Η ‘Λειτουργική Κίνησις’ της Δύσεως και ο Οικουμενισμός (Αρχ. Νικόδημος Μπαρούσης)

(3.132 άτομα το έχουν διαβάσει)
Εἰ­σή­γη­σις ἐκ­φω­νη­θεῖ­σα εἰς τὸ Δι­ορ­θό­δο­ξο Θε­ο­λο­γι­κὸ Συ­νέ­δρι­ο: «Οἰ­κου­με­νι­σμός. (Γέ­νε­ση-Προσ­δο­κί­ες-Δι­α­ψεύ­σεις)», τὸ ὁ­ποῖ­ον δι­ωρ­γα­νώ­θη εἰς τὴν Θεσ­σ­σα­λο­νί­κην, τὴν 20-24 Σε­πτεμ­βρί­ου 2004, ὑ­πὸ τῆς «Ἑ­ται­ρεί­ας Ὀρ­θο­δό­ξων Σπου­δῶν».

***

 

Ἡ «Λειτουργικὴ Κίνησις» τῆς Δύσεως
καὶ ὁ Οἰκουμενισμὸς[1]

Ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου,
ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης – Νεζερῶν,
(250 08 Πάτραι)

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

Οἱ συ­νέ­πει­ες τῆς Γαλ­λι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως ἦ­σαν ὀ­λέ­θρι­ες δι­ὰ τὸν Χρι­στι­α­νι­σμὸ τῆς Δύ­σε­ως. Ἡ Δυ­τι­κὴ Ἐκ­κ­λη­σί­α[2] ἐ­δι­ώ­χθη ἀ­πη­νῶς, καὶ χί­λι­α πε­ρί­που μο­να­στή­ρι­α ἐ­ξη­φα­νί­σθη­σαν με­τα­ξὺ τῶν ἐ­τῶν 1789-1815[3]. Γι­’ αὐ­τὸ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ ἐ­τά­χθη­σαν ὑ­πὲρ τῆς ἐ­νι­σχύ­σε­ως τῆς ὀρ­γα­νω­τι­κό­τη­τος τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας των πρὸς ἀ­ντι­με­τώ­πι­σι τῆς πο­λι­τει­α­κῆς ἀ­πει­λῆς. Δη­λα­δὴ ἀ­ντέ­τα­ξαν εἰς τὴν κα­λῶς ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἐ­χθρι­κὴ πο­λι­τεί­α μί­αν ἐξ ἴ­σου κα­λῶς ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὴ δι­οί­κη­σι, πο­λέ­μη­σαν τὸν κό­σμο μὲ τὰ ἴ­δι­α του τὰ ὅ­πλα, προ­σηρ­μό­σθη­σαν εἰς τὶς κο­σμι­κὲς ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἐ­πο­χῆς των, δι­ὰ νὰ δι­α­σώ­σουν τὴν Ἐκ­κ­λη­σί­α, ὡς ἐ­νό­μι­ζον· ἀλ­λὰ τοῦ­το εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ ὁ­δη­γή­σουν τοὺς πι­στοὺς εἰς μί­αν ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νη πε­ρὶ Ἐκ­κ­λη­σί­ας ἀ­ντί­λη­ψιν.

Οἱ Χρι­στι­α­νοὶ τῆς Δύ­σε­ως ἐ­νό­μι­σαν πλέ­ον ὅ­τι Ἐκ­κ­λη­σί­α εἶ­ναι μί­α εὔ­ρυ­θμος καὶ πει­θαρ­χη­μέ­νη ζω­ή, ἀ­το­μι­κὴ καὶ συλ­λο­γι­κή, καὶ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν δι­ὰ τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψι τοῦ Θε­οῦ, δι­ὰ τὸ δό­γμα τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας καὶ δι­ὰ τὴν ἀ­πό­λυ­τον ἐ­ξάρ­τη­σι τῆς ζω­ῆς ἀ­πὸ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως. Ἄ­με­σος συ­νέ­πει­α τῆς πε­ρι­φρο­νή­σε­ως τῶν δο­γμά­των εἶ­ναι ἡ πα­ρα­μέ­λη­σις τῆς λει­τουρ­γι­κῆς ζω­ῆς τῶν πι­στῶν καὶ ἡ ἐ­πι­κέ­ντρω­σις τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντος αὐ­τῶν εἰς τὸν ἠ­θι­κι­σμό[4].

Ὁ κλῆ­ρος καὶ ὁ λα­ὸς τῆς με­τε­πα­να­στα­τι­κῆς Γαλ­λί­ας, καὶ τῆς Δύ­σε­ως γε­νι­κῶς, ἐ­λάμ­βα­νε τὴν μόρ­φω­σί του ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­η­σου­ΐ­τας, οἱ ὁ­ποῖ­οι τὸν ἐ­δί­δα­σκαν ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐ­πι­μέ­νῃ κυ­ρί­ως εἰς ἠ­θι­κὲς καὶ τυ­πο­λα­τρι­κὲς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις προ­σω­πι­κῆς εὐ­σε­βεί­ας.

Πα­ραλ­λή­λως, ὅ­μως, ἡ ἐ­νο­ρι­α­κὴ εὐ­σέ­βει­α, προ­σπα­θοῦ­σα νὰ κα­λύ­ψῃ τὰ κε­νά, ὁ­ποὺ ἐ­δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἡ ἰ­η­σου­ϊ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, ἐ­φεῦ­ρε νέ­ους τρό­πους εὐ­σε­βεί­ας, ἀ­νε­ξαρ­τή­τους τῆς ἱ­ε­ρᾶς πα­ρα­δό­σε­ως καὶ τῶν δο­γμά­των τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ὅ­πως τὴν ὑ­πε­ρέ­ξαρ­σι τῆς τι­μῆς τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­σὴφ τοῦ Μνή­στο­ρος, τὴν πλή­ρη συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοῦ λα­τρεί­α τῆς «ἱ­ε­ρᾶς καρ­δί­ας» τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἤ, ὡς ἀ­πο­κο­ρύ­φω­σι ὅ­λων, τὴν Τε­λε­τὴ τῆς «Ἁ­γί­ας Δω­ρε­ᾶς»[5]. Ὁ λα­ός, ἔ­στω καὶ ἐ­ντὸς τῶν κόλ­πων τῆς αἱ­ρέ­σε­ως, ἔ­σπευ­δε δι­ψα­σμέ­νος εἰς τὴν ἀ­να­ζή­τη­σι τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ οἱ ἡ­γέ­ται τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας του , ἀ­πο­βλέ­πο­ντες εἰς τὴν εὔ­κο­λον λύ­σι, τοῦ προ­σέ­φε­ραν ἀ­φει­δῶς «εὐ­σε­βεῖς» τε­λε­τάς, ἀ­νε­ξαρ­τή­τους μὲν τῶν δο­γμά­των τῆς πί­στε­ως, πλου­σί­ας ὅ­μως εἰς συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοὺς καὶ ἐ­ντυ­πώ­σεις, βαυ­κα­λι­ζό­με­νοι ὅ­τι ἡ ἐ­φή­με­ρος συ­γκι­νη­σι­α­κὴ φόρ­τι­σις θὰ ἀ­να­πλη­ρώ­σῃ τὴν ἐκ τῆς ἐκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως ἀ­πω­λε­σθεῖ­σα χά­ριν, καὶ θὰ συ­γκρα­τή­σῃ τοὺς ἀν­θρώ­πους εἰς τὴν Ἐκ­κ­λη­σί­α.

Τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τό, ὡς ἐ­κτρο­πὴ τοῦ ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κοῦ βί­ου, ἔ­γι­νε ἀ­ντι­λη­πτὸ ἀ­πὸ ἕ­ναν ἀ­ρι­θμὸ πνευ­μα­τι­κῶν ἀν­θρώ­πων τοῦ Δυ­τι­κοῦ κό­σμου[6]. Ἀ­ντι­στρα­τευ­ό­με­νος τοὺς πα­νί­σχυ­ρους Ἰ­η­σου­ΐ­τας ὁ Dom Prosper Guéranger, ἀ­να­και­νι­στὴς τοῦ κα­τε­στραμ­μέ­νου ὑ­πὸ τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως ἀβ­βα­εί­ου τοῦ Solesmes τὸ 1833, προ­σε­πά­θη­σε νὰ καλ­λι­ερ­γή­σῃ τὴν λει­τουρ­γι­κὴ συ­νεί­δη­σι τῶν βε­νε­δι­κτί­νων μο­να­χῶν[7]. Δι­α­πι­στώ­νο­ντας ὅ­τι ἡ εὐ­σέ­βει­α με­τε­βλή­θη εἰς λα­ο­φι­λεῖς «φολ­κλο­ρι­κὰς» ἑ­ορ­τα­στι­κὰς ἐκ­δη­λώ­σεις, ἠ­θέ­λη­σε μὲν νὰ μυ­ή­σῃ ὅ­λους τοὺς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὺς εἰς τὴν λει­τουρ­γι­κὴ ζω­ή, συγ­χρό­νως δὲ ὅ­λους τοὺς Χρι­στι­α­νοὺς εἰς τὴν Ἕ­νω­σιν ὑ­πὸ τὸν Πά­πα[8], θέ­των ἔ­τσι τὶς βά­σεις τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως» εἰς τὴν Δύ­σι[9].

Ἡ «Λει­τουρ­γι­κὴ Κί­νη­σις», ἀρ­χι­κῶς μὲν ἕ­να ὅ­ρα­μα κά­ποι­ων δι­α­κε­κρι­μέ­νων βε­νε­δι­κτί­νων μο­να­χῶν, σὺν τῷ χρό­νῳ, ἰ­δί­ως με­τὰ τὴν σθε­να­ρὰ ἀ­ντί­δρα­σι τῶν Ἰ­η­σου­ϊ­τῶν κα­τὰ τὸ ἔ­τος 1914[10], ἀ­πέ­κτη­σε τὴν μορ­φὴ μι­ᾶς κα­λῶς ὁρ­γα­νω­μέ­νης προ­σπα­θεί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­λα­βε τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸν ὄ­νο­μα: «Ἡ Κί­νη­σις», καὶ τῆς ὁ­ποί­ας ὁ σκο­πὸς ἔ­λα­βε τὸ ἐ­πί­σης ἰ­δι­αί­τε­ρον ὄ­νο­μα: «Τὸ Ἔρ­γον». Ἡ δρᾶ­σις τῆς «Κι­νή­σε­ως» ἐ­κα­λύ­πτε­το πά­ντο­τε ὑ­πὸ τὴν μορ­φὴ μι­ᾶς μὴ σα­φῶς δι­α­τυ­που­μέ­νης μελ­λο­ντι­κῆς προ­ο­πτι­κῆς, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­φεύ­γε­ται ἡ τυ­χὸν ἀ­ντί­δρα­σις τῶν ἀ­ντι­φρο­νού­ντων καὶ νὰ ἀ­φή­νε­ται ἐ­λεύ­θε­ρος ὁ δρό­μος δι­ὰ τὴν ὅ­ποι­αν ἐ­ξέ­λι­ξιν. Αὐ­τὸ τὸ «ἔρ­γο», ἦ­ταν ἡ ἐλ­πὶς ὅ­λων δι­ὰ τὴν ἀ­να­ζω­πύ­ρω­σι τῆς πί­στε­ως, (κα­τὰ τὴν ἐ­κτί­μη­σι πολ­λῶν), καὶ ἡ ἀ­σφα­λὴς προσ­δο­κί­α τῆς Ἑ­νώ­σε­ως τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν, (κα­τὰ τοὺς ἐκ­προ­σώ­πους τῆς «Κι­νή­σε­ως»).

Ἀ­φε­τη­ρί­α καὶ κύ­ρι­ος σκο­πὸς τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς» αὐ­τῆς «Κι­νή­σε­ως», ἦ­ταν ἡ συμ­με­το­χὴ τοῦ λα­οῦ εἰς τὴν λει­τουρ­γί­α. Εἶ­ναι ἐ­ντυ­πω­σι­α­κὸν ὅ­τι ὑ­π’ αὐ­τὸ τὸ αἴ­τη­μα εἰ­σέ­βα­λε καὶ εἰς τὸν ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο. Ὅ­μως, οἱ Δυ­τι­κοὶ εἶ­χαν ὑ­π’ ὄ­ψιν τους μί­α λει­τουρ­γι­κὴ πρᾶ­ξι τε­λεί­ως ἀ­ντί­θε­τον ἐ­κεί­νης τὴν ὁ­ποί­αν εἶ­χαν πα­ρ’ ἡ­μῖν οἱ ἡ­μέ­τε­ροι. Ἡ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὴ λει­τουρ­γι­κὴ πρᾶ­ξις γνω­ρί­ζει τὴν τέ­λε­σι τῆς λει­τουρ­γί­ας ὑ­πὸ μό­νου τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως[11]. Ὅ,τι λέ­γει ἢ πράτ­τει ὁ λει­τουρ­γὸς ἀ­φο­ροῦν μό­νον αὐ­τὸν καὶ οὐ­δ’ ἕ­να ἄλ­λον· οἱ πι­στοί, ὅ­ταν πα­ρί­στα­νται, εἶ­ναι ἁ­πλοὶ θε­α­ταὶ ἑ­νὸς ἱ­ε­ρέ­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θ’ ἑ­αυ­τὸν ποι­εῖ κά­τι· ἡ χο­ρω­δί­α, ὅ­ταν πα­ρί­στα­ται, συ­νι­στᾶ ἁ­πλῶς μου­σι­κὴ ἐ­πέν­δυ­σι τῆς προ­σω­πι­κῆς τε­λε­τῆς τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως.

