Ἡ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας φαίνεται πὼς ἦταν ἕνα θέμα ποὺ ἀπησχόλησε τοὺς πιστοὺς ἀπὸ παλαιά, ἀλλὰ πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, σταθερὴ εἰς τὴν Ἀποστολικήν της παράδοσιν, ἐτάχθη ὑπὲρ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεώς τους.
Τὸ θέμα αὐτὸ εἶχε ἀντιμετωπίσει ἤδη ὁ ἅγιος Γερμανὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως (+733), καὶ δι’ αὐτό, πρὸς τὸ τέλος τῆς ἑρμηνείας του εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, γράφει: «Ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχὴ οἰονεῖ σφραγίς ἐστι πάντων τῶν αἰτημάτων καὶ ἀνακεφαλαίωσις τακτική, πρέπουσα τοῖς πρώτοις καὶ τιμιωτέροις ἐπιλόγοις… Ἐπειδὴ γάρ τινες τῶν ἔξω τοῦ θυσιαστηρίου ἑστώτων εἰς ἀπορίαν πολλάκις χωροῦσι, γνωσιομαχοῦντες καὶ λέγοντες· τίς ἄρα ὁ σκοπὸς καὶ ἡ τῶν παρὰ τοῦ ἀρχιερέως ὑποψιθυριζομένων εὐχῶν ἔννοιά τε καὶ δύναμις; καὶ ἐφίενται εἴδησιν τινὰ καὶ τούτων καταλαβεῖν, κατὰ τοῦτο οἱ θεῖοι Πατέρες, ὡς ἀνακεφαλαίωσιν πάντων τῶν διὰ τῶν εὐχῶν αἰτουμένων, τὸν χαρακτῆρα ταύτης ἐποιήσαντο διδάσκοντες ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ ὕφασμα»[1].
Τὴν ἐποχὴν τῶν Κολλυβάδων, (τέλη τοῦ ΙΗ΄ αἰ.), τὸ θέμα ἐπανέκυψε ἐξ αἰτίας τῶν δυτικῶν διαφωτιστῶν καὶ μισσιοναρίων, ὁποὺ εἶχαν κατακλύσει τὸν τόπον μας καὶ δροῦσαν ὕπουλα μὲ σκοπὸν νὰ μιάνουν τὴν ἀμώμητον παράδοσίν μας[2]. Ἀλλ’ οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι Γέροντες, ὁποὺ εἶχαν γνῶσιν τοῦ ἀποφατικοῦ χαρακτῆρος τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, ἀπήντησαν «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» κι ἔτσι ἀπεφεύχθη ἡ ἀλλοίωσις. Σήμερα ὅμως φαίνεται νὰ ἐπικρατῇ μία σύγχυσις. Ὑπάρχουν αὐτοὶ ὁποὺ λέγουν ὅτι οἱ Κολλυβάδες, ἀκολουθοῦντες τὴν Παράδοσιν, ἐτάχθησαν ὑπὲρ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν[3], ἀλλὰ ἐμφανίζονται καὶ ἄλλοι ὁποὺ ὑποστηρίζουν τὸ ἀντίθετον[4], ἀμφότεροι προσκομίζοντες κάποια ἐπιχειρήματα.
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁμιλεῖ ἀνεπιφυλάκτως διὰ τὰς «μυστικῶς καὶ οὐχὶ ἐκφώνως» ἀναγινωσκομένας εὐχάς[5], καὶ ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν «αἱ εὐχαί, ἃς ἀναγινώσκει ὁ ἱερεὺς μυστικὰ καὶ αἱ ἐκφωνήσεις… Εἰς τὴν εὐχήν… Εἰς τὰς ἐκφωνήσεις…»[6]. Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος διδάσκει πολλάκις διὰ «τὰς ἀνεκφωνήτους ἐπικλήσεις» εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ παραδόσεως»[7]. Ὅμως, ἕνας μεταγενέστερος ἱερομόναχος τῆς Σκιάθου, ὁ γέρων Διονύσιος (Ἐπιφανιάδης, +1887), ὁ ὁποῖος ὑπὸ μερικῶν θεωρεῖται, κατὰ κάποιον τρόπον, ὡς ἀπώτερος πνευματικὸς διάδοχος τῶν Κολλυβάδων[8], ἐλειτουργοῦσε «ἀπαγγέλλων ἐκφώνως τὰς μυστικὰς εὐχάς»[9], καὶ «τὶς μυστικὲς εὐχὲς τῆς θείας μυσταγωγίας τὶς διάβαζε εὐκρινῶς καὶ μὲ καθαρὴ ἀπαγγελία, πρᾶγμα ποὺ θεωρήθηκε καινοτομία»[10]. Ἔτσι ἀρκετοὶ νεοέλληνες κληρικοὶ υἱοθέτησαν τὴν τακτικὴν τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ, νομίζοντες ὅτι ἀκολουθοῦν τὶς ἀρχὲς τῆς φιλοκαλικῆς πνευματικότητος.
Οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ «εὐτύχησαν» νὰ εὕρουν συνηγόρους καὶ κάποιους ἐκπροσώπους τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Ἐντεῦθεν λοιπὸν καὶ ἡ σύγχυσις τῶν ἡμερῶν μας, κατὰ μίαν ἔννοιαν. Τὸ πρόβλημα ὅμως, εἰς τὴν πραγματικότητα, φαίνεται νὰ εἶναι παλαιότερον. Σχετίζεται ἀμέσως μὲ τὴν δόλιον προσπάθειαν νὰ συκοφαντηθῇ ἡ ζωὴ καὶ τὸ ἔργον τῶν μακαρίων Κολλυβάδων. Ἔτσι, ὁ ὑπ’ ἀρ. 85 χειρόγραφος κῶδιξ τῆς Ἱερᾶς Σκήτεως τῆς Ἁγίας Ἄννης – Ἁγίου Ὄρους, ὁποὺ φέρει τὸν τίτλον: «Τόμος ἀπαλλαγῆς τῆς τῶν κακοδόξων πλάνης», μᾶς προσφέρει τὸν μίτον, διὰ νὰ ἐπιλυθῇ τὸ πρόβλημα αὐτὸ καὶ ἡ σύγχυσις, ὁποὺ ἐδημιουργήθη εἰς τὴν ἐποχήν μας.
Ὁ κῶδιξ αὐτὸς συνετάγη ἀπὸ τὸν γνωστὸν λόγιον μοναχὸν Ἰάκωβον Νεοσκητιώτην, ὁ ὁποῖος 50 χρόνια μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ ἁγίου Νικοδήμου (+1809), ἐπροσπάθησε μὲ ἐμφανῆ ἐμπαθῆ διάθεσιν νὰ ἀμαυρώσῃ τὴν ἀξίαν τοῦ ἔργου του[11]. Ὁ Ἰάκωβος (+1881) ἦταν συγγενὴς καὶ μαθητὴς τοῦ Λαυριώτου ἱερομονάχου Θεοδωρήτου[12], ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε «ὁ μᾶλλον ἀκουσθεὶς ἐν τῇ ἐποχῇ αὐτοῦ, καὶ διὰ τὰς γνώσεις καὶ διὰ τὸ ἐλευθεριάζον αὐτῶν … φιλοπονώτατος ἀνήρ, ἀλλ’ ἀνημέρου χαρακτῆρος, παιδεύσεως στοιχειώδους τῆς ἔσω καὶ τῆς θύραθεν ἦν κάτοχος…»[13]. Ὁ Θεοδώρητος αὐτός, «εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην τῶν διενέξεων … μετ’ ἄλλων τινῶν, εἶχε ταχθῆ κατὰ τῶν συντηρητικῶν ἀπόψεων τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, Μακαρίου Κορίνθου, Παρίου, κ.ἄ.»[14], καὶ «ἀπελθών, τῷ 1799, εἰς Λειψίαν, ἐπεστάτησεν ἐπὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ ‘Πηδαλίου’ τοῦ Νικοδήμου … ἐν ᾧ σημειώσεις τινὰς ἐλευθεριάζοντι πνεύματι προσθεὶς ἐκίνησε τὴν δικαίαν ὀργὴν τοῦ ἐκ Νάξου πολυγραφωτάτου μοναχοῦ…»[15].
