σταυροῦ τὸ σεβάσμιον ξύλον.

Ποῦ εἶσαι; Πρόβαλε, ξύλον θεομακάριστον, ὅπου, ποτισμένον μὲ τὸ ζωηρὸν αἷμα Θεοῦ ἐσταυρωμένου, μᾶς ἐβλάστησες τὴν ζωήν. Τράπεζα πολύτιμε, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐπληρώθη σήμερον ἡ ἐξαγορὰ τῆς ἀνθρωπίνου σωτηρίας. Θρόνε ὑπέρτιμε, ὅπου ἐκάθισε καὶ ἐβασίλευσε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ νεὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Κλῖμαξ ἐπουράνιε, ὅθεν ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν μᾶς ἔδειξε τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν παράδεισον. Στύλε φωτοειδέστατε, ὅπου ὁδηγεῖς τὸν περιούσιον λαὸν εἰς τὴν μακαρίαν γῆν τῆς θείας ἐπαγγελίας. Σταυρὲ ἁγιώτατε, τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ στήριγμα, τῆς πίστεώς μας τὸ καύχημα! μίαν φορὰν ξύλον ἀτιμίας καὶ θάνατου, τώρα ξύλον δόξης καὶ ζωῆς! ὄργανον βασανιστήριον τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καὶ ὄργανον τρισόλβιον τῆς σωτηρίας μας! Γένοιτο εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν διήγησιν ὅπου ἔχω νὰ κάνω, καθὼς ὅλος ἐπροσηλώθη εἰς ἐσὲ ὁ Ἰησοῦς μας, ἔτσι ὅλη νὰ προσηλωθῇ εἰς ἐσὲ ἡ καρδία μας!

Διαβάστε περισσότερα »

Ε’ Κυριακή των Νηστειών: Ομιλία περί μετανοίας (Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων Ηλίας Μηνιάτης)

Η ακόλουθη ομιλία είναι προϊόν της ρητορικής δεινότητος του επισκόπου Κερνίτσης και Καλαβρύτων Ηλία Μηνιάτη του Κεφαλλήνος, ο οποίος θεωρείται «νέος Χρυσόστομος», λόγω του περιεχομένου των λόγων του, αλλά και λόγω της φυσικής του ευφραδείας. Εγεννήθη στο Λυξούρι το 1669 και εκοιμήθη το 1714, εις ηλικίαν μόλις σαράντα πέντε ετών. Εκήρυξε στην Βενετία, όπου και εσπούδασε, στην Κέρκυρα, στην πατρίδα του Κεφαλληνία, στην Ζάκυνθο και επί επταετίαν εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικόν ναόν του Αγίου Γεωργίου, εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί μάλιστα διωρίσθη επισήμως υπό του Πατριάρχου Γαβριήλ του Γ’ Ιεροκήρυξ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Από τους ολίγους λόγους του που διεσώθησαν, αντιλαμβάνεται κανείς την δύναμίν των, την απήχησι που είχαν και το πόσον το δουλεύον Γένος εις Τούρκους και Βενετούς, εστερήθη ενός τόσον παραμυθητικού και παρηγορητικού κηρύγματος. Οι ομιλίες του έγιναν το πνευματικόν εντρύφημα των Ορθοδόξων επί μακρού χρόνου διάστημα έως της σήμερον, απαριθμούσαι πολλάς εκδόσεις. Τώρα εκδίδομεν μεταγλωττισμένους εις το σημερινόν γλωσσικόν ιδίωμα προς ευχερεστέραν κατανόησιν τρεις ομιλίας αυτού περί Μετανοίας, περί Εξομολογήσεως και περί θείας Μεταλήψεως, εκφωνηθείσας εις περιόδους Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η επιλογή δεν έγινε τυχαίως. Πιστεύομεν ότι όποιος έχει ειλικρινή μετάνοιαν, καθαράν εξομολόγησιν και εν συναισθήσει θείαν των Αχράντων Μυστηρίων Μετάληψιν, ευρίσκεται πορευόμενος την Οδόν της Σωτηρίας της εν Χριστώ Ιησού, ώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν. (Ηγούμενος Δοσίθεος, Ιερά και Σταυροπηγιακή της Παναγίας Τατάρνης Μονή)

Διαβάστε περισσότερα »