Ο Θεάνθρωπος, όταν ήλθε αυτοπροσώπως στη Γη προ 2.000 ετών, έδωσε νέον Νόμον περί όρκου.
Με αυτόν τον Νόμον απαγορεύει τελείως τον όρκον. Το λέγει καθαρά «Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως. Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου». (Ματθ. ε’, 34).
Και όχι απλώς το απαγορεύει, αλλά τον κηρύσσει και ως ασυμβίβαστον εις τέλειον Νόμον Του. Ο οποίος πλάθει τελείους ηθικούς χαρακτήρες. Άλλωστε ιδιαίτερο γνώρισμα των οπαδών Του είναι η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια.
Απαγορεύει, λοιπόν, τελείως ο Κύριος τον όρκον.
Αλλά ο όρκος χρειάστηκε σαν εγγύησις και ασφάλεια κατά του ψεύδους. Γι’ αυτό και ο Κύριος λέγει, ότι εκ του πατρός του ψεύδους, εκ του πονηρού, προήλθεν η ανάγκη του όρκου. Όπου όμως επικρατεί αλήθεια – και πρέπει να επικρατή στις χριστιανικές κοινωνίες – ο όρκος είναι περιττός.
Είναι αμαρτία και ασέβεια, το να χρησιμοποιή κανείς το όνομα του Θεού ή άλλων ιερών προσώπων και πραγμάτων και να τα κατεβάζη στην τάξι των κοινών και βιοτικών πραγμάτων. Και τούτο, για να εξασφαλίση πολλές φορές ευτελή συμφέροντα ή για να ικανοποιήση την φιλαυτία του.
Ο Κύριος ήλθε στον κόσμο «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Δηλ. ήλθε για να καταστρέψη τα μεταξύ των ανθρώπων έργα του διαβόλου, που είναι η αμαρτία και τ’ αποτελέσματά της. (Α’ Ιωάν. γ’ 8).
Γι’ αυτό θέλει να απομακρύνη τελείως από την επί γης Βασιλείαν Του, τόσον το ψέμα, όσον και τον όρκο. Γι’ αυτό απαγορεύει απόλυτα στους οπαδούς Του να χρησιμοποιούν οποιονδήποτε όρκον.
Διαβάστε περισσότερα »