Ὁ κῶδιξ 85 λοιπὸν στρέφεται ἐν πολλοῖς, ἐκτὸς ἄλλων, κατὰ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου προσπαθῶν, μὲ τὴν μέθοδον τῆς συκοφαντίας, νὰ τὸν διαβάλῃ εἰς ὅλα τὰ ἐπίπεδα, ἀμφισβητῶν μὲ σαθρώτατα ἐπιχειρήματα τὶς θέσεις τοῦ ἁγίου Διδασκάλου καὶ καθιστῶν αὐτόν, ἀνοήτως, ὑπεύθυνον δι’ ὅσα συνέβαιναν κατ’ ἐκείνην τὴν ἐποχὴν εἰς τὸν ἐκκλησιαστικὸν χῶρον. Παρὰ ταῦτα, εἰς τὸ Ε΄ κεφ. τοῦ κώδικος, ὁ Ἰάκωβος ἀντιμετωπίζει τὴν «νεοφυῆ δόξαν», τὴν καινοτομίαν, «τοῦ ἐκφώνως τὰς μυστικῶς λέγειν παραδεδομένας εὐχὰς τῆς Λειτουργίας προφέρειν» (σελ. 356). Ἐκεῖ ὁ συγγραφεύς, ἀφοῦ ἀναφερθῆ ἐν συντομίᾳ εἰς τὴν ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων θεσπισθεῖσαν τάξιν τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, παρουσιάζει διεξοδικῶς τὶς θέσεις ἐκείνων, «εἰς τὰς ἀκοὰς» τῶν ὁποίων, «ὁ τὰ καλὰ ἀμαυρῶν διάβολος ἐψιθύρισε τὰ τῆς λουθηρανικῆς δυσεβείας πρεσβευόντων ἐν σχήματι εὐλαβείας, ὡς τάχα κάμνει χρείαν νὰ ἀκροάζωνται καὶ αὐτοὶ τὰς μυστικὰς εὐχὰς πρὸς κατάνυξιν … Ὅθεν κατήντησαν εἰς τὸ νὰ μὴ ψάλλουν οὐδὲ τὸν χερουβικὸν ὕμνον … καὶ ποιεῖ τὴν εἴσοδον τῶν Ἁγίων ὡς ἐκφωνοῦν πάσας τὰς μυστικῶς λέγεσθαι διορισθεῖσας εὐχάς. Ὅθεν κάμνει χρεία νὰ ἀρθῇ τὸ ἱερὸν τέμπλον τοῦ καταπετάσματος ἐκ μέσου, νὰ γίνουν οἱ ἱεροὶ ναοὶ ἐπίπεδοι … καὶ εἰς τὸ ἐμφανὲς οἱ ἱερεῖς, μετὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον, νὰ τελεσιουργοῦν τὰ θεῖα, διὰ νὰ ἀκούουν ἅπαντες οἱ ἔξωθεν τὰς εὐχὰς καὶ θεωροῦν τὰ ἀθεώρητα ἀναφανδὸν καὶ ἀσυστόλως, νὰ ἁγιάζῃ καὶ νὰ κοινωνῇ ὁ ἱερεὺς κατ’ ἔμπροσθέν του λαοῦ…» (σελ. 357).