Ἡ «Λει­τουρ­γι­κὴ Κί­νη­σις» ἐ­τό­νι­σε μὲν τὴν ἀ­νά­γκη τῆς μυ­στι­κῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως τῶν συ­στα­τι­κῶν – κα­θα­γι­α­στι­κῶν λό­γων[12], ἀλ­λὰ ἐ­ζή­τη­σε τὸν δι­ά­λο­γο κλή­ρου καὶ λα­οῦ κα­τὰ τὴν τέ­λε­σι τῆς λει­τουρ­γί­ας, ὅ,τι δη­λα­δὴ ὑ­πάρ­χει πά­ντο­τε εἰς τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἐν πρώ­τοις φαί­νε­ται ἀ­πο­ρί­ας ἄ­ξι­ον, πῶς μί­α λα­τι­νι­κὴ «Κί­νη­σις», ἡ ὁ­ποί­α εὐ­νο­οῦ­σε εἰς τὸ ση­μεῖ­ον αὐ­τὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξον Λει­τουρ­γι­κὴ, εὑ­ρῆ­κε εἴ­σο­δο εἰς τὴν Ὀρ­θό­δο­ξον Ἐκ­κ­λη­σί­α, αἰ­τοῦ­σα αὐ­τὸ τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­νέ­κα­θεν ὑ­πῆρ­χε…

Ὅ­μως, ὑ­πάρ­χει καὶ μί­α ἅλ­λη πα­ρά­με­τρος. Τὴν ἐ­πο­χὴν αὐ­τὴν ἡ «Κί­νη­σις» εἶ­χε καλ­λι­ερ­γή­σει ἐ­ντό­νως τὴν ἀ­να­ζή­τη­σι τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πη­γῶν. Ἡ ἀ­να­ζή­τη­σις αὐ­τὴ ἐ­δη­μι­ουρ­γοῦ­σε γο­η­τεί­α καὶ συ­γκί­νη­σιν εἰς τὴν νε­ο­λαί­α τῆς Δύ­σε­ως, ἀλ­λὰ καὶ εἰς τὸν ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο, δι­ό­τι πα­ρου­σι­ά­ζε­το ὡς κά­τι τὸ νέ­ο…

Ἡ πα­ροῦ­σα εἰ­σή­γη­σις ἀ­να­φέ­ρε­ται κυ­ρί­ως εἰς τὴν δρᾶ­σι τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως» κα­τὰ τὸν Κ΄ αἰ­ῶ­να, δι­ό­τι κα­τ’ αὐ­τὴν ἡ «Κί­νη­σις» ἔ­φθα­σε εἰς τὴν πλή­ρη ὡ­ρί­μαν­σι τοῦ ἔρ­γου της[13] καὶ ἔ­γι­νε γνω­στὴ εἰς τὸν ἑλ­λα­δι­κὸ χῶ­ρο. Καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα, τὸ 1891, ἡ «Κί­νη­σις» εἶ­χε προ­τεί­νει τὴν ἀ­πο­στο­λὴ βε­νε­δι­κτί­νων μο­να­χῶν εἰς τὴν Ἑλ­λά­δα πρὸς ἐ­πέ­κτα­σι καὶ ὑ­λο­ποί­η­σι τῆς προ­ο­πτι­κῆς τοῦ «ἔρ­γου» της, ἀλ­λὰ δὲν φαί­νε­ται νὰ ἐ­πε­τεύ­χθῃ κά­τι[14]. Μᾶλ­λον πε­ρι­ω­ρί­σθη εἰς τὴν ἐ­πα­νί­δρυ­σι τοῦ «Κολ­λε­γί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου» εἰς τὴν Ρώ­μη, ὅ­που ἐ­δι­δά­σκε­το ὅ,τι δὲν χω­ρί­ζει τοὺς Λα­τί­νους ἀ­πὸ τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους, καὶ κα­τε­βάλ­λε­το ἰ­δι­αι­τέ­ρα φρο­ντί­δα δι­ὰ τὴν κα­λὴ τέ­λε­σι τῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν καὶ τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας, κα­τὰ τὸ τυ­πι­κὸν τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κ­λη­σί­ας, κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ον εἶ­χε τό­σην ἐ­πι­τυ­χί­α, ὥ­στε ἐ­καυ­χῶ­ντο ὅ­τι τὸ Κολ­λέ­γι­ον αὐ­τὸ ἀ­πο­τε­λεῖ πλέ­ον πρό­τυ­πο δι­ὰ τὸν ἑλ­λα­δι­κὸ κλῆ­ρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος, με­τὰ τὴν ἀ­πο­κο­πή του ἀ­πὸ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, εἶ­χε πε­ρι­έλ­θει εἰς πλή­ρη λει­τουρ­γι­κὴ πα­ρα­κμή[15].

 

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

 

Ἡ Δύ­σις συ­νή­θι­ζε πλέ­ον νὰ μὴν ταυ­τί­ζῃ τὸν «κα­νό­να τῆς λα­τρεί­ας» μὲ τὸν «κα­νό­να τῆς πί­στε­ως»[16], γε­γο­νὸς τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­νί­σχυ­ε τὴν δι­α­φο­ρο­ποί­η­σί της ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λήν. Ἡ «Λει­τουρ­γι­κὴ Κί­νη­σις» ἐ­πε­σή­μα­νε μὲν τὸ ἄ­το­πον αὐ­τό, ὅ­μως δὲν ἠ­θέ­λη­σε νὰ δι­α­κρί­νῃ ὅ­τι ἕ­να μέ­ρος —ἴ­σως τὸ ση­μα­ντι­κώ­τε­ρο— τῶν ἰ­δι­αι­τε­ρο­τή­των τῆς λα­τι­νι­κῆς λα­τρεί­ας ὀ­φεί­λε­ται εἰς τὰ και­νο­φα­νῆ δό­γμα­τα τοῦ Ρω­μαι­κα­θο­λι­κι­σμοῦ. Ὀρ­θῶς ἀ­νε­γνώ­ρι­ζε ὅ­τι τὸ δό­γμα ἐκ­φρά­ζε­ται δι­’ ὅ­λων τῶν λε­πτο­με­ρει­ῶν τῶν λει­τουρ­γι­κῶν λό­γων καὶ πρά­ξε­ων, ὅ­τι τὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να εἶ­ναι συμ­βο­λι­κὰ κεί­με­να ὑ­ψί­στης ἀ­ξί­ας, ὅ­τι ἡ ταυ­τό­της τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται δι­ὰ τῶν λει­τουρ­γι­κῶν βι­βλί­ων, ὅ­τι ἡ βα­σι­κω­τέ­ρα πη­γὴ τῆς ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως εἶ­ναι ἡ ἐν χρή­σει τά­ξις τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς λα­τρεί­ας[17], καὶ ὅ­τι ἡ θεί­α εὐ­χα­ρι­στί­α «συ­νι­στᾶ» τὴν Ἐκ­κ­λη­σί­α[18].

Ὅ­μως ἠρ­νή­θη νὰ πα­ρα­δε­χθῇ, ὡς ἀ­συμ­βί­βα­στον πρὸς τὴν ἀ­πο­στο­λι­κὴ πα­ρά­δο­σι, τὸ πρω­τεῖ­ον καὶ τὸ και­νο­φα­νὲς ἀ­λά­θη­τον τοῦ Πά­πα[19], δι­’ αὐ­τὸ καὶ ἔ­θε­σε ὡς βα­σι­κὴ προϋ­πό­θε­σι τῆς αὐ­θε­ντι­κό­τη­τος καὶ γνη­σι­ό­τη­τος τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας, τοῦ «δεί­πνου τῆς βα­σι­λεί­ας», ὡς ἔ­λε­γε[20], τὴν τέ­λε­σι αὐ­τῆς ὑ­πὸ ἐ­πι­σκό­πων, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν τὴν ἀ­πο­στο­λι­κὴ δι­α­δο­χὴ καὶ ἀ­νή­κουν εἰς τὸ μυ­στι­κὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ὡς συν­δε­δε­μέ­νοι με­τὰ τῆς κε­φα­λῆς αὐ­τοῦ, τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καί, κα­τ’ αὐ­τήν, ὁ σύν­δε­σμος αὐ­τὸς πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται μό­νον δι­ὰ τῆς ἑ­νώ­σε­ως τῶν ἐ­πι­σκό­πων με­τὰ τοῦ «ἀ­ντι­προ­σώ­που» τοῦ Θε­οῦ ἐ­πὶ τῆς γῆς, τοῦ ἀ­λα­θή­του Πά­πα τῆς Ρώ­μης[21], κα­τὰ τὸ γνω­στὸ πυ­ρα­μυ­δο­ει­δὲς σύ­στη­μα[22].

Ἡ «Κί­νη­σις» δι­ε­πί­στω­σε ὅ­τι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τῶν σχι­σμά­των ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῆς πα­γκο­σμι­ό­τη­τος τῆς πα­πι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας[23]. Ἐ­πει­δὴ ὑ­πε­στή­ρι­ζε ὅ­τι ἡ ἑ­νό­της τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται δι­ὰ τῆς τε­λέ­σε­ως μι­ᾶς λει­τουρ­γί­ας[24] καὶ τῆς ἑ­νώ­σε­ως με­θ’ ἑ­νὸς πα­γκο­σμί­ου πα­τρός, τοῦ Πά­πα τῆς Ρώ­μης, δι­ε­κή­ρυ­ξε, ἀ­φ’ ἑ­νός μὲν τὴν ἀ­νά­γκη προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πη­γῶν, ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου δὲ τὴν ἀ­νά­γκη ἐ­ξευ­ρέ­σε­ως νέ­ας ἑρ­μη­νεί­ας τοῦ πα­πι­κοῦ ἀ­λα­θή­του, ὥ­στε τοῦ­το νὰ κα­τα­στῇ εὔ­λη­πτον ὑ­πὸ τῶν «σχι­σμα­τι­κῶν» Ὀρ­θο­δό­ξων. Κα­τὰ τὴν ἄ­πο­ψι τῆς «Κι­νή­σε­ως», ὁ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸς κό­σμος ἔ­πρε­πε στα­δι­α­κῶς, ἁ­πλου­στεύ­ο­ντας τὸ τε­λε­τουρ­γι­κόν μέ­ρος, νὰ θέ­σῃ εἰς ἐ­φαρ­μο­γὴ τὴν λει­τουρ­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­τε­λεῖ­το κα­τὰ τοὺς πρώ­τους αἰ­ῶ­νας, κά­τι εἰς τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­νε­μέ­νε­το ὅ­τι εὐ­κό­λως θὰ δι­ω­λί­σθαι­ναν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, δε­χό­με­νοι τὸ ἀρ­χαι­ό­τε­ρον ὡς αὐ­θε­ντι­κό­τε­ρον.

Ὡς γνω­στόν, σή­με­ρα ἐ­λά­χι­στα γνω­ρί­ζο­με δι­ὰ τὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες τοῦ τρό­που τῆς τε­λέ­σε­ως τῆς λει­τουρ­γί­ας τῶν πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῶν χρό­νων, ὁ­πό­τε πα­ρέ­χε­ται ἡ δυ­να­τό­της νὰ δο­θοῦν πλῆ­θος ἑρ­μη­νει­ῶν, ἐκ­δο­χῶν καὶ ὑ­πο­δεί­ξε­ων, δη­λα­δὴ πα­ρέ­χε­ται ἡ δυ­να­τό­της με­γά­λης αὐ­θαι­ρε­σί­ας. Ἡ «Λει­τουρ­γι­κὴ Κί­νη­σις» ὀρ­θῶς ἀ­ντε­λή­φθη ὅ­τι ἡ «τά­ξις τῆς λα­τρεί­ας» ἐκ­φρά­ζει τὴν πί­στι, τὰ δό­γμα­τα τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, καὶ ὅ­τι ἡ λα­τρεί­α ἀ­νε­πτύ­χθη πα­ραλ­λή­λως πρὸς τὴν ἀ­νά­πτυ­ξι τῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τῶν δο­γμά­των αὐ­τῶν, ἀ­πο­κλει­στι­κῶς καὶ μό­νον δι­ὰ νὰ εἶ­ναι ἡ λα­τρεί­α ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας.

