Κυριακή ΣΤ’ Λουκά

Κυριακή ΣΤ’ Λουκά: Ερμηνεία του Ευαγγελίου και Ομιλία περί αχαριστίας (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)

(Λουκ. η’ 27-39)

– Τι δηλώνουν τα λόγια “Εκ χρόνων ικανών” και το “Δέομαί σου, μη με βασανίσης“;

– Γιατί το δαιμόνιο οδηγούσε τον δαιμονιζόμενο στις ερημιές;

– Γιατί ο Ιησούς ρώτησε για το όνομα του δαιμονίου; Δε γνώριζε;

– Γιατί ο ένας ευαγγελιστής ομιλεί για λίμνη ενώ ο άλλος για θάλλασα;

– Γιατί οι παριστάμενοι, με την εκδίωξη των δαιμονίων, εφοβήθησαν;

– Γιατί ζήτησαν από τον Ιησούν να φύγει, ενώ ο ιαθείς άνθρωπος Τον παρακαλούσε να μείνει μαζί του;

– Γιατί ο Ιησούς είπε: “διηγού ὀσα εποίησέ σοι ο Θεός” και όχι “όσα εποίησά σοι εγώ”;

– Ο ευεργέτης χρέος έχει να μην ζητή αμοιβή παρά του ευεργετηθέντος και ο ευεργετηθείς χρέος έχει να αγωνίζεται να ανταμείψη την ευεργεσία.

– Με ποιους τρόπους οι άνθρωποι φαίνονται αχάριστοι προς τους ευεργέτες τους; Ποια είναι η χειρότερη τάξη των αχαρίστων και ποια είναι η αμαρτία τους; (αμαρτάνουν κατά της φύσεως, κατά του ορθού λόγου και κατά του Θεού).

– Ο Θεός έχει ανάγκη την ευχαριστία των ευεργετηθέντων και οργίζεται κατά των αχαρίστων; Εάν όχι, γιατί ζητεί την ευχαριστία και αγανακτεί με την αχαριστία;

– Με ποιο τρόπο οι άνθρωποι γίνονται αχάριστοι προς τον Θεό;

– Μήπως ο ασθενής, ο φτωχός, ο δυστυχής, δεν χρωστούν ευχαριστίας ανταπόδοση στον Θεό, γιατί δεν έλαβαν καμία ευεργεσία; Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή ΣΤ’ Λουκά: Ομιλία περί της θεραπείας του δαιμονιζομένου των Γαδαρινών (Αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς)

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας. Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Κεφ. Η. 27 – 39.
Τω καιρώ εκείνω, Εξελθόντι τω Ιησού εις την γην των Γαδαρινών, υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ός είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο, και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ’ εν τοις μνήμασιν. Ιδών δέ τον Ιησούν και ανακράξας, προσέπεσεν αυτώ και φωνή μεγάλη είπε: τί εμοί και σοί, Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; Δέομαί σου, μή με βασανίσης. Παρήγγειλε γάρ τω πνεύματι τω ακαθάρτω εξελθείν απο του ανθρώπου. Πολλοίς γάρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι, και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους. Επηρώτησε δέ αυτόν ο Ιησούς λέγων: τί σοί εστιν όνομα? Ο δέ είπε, λεγεών’ ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν’ και παρεκάλει Αυτόν ίνα μή επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν. Ήν δέ εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τω όρει, και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δέ τα δαιμόνια απο του ανθρώπου, εισήλθον εις τους χοίρους, και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη. Ιδόντες δέ οι βόσκοντες το γεγενημένον, έφυγον, και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. Εξήλθον δέ ιδείν το γεγονός, και ήλθον προς τον Ιησούν» και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον, αφ’ ού τα δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας του Ιησού, και εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δέ αυτοίς οι ιδόντες πώς εσώθη ο δαιμονισθείς. Και ηρώτησαν Αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των Γαδαρηνών απελθείν απ’ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο. Αυτός δέ εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν. Εδέετο δέ Αυτού ο ανήρ, αφ’ ού εξεληλύθει τα δαιμόνια, είναι σύν Αυτώ’ απέλυσε δέ αυτόν ο Ιησούς λέγων: υπόστρεφε εις τον οίκόν σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ’ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.

Διαβάστε περισσότερα »