Κυριακή Ζ’ Λουκά

Κυριακή Ζ’ Λουκά: Ομιλία για τη θυγατέρα του Αρχισυναγώγου και για την αιμορροούσα (Επισκόπου Θεοφάνους Κεραμέως)

Σήμερα το ιερό Ευαγγέλιο μας (Λουκ. η’ 41-56) περιέγραψε διπλή ιστορία θαυμάτων. Και μάλλον αυτό είναι το κατά πολύ πιο παραδοξότατο των μεγάλων θαυμάτων, από όσα προηγήθηκαν. Από το να θεραπευθεί ο κωφάλαλος, ή ο παράλυτος, ή ο τυφλός, ή ο μανιακός, είναι πιο θαυμαστό το να ξαναζήσει αυτός που πέθανε. Και τώρα θαυματουργεί ο Κύριος, κάνοντας αρχή από την ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου και παίρνει αυτήν την παρθένο από τον θάνατο απαρχή (πρώτη λεία) και αρχίζοντας έτσι να αιχμαλωτίζει τον άδη, το κάνει αυτό περισσότερο στη συνέχεια, γιατί η είσοδος του θανάτου στον κόσμο έγινε από την παρθένο Εύα. Αλλά, ανοίγοντας το ιερό βιβλίο του Ευαγγελίου, ας ακούσουμε τα ίδια τα λόγια του: Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή Z’ Λουκά: Ερμηνεία του Ευαγγελίου και Ομιλία περί του ότι ουδέν τω Θεώ ευπρόσδεκτον, εάν μη και την ψυχήν αυτώ αφιερώσωμεν, και περί του πώς γίνεται η τοιαύτη αφιέρωσις (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)

Η ιατρεία της αιμορροούσης και η εκ νεκρών ανάσταση της του Ιαείρου θυγατρός. (Λουκ. η’ 41-56)

– Πολλοί είτε εξ απλότητος είτε εκ πονηρίας ονομάζουσι θαύματα και εκείνα, όσα πράγματι και αληθεία ουκ εισί θαύματα, αλλ’ έργα της φύσεως σπάνια και δύσκολα. Το αληθές θαύμά εστιν έργον ουχί της φύσεως, αλλά της του Θεού δυνάμεως.

– Ποια είναι τα αναγκαία για να εισακουστεί η δέησή μας προς τον Θεό;

– Γιατί ο Ιησούς, στην περίπτωση της αιμορροούσης, ρωτά ποιός Τον ακούμπησε ενώ γνωρίζει τα πάντα;

– Τι είδους δύναμη ήταν αυτή που εξήλθε από το ιμάτιον του Κυρίου Ιησού και εθεράπευσε την αιμορροούσα;

– Γιατί η γυναίκα αποκαλύπτει μόνη της την θεραπεία που έλαβε απ’ τον Ιησού;

– Είναι σωστό να σεβόμαστε εκτός από τα λείψανα και τα ιμάτια των αγίων;

– Γιατί ο Ιησούς είπε ότι η νεκρά δεν απέθανε αλλά κοιμάται, ενώ πραγματικά είχε πεθάνει;

– Γιατί δεν ελάμβαναν την Χάριν του Χριστού και όλοι οι άλλοι που τον άγγιζαν λόγω του συνοστισμού;

– Γιατί ο Ιησούς μετά την ανάσταση της νεκρής, διέταξε να της δώσουν να φάει; Και γιατί ζητάει στους παρευρισκόμενους να μην φανερώσουν το θαύμα;

– Ο Θεός ενομοθέτησε τις προσευχές, τις νηστείες και τις εορτές, αλλά δεν τα ζήτησε από τους ανθρώπους ως εξωτερικά σημεία της ψυχικής τους διαθέσεως, αλλά ως αποδείξεις της ψυχής που είναι αφιερωμένη σε Αυτόν.

– Όταν ο άνθρωπος αφιερώσει την ψυχή του στον Θεόν, τότε αυτή με την δύναμη της Θείας Χάριτος οδηγεί το σώμα προς την υπηρεσία πάσης αρετής και αγαθοεργίας. Πώς όμως μπορεί ο άνθρωπος να αφιερώσει τον νουν, την καρδίαν και την ψυχήν του στο Θεό;

– Περί του θανάτου, της ζωής, της κρίσεως, της κολάσεως και της δόξης.

– Η κτίσις βοηθός στον άνθρωπο για να στοχαστεί την παντοδυναμία τού Θεού.

– Πώς μπορούν οι εν τω κόσμω άνθρωποι να αφιερώσουν όλον το νου τους στο Θεό, όταν προσηλώνονται στο επάγγελμα και τις εργασίες που απαιτούνται για να ζήσουν; Διαβάστε περισσότερα »

Αποστολικό ανάγνωσμα Κυριακής Ζ’ Λουκά: Ομιλία περί του ότι η αρετή εστι κατά φύσιν, παρά φύσιν δε η κακία (Αρχιεπίσκοπος Αστραχάν και Σταυρουπόλεως Νικηφόρος Θεοτόκης)

(Προς Γαλάτας Παύλου Επιστολή, β’ κεφ., 16-20)

Τα μεν σαρκικά πάθη είναι κατά φύσιν, η δε νέκρωσις αυτών και η αρετή είναι πράγματα υπέρ φύσιν; Αποδείξεις για το αντίθετο. Η αμαρτία έσπειρε στον άνθρωπο την διάθεση και την κλίση εις το κακό.

Έχει ο άνθρωπος κατά φύσιν της αρετής τα σπέρματα.

Ο νόμος του Θεού είναι γεγραμμένος στις καρδιές των ανθρώπων;

Εάν η φύσις διδάσκει και οδηγεί προς την αποστροφήν από της κακίας, και προς την κατόρθωση της αρετής, ποια είναι η χρησιμότητα των θείων νόμων;

Η αρετή αντιφέρεται στα ιδιώματα της φύσεως;

Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή Ζ΄ Λουκά: Λόγος εις την ανάστασιν της θυγατρός του Ιαείρου και εις την αιμορροούσαν (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας. Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον: Η’ 41 – 56.
Τω καιρώ εκείνω, ήλθεν προς τον Ιησούν ανήρ ώ όνομα Ιάειρος, και αυτός άρχων της συναγωγής υπήρχε, και πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ήν αυτώ ως ετών δώδεκα, και αύτη απέθνησκεν. Εν δέ τω υπάγειν Αυτόν, οι όχλοι συνέπνιγον Αυτόν. Και γυνή ούσα εν ρύσει αίματος απο ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι, προσελθούσα όπισθεν, ήψατο του κρασπέδου του ιματίου Αυτού, και παραχρήμα έστη η ρύσις του αίματος αυτής. Και είπεν ο Ιησούς: τίς ο αψάμενός μου; Αρνουμένων δέ πάντων, είπεν ο Πέτρος και οι σύν αυτώ: επιστάτα, οι όχλοι συνέχουσί σε και αποθλίβουσι, και λέγεις τίς ο αψάμενός μου; Ο δέ Ιησούς είπεν: ήψατό μου τις’ εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ’ εμού. Ιδούσα δέ η γυνή ότι ουκ έλαθε, τρέμουσα ήλθε, και προσπεσούσα αυτώ δι’ ήν αιτίαν ήψατο αυτού απήγγειλεν αυτώ ενώπιον παντός του λαού, και ως ιάθη παραχρήμα. Ο δέ είπεν αυτή: θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην. Έτι Αυτού λαλούντος, έρχεταί τις παρά του αρχισυναγώγου λέγων αυτώ, ότι τέθνηκεν η θυγάτηρ σου, μή σκύλλε τον διδάσκαλον. Ο δέ Ιησούς ακούσας, απεκρίθη αυτώ λέγων: μή φοβού, μόνον πίστευε, και σωθήσεται. Ελθών δέ εις την οικίαν, ουκ αφήκεν εισελθείν ουδένα, ει μή Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον και τον πατέρα της παιδός και την μητέρα. Έκλαιον δέ πάντες και εκόπτοντο αυτήν. Ο δέ είπε: μή κλαίετε, ουκ απέθανεν αλλά καθεύδει. Και κατεγέλων Αυτού, ειδότες ότι απέθανεν. Αυτός δέ εκβαλών έξω πάντας και κρατήσας της χειρός αυτής, εφώνησε λέγων: η παίς, εγείρου. Και επέστρεψε το πνεύμα αυτής, και ανέστη παραχρήμα, και διέταξεν αυτή δοθήναι φαγείν. Και εξέστησαν οι γονείς αυτοίς. Ο δέ παρήγγειλεν αυτοίς μηδενί ειπείν το γεγονός.

Διαβάστε περισσότερα »