Οὐ­σι­α­στι­κῶς ἀ­ντε­λή­φθη ὅ­τι ἡ δι­α­φο­ρο­ποί­η­σις με­τα­ξὺ Ἀ­να­το­λῆς καὶ Δύ­σε­ως ὀ­φεί­λε­ται κυ­ρί­ως εἰς τὴν δι­α­φο­ρὰ τῆς πί­στε­ως, γι­’ αὐ­τὸ καὶ προ­σε­πά­θη­σε νὰ εὕ­ρῃ ἕ­να μέ­σον, δι­ὰ τοῦ ὁ­ποί­ου θὰ ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ ἀμ­βλυν­θοῦν τὰ κρι­τή­ρι­α τῆς πί­στε­ως. Ἐ­γνώ­ρι­ζε ἐ­παρ­κῶς τὴν προ­σή­λω­σι τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων εἰς τὴν λα­τρεί­α[25] καὶ ἀ­πε­φά­σι­σε νὰ τοὺς πλή­ξῃ εἰς τὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τό. Ὡς δέ­λε­αρ ἐ­πα­ρου­σί­α­σε τὴν ἐ­πι­στρο­φὴν εἰς τὰς πη­γὰς, ὑ­πὸ τὸ πρό­σχη­μα μὲν τῆς ἀ­να­ζη­τή­σε­ως τῆς αὐ­θε­ντί­ας, κα­τ’ οὐ­σί­αν δὲ εἰς τὴν ἀ­να­ζή­τη­σι μι­ᾶς προ-δο­γμα­τι­κῆς ἢ ἀ-δο­γμα­τι­κῆς λα­τρεί­ας[26].

Οὕ­τω πως θὰ ἠ­μπο­ροῦ­σε νὰ εὑ­ρε­θῇ ἕ­νας λει­τουρ­γι­κὸς τύ­πος κοι­νὸς δι­ὰ τοὺς Λα­τί­νους καὶ τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους, ἕ­νας λει­τουρ­γι­κὸς τύ­πος ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ἀ­νε­φέ­ρε­το εἰς τὰ πα­γκο­σμί­ως κοι­νὰ προ­βλή­μα­τα τῆς ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νης ἀν­θρω­πό­τη­τος καὶ εἰς τὰ κοι­νὰ δο­γμα­τι­κὰ ση­μεῖ­α τῶν δύ­ο Ὁ­μο­λο­γι­ῶν[27]. Καὶ ὅ­που αὐ­τὸ θὰ ἦ­ταν ἀ­νε­πί­τευ­κτο, τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ­το θὰ ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ὡς ἰ­δι­αί­τε­ρον ἔ­θος αὐ­τῆς ἢ ἐ­κεί­νης τῆς λει­τουρ­γι­κῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας[28]. Ἔ­τσι ἐ­νε­και­νι­ά­σθη ἡ με­γά­λη προ­πα­γάν­δα τῆς ἁ­πλό­τη­τος, ἕ­να μή­νυ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ον εὐ­κό­λως εὑ­ρί­σκει ἀ­ντα­πό­κρι­σιν εἰς τὸν κου­ρα­σμέ­νο, τὸν προ­δο­μέ­νο, τὸν δυ­σα­ρε­στη­μέ­νο δι­ὰ τὰ τε­κται­νό­με­να εἰς τὸν κό­σμο σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο, κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­γνώ­ρι­ζε κα­λῶς καὶ ὁ Dom Beauduin ἐκ τῆς πα­λαι­ο­τέ­ρας θη­τεί­ας του ὡς «ἱ­ε­ρεὺς-ἐρ­γά­της»[29].

Πρό­τυ­πο τοῦ «ἔρ­γου τῆς Κι­νή­σε­ως» ἦ­σαν οἱ Συ­νο­μι­λί­ες εἰς τὴν πό­λι Μα­λῖ­νες τοῦ Βελ­γί­ου ὑ­πὸ τὸν Καρ­δι­νά­λι­ο Mercier, τὸ ἔ­τος 1909. Κα­τό­πιν τῶν Συ­νο­μι­λι­ῶν αὐ­τῶν, με­τα­ξὺ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν καὶ Ἀγ­γ­λι­κα­νῶν, δι­ε­πι­στώ­θη ὅ­τι ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος προ­σεγ­γί­σε­ως τοῦ ἐν δι­α­στά­σει εὑ­ρι­σκο­μέ­νου χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου εἶ­ναι ἡ «ἀρ­χὴ» πὼς «ὅ­λα εἶ­ναι θέ­μα ἑρ­μη­νεί­ας»[30]. Κά­θε δι­α­φο­ρὰ ἠ­μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξο­μα­λυν­θῇ δι­ὰ μι­ᾶς ἄλ­λης ἑρ­μη­νεί­ας, μί­α ἀ­ντί­λη­ψις ἡ ὁ­ποί­α εἰ­σή­γα­γε τὴν δι­γλωσ­σί­α εἰς τὸν χῶ­ρο τῆς πί­στε­ως, εἰς τὸν χῶ­ρο τῆς ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νης ἀ­λη­θεί­ας, εἶ­χε δὲ εὐρ­τά­τη ἐ­φαρ­μο­γὴ εἰς τοὺς κόλ­πους τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Βά­σει τῆς ἀρ­χῆς αὐ­τῆς, οἱ­α­δή­πο­τε αἵ­ρε­σις ἦ­ταν δυ­να­τὸν νὰ δι­α­κη­ρυ­χθῇ δί­χως νὰ κιν­δυ­νεύ­ῃ ὁ ἐκ­φρα­στὴς αὐ­τῆς νὰ χα­ρα­κτη­ρι­σθῇ ὅ­τι κη­ρύσ­σει τὴν αἵ­ρε­σι «παρ­ρη­σί­ᾳ ἢ γυ­μνῇ τῇ κε­φα­λῇ», κα­τὰ συ­νέ­πει­αν δί­χως νὰ ἐ­μπί­πτῃ εἰς τὰ ὑ­πὸ τῶν ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων προ­βλε­πό­με­να[31]. Ἔ­τσι ἡ κρί­σις κά­ποι­ων «εἰ­δι­κῶν» ἐ­τέ­θη ὑ­πὲρ τὴν θε­ο­πνευ­στί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, καὶ ἐ­προ­πα­γαν­δί­σθη ἡ ὑ­πο­κει­με­νι­κό­της τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν κρι­τη­ρί­ων.

Δυ­στυ­χῶς, οἱ ἀ­ντι­λή­ψεις αὐ­τὲς ἐ­πη­ρέ­α­σαν καὶ τὴν κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀ­να­το­λή καὶ ἐ­πέ­τυ­χαν τὴν βα­θμι­αί­α ἐ­ξά­ντλη­σι καὶ ἀ­πο­δυ­νά­μω­σι τοῦ ἀ­μυ­ντι­κοῦ συ­στή­μα­τος τοῦ ὀρ­θο­δό­ξου ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ. Ὅ,τι κα­τώρ­θω­σε ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κ­λη­σί­α, ὄ­χι μό­νον κα­τὰ τὴν βυ­ζα­ντι­νὴ πε­ρί­ο­δο, ἀλ­λὰ καὶ κα­τὰ τὰ δύ­σκο­λα χρό­νι­α τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας, ὄ­χι μό­νον ἐ­ντὸς τοῦ κλί­μα­τος τῶν ἑλ­λη­νο­φώ­νων Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν, ἀλ­λὰ καὶ με­τα­ξὺ τῶν Σ­λά­βων καὶ τῶν Ἀ­ρά­βων καὶ τῶν Δυ­τι­κο-ευ­ρω­παί­ων Ὀρ­θο­δό­ξων[32], ἀ­πω­λέ­σθη, δι­ὰ τῆς ἀ­πο­δο­χῆς τῶν ἀρ­χῶν τῆς «Κι­νή­σε­ως», μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν δη­μι­ουρ­γί­α λει­τουρ­γι­κῆς ἀ­νο­μοι­ο­γε­νεί­ας καὶ με­τα­ξὺ τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων[33]. Καὶ ὄ­χι μό­νον αὐ­τό, ἀλ­λὰ πα­ραλ­λή­λως ἐ­πε­τεύ­χθη καὶ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­σις λει­τουρ­γι­κῶν πρά­ξε­ων τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες εἶ­χαν Συ­νο­δι­κῶς κα­τα­δι­κα­σθῇ[34].

Ἡ ἐ­μπει­ρί­α τῶν Συ­νο­μι­λι­ῶν εἰς τὶς Μα­λῖ­νες ὑ­πη­γό­ρευ­σε ἐ­πί­σης τὴν ἀ­νά­γκη δη­μι­ουρ­γί­ας συ­νε­δρί­ων. Τὰ συ­νέ­δρι­α τῆς «Κι­νή­σε­ως» δὲν ἐ­σκό­πευ­αν εἰς τὴν με­λέ­τη τοῦ θέ­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ον δι­ε­πρα­γμα­τεύ­ο­ντο, ἀλ­λὰ εἰς τὴν δι­α­κή­ρυ­ξι τοῦ θέ­μα­τος. Οὐ­σι­α­στι­κῶς ἀ­πέ­βλε­παν εἰς τὴν δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­ντυ­πώ­σε­ων δι­ὰ τὸ «ἔρ­γον τῆς Κι­νή­σε­ως». Ἐγ­γύ­η­σις τῆς ὀρ­θό­τη­τος τῶν πο­ρι­σμά­των τῶν συ­νε­δρί­ων αὐ­τῶν ἦ­ταν ὁ ἐν­θου­σι­α­σμός, ἡ συ­γκί­νη­σις καὶ ὁ βα­θμὸς ἀ­πο­δο­χῆς αὐ­τῶν ἀ­πὸ τὸν πο­λὺ λα­ό, ἰ­δι­αι­τέ­ρως μά­λι­στα ἀ­πὸ τοὺς νέ­ους. Ἡ ἀ­νά­γκη τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας, μά­λι­στα, ἐ­πέ­βα­λε τὴν συ­νερ­γα­σί­α μὲ φο­ρεῖς εὐ­ρεί­ας λαϊ­κῆς ἀ­πη­χή­σε­ως, ὡς λ.χ. με­τὰ τῆς πο­λι­τι­κῆς ὀρ­γα­νώ­σε­ως τῆς «Χρι­στι­α­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας»[35]. Ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­ντυ­πω­σί­α­σαν καὶ τοὺς ἡ­με­τέ­ρους, καὶ τοὺς ὡ­δή­γη­σαν στα­δι­α­κῶς εἰς τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ ἔρ­γου τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως»[36].

Ὡς ἤ­δη ἀ­νε­φέρ­θη, οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τῆς «Κι­νή­σε­ως» δι­έ­θε­ταν ση­μα­ντι­κὴ γνῶ­σι τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πη­γῶν, τῆς ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κῆς ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς καὶ τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς λα­τρεί­ας. Ἀ­νε­γνώ­ρι­ζαν ὅ­τι τὸ ἐ­πί­κε­ντρο τῆς ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κῆς δι­α­κο­νί­ας εὑ­ρί­σκε­ται εἰς τὴν τέ­λε­σι τῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν καὶ τῆς λει­τουρ­γί­ας. Δὲν ἤ­θε­λαν νὰ με­τα­βλη­θῇ ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α εἰς γρα­φεῖ­ον ἐ­πι­τε­λι­κῶν σχε­δί­ων καὶ κοι­νω­νι­κῆς προ­νοί­ας[37]. Τὸ «Γρα­φεῖ­ο ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας τῆς Κι­νή­σε­ως» καὶ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ αὐ­τῆς, «Λει­τουρ­γι­καὶ Ἀ­πο­ρί­αι»[38], φα­νε­ρώ­νουν μὲν γνῶ­σι τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πη­γῶν, ἀλ­λὰ καὶ προ­σαρ­μο­γὴ τῶν ἀ­πα­ντή­σε­ών των εἰς τὶς ἑ­κά­στο­τε ἀ­νά­γκες, πρὸς δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­ντυ­πώ­σε­ων καὶ εὐ­νοϊ­κοῦ κλί­μα­τος[39], πρὸς ἐ­πι­κρά­τη­σι τῶν ἀρ­χῶν τῆς «Κι­νή­σε­ως», τῆς ὁ­ποί­ας τὸ «ἔρ­γο» ἐ­νε­φα­νί­ζε­το ὅ­τι εἶ­ναι ἡ ἀρ­χαι­ο­πρε­πὴς λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ.

