Λειτουργική Αναγέννησις ή Οικουμενιστική Ομοιομορφία; (Αρχ. Νικόδημος Μπαρούσης)

(6.138 άτομα το έχουν διαβάσει)

Καὶ πάλιν εἰς τὶς ἡμέρες μας, πολὺς ὁ λόγος γιὰ κάποιαν «λειτουργικὴν ἀναγέννησιν». Δὲν γνωρίζω ἂν ὁ ὅρος εἶναι ἀνεκτὸς ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς, φαίνεται ὅμως σαφῶς ὅτι νοηματοδοτεῖται ἀπὸ τὴν λειτουργικὴν κίνησιν τῆς Δύσεως, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Λ. Μπωντουαὶν (dom. L. Beauduin) καὶ τῶν μαθητῶν του, ἴσως ἐλαφρῶς ἐπεξεργασμένες ἀπὸ τὴν σύγχρονον φιλοσοφίαν καὶ τὶς κοινωνικὲς ἀνάγκες, ἐφ’ ὅσον ἀπὸ τότε ἐπέρασαν ἤδη πενήντα περίπου χρόνια. Βεβαίως τὸ αἴτημα τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» δὲν προέρχεται μόνον ἀπὸ τὴν Δύσιν, συνδέεται ὅμως πάντοτε μὲ τραγικὰ πρόσωπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας· ἀνθρώπους, ὁποὺ διέκριναν τὴν παρακμὴν τῆς Λατρείας εἰς τὴν ἐποχήν τους καὶ ἠθέλησαν νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὴν ἀνύψωσίν της. Ὅμως, μὲ τὴν αὐτοπεποίθησιν ὅπου τους διέκρινε, προχώρησαν μὲ τὸ ἰδικόν τους βῆμα, μὲ τὴν ἰδικήν τους συμβολήν, ὤρυξαν ἑαυτοῖς «φρέαρ συντετριμμένον», χαλκεύοντες ἔτσι, ἀσυναισθήτως ἴσως, πληρέστερα τὴν ἀρξαμένην ἀποσύνθεσιν.

Ὅπως οἱ παλαιότεροι, ἔτσι καὶ οἱ σύγχρονοί μας, φαίνονται καταγοητευμένοι ἀπὸ τὸ ἀρχαῖον Τυπικόν, γι’ αὐτὸ πασχίζουν νὰ ἀνακαλύψουν ὅ,τι ἀρχαϊκὸν στοιχεῖον, γιὰ νὰ τὸ εἰσαγάγουν, ὡς τὸ μόνον γνήσιον, εἰς τὴν καθημερινὴν Λατρείαν. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν πώς, ὅσο περνοῦσαν οἱ αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία ἔχανε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γι’ αὐτὸ καὶ ὅσα ἐθεσμοθετοῦσε κατὰ τὸν Θ΄ ἢ τὸν ΙΔ΄ αἰῶνα ἦσαν ὀλιγότερον αὐθεντικὰ ἐκείνων ὅπου ἐθεσπίσθηκαν κατὰ τὸν Β΄ ἢ τὸν Δ΄ αἰῶνα.

