Σχίζεις το ασημόχρυσο πέλαγος στα πόδια του Άθω να προφθάσεις την εξόδιο ακολουθία του Γέροντος Βασιλείου Ιβηρίτου, και μέσα από αναρίθμητους ιλιγγιωδώς ιπτάμενους λογισμούς ο νους σου καρφώνεται μια στιγμή στο ιδιόμελο του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων: «Σήμερον η χάρις του Αγίου Πνεύματος ημάς συνήγαγε…».
Επί σαράντα χρόνια η μορφή του πατρός Βασιλείου χαράχθηκε μέσα σου τόσο οικεία, ώστε να νιώθεις όχι ότι πηγαίνεις στο Άγιον Όρος αλλά ότι επιστρέφεις σε αυτό. Δεν τον κατανοούσες καταλαβαίνοντας τη γλώσσα του αλλά κοινωνούσες από το βίωμα, αλλότριο και υπερκόσμιο, που την άρθρωνε και την εμπλούτιζε. Η ομιλία κι η γραφή του σε χρόνο ενεστώτα, όπως τα λειτουργικά κείμενα, καθώς «ο χρόνος είναι κινητή εικόνα της αιωνιότητας» που στην Εκκλησία βρίσκει τα όντα σε «αεικίνητο στάση» και «στάσιμο ταυτοκινησία».