Πι­στοὶ ἀ­κό­λου­θοι τῶν ἀν­θρω­πι­στι­κῶν ἀρ­χῶν τοῦ Πά­πα Λέ­ο­ντος ΙΓ΄ καὶ τῆς Δυ­τι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, γνή­σι­οι φο­ρεῖς τοῦ δυ­τι­κοῦ οὑ­μα­νι­σμοῦ, ἐ­θε­ω­ροῦ­σαν τὴν λει­τουρ­γι­κὴ ζω­ὴ μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πρῖ­σμα ἀν­θρω­πο­κε­ντρι­κό[40]. Ἐ­κτι­μοῦ­σαν τὴν λει­τουρ­γί­α ὡς τὴν ἀ­ρί­στη ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὴ εὐ­και­ρί­α πρὸς ἐ­πί­τευ­ξι κα­λῆς δι­α­προ­σω­πι­κῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, γι­’ αὐ­τὸ καὶ οἱ ὑ­πο­δεί­ξεις των πε­ρὶ τοῦ πρα­κτέ­ου ἐ­ντὸς τῆς «Κι­νή­σε­ως» με­τε­βάλ­λο­ντο συ­νε­χῶς, ἀ­να­λό­γως τῶν ἐ­κτι­μή­σε­ων τῆς νε­ο­λαί­ας καὶ τῆς ἀ­πο­δο­χῆς ἢ ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ας, ὁ­ποὺ εἶ­χαν ἐξ αὐ­τῆς[41].

Ἦ­σαν οὑ­μα­νι­σταί, ἐ­θε­ώ­ρουν ἑ­αυ­τοὺς φι­λε­λευ­θέ­ρους[42], καὶ ἐ­κι­νοῦ­ντο πά­ντο­τε ἐ­ντὸς τοῦ πνεύ­μα­τος τῆς ἐ­γκυ­κλί­ου τοῦ 1905 τοῦ Πά­πα Πί­ου Ι΄, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­κει­μέ­νου νὰ ἑλ­κύ­σῃ εἰς τὴν λει­τουρ­γί­α τὸ ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο του ποί­μνι­ο, ἄ­νοι­ξε τοὺς ἀ­σκοὺς τοῦ Αἰ­ό­λου, κα­τήρ­γη­σε τὰ κω­λύ­μα­τα τῆς θεί­ας με­τα­λή­ψε­ως καὶ ἔ­δω­σε τὴν ἄ­δει­α εἰς ὅ­λους τοὺς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὺς νὰ προ­σέρ­χω­νται πλέ­ον εἰς τὴν θεί­α κοι­νω­νί­α «ὅ­πως εἶ­ναι», χω­ρὶς νὰ ἔ­χῃ προ­η­γη­θῇ ἡ ἐ­ξο­μο­λό­γη­σις καὶ ἡ πρὸς τοῦ­το ἄ­δει­α τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ[43].

Ἡ προ­πα­γάν­δα των δι­ὰ τὴν ἀ­νά­γκη προ­σαρ­μο­γῆς τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας εἰς τὸν σύγ­χρο­νο κό­σμο, ἡ ἐν­θου­σι­ώ­δης δι­α­κή­ρυ­ξίς των πε­ρὶ ἀ­πο­δο­χῆς πά­σης λα­τρεί­ας, καὶ ἡ πλή­ρης κα­τά­φα­σίς των εἰς τὸν ἀν­θρω­πι­σμό[44], με­τὰ ἀ­πὸ κά­ποι­α χρό­νι­α ἦλ­θαν νὰ ταυ­τι­σθοῦν μὲ τὸ «aggiornamento» (ἐκσυγχρονισμὸς) τοῦ Πά­πα Ἰ­ωάν­νου Κ­Γ΄ καὶ τὴν θε­ο­λο­γί­α τῆς Β΄ Βα­τι­κα­νῆς Συ­νό­δου (1962-65), καὶ νὰ κα­τα­στή­σουν τὸ «ἔρ­γο τῆς Κι­νή­σε­ως» ἐ­πί­ση­μον πρᾶ­ξι τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ[45].

 

Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

 

Οἱ τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως», ὑ­πὸ τὸ πρό­σχη­μα τῆς ἀρ­χαί­ας πα­ρα­δό­σε­ως, βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ὁ­ποί­ας, κα­τ’ αὐ­τούς, ἦ­ταν καὶ τὸ πα­γκό­σμι­ο πρω­τεῖ­ο τῆς Ρώ­μης[46], ἀ­πέ­βλε­παν κυ­ρί­ως εἰς τὴν Ἕ­νω­σι τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν[47]. Ἀ­ντε­λαμ­βά­νο­ντο, βε­βαί­ως, ὅ­τι τοῦ­το ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­μπό­δι­ο δι­’ ἡ­μᾶς —τοὺς σχι­σμα­τι­κούς, κα­τὰ τὴν ἰ­δι­κή τους ἐ­κτί­μη­σι—, γι­’ αὐ­τὸ καὶ εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει τὴν προ­σπά­θει­α ἀ­πο­φορ­τί­σε­ως τῶν ἐ­ντυ­πώ­σε­ων ἐκ τοῦ και­νο­φα­νοῦς τού­του δό­γμα­τος, λέ­γο­ντες ὅ­τι τὸ πρω­τεῖ­ο τῆς Ρώ­μης «πρέ­πει νὰ ἰ­δω­θῇ μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να και­νούρ­γι­ο φῶς»[48] καὶ νὰ συ­ζη­τη­θῇ ἀρ­γό­τε­ρα ὑ­πὸ τῆς ἑ­νω­μέ­νης πλέ­ον Ἐκ­κ­λη­σί­ας[49].

Ἀ­σφα­λῶς ἐ­γνώ­ρι­ζαν ὅ­τι τοῦ­το ἀ­πο­τε­λεῖ ἤ­δη δό­γμα τοῦ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμοῦ[50], ἀλ­λά, ὅ­πως ὑ­πε­στή­ρι­ζαν, ἡ τα­κτι­κὴ αὐ­τὴ ἠ­κο­λου­θή­θη καὶ πα­λαι­ό­τε­ρα, κα­θ’ ὑ­πα­γό­ρευ­σι τῆς ἄ­κρας φι­λα­δελ­φί­ας τῶν Πα­πῶν· ἐ­πρό­βαλ­λον δὲ καὶ συ­γκε­κρι­μέ­νο πα­ρά­δει­γμα. Πρό­κει­ται δι­ὰ τὴν κε­νω­τι­κὴ καὶ ἄ­κρως φι­λεύ­σπλαγ­χνον, ὡς ἰ­σχυ­ρί­ζο­ντο,  στά­σι τοῦ Πά­πα Εὐ­γε­νί­ου Δ΄ κα­τὰ τὴν Σύ­νο­δο τῆς Φλω­ρε­ντί­ας (1438-9). Ὁ Πά­πας, ὡς ἔ­λε­γαν, ἐ­δέ­χθη τό­τε νὰ ὑ­πο­στῇ αὐ­τὴν τὴν ἐ­σχά­τη τα­πεί­νω­σι καὶ νὰ θέ­σῃ ὑ­πὸ συ­ζή­τη­σι τὸ Filioque, δι­ὰ νὰ δώ­σῃ τὴν εὐ­και­ρί­α εἰς τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους νὰ εἰ­ποῦν καὶ αὐ­τοὶ τὴν γνώ­μη των, καὶ ἦ­ταν ἕ­τοι­μος, ἂν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι εἶ­χαν βι­βλι­κὰ ἢ πα­τε­ρι­κὰ ἐ­ρεί­σμα­τα κα­τὰ τοῦ Filioque, νὰ ἀ­θε­τή­σῃ τὸ δό­γμα τοῦ­το. Ὅ­μως οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, ὡς ἔ­λε­γαν, δὲν εἶ­χαν τε­κμη­ρι­ω­μέ­νες ἀ­πα­ντή­σεις, γι­’ αὐ­τὸ κα­τέ­λη­ξαν, ἑ­κου­σί­ως καὶ αὐ­το­βού­λως, εἰς τὴν ἐ­πί­ση­μον ἀ­πο­δο­χὴ αὐ­τοῦ. Ἔ­τσι, ὡς ἔ­λε­γαν, καὶ σή­με­ρα, με­τὰ τὴν Ἕ­νω­σι τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν καὶ τὴν αἴ­τη­σι συγ­γ­νώ­μης τῆς μι­ᾶς Ἐκ­κ­λη­σί­ας ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λην[51], θὰ συ­ζη­τη­θῇ καὶ τὸ δό­γμα τοῦ πα­πι­κοῦ ἀ­λα­θή­του[52], κα­τὰ τὸ πρό­τυ­πο τῆς Συ­νό­δου Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρε­ντί­ας.

Δι­ὰ νὰ προ­χω­ρή­σῃ τὸ «ἔρ­γο τῆς Ἑ­νώ­σε­ως» ἐ­στρέ­φο­ντο πλέ­ον πρὸς τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους, «τοὺς σχι­σμα­τι­κοὺς ἀ­δελ­φούς», ὅ­πως τοὺς ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν, μὲ σε­βα­σμό. Ἀρ­χι­κῶς ἐ­πε­ρί­με­ναν «νὰ κα­θα­ρί­σῃ ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα»[53], ἀ­πο­κρύ­πτο­ντες ἐ­πι­με­λῶς ὅ,τι χω­ρί­ζει τοὺς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὺς ἀ­πὸ τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἐ­φηῦ­ραν νέ­ον τρό­πο· τὴν δη­μι­ουρ­γί­α φι­λι­κοῦ κλί­μα­τος με­τα­ξὺ τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν καὶ τὴν ἕ­νω­σι τῶν καρ­δι­ῶν καὶ τῶν συ­ναι­σθη­μά­των με­τα­ξὺ αὐ­τῶν[54], γι­’ αὐ­τὸ καὶ ἐ­φήρ­μο­σαν εὑ­ρύ­τα­τα τὴν λε­γο­μέ­νη «ψυ­χο­λο­γι­κὴ μέ­θο­δο»[55].

Δι­ε­πί­στω­σαν ὅ­τι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι ἦ­σαν ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι εἰς τὴν λα­τρεί­α, γι­’ αὐ­τὸ καὶ τοὺς ἔ­λε­γαν ὅ,τι ἤ­θε­λαν νὰ ἀ­κού­σουν δι­ὰ τὸν θη­σαυ­ρὸν αὐ­τὸν, ὁ­ποὺ τοὺς ἐ­κλη­ρο­δό­τη­σαν οἱ Πα­τέ­ρες των. Ὁ­μι­λοῦ­σαν μὲ πο­λὺ θαυ­μα­σμὸ δι­ὰ τὴν γο­η­τεί­α καὶ τὴν με­γα­λο­πρέ­πει­α τῆς βυ­ζα­ντι­νῆς λει­τουρ­γί­ας, ἐ­ξέ­φρα­ζαν τὴν βα­θει­ά τους νο­σταλ­γί­α πρὸς τὴν ἀρ­χαι­ο­πρε­πῆ λει­τουρ­γι­κὴ πα­ρά­δο­σι τῆς Ἀ­να­το­λῆς, πρὸς τὴν αὐ­στη­ρὰ καὶ ἀρ­ρε­νό­φρο­να μορ­φὴ τῶν μα­κρῶν ἱ­ε­ρῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἐ­ντὸς τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­νε­γνώ­ρι­ζον αὐ­τὰ τὰ «κρά­σπε­δα» τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων.

Μά­λι­στα τὰ μέ­λη τῆς «Κι­νή­σε­ως» ἔ­λα­βαν ἐ­μπε­ρι­στα­τω­μέ­νες συ­στά­σεις νὰ ἐ­πι­ζη­τοῦν τὴν μα­θη­τεί­α πα­ρὰ τοὺς πό­δας τῶν Ἀ­να­το­λι­κῶν ἐ­πὶ θε­μά­των λα­τρεί­ας, προ­σκα­λῶ­ντας πα­ραλ­λή­λως καὶ κά­ποι­ους ἐξ αὐ­τῶν εἰς τὴν Δύ­σι, δι­ὰ νὰ τοὺς γνω­ρί­σουν τὸν λει­τουρ­γι­κὸ πλοῦ­το τῆς ἀ­και­νο­το­μή­του Ἀ­να­το­λῆς. Ἦ­σαν βέ­βαι­οι ὅ­τι καρ­πὸς αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λη­λο­γνω­ρι­μί­ας θὰ ἦ­ταν ἀ­σφα­λῶς ἡ δη­μι­ουρ­γί­α μι­ᾶς ὁ­μοι­ο­μόρ­φου λει­τουρ­γι­κῆς πρά­ξε­ως, Ἀ­να­το­λῆς καὶ Δύ­σε­ως[56].