Ἂν κάποιος ἐδιάβαζε τὸ ἀπόσπασμα αὐτό, ἀγνοῶν τὶς ὑπόλοιπες σελίδες τοῦ κώδικος, θὰ ἐνόμιζε ὅτι τὸ κείμενον εἶναι κολλυβαδικόν. Ὄντως, ὅπως ἤδη ἀνεφέρθη, οἱ ἅγιοι Κολλυβάδες ἐτάχθησαν μετὰ ζήλου ὑπὲρ τῆς Ἀποστολικῆς παραδόσεως τῶν ἀνεκφωνήτων εὐχῶν, ἀναγνωρίζοντες «τὴν πρὸς τὴν εὐσέβειαν τούτων δύναμιν καὶ ἑπομένως τὴν ἀνάγκην ὁποὺ ἔχομεν εἰς τὸ νὰ φυλάττωμεν ἀπαρασάλευτα, κἂν μὴ τοὺς μυστικοὺς αὐτῶν λόγους ἅπαντες γινώσκωμεν», ἀκολουθοῦντες εἰς τοῦτο τὸν ἀπόστολον Παῦλον (Γάλ. α’, 9) καὶ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον[16], «ἐξ ὧν γίνεται καταφανέστατον ὅτι, καὶ τὰ ἄγραφα ἔθη ἰσότιμα εἶναι μὲ τὰς ἐγγράφους διδασκαλίας, ἤτοι μὲ τὰς Ἁγίας Γραφάς, καὶ ἐξ ἴσου χρεωστοῦμεν νὰ κρατῶμεν ἀκαινοτόμητα καὶ ἐκεῖνα, καθὼς καὶ αὐτάς»[17]. Ἔτσι, οἱ ἱεροὶ Κολλυβάδες ἀντετάχθησαν σθεναρῶς πρὸς τοὺς Λουθηροκαλβίνους, οἱ ὁποῖοι «ἀκολουθοῦντες Μοντανῷ, τῷ κατὰ τὸν β΄ αἰῶνα ἀθετοῦντι τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἔθη καὶ τὰς τῶν Ἀποστόλων διαδοθεῖσας παραδόσεις, ἀναιροῦσι τὰς παραδόσεις»[18].
Παρὰ ταῦτα, τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα τοῦ κώδικος στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Διατί ἆρά γε; Πέραν τῆς προσωπικῆς ἐμπαθείας τοῦ Ἰακώβου πρὸς τὸν Ἅγιον, ὁ ὁποῖος τόσα ἔγραψε ὑπὲρ τῆς Παραδόσεως καὶ τῶν μυστικῶν εὐχῶν, εἶναι νὰ ἀπορῇ κανεὶς διὰ ποίαν ἀφορμὴν νὰ συκοφαντηθῇ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὡς «καινοτόμος»;
Ἡ ἀπάντησις δίδεται, νομίζω, εἰς τὴν σελ. 388 τοῦ ἰδίου κώδικος. Ἐκεῖ, καθὼς ἐπίσης ἀλλαχοῦ, ὁ συντάκτης τοῦ κώδικος στρέφεται κατὰ τοῦ Νεοφύτου, τοῦ ἐξ Ἑβραίων δηλαδὴ ἱεροδιακόνου Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου (1713-84), ἑνὸς «τῶν λογιωτέρων μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους κατὰ τὸν ΙΗ΄ αἰ.»[19]. Μεταξὺ ἄλλων, ὁ Νεόφυτος συνέγραψε μίαν μικρὰν πραγματείαν «Περὶ τῆς ἐκφωνήσεως τῶν εὐχῶν τῆς Λειτουργίας», ὅπου προσπαθεῖ ἀνεπιτυχῶς νὰ ὑποστηρίξῃ θεολογικῶς τὴν ἄποψίν του ὅτι, δηλαδὴ οἱ εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας πρέπει νὰ ἀναγινώσκωνται εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ[20].
Ὁ Νεόφυτος, ἀπὸ ἐκείνους, ὁποὺ ἐμέμφοντο τοὺς Κολλυβάδες, ἐχαρακτηρίσθη ὡς ἡγέτης καὶ πρωταγωνιστής των[21]. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑπῆρξε ὁ πρῶτος, ὁποὺ ἀντετάχθη εἰς τὴν καινοτομίαν νὰ τελοῦνται «τὰ τῶν ἐν Χριστῷ κεκοιμημένων μνημόσυνα … τὰ μετὰ κολύβων καὶ παραστασίμου γινόμενα», ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ. Ἀλλ’ ὅμως, σχεδὸν οὐδεμίαν σχέσιν εἶχε πρὸς τὴν ἀναζωπύρωσιν τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ τὴν φιλοκαλικὴν ἁγιότητα τῶν Κολλυβάδων, καὶ μάλιστα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Ὁ Νεόφυτος ἔφυγεν ἐνωρὶς (1760) ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐγκατεστάθη ἀπὸ τοῦ 1767 εἰς τὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, καὶ δὲν ἀνεμίχθη πλέον μὲ τὰ θέματα, ὁποὺ ἀπασχολοῦσαν τοὺς Κολλυβάδες[22]. Διεμόρφωσεν μίαν ἰδικήν του ἀντίληψιν, ἀφ’ ἑνὸς μὲν λόγῳ τοῦ κλίματος ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔζησεν[23], ἀφ’ ἑτέρου δὲ λόγῳ τοῦ χαρακτῆρος του, καθὼς «ὑπῆρξε μὲν φιλόπονος συγγραφεύς, ἀλλὰ καὶ ἐριστικός … καὶ φιλελεγκτικός»[24].