Εἰς τὶς ἡμέρες μας λοιπόν, κάποιοι ἐγοητεύθησαν ἀπὸ τὸ ἀρχαῖον Τυπικὸν τῶν ἐνοριῶν, τὸ λεγόμενον «Ἀσματικόν», καὶ προσπαθοῦν νὰ τὸ ἀναστηλώσουν, γιὰ νὰ τὸ ἐπαναφέρουν εἰς τὴν Λατρείαν, ἐμπνευσμένοι ἴσως ἀπὸ τὸν δυστυχῆ Μ. Κοβαλέφσκυ (M. Kovalefsky), ὁπού ἀνασυνέθεσεν εἰς τὴν Γαλλίαν τὴν λεγομένην «Λειτουργίαν τοῦ ἁγίου Γερμανοῦ τῶν Παρισίων», γεγονὸς ὁποὺ ἐστοίχισε εἰς αὐτόν, καὶ ὅσους τὸν ἠκολούθησαν, τὴν ἀποκοπήν τους ἀπὸ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Τὰ «ἀνακαινιστικὰ» βήματα ξεκίνησαν σημειωτὸν ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα ἦταν καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ. Προσεπάθησαν τότε νὰ μᾶς πείσουν ὅτι αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκραιφνὴς ὀρθόδοξος παράδοσις. Ἐστηρίχθησαν εἰς πιθανολογίες καὶ προσωπικές τους ἐκτιμήσεις, ἐνῷ παρέβλεψαν τὸν σαφῆ ὑπαινιγμὸν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου περὶ μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν ἱερῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας[1], ὁποὺ εἶναι Ἀποστολικὴ Παράδοσις – ὅπως, ἐπίσης, τὸ σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τὸ «μὴ κλίνειν γόνυ ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ», ἡ πρὸς ἀνατολὰς στροφή μας κατὰ τὴν προσευχήν, κτλ –, παράδοσις τὴν ὁποίαν ἐφήρμοσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες[2], καὶ ὁποὺ ἔφθασε, ἀλοίμονον, νὰ διασαλευθῇ εἰς τὴν ἐποχήν μας, μὲ πρωτοπόρον τὸν Ἑλλαδικὸν χῶρον.

Τὸ θέμα ἐπροχώρησε, ἔγιναν μελέτες καὶ διατριβές, διεπιστώθη ὅτι ἡ παράδοσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θέλει μυστικὴν τὴν ἀνάγνωσιν τῶν Εὐχῶν, καὶ ὅμως κάποιοι ἐξακολουθοῦν νὰ δημοσιογραφοῦν, ὑποστηρίζοντες μετὰ ζήλου τὸ ἀντίθετον.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ὡς ἦταν φυσικόν, ἐπροχώρησαν καὶ εἰς μίαν δευτέραν καινοτομίαν, τελοῦντες τὴν θείαν Λειτουργία «κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ», ὡσὰν νὰ ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὶς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανείου συνόδου (1962-65). Διερωτᾶται κανείς, πῶς ἠγνοήθη καὶ πάλιν ἡ Ἀποστολικὴ Παράδοσις, ἀλλὰ καὶ οἱ διάφορες ἐπιστημονικὲς μελέτες[3], ὁποὺ ἀπέδειξαν ἀνιστόρητον τὴν σχετικὴν ἀπόφασιν τῆς Β΄ Βατικανείου συνόδου; Ἐν πάσῃ περιπτώσει, οἱ Λατῖνοι, μετὰ τὴν κατακραυγὴν τῶν ὀπαδῶν τους, ὁποὺ ἔπαυσαν πλέον νὰ ἐκκλησιάζωνται, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιστημονικὴν ἀπόδειξιν τῆς λανθασμένης τους «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», ἀνεδιπλώθησαν καί, μὲ ἀπόφασιν τοῦ σημερινοῦ Πάπα[4], ἐδόθη ἄδεια νὰ τελῆται ἡ λειτουργία καὶ μὲ τὸ τυπικόν, ὁποὺ ἴσχυε πρὸ τοῦ 1960. Ἀπορεῖ κανείς, πῶς τὰ παθήματά τους δὲν ἠμποροῦν νὰ γίνουν μαθήματα εἰς ἡμᾶς!