Ἀ­σφα­λῶς, αὐ­τὴν «τὴν φοί­τη­σι», ὡς ἔ­λε­γαν, «εἰς τὸ σχο­λεῖ­ο τῆς Ἀ­να­το­λῆς» ἐ­θε­ω­ροῦ­σαν ἀ­να­γκαί­α ὄ­χι δι­ὰ νὰ με­τα­βλη­θοῦν οἱ Λα­τῖ­νοι εἰς Ἀ­να­το­λι­κούς, ἀλ­λὰ δι­ὰ νὰ κερ­δί­σουν τὴν ἐ­κτί­μη­σι καὶ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, καὶ μά­λι­στα τῶν Ρώσ­σων, οἱ ὁ­ποῖ­οι εὑ­ρί­σκο­ντο ὑ­πὸ τὰ δει­νὰ τοῦ κομ­μου­νι­στι­κοῦ δι­ω­γμοῦ[57]. Προ­σε­πά­θουν μα­κρο­προ­θέ­σμως νὰ κερ­δί­σουν τὴν ἐ­μπι­στο­σύ­νη τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, ἀ­να­μέ­νο­ντες ὅ­τι θὰ καμ­φθοῦν ἀ­πὸ τὴν γλυ­κύ­τη­τα τῶν λό­γων των πε­ρὶ τῶν θη­σαυ­ρῶν τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ὥ­στε οἱ ἴ­δι­οι νὰ τοὺς ἀ­νοί­ξουν μό­νοι τους τὴν θύ­ρα, δι­ὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σουν μὲ ἀ­σφά­λει­α εἰς τὴν Ἕ­νω­σι με­τὰ τοῦ Πά­πα[58].

Εἶ­χαν ἀ­ντι­λη­φθῇ ὅ­τι ἡ ἀ­ξί­ω­σις τοῦ Πά­πα Πί­ου Θ΄, νὰ προ­η­γη­θῇ ἡ αἴ­τη­σις συγ­γ­νώ­μης τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων καὶ με­τὰ νὰ πρα­γμα­το­ποι­η­θῇ ἡ Ἕ­νω­σις[59], δὲν τε­λε­σφο­ροῦ­σε πλέ­ον. Δι­ε­βε­βαί­ω­ναν λοι­πὸν τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους ὅ­τι ἡ Ἕ­νω­σις, κα­τὰ τὰ δε­δο­μέ­να τῶν Συ­ζη­τή­σε­ων εἰς τὶς Μα­λῖ­νες, δὲν ἐ­σή­μαι­νε τὴν ἀ­φο­μοί­ω­σι τῶν Πα­τρι­αρ­χῶν τῆς Ἀ­να­το­λῆς ὑ­πὸ τοῦ Πά­πα τῆς Ρώ­μης, ἀλ­λ’ ἕ­νω­σι με­τ’ αὐ­τοῦ κα­τὰ τὸ πρό­τυ­πο τῶν Οὑ­νι­τῶν[60]. Ἔ­τσι ἡ Ἕ­νω­σις τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν θὰ πρα­γμα­το­ποι­εῖ­το κά­ποι­α στι­γμὴ de facto καὶ χω­ρὶς σκλη­ρὲς δι­α­δι­κα­σί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες συ­νή­θως φέ­ρουν ἀ­ντί­θε­τα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, ὁ δὲ Πά­πας θὰ ἀ­πε­κα­θί­στα­το ὡς πα­γκό­σμι­ος ἐ­πί­σκο­πος[61].

 

ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ «PRO RUSSIA»

 

Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­σι τῶν κομ­μου­νι­στῶν εἰς τὴν Ρωσ­σί­α τὸ 1917, τὸ Βα­τι­κα­νὸ ἀ­πε­φά­σι­σε νὰ θέ­σῃ εἰς ἐ­φαρ­μο­γὴν τὸ σχέ­δι­ον: «Pro Russia». Ἐ­ντὸς αὐ­τῆς τῆς προ­ο­πτι­κῆς, τὴν 18η Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1921, εἰς τὸ «Ἀ­να­το­λι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το» τῆς Ρώ­μης, ὁ οὑ­νί­της μη­τρο­πο­λί­της τῆς Οὐ­κρα­νι­κῆς πό­λε­ως Λ­βὼφ Ἀν­δρέ­ας Szepticky, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­σκό­πευ­ε νὰ ὀ­νο­μα­σθῇ καὶ Πα­τρι­άρ­χης, ἔ­δω­σε μί­α δι­ά­λε­ξι δι­ὰ τὸν Χρι­στι­α­νι­σμὸ εἰς τὴν Ρωσ­σί­α, ὅ­που κα­τέ­λη­ξε λέ­γων: Μὲ τὴν πτῶ­σι τῶν Ρο­μα­νώφ, «ἔ­πε­σαν τὰ τεί­χη τῆς Ἱ­ε­ρι­χοῦς· οἱ πῦ­λες εἶ­ναι ἀ­νοι­κτές, δι­ὰ πρώ­τη φο­ρὰ εἰς τὴν ἱ­στο­ρί­α· οἱ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοὶ μισ­σι­ο­νά­ρι­οι, ἔλ­θε­τε· σᾶς προ­σφέ­ρε­ται ἡ μο­να­δι­κὴ πλα­τει­ὰ εὐ­και­ρί­α δι­ὰ νὰ πρα­γμα­το­ποι­ή­σε­τε ἐ­πι­τέ­λους τὴν Ἕ­νω­σι· 150 ἑ­κα­τομ­μύ­ρι­α ψυ­χὲς Ρώσ­σων, ὁ­λό­κλη­ρος ἡ ἀ­πέ­ρα­ντος Ἀ­να­το­λή, εἰς τὸ ἑ­ξῆς εἶ­ναι πα­ρα­δε­δο­μέ­νη εἰς τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους τοῦ Πο­ντί­φη­κος»[62].

Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ, τὸν Ὀ­κτώ­βρι­ο τοῦ 1925, «τη­ρου­μέ­νης ἀ­πο­λύ­του μυ­στι­κό­τη­τος», ἐ­χει­ρο­το­νή­θη ἐ­πί­σκο­πος καὶ ἐ­στά­λη εἰς τὴν Οὐ­κρα­νί­α, ὡς δῆ­θεν Γάλ­λος δι­πλω­μά­της, ὁ οὑ­νί­της Μι­χα­ὴλ d’ He­r­bi­gny, δι­ὰ νὰ ὁρ­γα­νώ­σῃ μυ­στι­κῶς τὴν Οὑ­νί­α ἐ­ντὸς τῶν κόλ­πων τῆς Σο­βι­ε­τι­κῆς Ρωσ­σί­ας[63]. Ὁ Πά­πας ἔ­δω­σεν ἐ­πι­σή­μως εἰς τὸν ἐ­πί­σκο­πο αὐ­τὸν τὸν τίτ­λο τῆς πά­λαι πο­τὲ ἐ­πι­σκο­πῆς Ἰ­λί­ου, δη­λα­δὴ τῆς Τροί­ας, δι­ό­τι ὅ­πως ἀ­προ­κα­λύ­πτως ὡ­μο­λό­γη­σε τὸ Βα­τι­κα­νόν, ὁ οὑ­νί­της αὐ­τὸς ἐ­πί­σκο­πος, ὡς ἄλ­λος «δού­ρει­ος ἵπ­πος», θὰ εἰ­σήρ­χε­το εἰς τὴν Ρωσ­σί­α, δι­ὰ νὰ ἑ­τοι­μά­σῃ μυ­στι­κῶς τὴν Ἕ­νω­σι αὐ­τῆς με­τὰ τῆς Ρώ­μης[64].

Ὀ­λί­γον πρίν, τὴν Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στὴ τοῦ 1923, ἡ «Λει­τουρ­γι­κὴ Κί­νη­σις» εἶ­χε ἀρ­χί­σει μί­α στε­νὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α με­τὰ τοῦ Ἀν­δρέ­ου Szepticky[65]. Με­τὰ ἀ­πὸ μα­κρὰς συ­ζη­τή­σεις με­τ’ αὐ­τοῦ, κα­τέ­στρω­σε σχέ­δι­ο δι­ὰ τὴν προ­ώ­θη­σι τοῦ «ἔρ­γου» τῆς λει­τουρ­γι­κῆς ἀ­να­γεν­νή­σε­ως τῆς Ρωσ­σί­ας καί, ἰ­δι­αι­τέ­ρως, τῆς Οὐ­κρα­νί­ας, ὥ­στε νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν αὐ­τὲς εἰς τὴν Ἕ­νω­σι της με­τὰ τῆς Ρώ­μης. Τὸ σχέ­δι­ο προ­έ­βλε­πε ἐ­πί­σκε­ψι με­λῶν τῆς «Κι­νή­σε­ως» εἰς τὴν Οὐ­κρα­νί­α, πρὸς δι­α­πί­στω­σι τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων νὰ δι­α­τη­ρή­σουν τὸ ὀρ­θό­δο­ξο τυ­πι­κὸν τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας εἰς τὸ ἀ­παι­τού­με­νον ὕ­ψος, ὥ­στε δι­’ αὐ­τοῦ νὰ στη­ρί­ζε­ται ὁ λα­ὸς εἰς τὴν πί­στι, ἐ­φ’ ὅ­σον κά­θε ἄλ­λη μορ­φὴ δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­σε­ως τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κ­λη­σί­ας ὑ­πὸ τὸ Σο­βι­ε­τι­κὸ κα­θε­στώς, ἐ­κτὸς τῆς τε­λέ­σε­ως τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας, ἀ­πε­κλεί­ε­το.

Ἡ ἐ­πι­τρο­πή, αὐ­το­α­πο­κα­λου­μέ­νη «droujina», (δη­λα­δὴ «συ­νο­μω­σι­α­κὴ ὁμάδα»)[66], καὶ ἀ­πο­τε­λου­μέ­νη ὑ­πὸ τῶν Lambert Beauduin, Lev Gillé καὶ Olivier Rousseau, ἐ­πε­σκέ­φθη με­ρι­κὲς οὐ­κρα­νι­κὲς ἐ­νο­ρί­ες καὶ τὴν πε­ρί­φη­μον Λαύ­ρα τοῦ Πο­τσά­γι­εφ, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­νῆ­κε ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου εἰς τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους[67]. Πα­ρη­κο­λού­θη­σε τὴν τέ­λε­σι τῶν ἰ­ε­ρῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν καὶ ἐ­θαύ­μα­σε τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἐ­νῶ δι­ε­πί­στω­σε τὸ τε­ρά­στι­ον κύ­ρος, ὁ­ποὺ εἶ­χαν εἰς τὸν λα­ὸν οἱ μο­να­χοὶ τοῦ Πο­τσά­γι­εφ, καὶ τὴν με­γά­λη ἐ­πιρ­ρο­ή, ὁ­ποὺ ἀ­σκοῦ­σε ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κ­λη­σί­α, δι­ὰ τῆς Μο­νῆς αὐ­τῆς, εἰς ὁ­λό­κλη­ρον τὴν Δυ­τι­κὴ Οὐ­κρα­νί­α[68]. Θὰ ἀ­νέ­με­νε κα­νεὶς ὅ­τι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ως αὐ­τῆς θὰ ἦ­ταν ἡ μα­ταί­ω­σις τῆς ἐ­πε­κτά­σε­ως τοῦ «ἔρ­γου τῆς Κι­νή­σε­ως» εἰς τὴν Οὐ­κρα­νί­αν.

Ἀ­ντι­θέ­τως ὅ­μως, ἡ «Κί­νη­σις» ἐ­πω­φε­λου­μέ­νη τῆς πεί­ρας, τὴν ὁ­ποί­αν ἀ­πε­κό­μι­σαν οἱ ἀ­πε­σταλ­μέ­νοι της εἰς τὴν Οὐ­κρα­νί­αν, ἀ­φ’ ἑ­νός μὲν κα­τήρ­τι­σε προ­σε­κτι­κὸ καὶ ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νο σχέ­δι­ο ψυ­χο­λο­γι­κῆς προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν Ρώσ­σων, ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου δὲ ἀ­πε­φά­σι­σε τὴν ἵ­δρυ­σιν εἰς τὸ Λ­βὼφ ἑ­νὸς οὑ­νι­τι­κοῦ Σε­μι­να­ρι­ου καὶ τὴν ἐ­πα­νί­δρυ­σι ἑ­νὸς ση­μα­ντι­κοῦ μο­να­στη­ρί­ου, τοῦ «Νέ­ου Στου­δί­ου», βά­σει τῶν ἀρ­χῶν της, ὅ­τι πρέ­πει νὰ πο­λε­μῇ­ται ὁ ἐ­χθρὸς με τὰ ἴ­δι­α του τὰ ὅ­πλα, ἱ­δρύ­ο­ντας μο­να­στή­ρι­α ἐ­κεῖ ὁ­ποὺ εἶ­ναι τὰ ἰ­δι­κά του[69].

