Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, πρὶν ἀπὸ τὴν περικοπὴ ποὺ διαβάσαμε σήμερα γιὰ τὴν θεραπεία τῶν δύο δαιμονισμένων Γεργεσηνῶν, ὑπάρχει μιὰ μικρὴ ἱστορία γιὰ τὸν Χριστὸ ποὺ διασχίζει τὴν θάλασσα τῆς Γαλιλαίας μὲ τοὺς μαθητές Του. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τους, ξεσπάει μιὰ θύελλα. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Χριστὸς κοιμόταν ἥσυχα, μὲ τὸ κεφάλι Του ἀκουμπισμένο σὲ ἕνα προσκέφαλο. Καὶ οἱ Ἀπόστολοι φώναξαν, ὄχι ὅπως σὲ μιὰ προσευχή, ἀλλὰ μὲ ἀγανάκτηση: «Δὲν σὲ νοιάζει ποὺ χανόμαστε;» Ὁ Χριστὸς ξύπνησε, σηκώθηκε καὶ ἀφοῦ τοὺς κοίταξε λυπημένα, τοὺς εἶπε: «Ὦ, ὀλιγόπιστοι». Ἔπειτα στράφηκε πρὸς τὴν καταιγίδα καὶ τὴν διέταξε νὰ κοπάσει.