Ἀντιθέτως μάλιστα, οἱ «ἀναγεννητικὲς» προσπάθειες εἰς τὸν τόπον μας ἐντείνονται. Τελευταίως, ἀνεκαλύφθη νέος τρόπος μεταδόσεως τῆς θείας Κοινωνίας, κάτι ὁποὺ δὲν εἶχε γίνει ποτὲ ἐπὶ 2000 χρόνια. Πρὸς τὸ παρὸν ἐτέθη ἐν χρήσει μόνον εἰς ὀλίγες περιπτώσεις, ἀπὸ ὅ,τι γνωρίζω, ἴσως γιὰ νὰ ἰδοῦν οἱ ὑπεύθυνοι τὶς ἀντιδράσεις τοῦ ἀγνοοῦντος συνήθως τὰ τοιαῦτα εὐσεβοῦς λαοῦ, ὥστε μετὰ νὰ προχωρήσουν ἀκάθεκτοι. Δὲν πιστεύω ὅτι ἀγνοοῦν, πὼς οὐδέποτε ἡ θεία Κοινωνία μετεδόθη διὰ τῆς χειρὸς τοῦ ἱερέως κατόπιν ἐμβαπτίσεως τοῦ ἁγίου Ἄρτου εἰς τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἀντιθέτως, εἶμαι περίπου βέβαιος ὅτι γνωρίζουν πὼς ὁ ἰδικός τους τρόπος εἶναι ἐκεῖνος, ὁπού χρησιμοποιεῖται ὑπὸ τῶν Οὐνιτῶν. Ἐπίσης, γνωρίζουν ἀσφαλῶς ὅτι ἡ πρόθεσις τῆς Β΄ Βατικανείου συνόδου, ἐμπνεομένης ἀπὸ τὴν «λειτουργικὴν κίνησιν» τῆς Λουβαὶν (Louvain) καὶ τὶς λειτουργικὲς ἀναθεωρήσεις τοῦ Μπωντουαίν, ἦταν μεταξὺ ἄλλων καὶ ἡ λειτουργικὴ προσέγγισις τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, ὥστε διὰ τῆς υἱοθετήσεως, κατὰ τὸ δυνατόν, κοινοῦ λειτουργικοῦ τύπου, ἡ Ἕνωσις νὰ διευκολυνθῇ ἤ, μᾶλλον, νὰ προκληθῇ defacto. Ἀναμφιβόλως ὅλοι γνωρίζουν ὅτι, μέχρι τῆς Β΄ Βατικανείου, οἱ Λατῖνοι «ἐκοινωνοῦσαν» τοὺς λαϊκοὺς μόνον μὲ τὴν ὄστιαν. Ἡ «σύνοδος» ὅμως αὐτὴ προέτρεψε τοὺς κληρικούς της νὰ «κοινωνοῦν» τοὺς λαϊκοὺς καὶ ἀπὸ τὰ δύο «εὐχαριστιακὰ» εἴδη, ἐμβάπτοντες τὴν ὄστιαν εἰς τὸν οἶνον καὶ ἐναποθέτοντες αὐτὴν διὰ γυμνῆς τῆς χειρὸς εἰς τὸ στόμα τοῦ «κοινωνοῦντος». Τὸ ἴδιον ὅμως ἐφαρμόζουν καὶ οἱ Οὐνῖται, ἀλλ’ ἀντὶ ὄστιας ἐμβάπτουν τὸν ἄρτον, ἐφ’ ὅσον, ὡς δῆθεν ὀρθόδοξοι, χρησιμοποιοῦν ἔνζυμον ἄρτον. Τώρα, ἡ λειτουργικὴ πρᾶξις τῶν Οὐνιτῶν τελεῖται ὑπὸ τῶν Ὀρθοδόξων ἐν μέσῳ Ἀθηνῶν, ἐν πληθούσῃ ἐκκλησίᾳ, πρὸς παραδειγματισμὸν ὅλων τῶν Ἑλλήνων!