Τὸ μο­να­στή­ρι αὐ­τὸ τῶν οὑ­νι­τῶν μο­να­χῶν, τῶν λε­γο­μέ­νων «Βα­σι­λει­α­νῶν», κα­πη­λευ­ό­με­νο τὸ ὄ­νο­μα τῆς ἐν Κων­στα­ντι­νου­πό­λει ἀρ­χαί­ας Μο­νῆς τῶν Στου­δί­ου, ἔ­θε­σε ὡς ἔρ­γο του τὸν κλο­νι­σμὸ τοῦ κύ­ρους καὶ τῆς ἐ­πιρ­ρο­ῆς τῆς Λαύ­ρας τοῦ Πο­τσά­γι­εφ. Μὲ τὴν βο­ή­θει­α τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως», τὸ «Νέ­ο Στού­δι­ο» προ­σε­πά­θη­σε νὰ ἐ­φαρ­μό­σῃ ἄ­ρι­στα τὸ ὀρ­θό­δο­ξο λει­τουρ­γι­κὸ τυ­πι­κό, τὴν πα­ρα­δο­σι­α­κὴ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ καὶ τὸ ὀρ­θό­δο­ξον ὕ­φος τῆς εἰ­κο­νο­γρα­φί­ας, κα­τὰ τὰ πρό­τυ­πα τοῦ «Κολ­λε­γί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου» τῆς Ρώ­μης[70], καὶ ἐ­πε­χεί­ρη­σε, ἐ­κμε­ταλ­λευ­ό­με­νο τὴν εὐ­σέ­βει­α τῶν Ρώσ­σων Ὀρ­θο­δό­ξων, νὰ τοὺς ἑ­νώ­σῃ με­τὰ τῆς Ρώ­μης.

Ἀ­κο­λού­θη­σαν συ­νο­μι­λί­ες τοῦ Πά­πα Πί­ου Ι­Α΄ με­τὰ τοῦ Dom Beauduin, τοῦ κυ­ρι­ω­τέ­ρου ἐκ­προ­σώ­που τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως» κα­τὰ τὴν ἐ­πο­χὴ αὐ­τήν. Ἀρ­χι­κῶς μὲν ὑ­πῆρ­χε συμ­φω­νί­α με­τα­ξὺ τῶν δύ­ο ἀν­δρῶν. Με­τ’ ὀ­λί­γον, ὅ­μως, με­τὰ τὴν ἐκ­δή­λω­σιν εἰς τὴν Ἑλ­βε­τί­α μι­ᾶς αὐ­στη­ρᾶς κρι­τι­κῆς δι­ὰ τὶς θέ­σεις τοῦ οὑ­νί­του μη­τρο­πο­λί­του Ἀν­δρέ­ου, ὁ Beauduin δι­ε­χώ­ρι­σε τὴν θέ­σι του. Ἐ­τό­νι­σε ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὴν ἀ­νά­γκη προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων δι­ὰ τῆς «ψυ­χο­λο­γι­κῆς με­θό­δου», ὁ­πό­τε, ὡς ἔ­λε­γε, οἱ πῦ­λες θὰ ἀ­νοί­ξουν μό­νες τους δι­ὰ τὴν Ἕ­νω­σι[71].

Ἐ­π’ αὐ­τοῦ συ­νε­φώ­νη­σε καὶ ὁ Πά­πας. Ἔ­τσι ἀ­νε­δι­ωρ­γα­νώ­θη τὸ «Κολ­λέ­γι­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου» εἰς τὴν Ρώ­μη, δι­ε­φη­μί­σθη ἡ ἀρ­τι­ό­της τῆς ἀ­να­το­λι­κῆς λει­τουρ­γί­ας, ἡ ὁ­ποί­α ἐ­τε­λεῖ­το ἐ­κεῖ, καὶ συ­νί­στα­το, εὑ­ρέ­ως πλέ­ον, εἰς τοὺς φοι­τη­τὰς καὶ τοὺς λοι­ποὺς νέ­ους κλη­ρι­κοὺς τῶν δι­α­φό­ρων θε­ο­λο­γι­κῶν σχο­λῶν τῆς «αἰ­ω­νί­ας πό­λε­ως», νὰ ἐ­πι­σκέ­πτω­νται τὸ Κολ­λέ­γι­ο αὐ­τὸ, δι­ὰ νὰ γνω­ρί­σουν τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἰς τὴν αὐ­θε­ντι­κω­τέ­ρα της μορ­φή, καὶ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι Αὐ­τὴ εἰς οὐ­δὲν ἀ­ντι­τί­θε­ται πρὸς τὸν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό.

Πα­ραλ­λή­λως, ὅ­σοι ἐκ τῶν με­τα­να­στῶν Ἑλ­λή­νων καὶ Ρώσ­σων ἤ­θε­λαν νὰ φοι­τή­σουν εἰς θε­ο­λο­γι­κὰς Σχο­λάς, δι­ευ­κο­λύ­νο­ντο νὰ φοι­τή­σουν εἰς αὐ­τὸ τὸ Κολ­λέ­γι­ο, ἢ ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α Σε­μι­νά­ρι­α, ὁ­ποὺ ἱ­δρύ­θη­σαν ὑ­πὸ τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως» εἰς τὴν Δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη[72], δι­ὰ νὰ δι­δα­χθοῦν τὴν ἀ­κρι­βῆ ὀρ­θό­δο­ξον πί­στι καὶ λει­τουρ­γι­κὴ ζω­ή, ὡς ὑ­πε­στη­ρί­ζε­το, δη­λα­δὴ μί­α πί­στιν ἡ ὁ­ποί­α συμ­βα­δί­ζει ἀ­πο­λύ­τως μὲ ἐ­κεί­νην τῶν Λα­τί­νων, καὶ ἡ ὁ­ποί­α δὲν ἔ­χει, πα­ρὰ με­ρι­κὲς λει­τουρ­γι­κὲς ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες, σε­βα­στὲς ὅ­μως ὑ­πὸ τῆς ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῆς Δύ­σε­ως.

Ἀλ­λά, μί­α τοι­αύ­τη συ­μπε­ρι­φο­ρά, μί­α τοι­αύ­τη ψυ­χο­λο­γι­κὴ προ­σέγ­γι­σις τῶν «σχι­σμα­τι­κῶν» Ὀρ­θο­δό­ξων, κυ­ο­φο­ροῦ­σε κιν­δύ­νους δι­ὰ τὸν ἴ­δι­ον τὸν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό. Ἔ­τσι ἀ­ντέ­δρα­σαν: α΄. Οἱ Βε­νε­δι­κτῖ­νοι μο­να­χοί, καὶ μά­λι­στα ὁ γε­νι­κὸς ἡ­γού­με­νος τοῦ Τά­γμα­τος αὐ­τῶν Dom Fidèle von Stotzingen, ὑ­πο­στη­ρί­ζο­ντες ὅ­τι εἶ­ναι, ὡς ἐκ τοῦ Κα­νό­νος καὶ τῆς ἱ­στο­ρί­ας των, Λα­τῖ­νοι μο­να­χοὶ καί, κα­τὰ συ­νέ­πει­αν, δὲν ἠ­μπο­ροῦ­σαν νὰ τε­λοῦν τὸ ὀρ­θό­δο­ξο λει­τουρ­γι­κὸ τυ­πι­κό. Κα­τ’ αὐ­τούς, ὁ Πά­πας θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πι­στρα­τεύ­σῃ ἄλ­λους, ἂν ἤ­θε­λε νὰ κυ­ρι­εύ­σῃ τὴν Ρωσ­σί­α[73], καὶ β΄. Πολ­λοὶ ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χοι τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, δι­α­τυ­πώ­νο­ντες σο­βα­ροὺς φό­βους ὅ­τι, κα­τὰ τὴν πο­ρεί­α τῆς ψυ­χο­λο­γι­κῆς προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων, ἐ­τί­θε­το ὑ­πὸ κίν­δυ­νον με­ρὶς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἦ­σαν ἐ­πι­φορ­τι­σμέ­νοι μὲ τὴν προ­σέγ­γι­σι αὐ­τήν, δη­λα­δὴ τὰ μέ­λη τῆς «Κι­νή­σε­ως».

Ὁ Beauduin —ὡς καὶ ὁ Πά­πας— ἐ­θε­ώ­ρει ὅ­τι πρὸ μι­ᾶς τοι­αύ­της με­γα­λο­πνό­ου ἐ­πι­χει­ρή­σε­ως δὲν θὰ ἦ­ταν φο­βε­ρὸν ἂν πα­ρε­τῃ­ροῦ­ντο κά­ποι­αι ἀ­πώ­λει­αι, καὶ ἐ­ξη­κο­λού­θει νὰ ὁ­μι­λῇ πε­ρὶ «νο­σταλ­γί­ας τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας». Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν ἐ­πλη­ρο­φο­ρή­θη τὴν με­τα­στρο­φὴν εἰς τὴν Ὀρ­θό­δο­ξον Ἐκ­κ­λη­σί­α τοῦ Δαυ­ῒδ Balfour, κα­τό­πιν γνω­ρι­μί­ας αὐ­τοῦ με­τὰ τοῦ ἁ­γί­ου Σι­λου­α­νοῦ εἰς τὸ Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος[74], καὶ τοῦ Lev Gillé, δι­ὰ τοῦ ἐκ Πα­ρι­σί­ων Μη­τρο­πο­λί­του Εὐ­λο­γί­ου Gueorguievsky[75], ἐ­λυ­πή­θη βα­θύ­τα­τα, ἐ­νῶ τὸ Βα­τι­κα­νὸ ἀ­ντέ­δρα­σε δι­ὰ τῆς ἐ­πι­βο­λῆς σο­βα­ρο­τά­των ποι­νῶν. Ἡ ὑ­π’ αὐ­τῶν πο­λυ­θρυ­λου­μέ­νη «νο­σταλ­γί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας» ἦ­ταν ἁ­πλῶς μί­α κο­λα­κευ­τι­κὴ ἔκ­φρα­σις πρὸς τοὺς «σχι­σμα­τι­κοὺς» Ὀρ­θο­δό­ξους, δι­ὰ τῆς ὁ­ποί­ας ἤλ­πι­ζαν νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σουν εἰς τὴν Ἕ­νω­σι.

Ἐν μέ­σῳ αὐ­τῶν τῶν ἀ­ντι­λή­ψε­ων, οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως» ἀ­πε­φά­σι­σαν τὴν ἵ­δρυ­σι ἑ­νὸς μο­να­στη­ρί­ου ἀ­φο­σι­ω­μέ­νου εἰς τὴν ἑ­νό­τη­τα τῶν Ἐκ­κ­λη­σι­ῶν. Ἡ πρό­θε­σις αὐ­τὴ ἀ­νε­κοι­νώ­θη εἰς τὸν Πά­πα Πῖ­ον Ι­Α΄ καὶ ἔ­τυ­χε τῆς ὁ­λο­θύ­μου ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ας καὶ ὑ­πο­στη­ρί­ξε­ως αὐ­τοῦ[76]. Ἡ ἀ­πό­φα­σις ἐ­τέ­θη εἰς ἐ­φαρ­μο­γὴ τὸν Νο­έμ­βρι­ο τοῦ 1925, δη­λα­δὴ ἓξ μῆ­νες με­τὰ τὴν ἐ­πί­σκε­ψι τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς εἰς τὴν Λαύ­ρα τοῦ Πο­τσά­γι­εφ.

Ἔ­τσι ἱ­δρύ­θη ἡ με­τέ­πει­τα γνω­στὴ μο­νὴ τῆς Chevetogne, ἡ ὁ­ποί­α θὰ ἦ­ταν πλέ­ον ἡ ὑ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­σις τῶν οἰ­κου­με­νι­στι­κῶν ἰ­δε­ῶν τοῦ «ἔρ­γου» καὶ ἡ ἐγ­γύ­η­σις δι­ὰ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α του. Με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὲς συ­ζη­τή­σεις ἀ­πε­φα­σί­σθη νὰ ἔ­χῃ ὡς ἕ­δρα του τὸ Amay, πλη­σί­ον τῆς Louvain τοῦ Βελ­γί­ου, καὶ ὡς βα­σι­κὴ ἀ­πο­στο­λή του τὴν τρο­φο­δό­τη­σι, ἐ­νί­σχυ­σι καὶ ὑ­πο­στή­ρι­ξι τῆς οὑ­νι­τι­κῆς μο­νῆς τοῦ «Νέ­ου Στου­δί­ου» καὶ τῶν πα­ραρ­τη­μά­των αὐ­τῆς εἰς ὅ­λην τὴν Ρωσ­σί­α[77].

