Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
Δέκα λεπροὶ ἦρθαν στὸν Κύριο· δέκα ἄνθρωποι ποὺ ἦταν τελετουργικὰ ἀκάθαρτοι καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν κοινότητα τους, ἀδυνατοῦσαν νὰ παραβρεθοῦν στὴν κοινὴ λατρεία στὸ Ναό, ἀδυνατοῦσαν νὰ πλησιάσουν τὶς κατοικίες τῶν ἀνθρώπων ἐπειδὴ ἡ ἀρρώστεια τους μποροῦσε νὰ μεταδοθεῖ στοὺς ἄλλους: θὰ μποροῦσαν νὰ μολυνθοῦν, νὰ ἀρρωστήσουν θανατηφόρα.
Ἦρθαν στὸν Κύριο καὶ στάθηκαν μακρυὰ ἐπειδὴ γνώριζαν ὅτι δὲν εἶχαν δικαίωμα νὰ πλησιάσουν, νὰ Τὸν ἀγγίξουν καθὼς ἔκανε ἡ αἱμορροούσα καὶ θεραπεύτηκε. Ἀπὸ μακρυὰ κραύγασαν γιὰ ἔλεος, καὶ ὁ Κύριος τοὺς θεράπευσε· τοὺς ἔστειλε στοὺς ἱερεῖς γιὰ νὰ καθαριστοῦν τυπικά. Δέκα πῆγαν καὶ οἱ ἐννέα δὲν γύρισαν πίσω ποτέ. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἀνακαλύπτοντας καθ’ ὁδὸν ὅτι θεραπεύτηκε, ἄφησε κάθε ἄλλο ἐνδιαφέρον ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐγνωμοσύνη σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τὸν κατέστησε ὑγιῆ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐπέστρεψε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι ἦταν Σαμαρείτης, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἀνῆκε στὴν Ἑβραϊκὴ κοινότητα, ἕνας ἄνθρωπος δίχως δικαιώματα στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἦταν μόνο ξένος ἀλλὰ ἀπορριπτέος.
Γιατὶ – ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν ρωτᾶ – γιατὶ συμβαίνει καὶ οἱ ἐννέα ἀπ’ αὐτοὺς δὲν σκέφτηκαν νὰ ἐπιστρέψουν; Διαβάστε περισσότερα »