Παραλλήλως, ὁ ἅγιος Νικόδημος ἦλθεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος 15 ὁλόκληρα χρόνια μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Νεοφύτου καί, ἀντιθέτως πρὸς τὸν Καυσοκαλυβίτην, ὁποὺ ἦταν γνωστὸς εἰς τοὺς λογίους τῆς Εὐρώπης καὶ ἀνεγνωρίζετο ὑπ’ αὐτῶν ὡς ἄριστος γραμματικός»[25], ἐκεῖνος «ὑπῆρξεν ὁ περισσότερον φυγόκοσμος ἐξ ὅλων τῶν κορυφαίων Κολλυβάδων … ἀδιάφορος διὰ τὰ ἐκτὸς αὐτοῦ συμβαίνοντα»[26], καὶ τοῦτο «διὰ τὸν πόθον ὁπού εἶχεν νὰ ἀδολεσχῇ νυκτὸς καὶ ἡμέρας εἰς τὴν θείαν καὶ νοερὰν προσευχήν»[27]. Δὲν ἐδίστασε μάλιστα, εἰς πολλὰ σημεῖα τῆς «Ὁμολογίας» του[28], νὰ στραφῇ ἐναντίον τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ Νεοφύτου, ὁ ὁποῖος ἐδέχετο «νεκρὸν εἶναι τὸν Κύριον ἐν τῇ μεταλήψει», καὶ ὅτι δὲν μεταλαμβάνομεν ὁλόκληρον τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ[29]. Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἁγιορείτης Διδάσκαλος ἔγραφε ὅτι «τὸ ἐν τῷ Μυστηρίῳ Σῶμα Χριστοῦ ἐστὶν ἄφθαρτον, ἐπειδή ἐστιν ἐκεῖνο τὸ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν ἀπαθές, οὐ τὸ παθητὸν καὶ πρὸ τοῦ Πάθους. Καὶ ὅς τις λαμβάνει μέρος τοῦ Ἄρτου, ὅλον τὸν Χριστὸν λαμβάνει»[30].
Ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Κολλυβάδων ἐγνώρισε τὸν Νεόφυτον, αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (1721-1813), ὁ ὁποῖος «ἠκροάσατο τῆς διδασκαλίας Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου ἐν τῇ Ἀθωνιάδι Ἀκαδημίᾳ (1752-53)»[31]. Ἀλλ’ αὐτός, περισσότερον ὅλων, ἠγωνίσθη ὑπὲρ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν[32].
Ἐξ ὅσων λοιπὸν ἀνεφέρθησαν γίνεται φανερὸν ὅτι ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν εἶναι μία δυτικῆς ἐμπνεύσεως ἄποψις μόνον τοῦ Νεοφύτου, ὁ ὁποῖος φαίνεται νὰ εἶχεν ἐλάχιστες σχέσεις μὲ τοὺς Κολλυβάδες[33].
Τὴν καινοτομίαν αὐτὴν τοῦ Νεοφύτου ἔθεσεν εἰς ἐφαρμογὴν ὁ γέρων Διονύσιος (Ἐπιφανιάδης), ἀφοῦ εἶχαν πολλὰ κοινὰ σημεῖα μεταξύ των[34], καὶ δι’ αὐτοῦ υἱοθετήθη ἀπὸ «ὡρισμένες θρησκευτικὲς ἀδελφότητες»[35] καὶ ἄλλους ἀνυποψίαστους νεοέλληνας κληρικούς.
Οἱ μακάριοι Κολλυβάδες ὑπερασπίσθησαν τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ὄχι ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ «βαυκαλίζωνται μὲ τὴν φαντασίωση ἑνὸς χριστιανικοῦ ἔθνους ἀπογόνου τοῦ Βυζαντίου»[36], ἀλλ’ ἐπειδὴ διέθεταν θεολογικὰ ἐπιχειρήματα ἐναρμονισμένα πλήρως πρὸς τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν· δι’ αὐτὸ καὶ κατώρθωναν νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς ἀντιπάλους των, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐκ τῶν λογιωτέρων τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ Κολλυβάδες δὲν ἀντελαμβάνοντο τὴν Ἐκκλησίαν ὡς κάποιαν «δύναμη συντηρήσεως, ποὺ ἐξαντλεῖ τὴν ἀποστολή της στὴν διατήρηση τῶν κεκτημένων ἀνεξαρτήτως τῆς ἀξίας τους»[37], δι’ αὐτὸ καὶ ἀρνήθησαν νὰ ἀποδεχθοῦν μίαν λατρείαν, ἡ ὁποία θὰ ὑφίστατο ἁπλῶς γιὰ νὰ ἐξυπηρετῇ τὶς θρησκευτικὲς ἀνάγκες τῶν χριστιανῶν. Ἤθελαν μίαν λατρείαν ὀρθόδοξον, μακρὰν ἀπὸ τὴν ὀρθολογιστικὴν ἀντίληψιν τῆς Δύσεως, ὁποὺ νὰ σχηματίζῃ ἰδέες περὶ Θεοῦ, ὁποὺ νὰ προσαρμόζῃ εἰς τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν τὰ μυστήρια τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ Κολλυβάδες, ἐπειδὴ ἐγνώριζαν ὅτι, διὰ νὰ ἐπιτύχωμε τὴν ἕνωσίν μας μὲ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ὑπέρκειται κάθε ὑπάρξεως καὶ κάθε ἐπιστήμης, πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὶς αἰσθήσεις καὶ ὅλην τὴν λογικήν, διανοητικὴν ἐνέργειάν μας, ὅ,τι αἰσθητὸν καὶ νοητὸν ὑπάρχει, γι’ αὐτὸ καὶ ἐτάχθησαν ἀναφανδὸν ὑπὲρ τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν[38].
_____________
[1] Ἁγίου Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, «Ἱστορία ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστικὴ θεωρία», ΡG 98, 452.
[2] Οἱ δυτικοὶ αὐτοὶ ἀπεσταλμένοι, εἰσάγοντες τὴν ἐπιστημονικὴν σκέψιν τῆς Δύσεως εἰς τὴν θεολογίαν καὶ τὴν λατρείαν, ἀλλοίωναν τὴν Ἀποστολικὴν παράδοσιν. Ἐδίδασκαν ὅτι ὁ Θεὸς λατρεύεται μὲ τὴν διάνοιαν, ἀφοῦ ἐξελάμβαναν τὴν «λογικὴν λατρείαν» ὡς διανοητικήν, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖτο οἱ πιστοὶ νὰ ἔχουν πληρεστάτην γνῶσιν τῶν κειμένων. (Πρβλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, «Παράδοσις καὶ ἀλλοτρίωσις», ἔκδ. «Δόμου», Ἀθῆναι 1986, κεφ. 1-6, ἰδίως σελ. 50-52).
[3] Πρβλ. μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης», ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1959, σελ. 40-43.
[4] 4. Πρβλ. ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, «Ἀναγεννητικὸ κίνημα, Παραφυάδες τῶν Κολλυβάδων», ἔκδ. «Ζωῆς», Ἀθῆναι 1986, σελ. 34-35.
[5] Ἁγίου Νικόδημου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον», ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1976, σελ. 645, (ὑποσ. 3).
[6] Πρβλ. ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Περὶ τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως», ἔκδ. Σχοινᾶ, ἐν Βόλῳ 1961, σελ. 48.
[7] Πρβλ. ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Περὶ παραδόσεως», 5, ἐν : Π. Πάσχου, «Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ», ἔκδ. «Ἁρμοῦ», Ἀθῆναι 1996, σελ. 87.
[8] Πρβλ. α΄) ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 63, 65, 73, β΄) Π. Ἐπιφανιάδου, «Ὁ γέροντας Διονύσιος, (ἱστορικὴ μελέτη)», Ἀθῆναι 1983, σελ. 136-137 καὶ γ΄) μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, «Ὁ γέροντας Διονύσιος τῆς Σκιάθου», ἐν περιοδ. «Ὅσιος Γρηγόριος», τ. 20, Ἅγιον Ὅρος 1995, σελ. 47-50.
[9] Π. Ἐπιφανιάδου, ἔ.ἀ., σελ. 66.
[10] Ἀρχιμ. Ἠλία, ἔ.ἀ., σελ. 66.
[11] Πρβλ. μοναχοῦ Θεοκλήτου, ἔ.ἀ., σελ. 41, 197-198.
[12] Πρβλ. α΄) Π. Χρήστου, «Τὸ Ἅγιον Ὅρος», ἔκδ. «Ἐποπτείας», Ἀθῆναι 1987, σελ. 253, καὶ β΄) Χ. Τζώγα, «Ἡ περὶ μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸν ιη΄ αἰ.», Θεσσαλονίκη 1969, σελ. 53.
[13] Μ. Γεδεών, «Ὁ Ἄθως», ἐπανέκδ. «Ἑρμῆ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 221.
[14] Μοναχοῦ Θεοκλήτου, ἔ.ἀ., σελ. 264.
[15] Μ. Γεδεών, ἔ.ἀ., σελ. 222. Πρβλ. Τ. Γριτσοπούλου, «Νικόδημος Ἁγιορείτης καὶ τὸ κίνημα τῶν Κολλυβάδων», ἐν «Πρακτικὰ Συμποσίου Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν : Νικοδήμου Ἁγιορείτου τοῦ Ναξίου πνευματικὴ μαρτυρία», τόμος ΙΣΤ’ (1996-2000), Ἀθῆναι 2000,σελ. 61.
[16] Πρβλ.: «Εἴ τις πᾶσαν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν ἢ ἔγγραφον ἢ ἄγραφον ἀθετεῖ, ἔστω ἀνάθεμα».
[17] Ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Περὶ παραδόσεως», 6, ἐν : Π. Πάσχου, ἔ.ἀ., σελ. 89.
[18] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Πηδάλιον», ἔ.ἀ., σελ. 649.
[19] Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 16. Σημειωτέον ὅτι ὁ Νεόφυτος συνέγραψε: «Ἐγχειρίδιον … περὶ τοῦ ὅτι χρεωστοῦσιν οἱ Χριστιανοὶ συχνότερον νὰ μεταλαμβάνωσι τὰ θεῖα Μυστήρια», Ἐνετίησι 1777, (β’ ἐπανέκδ. «Τήνου», Ἀθῆναι 1992), «Ἀνατροπὴ τῆς θρησκείας τῶν Ἑβραίων», «Γραμματικὰ ὑπομνήματα», «Περὶ τῆς ἀναίμακτου θυσίας», κ.ἄ., (πρβλ. Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 26).
[20] Πρβλ. Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, «Ἐπιτομὴ τῶν ἱερῶν κανόνων», σελ. 574 ἑξ. (Ἐπιφυλασσόμεθα, ἐν καιρῷ εὐθέτῳ, νὰ παρουσιάσωμε ὁλόκληρο τὸ κείμενον αὐτό, καθὼς καὶ ἐκεῖνο τοῦ κώδικος 85 τοῦ Ἰακώβου).
[21] Πρβλ. Ἰακώβου Νεοσκητιώτου, Κῶδιξ 85, σελ. 388.
[22] Πρβλ. Π. Χρήστου, ἔ.ἀ., σελ. 246 καὶ Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 28.
[23] Πρβλ. Π. Χρήστου, ἔ.ἀ., σελ. 249.
[24] Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 26-27.
[25] Π. Χρήστου, ἔ.ἀ., σελ. 249.
[26] Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 50.
[27] Ἱερομονάχου Εὐθυμίου, «Βίος καὶ πολιτεία καὶ ἀγῶνες … Νικοδήμου μοναχοῦ…», ἔκδ. ὑπὸ μοναχοῦ Νικοδήμου Μπιλάλη, Ἀθῆναι 2000,σελ. 14-15.
[28] Πρβλ. ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Ὁμολογία πίστεως», ἐν : Π. Πάσχου , ἔ.ἀ., σελ. 105-181.
[29] Πρβλ. Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 122.
[30] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Ὁμολογία πίστεως», ἐν : Π. Πάσχου, ἔ.ἀ., σελ. 171.
[31] Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 29.
[32] Πρβλ. ἁγίου Ἀθανασίου Παρίου, «Περὶ παραδόσεως», 5, ἐν : Π. Πάσχου, ἔ.ἀ., σελ. 87.
[33] «Ὁ Νεόφυτος, καίτοι ὡς εἴπομεν ὑπῆρξε δημιουργὸς τῆς περὶ μνημοσύνων ἔριδος, μετὰ τὴν ἀναχώρησίν του ἐξ Ἁγίου Ὅρους ἔπαυσε νὰ ἀσχολῆται πλέον μὲ τὸ ζήτημα αὐτό, ἐνῷ ἠσχολήθη μὲ τόσα ἄλλα ζητήματα», ὅπως «τὴν περιστολὴν τοῦ ψυχαγωγικοῦ συστήματος, δηλαδὴ τῆς ἑρμηνείας διὰ συνωνύμων καὶ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου μονολεκτικῶς εἰς τὴν κοινὴν γλῶσσαν», τὴν σύνταξιν τοῦ «ἐκ 1400 σελίδων ὑπομνήματος εἰς τὴν Γραμματικὴν τοῦ Γαζῆ», τὴν γνησιότητα τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, κ.ἄ. ζητήματα, ὄχι ἰδιαιτέρως κολλυβαδικὰ (πρβλ. Χ. Τζώγα, ἔ.ἀ., σελ. 26-28 καὶ Π. Χρήστου, ἔ.ἀ., σελ. 249).
[34] Ὡς σπουδαιότερα κοινὰ σημεῖα μεταξὺ Νεοφύτου καὶ Διονυσίου θὰ ἠμποροῦσαν ἴσως νὰ θεωρηθοῦν ἡ ὑπερεκτίμησις τῆς θύραθεν παιδείας καὶ ἡ τάσις των περὶ ἀκριβοῦς κατανοήσεως, τὰ ὁποία δὲν ἐναρμονίζονται μὲ τὶς φιλοκαλικὲς καὶ ἀποφατικὲς θέσεις τῶν Κολλυβάδων. Ἰδίως δὲ ὁ γέρων Διονύσιος δὲν ἔζησε χρονικῶς, τοπικῶς ἢ «τροπικῶς» ἐντὸς τοῦ κλίματος τῶν μακαρίων Κολλυβάδων, διὰ τοῦτο χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ ἀντίδρασίς του ἐναντίον τοῦ μοναχικοῦ πόθου τοῦ ἀνεψιοῦ του Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδου (πρβλ. Π. Ἐπιφανιάδου, ἔ.ἀ., σελ. 134). Εἰς παρομοίαν περίπτωσιν, τελείως ἀντίθετος στάσις χαρακτηρίζει τὸν ἅγιον Νικόδημον (πρβλ. τὴν ἐπιστολήν του «Πρὸς Θωμᾶν», ἐν : Π. Πάσχου, ἔ.ἀ., σελ. 51 ἑξ).
[35] Π. Χρήστου, ἔ.ἀ., σελ. 248.
[36] Ὅπως νομίζουν κάποιοι σύγχρονοι λειτουργικοὶ μεταρρυθμισταὶ (πρβλ. περιοδ. «Σύναξη», τ. 72, Ἀθῆναι 1999).
[37] Αὐτόθι.
[38] Πρβλ. α΄) