Μπορεί η επιστήμη να κατόρθωσε να νικήσει ασθένειες που στο παρελθόν προκαλούσαν πανδημίες και ευθύνονταν για τον ξεκληρισμό ολόκληρων πληθυσμών, δεν έχει κατορθώσει όμως ακόμη να εξαλείψει το φαινόμενο των επιδημιών. Όχι μόνο διότι μαζί με την ιατρική, τη βιολογία, τη φαρμακευτική, εξελίσσονται τα ποικίλα είδη των ιών που ευθύνονται για τις επιδημίες, αλλά και γιατί πολλές από αυτές, αν και θεωρούνται, δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοιες λόγω διαφορετικής μεθοδολογίας και προσέγγισης. Έτσι, δύσκολα με επιστημονικούς όρους και κριτήρια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιδημία η καταγραφόμενη από τις στατιστικές αύξηση των ψυχασθενειών. Η αλήθεια όμως είναι πως αναλογικά οι ψυχικές ασθένειες, ιδίως με τη μορφή ποικίλων φοβιών, τείνουν να καταλάβουν ποσοστά πληθυσμού μεγαλύτερα από αυτά των θανατηφόρων λοιμωδών νόσων.
Κι αυτή η καταγραφόμενη αύξηση -συνδυαζόμενη με τη θεμιτή επιστημονική διαπίστωση ότι το ορθόδοξο ήθος και η Εκκλησία έχουν την ικανότητα να παρηγορούν τον άνθρωπο, αλλά και εν όψει του προσδιορισμού της ασκητικής της Ορθοδοξίας ως ψυχοθεραπευτικής- οδηγεί σε μία προσέγγιση ψυχιατρικής, ψυχολογίας και ποιμαντικής, η οποία αν και καλοδεχούμενη, πρέπει να γίνεται τηρουμένων κάποιων προϋποθέσεων. Και πρώτιστη προϋπόθεση είναι ο σεβασμός προς την Εκκλησία και τον σκοπό της, ώστε να μη λογίζεται ο Λυτρωτής του ανθρώπινου γένους, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ως ακόμη ένας εισηγητής ψυχοθεραπευτικής μεθόδου, ούτε να αποζητάται η παραμυθητική παρηγορία της Εκκλησίας μας αποκεκομμένη από την αλήθεια της πίστης.