Ἀλλ’ ἡ μανία τῆς «ἀναγεννήσεως» δὲν ἀρκεῖται ἕως ἐδῶ. Ὁ δρόμος γιὰ τὴν defacto ἕνωσιν πρέπει νὰ ἐξομαλυνθῇ. Ἡ λειτουργικὴ πρᾶξις τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Λατίνων πρέπει νὰ ἐξομοιωθῆ· αὐτὸ ἄλλωστε «ἔχομε ὑποχρέωσιν», ἐφ’ ὅσον πρῶτοι ἐκεῖνοι «μᾶς ἐτίμησαν» στρεφόμενοι πρὸς τὴν Ἀνατολικὴν παράδοσιν. Ὡς ἀσφαλὴς ὁδηγὸς πρὸς αὐτὴν τὴν ὁμοιομορφίαν τῆς λειτουργικῆς πράξεως ἀνευρέθη ἡ ἱστορία, ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὴν χριστιανικὴν ἀρχαιολογίαν, ὑπὸ τὴν αὐστηρὰν ὅμως προϋπόθεσιν τῆς μὴ ἀναμείξεως εἰς αὐτὰ τῆς Θεολογίας. Μία μέθοδος, δηλαδή, τὴν ὁποίαν ἐχρησιμοποίησαν εὐρύτατα οἱ εἰκονομάχοι, διὰ τῆς ὁποίας τὰ ἐμπόδια μειώνονται σημαντικὰ καὶ ἡ αὐθαιρεσία τῆς ἑρμηνείας τῶν δεδομένων μένει ἐν πολλοῖς ἀνεξέλεγκτος.

Σήμερα εἶναι γνωστὸν ὅτι, πρὸ τοῦ Θ΄ αἰῶνος, ὑπῆρχαν εἰς τὴν καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολὴν ἐν χρήσει δύο Τυπικὰ : τὸ «μοναστηριακὸν» καὶ τὸ «ᾀσματικόν». Τὸ τελευταῖον ὅμως, ὁποὺ ἐν χρήσει εἰς τὶς ἐνορίες, κατηργήθη τότε ὡς ἀνεπαρκές. Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ὁπού οἱ ἅγιοι Πατέρες συνεπλήρωσαν ἢ κατήργησαν, ὡς ἀνεπαρκῆ, κάποιαν ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν. Δὲν εἶναι μόνον τὸ «ᾀσματικὸν» Τυπικόν, δὲν εἶναι μόνον οἱ ἁπλοϊκοὶ ὕμνοι τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ τὰ ὑπέροχα Κοντάκια, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ ὅρος τοῦ ἁγίου Κυρίλλου[5], κατηργήθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπὸ τῶν Πατέρων ὡς ἀνεπαρκεῖς, καὶ ἀντικατεστάθησαν μὲ νέους ὅρους, τυπικά, κανόνες, κτλ., ἐκφραστικωτέρους τῆς Ἀληθείας – ὁποὺ πάντοτε εἶχε ἡ Ἐκκλησία – πιὸ ἀνεπτυγμένους καὶ πληρεστέρως διατυπωμένους, ὅπως ἡ περίφημος θεολογία τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, ὄντως, τὸ «ᾀσματικὸν» Τυπικὸν εἶναι ἁπλούστερον καὶ εὐκολοκατανόητον – εὐκατάληπτον. Ὅμως, ἦταν καὶ αὐτὸ μία ἀπὸ τὶς αἰτίες, ὁπού ἐξεμεταλλεύοντο οἱ αἱρετικοὶ γιὰ νὰ πλανήσουν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Γι’ αὐτό, μετὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, παραμερίζεται ὡς ἀνεπαρκὲς καὶ διατηρεῖται αὐτούσιον μόνον ὡς κάποια σπανία ἐξαίρεσις λειτουργικοῦ τύπου εἰς ὡρισμένους Καθεδρικοὺς ναοὺς μεγάλων πόλεων[6], ἢ ἀλληλοπεριχωρεῖται εἰς τὸ λεγόμενον «μοναχικὸ» Τυπικό».

Εἰς τὴν ἐποχήν μας ἀναπτύσσεται ἕνας ὄψιμος ζῆλος γιὰ τὴν ἐπαναφοράν του, ἀλλὰ μὲ προοπτικὴν ἀκριβῶς ἀντίστροφον ἐκείνης, ὁπού τὸ κατήργησε, καὶ ἀπολύτως ἐναρμονισμένης πρὸς ἐκείνην τῆς Λουβαίν. Δὲν εἶναι ὁ νόμος τῆς ὀργανικῆς ἀναπτύξεως, ὁποὺ ἐπιβάλλει σήμερα τὴν προτεινομένην νέαν ρύθμισιν τοῦ Τυπικοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ διαφημιζόμενη «λειτουργικὴ ἀναγέννησις» οὔτε πολυτέλεια, οὔτε ἀνάγκη εἶναι. Ὅμως εἶναι διάθεσις, συνειδητὴ ἢ μή, στραγγαλισμοῦ τῆς καλῆς «μορφοποιήσεως», ὁποὺ ἤρχισε μὲ τὸ διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (Δ΄ αἰὼν) καί, διὰ μέσου μιᾶς μεγαλειώδους ἐξελικτικῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι διαδικασίας, ἐκορυφώθη καὶ ἐπληρώθη μὲ τὸ τέλος τῆς Εἰκονομαχίας (Θ΄ αἰών). Τότε, ὁποὺ ὁ μοναχισμὸς παρενέβη καὶ πάλιν, γιὰ νὰ ὁδηγήσῃ μέσῳ ἄλλων ἀτραπῶν, εἰς τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Τότε, ὁποὺ ἡ μυστηριολογικὴ εὐσέβεια ἐμβολιάζετο μὲ τὴν ἀσκητικήν, καὶ ἡ ἀσκητικὴ ἀπερροφοῦσε τὸ μυστηριολογικὸν στοιχεῖον, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ἠγωνίσθηκαν καὶ οἱ μακάριοι Κολλυβάδες, ὥστε τὸ Τυπικὸν νὰ ἐξακολουθῇ νὰ εἶναι ἔκφρασις τοῦ «κανόνος πίστεως» τῆς Ἐκκλησίας, καθημερινὸν ἄκουσμα καὶ λάλημα τῆς ἀποκαλυφθείσης ἡμῖν ἐλπίδος, καὶ ὄχι ἐξυπηρέτησις θρησκευτικῶν ἀναγκῶν.

Ὁ δῆθεν πόθος γιὰ τὸ «ᾀσματικὸν» Τυπικὸν εἶναι ἐναρμονισμένος πρὸς τὴν διάθεσίν μας νὰ ἀποδεσμευθοῦμεν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ εὕρωμεν «ὡραίους τρόπους» γιὰ νὰ ζοῦμε μεταξὺ μας εἰρηνικὰ καὶ εὐχάριστα, κάτι εἰς τὸ ὁποῖον, ἀκουσίως, πιθανὸν νὰ συμβάλλῃ ἡ περὶ τῆς θείας Λειτουργίας ἑρμηνεία τῶν Ἀρεοπαγιτικῶν κειμένων καὶ τὸ τελετουργικὸν τοῦ «ᾀσματικοῦ» Τυπικοῦ. Διότι σήμερα ἐνοχλεῖ ὁ,τιδήποτε σχετίζεται μὲ τὸν συμβολισμὸν τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριον τῆς ἀπολυτρώσεώς μας ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Τονίζεται δὲ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἡ «κοινοτικὴ» διάστασις τῶν ἱερῶν συμβολισμῶν τῆς θείας Λειτουργίας ὑπὸ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, μὲ τὴν προσδοκίαν ὅτι ἔτσι θὰ φιλοτιμηθοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐκκλησιάζωνται, ἐνῷ οὔτε κἂν γίνεται λόγος γιὰ τὶς τάξεις τῶν κατηχουμένων καὶ μάλιστα τῶν μετανοούντων, τοὺς ὁποίους αὐστηρότατα προϋποθέτουν τὰ προμνημονευθέντα πατερικὰ κείμενα, διότι εἶναι γνωστὸν ὅτι μόνον ἕνα ποσοστὸν 2 τοῖς ἑκατὸ τῶν προσερχομένων θὰ ἠμπορῇ κάπως νὰ ἀνταποκριθῇ. Σήμερα ἐνδιαφέρει νὰ ζήσωμε καλὰ ἐδῶ, καὶ ὄχι νὰ λυτρωθοῦμε διὰ τῆς μετανοίας ἐν Χριστῷ.

Βεβαίως αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἀποστατημένης Δύσεως, ὁποὺ πρὸ πολλοῦ διεκήρυττε ὁ μέγας Ἱεροεξεταστής, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν αὐτὸ συνιστᾷ καινοτομίαν. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ εἶχαν ζῶσαν τὴν συνείδησιν τῆς συνταυτίσεώς τους μὲ τὴν ζωὴν τοῦ Ἰησοῦ, γι’ αὐτὸ πιθανὸν τότε νὰ ἐτονίζετο περισσότερον ἡ ἔννοια τῆς θείας Λειτουργίας ὡς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά τους. Ἀκριβῶς μάλιστα, ἐπειδὴ ἡ ἐκκοσμίκευσις ἐθόλωνε τὴν αἴσθησιν τῆς ζώσης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι Πατέρες, πολὺ ἐνωρίς, τουλάχιστον ἀπὸ τὸν Ε΄ αἰῶνα, ἐτόνισαν μετ’ ἐμφάσεως τὸν συμβολισμὸν τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Κυρίου[7].

Διὰ κάποιους συγχρόνους λειτουργιολόγους σχεδὸν τὰ πάντα εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν εἶναι ἐνοχλητικά. Ἀρέσκονται νὰ αὐτοαποκαλοῦνται μαθηταὶ τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, ἐπειδή, ὡς λέγουν, ἐκφράζουν τὴν ἀρχέγονον ἀντίληψιν περὶ τῆς θείας Λειτουργίας (δηλ. τοῦ Α΄ αἰῶνος), ἐνῷ συγχρόνως, ἀρνούμενοι τὴν πατρότητα τῶν ἔργων αὐτῶν, τὰ καθιστοῦν μεταγενέστερα τῶν ἤδη μνημονευθέντων συγγραφέων (ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Κυρίλλου, Ἰσιδώρου καὶ Θεοδώρου Μοψουεστίας), ἀνάγοντας αὐτὰ εἰς τὸν ΣΤ΄ αἰῶνα. Ἀναπαύονται εἰς τὴν ἔννοιαν τῆς Λειτουργίας ὡς παρουσίας τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ σχετικοποιοῦν τὴν ἀρεοπαγιτικὴν θέσιν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ὁ μόνος ὁπού, διὰ μεσολαβήσεώς του, καθιστᾷ μετόχους τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ τοὺς κατωτέρους βαθμοὺς τῆς ἱεραρχίας, ἢ ἐπίσης ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν ἀντίληψίν του ὅτι ἡ μεγάλη Εἴσοδος εἶναι ἀρχὴ καὶ προοίμιον τῆς θυσίας τοῦ σωτηρίου Πάθους. Μᾶλλον φαίνεται ὅτι σκοπός τους εἶναι ἡ δημιουργία νέων ἐντυπώσεων, μὲ τὴν προσδοκίαν ὅτι ἔτσι θὰ ἑλκύσουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὴν ἐκκλησίαν, κάτι ὁπού τὸ ἐπίστευε καὶ ἡ Β΄ Βατικάνειος, μέχρις ὁποὺ διεψεύσθη οἰκτρῶς. Ὅμως, ὅπου τοὺς συμφέρει ἡ ἀρεστὴ εἰς τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον ταπεινὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, γίνονται μὲν «Χρυσοστομικοί», ἀλλ’ ἄνευ τῶν περὶ Θυσίας ἀντιλήψεών του, καί, ὅπου ἡ εὐχαριστιακὴ θεολογία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοὺς θέλγει, γίνονται «Ἀρεοπαγιτικοί», ἀλλὰ χωρὶς τὸν μυστικὸν συμβολισμόν του. Ἐκθειάζουν τὸν ὑψηλόνουν ἅγιον Μάξιμον, ἀλλὰ τὸν διασύρουν ἐμμέσως ὡς ψευδολόγον, ὡς πλαστογράφον τῶν ἀρεοπαγιτικῶν κειμένων.

Ἀσφαλῶς, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀπαξιοῦν νὰ μελετήσουν τὸν ἅγιον Γερμανὸν Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸν ἅγιον Νικόλαον τὸν Καβάσιλαν, ἢ καὶ τὸν Θεόδωρον Ἀνδίδων, θέλοντες νὰ θεωροῦν αὐτοὺς ὡς ὑποδεεστέρους, ἐπειδὴ καὶ χρονικῶς ἦσαν μεταγενέστεροι. Ὑποθέτω πὼς καὶ ὁ Ντανιελοὺ (Danielou), παρ’ ὅλην τὴν ἀφοσίωσίν του εἰς τοὺς πρώτους αἰῶνας τοῦ Χριστιανισμοῦ, δὲν θὰ συμφωνοῦσε εἰς τὴν ἀποτίμησιν, ὁπού ἐκφράζουν οἱ ἰδικοί μας πατραλοῖαι γιὰ τοὺς θαυμασίους αὐτοὺς βυζαντινοὺς Λειτουργιολόγους τῶν τελῶν τοῦ Η΄ αἰῶνος καὶ ἐντεῦθεν.

Σήμερα, τοὺς λειτουργιολόγους μας ἐνοχλεῖ ὁ συμβολισμὸς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, καὶ αὔριο ἀσφαλῶς θὰ τοὺς ἐνοχλοῦν οἱ ἱερὲς Εἰκόνες, ὁπού προσκυνοῦμε, ἐφ’ ὅσον, κατὰ τὸν ἅγιον Θεόδωρον τὸν Στουδίτην, μόνον ὅποιος ἀποδέχεται τοὺς ἀπεικονιστικοὺς τύπους τῆς Λειτουργίας, ἀποδέχεται καὶ τὶς Εἰκόνες, ἐνῷ ὅποιος ἀπορρίπτει ἕναν ἐξ αὐτῶν, ἀπορρίπτει καὶ ὁλόκληρον τὴν οἰκονομίαν τῆς σωτηρίας. Ἔτσι, μόνον ἐκεῖνος, ὁπού ἀποδέχεται τὶς Εἰκόνες καὶ τοὺς ἀπεικονιστικοὺς τύπους τῆς Λειτουργίας, καὶ ἀναγνωρίζει ἑπομένως εἰς αὐτὰ μίαν καινούργιαν ἐπιβεβαίωσιν τῆς πραγματικότητος τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν Εὐχαριστίαν, γίνεται μέτοχος τῆς σωτηρίας.

Ἀλλ’ ἴσως ἡ τακτική τους αὐτὴ νὰ μὴν ὀφείλεται μόνον εἰς τὴν ἀφελῆ ἀντίληψίν τους περὶ ἐντυπώσεων καὶ εἰς τὴν προσδοκίαν τους νὰ θεμελιώσουν σήμερα ἐπ’ αὐτῶν τὴν ἀναβίωσιν τοῦ ἐνθουσιαστικοῦ στοιχείου τῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν. Γοητευμένοι ὅπως εἶναι ἀπὸ τὴν «λειτουργικὴν κίνησιν» τῆς Δύσεως, σπεύδουν φαίνεται νὰ «ἀνανεώσουν» τὴν ὀρθόδοξον Λατρείαν, ἑτοιμάζοντας μίαν Λειτουργίαν πολὺ πλησίον ἐκείνης ὁπού, παρασυρομένη ἀπὸ τὸν Προτεσταντισμόν, συνέθεσεν ἡ Β΄ Βατικάνειος σύνοδος. Ἂν ὀλίγον μελετήσῃ κανεὶς τὶς προτάσεις τους, πείθεται ἀπολύτως γιὰ τὸ ποῦ ὁδηγούμεθα. Τὸ σύνθημα τῆς Β΄ Βατικανείου περὶ τοῦ «aggiornamento» (ἀκολουθῶ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς) εἶναι τὸ λανθάνον ὑπόβαθρον τῶν προθέσεών τους. Τὰ πάντα εἶναι μία κοινωνικὴ ἑορτὴ μὲ χρῶμα ἀρχαιοπρεπές: «τὰ ἡμῶν δι’ ἡμᾶς»!

Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορά, ὁπού ἀγωνίζεται ἡ Ὀρθοδοξία ἐναντίον τῆς τακτικῆς αὐτῆς, τὴν ὁποίαν οἱ διάφοροι αἱρετικοὶ ἔχουν ἤδη χρησιμοποιήσει πρὸ πολλοῦ. Ἡ ἀθέτησις ὅμως 15 ὁλοκλήρων αἰώνων ζώσης ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Ἐκκλησίας, καὶ ἡ ἐπιστροφὴ εἰς τὴν ἀρχέγονον Λατρείαν, τότε ὁπού ὡς ἐμπερίστατος δὲν εἶχε κατορθώσει ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐκφρασθῇ πλήρως περὶ τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος, συνιστᾷ ἀσυνέπειαν, ἡ ὁποία ἀφήνει ἀσύδοτον τὴν αὐθαιρεσίαν τῆς ἑρμηνείας. Ἡ μέθοδος αὐτὴ βεβαίως ἠμπορεῖ μὲν νὰ ἐξυπηρετῇ τὴν ἀποστατημένην Δύσιν, ἡ ὁποία ἔτσι ἔχει τὴν ἄνεσιν νὰ ἐφευρίσκῃ νέους τρόπους πρὸς δημιουργίαν ἐντυπώσεων, ἀφοῦ πρὸ πολλοῦ ἀπώλεσε τὴν ζωογόνον Χάριν. Ὅμως γιὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν, ὅπου δὲν ἀντιμετωπίζεται πρόβλημα ἐπιστροφῆς εἰς τὶς πηγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οὐδέποτε ἀπεμακρύνθη, τὸ αἴτημα μιᾶς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» τί νόημα ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ;

 

 

____________________

[1] Πρβλ. Μεγάλου Βασιλείου, «Περὶ Ἁγίου Πνεύματος», ΒΕΠΕΣ, τ.52, κεφ. κζ΄.

[2]Πρβλ. Ἁγίου Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου: «Τὰς δὲ τελεστικὰς ἐπικλήσεις, οὐ θεμιτὸν ἐν γραφαῖς ἀφερμηνεύειν, οὐδὲ τὸ μυστικὸν αὐτῶν … ἐκ τοῦ κρυφίου πρὸς τὸ κοινὸν ἑξάγειν» («Περὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας», ζ΄),ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα: «Ὁ ἱερεὺς ἐφ’ ἑαυτοῦ τῷ Θεῷ … εὔχεται … εἶτα δοξολογίαν προσθεὶς εἰς ἐπήκοον … τοῦ πλήθους» («Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν», λε΄),ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου: «Τὰς ἀνεκφωνήτους ἐπικλήσεις εἰς τὴν μετουσίωσιν τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου» («Περὶ παραδόσεως», 5, ἐν : Π. Πάσχου «Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ», ἔκδ. «Ἁρμοῦ», Ἀθῆναι 1996, σελ. 87).

[3] Ὅπως λ.χ. τοῦ K. Gamber: «TournésversleSeigneur», (ἡ μετάφρασίς του ὑπὸ δημοσίευσιν).

[4] Ἐνν. τοῦ Πάπα Ἰωάννου-Παύλου Β΄.

[5] «Μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη».

[6] Ὅπως, π.χ., σήμερα ἡ λεγομένη «Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου».

[7] Πρβλ. ἅγιον Ἰωάννην Χρυσόστομον, ἅγιον Κύριλλον Ἱεροσολύμων, ἅγιον Ἰσίδωρον Πηλουσιώτην, ἀλλὰ καὶ Θεόδωρον Μοψουεστίας, κτλ.

 

(Ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ περιοδ. «Θεοδρομία», τ. Α´/3, Ἰούλ.-Σεπτ. 1999, σ. 58-65)

 

Διαβάστε περισσότερα άρθρα του π. Νικοδήμου πατώντας εδώ

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes