Ἀρμενίζομε ὁλόγυρα στὸ νησὶ ἀπὸ τὸ ἀνατολικό μέρος, ἀνεβαίνοντας γιὰ τὴ Λέρο. Καλοκαιριά. Προτοῦ ἀφήσομε τὸ νησὶ πιάσαμε γιὰ λίγο στὸ Βαθύ, μὲ τὸ μακρόστενο λιμάνι, τὸ κυκλωμένο ἀπὸ βράχους, ἐν λιμένι, γλαφυρῶ, καὶ μὲ τὰ περιζήτητα πρώιμα μανταρίνια του (ἀρχὲς τοῦ Νοέμβρη). Ἀράζομε στὸν ξερόκαμπο τῆς Λεροῦ. Τὸ ἀπόγεμα Λακκί, Πλάτανος. Περίπατο. Περνᾶμε μιὰ νύχτα στεκάμενοι αρόδο στὸν ξερόκαμπο.
Πᾶμε γιὰ τὸ Παρθένι. Ἀράζομε. Περπατᾶμε ὣς τὸν Μπλεφούτη. Τρῶμε γιὰ μεσημέρι στὸ σκάφος. Φεύγομε γιὰ τὴ Λειψή. Σταματᾶμε λίγο στὴν Παναγιὰ τοῦ Χάρου (ὄνομα τοῦ χτήτορα) καὶ ἀράζομε στὸ λιμανάκι τῆς Λειψῆς, ἀνάμεσα στοὺς δυὸ άι-Νικόλες. Πιάνομε στὸ ρεμέντζο ἑνὸς βαρκάρη.
ποὺ σὲ στολίζει
Παντοῦ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ πεζούλια ἢ σκαλοπάτια χρυσοκίτρινη γῆς ἀπὸ τὰ θερισμένα σιταροκρίθαρα…
7 Πέμπτη. Ἀφήνομε τὴ Σέριφο. Ὁ άι-Γιώργης μᾶς ξεπροβοδίζει μὲ τοὺς λιγοστοὺς πεθαμένους του – σταυροὶ μαρμαρένιοι – ποὺ κατηφορίζουν τὴν πλαγιὰ στὸ μικρὸ κοιμητήρι ὣς κάτω μὲ τὴ θάλασσα.
Ἡ μέρα ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἀπολλώνιες αἰγαιοπελαγίτικες μέρες, σὲ ὅλη τὴ δόξα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς θάλασσας, σὲ ὅλη τὴν πλησμονὴ τοῦ ἥλιου, μέρα ορόσημο μέσα στὸν Ἰούνιο.
Εὐχαριστῶ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο, ποὺ ἡ ζωὴ τὸν ἑτοιμάζει ἀνυποχώρητα, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, μὲ τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν ὑπομονή της μέλισσας. Ὁλόφωτη σήμερα θαλασσινὴ σπονδὴ γιὰ τοὺς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου. Ἐνανθρώπηση καὶ ἀποθέωση, δίπλα δίπλα, στὸ ἴδιο γκεζί.
Προχωρᾶμε γιὰ τὸ Δεσποτικὸ κοντὰ στὴν Ἀντίπαρο. Φουντάρομε τὸ ἀπογεματάκι. Τόπος κυκλοτερός, ἀραξοβόλι σίγουρο μὲ ὅλους ἀνεξαίρετα τοὺς καιρούς. Βουνὰ τριγύρω καθαρισμένα τόσες μέρες ἀπὸ τὸν ἀγέρα. Οὐρανὸς καὶ θάλασσα, τὸ ἕνα μιὰ παραλλαγὴ τοῦ ἄλλου. Μαλαματένια χωράφια ὡς ἀπάνω στὶς ράχες καὶ ὡς κάτω στὶς ἀμμουδιές. Συλλογιέμαι τὰ μέτρα ποὺ διδάσκει ὁ τόπος αὐτὸς σὲ ὅσους τὰ προσέχουν, σὲ ὅσους τὰ πρόσεξαν ἄλλοτε (στὰ παλιὰ καὶ τὰ νεότερα χρόνια). […]
Ἀντίκρυ στὸ ἀραξοβόλι μας καὶ ἀπάνω πάντα στὸ Δεσποτικό, τὸ ζωκλήσι τῆς Παναγίας τῆς Φλεβαριώτισσας, ποὺ γιορτάζει στὶς 2 τοῦ Φλεβάρη, ἀλλὰ ἐπειδὴ τότε βρέχει καὶ φυσάει, λειτουργιέται τὴ Δευτέρα 11 Ἰουνίου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ σήμερα πῆγαν μὲ τὶς βάρκες ἀπὸ τὴν Ἀντίπαρο, ἄντρες καὶ γυναῖκες, νὰ τὸ καθαρίσουν καὶ νὰ τὸ ἑτοιμάσουν. Ἀπὸ ἀφορμὴ τὶς ἐκκλησιὲς στὴ Λειψὴ εἶχα κάνει λόγο στὸ τεφτέρι τοῦ ’76 γιὰ τὸ ἀπροσμέτρητο βάθος τῆς πίστης μας καὶ, βλέποντας τὴ Φλεβαριώτισσα στὸ Δεσποτικό, θὰ προσθέσω παρακάτω στὸ φετεινὸ τεφτέρι (στὸ τέλος) ἀκόμα μερικὰ ποὺ συνάπτονται μὲ τὶς γενικώτερες περιπέτειές μας καὶ μπορεῖ νὰ χρησιμέψουν σὲ μιὰ σωστότερη ἀποτίμηση γιὰ ἕνα σωρὸ δεινοπαθήματα μὲ τὸ ὁποῖα πλήρωσε καὶ πληρώνει ὁ τόπος τὶς πλάνες του ἢ ἄλλες στραβοκεφαλιές ἀμετανόητες καὶ δαπανηρὰ περιττές.
Τὸ ἀπόγεμα βγήκαμε λίγο στὴν Ἀντίπαρο καὶ περπατήσαμε ὡς τὸν άϊ-Γιώργη, ὅπου θάφτηκε ἡ Μαρουσὼ Πατέλη, κόρη δεκατεσσάρω χρονῶ, ποὺ τὴν πῆρε κάτω τὸ μάγκανο καὶ πνίγηκε μέσα στὸ πηγάδι. Ὁ ἀδερφός της ὁ Δημήτρης μᾶς φίλεψε στὸ φτωχικό του τσικουδιὰ σπιτική. Μεγάλη φτώχεια, ἀλλὰ καὶ ξενοιασιά μεγάλη σὲ τοῦτο τὸ θαλασσογυρισμένο ἀμεριμνητήριο.
Οἱ φιλενάδες τῆς Μαρουσῶς, Κατίνα καὶ Μαρία Μαρινάκη μὲ τὸ ὀνόματά τους, ἔχουν βαλμένο στὴν κρύπτη, ὅπου καίει τὸ καντήλι τοῦ τάφου, ἕνα τυπωμένο ποίημα ἀπὸ τριάντα ὀχτὼ δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ξεδιαλέγω δυό:
Κοχύλια τὰ προικιά της
20 Ἰουνίου. Σάββατο. Τὸ ἀπόγεμα κατεβήκαμε σὲ ἕναν περίπατο ὡς τὸν Αυλέμονα, δέσαμε δύσκολα στὸ στενάχωρο λιμανάκι μὲ τὸ βενέτικο χτίσμα καὶ τὸ ἕνα κάστρο (τὸ ἄλλο δεξιὰ γκρεμισμένο) καὶ ξαναγυρίσαμε στὸ Διακόφτι.
Ὁ καιρὸς καλυτέρεψε. Πουλιά, σμάρια πουλιά, ποὺ κελαηδοῦσαν στὸ ἡλιοβασίλεμα χαμοπετώντας. μοῦ ἔφεραν στὸ νοῦ, στὴν ἀρχή, τὰ πουλιὰ ποὺ μαζεύονται μέσα στὶς πολιτεῖες, σὲ ὁρισμένα μεγάλα δέντρα, καὶ χαλοῦν τὸν κόσμο ἀπὸ τὶς φωνές, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ ἀπόβραδο, κάνοντας ἀπαράλλαχτα ὅπως τὰ παιδιὰ τοῦ δημοτικοῦ στὰ διαλείμματα καί, ὕστερα, ἐκεῖνο ποὺ μᾶς διηγόταν στὸ μοναστήρι τῆς Λογγοβάρδας, στὴν Πάρο, ὁ Ἡγούμενος, ὁ πάτερ Φιλόθεος (Ζερβάκος), μιὰ φορὰ ποὺ εἶχα κάνει Πάσχα ἐκεῖ μαζί του. (Δὲν εἶναι πολὺς καιρὸς ποὺ κοιμήθηκε σχεδὸν ἑκατοχρονίτης.) Περάσαμε τότε μιὰ Μεγαλοβδομάδα ὁλότελα ἀποκομμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα στὴ μέση τοῦ Αἰγαίου.
Ἔξω ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς βρισκόταν ἕνα αἰωνόβιο μαῦρο κυπαρίσσι πανύψηλο καὶ μαγευτικὸ ὅπου κούρνιαζαν, ἀποβραδὶς, μυριάδες πουλιά. Στὴ μέση τοῦ Ὄρθρου -ποὺ ἄρχιζε τὴ νύχτα- καί πρὸς τὸ τέλος περίπου, ὁ Ἡγούμενος ἔβγαινε στὴν Πύλη τῆς Θεοτόκου καὶ Μητέρα τοῦ Φωτὸς ἐν ὕμνοις πάντας μεγαλύνωμεν καὶ ἀναφωνοῦσε τὴν Εἰσαγωγὴ στὴ Ἕνατη Ὠδή: Τὴν Θεοτόκον και Μητέρα του Φωτός εν ύμνοις τιμώντες μεγαλύνομεν…
Έξω μόλις ποὺ θαμποχάραζε καὶ τὴν ὥρα ἀκριβῶς αὐτὴ -διηγόταν ὁ Γέροντας- τὰ πουλιὰ ἀπὸ τὸ κυπαρίσσι ἔπιαναν ὅλα μαζὶ τὸ δικό τους μεγαλυνάρι στὸ φῶς τῆς μέρας, τὸ πρωινὸ τραγούδι τους. Καὶ αὐτὸ κάθε φορὰ, πάντα. Ὁ πατὲρ Φιλόθεος σταματοῦσε τὸ συνειρμό του ἐκεῖ καὶ χαμογελοῦσε χαρούμενος κάτω ἀπὸ τὴ μεγάλη ἄσπρη γενειάδα του. Δὲ συμπέραινε τίποτα. Τὸ συμπέρασμα τὸ ἄφηνε γιὰ τοὺς ξένους.
21 Κυριακή. Φύγαμε πρωὶ μὲ μαΐστρο καὶ κάναμε τὴν περαντζάδα ὡς τὸν κάβο Μαλιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ βάλαμε πλώρη γιὰ τὴ Μονεμβασία, ἀλλὰ κατὰ τὸ μεσημέρι τὸ μαΐστρο τὸν ἔφαγε ἡ ζέστη καὶ μαζέψαμε τὰ πανιά. Περάσαμε τὴ νύχτα στὴ Μονεμβασία.
22 Δευτέρα. Προχωρήσαμε ὁλημέρα καρατσάδα, ὅπως λέν, μὲ τὸν καιρὸ (σοροκάδα) στὴν πρύμη μας, καὶ φτάσαμε μονομπράτσο, χωρὶς νὰ ἀλλάξομε δηλαδὴ πανιά, στὴ Σκάλα τὸ ἀπόγεμα. Ἡ θαυμαστὴ ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα μὲ τὰ δύο κυπαρίσσια καί, κατάκορφα στὴν ἀψηλὴ ράχη, ὁ Ἅγιος Θανάσης, μικροσκοπικὸ ξωκλήσι – κοιτάζουν καὶ τὰ δύο, μὲ τὸ ἱερό τους γυρισμένο κατὰ τὸ πέλαγος, τὴν ἀνατολὴ. Περάσαμε τὰ περιβόλια, προστατευμένα ὁλούθε ἀπὸ τοὺς πελώριους βράχους, καὶ ἀνεβήκαμε στὸ Λεωνίδιο. Ἀπομονωμένη περιοχή, ὄμορφη καὶ πλούσια σὲ ζαρζαβάτια.
Τὰ σπίτια ὅλο μεσαυλὲς μὲ μπαξέδες.
Ὡραῖα σπίτια. Φύγαμε.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Στοῦ τιμονιοῦ τὸ αὐλάκι”, ἔκδ. Δόμος)