Ἀλ­λ’ ἐ­κτὸς αὐ­τοῦ, ἤ­δη ἀ­πὸ τὸ 1926, ἡ μο­νὴ τῆς Chevetogne ἄρ­χι­σε τε­χνη­έ­ντως νὰ ὑ­πει­σέρ­χε­ται εἰς τὸ ἐ­μπε­ρί­στα­το ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὸ Σχο­λεῖ­ο πα­ρὰ τὴν ὀρ­θό­δο­ξον Λαύ­ρα τοῦ Π­σκώφ, εἰς τὸ Πε­τσό­ρι, συν­θέ­των ἔ­τσι μί­αν ὁ­λό­κλη­ρον πε­ρι­πέ­τει­α δι­ὰ τὴν ὀρ­θό­δο­ξον το­πι­κὴν Ἐκ­κ­λη­σί­αν, ἐκ τῆς ὁ­ποί­ας μό­λις δι­ε­σώ­θη κα­τό­πιν τῆς δρα­στη­ρί­ου ἐ­πεμ­βά­σε­ως τοῦ ἐκ Πα­ρι­σί­ων Μη­τρο­πο­λί­του Εὐ­λο­γί­ου Gueorguievsky[78]. Τὸ σχέ­δι­ο αὐ­τὸ τοῦ «εἰ­ρη­νι­κοῦ» προ­ση­λυ­τι­σμοῦ ἐ­πα­νε­λή­φθη μὲ τὴν κα­τάρ­ρευ­σι τοῦ κομ­μου­νι­στι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, τὸ 1988, δη­μι­ουρ­γώ­ντας τὰ γνω­στὰ προ­βλή­μα­τα εἰς τὴν Λαύ­ρα τοῦ Π­σκὼφ με­τὰ τοῦ τα­λα­ντού­χου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Ζή­νω­νος[79].

Μί­α ἄλ­λη, λοι­πόν, με­γά­λη συμ­βο­λὴ τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως» εἰς τὸν Οἰ­κου­με­νι­σμὸ εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ τὸ λε­γό­με­νο «Μο­να­στή­ρι­ον τῆς Ἑ­νώ­σε­ως». Ὅ­μως τὸ θέ­μα εἶ­ναι εὐ­ρύ, δι­’ αὐ­τὸ καὶ δὲν θὰ ἐ­πε­κτα­θῶ. Ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἀ­παι­τεῖ­ται μί­α νέ­α εἰ­σή­γη­σις, δι­ό­τι σή­με­ρα ὁ ἐν Ἑλ­λά­δι μο­να­χι­σμὸς ἔ­χει δε­χθῇ ση­μα­ντι­κὲς ἐ­πι­δρά­σεις ἀ­πὸ τὶς ἀ­ντι­λή­ψεις τῆς Μο­νῆς τῆς Chevetogne.

 

 

 

 _____________________

[1] Εἰ­σή­γη­σις ἐκ­φω­νη­θεῖ­σα εἰς τὸ Δι­ορ­θό­δο­ξο Θε­ο­λο­γι­κὸ Συ­νέ­δρι­ο: «Οἰ­κου­με­νι­σμός. (Γέ­νε­ση-Προσ­δο­κί­ες-Δι­α­ψεύ­σεις)», τὸ ὁ­ποῖ­ον δι­ωρ­γα­νώ­θη εἰς τὴν Θεσ­σ­σα­λο­νί­κην, τὴν 20-24 Σε­πτεμ­βρί­ου 2004, ὑ­πὸ τῆς «Ἑ­ται­ρεί­ας Ὀρ­θο­δό­ξων Σπου­δῶν».

[2] Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι οἱ ὅ­ροι: Ἐκ­κ­λη­σί­α, μη­τρο­πο­λί­της, ἐ­πί­σκο­πος, ἱ­ε­ρεύς, θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἱ­ε­ρὰ Μυ­στή­ρι­α, κτλ, οἱ ἀ­να­φε­ρό­με­νοι εἰς τοὺς Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς, μό­νον ψι­λῷ ὀ­νό­μα­τι χρη­σι­μο­ποῦ­νται εἰς τὴν πα­ροῦ­σαν εἰ­σή­γη­σι.

[3] Πρβλ. «Un pionnier: Dom Lambert Beauduin (1873-1960)»-«Ἕ­νας σκα­πα­νεὺς: ὁ κῦρ La­m­bert Beauduin», ἔκ­δ. Chevetogne, Βέλ­γι­ο 2001, σ. 57.

[4] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 67.

[5] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 63.

[6] Πρβλ. Ἀρ­χιμ. Νι­κο­δή­μου Μπα­ρού­ση, «Ἡ Λει­τουρ­γι­κὴ Κί­νη­σις τῆς Δύ­σε­ως», ἐν «Θε­ο­δρο­μί­α», τ. Δ΄/1-3, Ἰ­α­ν.-Σε­πτ. 2002, σ. 107-127.

[7] Ὁ Dom Guéranger ἔ­θε­σε ὡς σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς του τὴν ἀ­να­βί­ω­σι τῆς εὐ­σε­βεί­ας τοῦ ἀβ­βα­εί­ου τοῦ Cluny, τὸ ὁ­ποῖ­ον ὡς ἀρ­χαῖ­ο λί­κνο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς εὐ­σε­βεί­ας τῆς Δυ­τι­κῆς Εὐ­ρώ­πης, με­τὰ τό­σης μα­νί­ας κα­τε­κρη­μνί­σθη μέ­χρι θε­με­λί­ων καὶ ἐ­ξη­φα­νί­σθη ὑ­πὸ τῶν ἀ­θέ­ων τῆς Γαλ­λι­κῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως. Ἡ βα­σι­κω­τέ­ρα πτυ­χὴ τοῦ «κλου­νι­α­κοῦ» βί­ου ἦ­ταν ἡ λει­τουρ­γι­κὴ ζω­ή, ἡ ὁ­ποί­α με­τὰ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­σι εἶ­χε πλέ­ον χα­θῇ. Γι­’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Dom Guéranger ἀ­νέ­πτυ­ξε ση­μα­ντι­κὴ συγ­γ­ρα­φι­κὴ δρᾶ­σι ἐ­πὶ τῶν λει­τουρ­γι­κῶν θε­μά­των. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 647, 1075, 1125. Ἐ­πί­σης πρβλ. ἀρ­χιμ. Νι­κο­δή­μου, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 111-117).

[8] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 361.

[9] Πρὸς ἐ­πι­δί­ω­ξι τῶν προ­θέ­σε­ών του, ὁ Dom Guéranger ἔ­σπευ­σε νὰ δη­μι­ουρ­γή­σῃ τὶς κα­τάλ­λη­λες προϋ­πο­θέ­σεις δι­ὰ νὰ συ­μπο­ρευ­θοῦν μα­ζί του καὶ ἄλ­λα μο­να­στή­ρι­α βε­νε­δι­κτί­νων. Τὸ πρῶ­το, τὸ ὁ­ποῖ­ο τὸν ἠ­κο­λού­θη­σε εἶ­ναι τὸ Ligugé εἰς τὴν Γαλ­λί­α, τὸ ἔ­τος 1853, ἐ­νῶ οἱ μα­θη­ταί του Maur Wolter καὶ Placide Wolter ἐ­πα­νί­δρυ­σαν, πρὸ τοῦ 1870, τὸ Ἀβ­βα­εῖ­ο τοῦ Beuron εἰς τὴν Γερ­μα­νί­α, βά­σει τῶν ἀ­ντι­λή­ψε­ων τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως»[9]. Τὸ 1872 βε­νε­δι­κτῖ­νοι τοῦ Beuron ἀ­νε­καί­νι­σαν τὸ Ἀβ­βα­εῖ­ο τοῦ Maredsous εἰς τὸ Βέλ­γι­ο, βά­σει τῶν ἰ­δί­ων ἀρ­χῶν τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως», μὲ λα­μπροὺς ἐκ­προ­σώ­πους τοὺς ἡ­γου­μέ­νους Dom Gerard van Caloen, καὶ Dom Columba Marnion. Ὁ δεύ­τε­ρος ἐξ αὐ­τῶν εἶ­χε δι­α­τε­λέ­σει προϊ­στά­με­νος (prieur) τοῦ Ἀβ­βα­εί­ου τοῦ Mont-Cesar, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ἱ­δρυ­θῇ τὸ 1897 ἀ­πὸ τοὺς μο­να­χοὺς τοῦ Maredsous εἰς τὴν πό­λι Louvain τοῦ Βελ­γί­ου. Τέ­λος, ὁ Dom Robert de Kerchove, ἡ­γού­με­νος τοῦ Mont-César ἵ­δρυ­σε τὸ 1925, εἰς τὸ Amay, πλη­σί­ον τῆς Louvain, τὴν γνω­στὴ μο­νὴ τῆς Chevetogne ὑ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ εὐ­θύ­νη τοῦ Dom Lambert Beauduin.

[10] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 144 ἑξ.

[11] «Messe privé, Messe basse».

[12] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 119.

[13] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 1.237.

[14] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 400, 434.

[15] Δι­ὰ νὰ ἐκ­πλη­ρω­θῇ καὶ εἰς αὐ­τοὺς τὸ τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου: «Ἐ­πει­δὴ οὐκ ἐν τοῖς ἑ­αυ­τῶν δό­γμα­σιν ἔ­χου­σιν τὴν ἰ­σχύν, ἐν τοῖς ἡ­με­τέ­ροις σα­θροῖς ταύ­την θη­ρεύ­ου­σι, καὶ δι­ὰ τοῦ­το, ὥ­σπερ αἱ μυῖ­αι τοῖς τραύ­μα­σιν, οὕ­τω τοῖς ἡ­με­τέ­ροις ἐ­πι­τί­θε­νται, εἴ­τε ἀ­τυ­χή­μα­σι χρὴ λέ­γειν, εἴ­τε ἁ­μαρ­τή­μα­σιν» (P.G. 36, 17).

[16] «Lex orandi – Lex credendi».

[17] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 213.

[18] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 235.

[19] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 627.

[20] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 229.

[21] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 532, 560, 561, 627.

[22] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 534.

[23] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 583.

[24] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 579 ἑξ.

[25] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 874.

[26] «Ἐ­φ’ ὅ­σον ἡ λει­τουρ­γί­α πρέ­πει νὰ ἀ­ντα­πο­κρί­νε­ται εἰς τὰ αἰ­τή­μα­τα τοῦ λα­οῦ, ὁ δὲ ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νος σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ δι­ὰ τὶς δο­γμα­τι­κὲς ἀ­λή­θει­ες ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται». (Πρβλ. πε­ρι­οδ. «Irénikon», ἔκ­δ. Chevetogne, Βέλ­γι­ο, τ. 3/2001, σ. 388).

[27] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 572, 866.

[28] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 3/1992, σ. 312.

[29] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 534.

[30] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 328.

[31] Πρβλ. τοὺς ἱ­ε­ροὺς Κα­νό­νας: λα΄ Ἀ­πο­στο­λι­κὸν καὶ ι­ε΄ Πρω­το­δευ­τέ­ρας.

[32] (πρβλ. τὰς Συ­νό­δους ἐ­πὶ Ἱ­ε­ρε­μί­ου τοῦ Τρα­νοῦ, τῆς Μό­σχας, τῆς Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως τὸν 18ο αἰ­ῶ­να.

[33] Πρβλ. τὶς ποι­κί­λες ἑλ­λη­νι­κὲς ἐκ­δό­σεις Λει­τουρ­γι­κῶν βι­βλί­ων, (ὡς λ.χ. τοῦ «Εὐ­χο­λο­γί­ου», τοῦ «Ἱ­ε­ρα­τι­κοῦ», κτλ., κα­τὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες πα­ρα­τη­ροῦ­νται ση­μα­ντι­κὲς δι­α­φο­ρὲς ὄ­χι μό­νον με­τα­ξὺ τῶν ἐκ­δο­τι­κῶν Οἴ­κων, ἀλ­λὰ καὶ με­τα­ξὺ α΄ ἢ β΄ ἐκ­δό­σε­ως τοῦ αὑ­τοῦ Οἴ­κου, ὡς ἐ­ὰν εἰ­σή­χθῃ καὶ πα­ρ’ ἡ­μῖν τὸ λα­τι­νι­κὸν ἔ­θος δι­α­φο­ρο­ποι­ή­σε­ως τῶν λει­τουρ­γι­κῶν βι­βλί­ων ἀ­να­λό­γως τοῦ ἑ­κά­στο­τε Πά­πα, (πρβλ. «Γρη­γο­ρι­α­νὸν» ἢ «Γε­λα­σι­α­νὸν» Εὐ­χο­λό­γι­ον, κτλ., ἕ­να ἔ­θος τὸ ὁ­ποῖ­ον συ­νέ­βα­λε κα­τὰ πο­λὺ εἰς τὸ με­ταρ­ρυ­θμι­στι­κὸ ἔρ­γο τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως»).

[34] Πρβλ. τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ ὅ­ρου: «ὁ σταυ­ρω­θεὶς δι­’ ἡ­μᾶς», ἢ τοῦ ἀ­κρά­του οἴ­νου εἰς τὴν θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, ὅ­ταν τε­λῇ­ται ἡ λει­τουρ­γί­α κα­τὰ τὸν προ­χαλ­κη­δό­νι­ο λει­τουρ­γι­κὸ τύ­πο.

[35] Τὸ ἐ­πί­λε­κτον μέ­λος τῆς «Χρι­στι­α­νι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας», ὁ κα­θη­γη­τὴς Kurth, ἀ­νέ­λα­βε κε­ντρι­κὴ εἰ­σή­γη­σιν εἰς τὸ συ­νέ­δρι­ο τοῦ «Ἐ­θνι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου τῶν Ἔρ­γων τῶν Κα­θο­λι­κῶν», εἰς τὶς 23-26 Σε­πτεμ­βρί­ου 1909 εἰς τὶς Μα­λῖ­νες ὑ­πὸ τὸν Mercier. Τὸ θέ­μα του εἶ­χε τὸν τίτ­λον: «Ὁ ρό­λος τῆς λει­τουρ­γί­ας εἰς τὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας», καὶ ἐ­πε­δο­κι­μά­σθη ἐν­θου­σι­ω­δῶς ὑ­πὸ τῆς νε­ο­λαί­ας, γε­γο­νὸς τὸ ὁ­ποῖ­ον με­τέ­δω­σε βα­θύ­τα­τον αἴ­σθη­μα ἱ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως εἰς τοὺς ὀρ­γα­νω­τάς, ποὺ ἀ­πέ­βλε­πον κυ­ρί­ως εἰς τὴν ἀ­πή­χη­σι τοῦ «ἔρ­γου» εἰς τοὺς συλ­λό­γους τῆς νε­ο­λαί­ας. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 79).

[36] Πρβλ. Π. Ν. Τρε­μπέ­λα, «Ἡ Ρω­μαϊ­κὴ Λει­τουρ­γι­κὴ Κί­νη­σις καὶ ἡ πρᾶ­ξις τῆς Ἀ­να­το­λῆς», Ἀ­θῆ­ναι 1943.

[37] Ἔ­τσι λ.χ. ἀ­ντέ­δρα­σαν εἰς τὴν ἀ­πό­φα­σι τοῦ Πά­πα νὰ κα­ταρ­γη­θῇ ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­σις τῶν «κα­νο­νι­κῶν» —ἐν κό­σμῳ ἀ­γά­μων— κλη­ρι­κῶν (chanoine) νὰ τε­λοῦν κα­θη­με­ρι­νῶς τὶς ἀ­κο­λου­θί­ες εἰς τοὺς κα­θε­δρι­κοὺς να­ούς.

[38] Πρβλ. Πε­ρι­ο­δι­κὸν: «Les Questions liturgiques» (ἔκ­δ. Monastère d’ Amay). Ἄλ­λα πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς «Λει­τουρ­γι­κῆς Κι­νή­σε­ως» εἶ­ναι: «La vie liturgique» (ἔκ­δ. Monastère de Mont-César, «L’ Irénikon» (ἔκ­δ. Monastère d’ Amay-Chevetogne), «La maison-Dieu» (Paris). Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 1232.

[39] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 573.

[40] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 145.

[41] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 573.

[42] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 388.

[43] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 69.

[44] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 573, 583.

[45] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 566, 576.

[46] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 713.

[47] «Ὅ­πως οἱ Ἑ­βραῖ­οι τὸν ἐρ­χό­με­νο Μεσ­σί­α». (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 452).

[48] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 3/1991, σ. 337.

[49] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 627.

[50] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 3/1991, σ. 404.

[51] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 882.

[52] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 873.

[53] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 632.

[54] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 207.

[55] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 850, 868. Ἡ «ψυ­χο­λο­γι­κὴ μέ­θο­δος», πε­ρι­φρου­ροῦ­σα τὶς «ἀ­το­μι­κὲς κλή­σεις», ἀ­πέ­βλε­πε εἰς τὴν πρόσ­λη­ψι τῶν πνευ­μα­τι­κῶς ἐ­κλε­κτῶν, τῶν μορ­φω­μέ­νων, ὥ­στε δι­’ αὐ­τῶν νὰ κερ­δί­σῃ τοὺς ἁ­πλοϊ­κούς. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 461). Ὁ καρ­δι­νά­λι­ος Mercier εἶ­χε ἐ­φαρ­μό­σει τὴν μέ­θο­δο αὐ­τὴν εἰς τὰ σχο­λεῖ­α, τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­χε ἱ­δρύ­σει δι­ὰ τοὺς Ρώσ­σους με­τα­νά­στες εἰς τὴν Γαλ­λί­α καὶ τὸ Βέλ­γι­ο. Βε­βαί­ως, κα­νέ­ναν ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς τῶν μα­θη­τῶν δὲν με­τέ­στρε­ψε εἰς τὸν Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κι­σμό, ἀλ­λὰ εἶ­χε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α εἰς τὰ παι­δι­ὰ καὶ τοὺς ἐ­φή­βους. Μὲ τὴν «εἰ­ρη­νι­κή» του συ­μπε­ρι­φο­ρὰ κα­τώρ­θω­σε ὥ­στε ἕ­να μι­κρὸ μέ­ρος ἐξ αὐ­τῶν νὰ γί­νουν Λα­τῖ­νοι, ἐ­νῶ ἡ συ­ντρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α των νὰ γί­νουν οἰ­κου­με­νι­σταί, «πρὸς με­γά­λη χα­ρὰ τοῦ καρ­δι­να­λί­ου», ὅ­πως ση­μει­ώ­νε­ι τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Irénikon», (ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/ 2003, σ. 197). Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 255 ἑξ.

[56] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 362.

[57] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 199.

[58] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 632, 863.

[59] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 616.

[60] Κα­τὰ τὴν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ φρᾶ­σι τοῦ Beauduin: «Unie non absorbée». (Πρβλ. «Iré­ni­kon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 1/1996).

[61] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 469.

[62] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 352 καὶ «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 462.

[63] Ὁ Μι­χα­ὴλ ἐ­χει­ρο­το­νή­θη εἰς τὸ Βε­ρο­λῖ­νο, ὑ­πὸ τοῦ πα­πι­κοῦ «νου­ντσί­ου» Εὐ­γε­νί­ου Pa­celi. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 376). Κα­τ’ ἄλ­λην πλη­ρο­φο­ρί­α, ὁ Μι­χα­ὴλ εἰ­σῆλ­θε δι­ὰ πρώ­τη φο­ρὰ εἰς τὴν Ρωσ­σί­α τὸν Ὀ­κτώ­βρι­ο τοῦ 1925, καὶ ἐ­ξῆλ­θεν αὐ­τῆς τὸν Μάρ­τι­ο τοῦ 1926, ὁ­πό­τε καὶ ἐ­τε­λέ­σθη ἡ χει­ρο­το­νί­α του. Ἐ­πέ­στρε­ψε εἰς τὴν Ρωσ­σί­α τὸν Σε­πτέμ­βρι­ο τοῦ 1926, ὅ­που ἐ­χει­ρο­τό­νη­σε τρεῖς Λα­τί­νους ἐ­πι­σκό­πους, ἀλ­λὰ γε­νό­με­νος ἀ­ντι­λη­πτὸς ὑ­πὸ τῶν Σο­βι­ε­τι­κῶν ἀρ­χῶν ἐ­ξε­το­πί­σθη. Τὸ 1937, κα­τ’ ἐ­ντο­λὴ τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ, ὑ­πέ­βα­λε τὴν πα­ραί­τη­σί του. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 461 ἑξ).

[64] Ἕ­να ἔρ­γο, δι­ὰ τὸ ὁ­ποῖ­ον πρὸ πολ­λοῦ εἶ­χε ἑ­τοι­μα­σθῇ, με­τὰ με­γά­λης φροντίδος, ὑ­πὸ τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 461 ἑξ).

[65] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 349 ἑξ.

[66] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 384.

[67] Τὴν 25η Μαρ­τί­ου/7η Ἀ­πρι­λί­ου 1925. (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 201).

[68] Τὶς θαυ­μα­στὲς ἐ­ντυ­πώ­σεις του ἐ­δη­μο­σί­ευ­σε ὁ Beauduin εἰς τὸ ἔρ­γο του: «Une visite à la Laure orthodoxe de Potchaïev»-«Μί­α ἐ­πί­σκε­ψις εἰς τὴν ὀρ­θό­δο­ξον Λαύ­ρα τοῦ Πο­τσά­γι­εφ», τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­ξε­δό­θη εἰς τὴν σει­ρά: «Σε­λί­δες δό­ξης»-«Pages de gloire», (Liège-Bruges 1927-8).

[69] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 405.

[70] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 440.

[71] Ὁ Beauduin ἐ­πέ­μει­νε ἀ­πο­φα­σι­στι­κῶς εἰς τὴν οἰ­κου­με­νι­στι­κὴ γραμ­μή, τὴν ὁ­ποί­αν ἐ­χά­ρασ­σαν: Ὁ Yves Congar, (εἰς τὸ ἔρ­γο του: «Chretiens désunis. Principes d’ un “œcu­me­ni­sme” catholique»-«Δι­η­ρη­μέ­νοι Χρι­στι­α­νοί. Βα­σι­κὲς ἀρ­χὲς δι­’ ἕ­να (ρω­μαι­ο)κα­θο­λι­κὸ οἰ­κου­με­νι­σμό», τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­δη­μο­σι­εύ­θη ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ 1937, εἰς τὸ Πα­ρί­σι. Οἱ οἰ­κου­με­νι­στι­κὲς Συ­ζη­τή­σεις τῆς Ὀξ­φόρ­δης/Γε­νεύ­ης («Ζω­ὴ καὶ Δρᾶ­σις»-«Vie et Action») καὶ τοῦ Ἐ­διμ­βούρ­γου («Πί­στις καὶ Θε­σμὸς»-«Foi et Constitution»), ἀλ­λὰ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὁ Πά­πας Λέ­ων ΙΓ΄, κα­τὰ τὸ «Εὐ­χα­ρι­στι­α­κὸ Συ­νέ­δρι­ο» εἰς τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα τὸ 1893, (πρβλ. «I­ré­nikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 469), καὶ ἡ πρω­το­πό­ρος πα­πι­κὴ Ἐ­γκύ­κλι­ος «Mo­rta­lium Animos», τοῦ 1928, (πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2000, σ. 256). Αὐ­τὴν τὴν «ψυ­χο­λο­γι­κὴ μέ­θο­δο», ὁ γνω­στὸς Γάλ­λος ποι­η­τὴς Κά­ρο­λος Péguy ἐ­χα­ρα­κτή­ρι­ζε ὡς «με­γά­λη φι­λο­σο­φί­α», δι­ό­τι ἐ­πε­τύγ­χα­νε, «δι­ὰ τῆς ἀμ­φι­σβη­τή­σε­ως τῶν ἀ­ξι­ῶν, νὰ ὁ­δη­γή­σῃ εἰς τὴν συ­να­δέλ­φω­σι τῶν λα­ῶν». (Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 1/1996, σ. 14 καὶ τ. 2-3/2003, σ. 256).

[72] Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ση­μα­ντι­κώ­τε­ρα αὐ­τὰ Σε­μι­νά­ρι­α εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ τοῦ «Ἁ­γί­ου Βα­σι­λεί­ου», τὸ ὁ­ποῖ­ον ἱ­δρύ­θη ὑ­πὸ τοῦ Πά­πα Πί­ου Ι­Α΄, τὸν Σε­πτέμ­βρι­ο τοῦ 1923, δι­ὰ τοὺς Ρώσ­σους με­τα­νά­στες. Ἐξ αὐ­τοῦ τοῦ Σε­μι­να­ρί­ου ἐ­ξε­δί­δε­το καὶ τὸ γνω­στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Istina»-«Ἀ­λή­θει­α».

[73] Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 386.

[74] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 205.

[75] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 250-1.

[76] Δι­ὰ τῆς δη­μο­σι­εύ­σε­ως τοῦ «Ἀ­πο­στο­λι­κοῦ Γράμ­μα­τος: Equidem Verba», τὴν 21-3-1924. (Πρβλ. «Un pionnier», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 392 καὶ «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 459).

[77] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 4/2002, σ. 463.

[78] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 204.

[79] Πρβλ. «Irénikon», ἔνθ’ ἀνωτ., τ. 2-3/2003, σ. 212.

 

www.alopsis.gr

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes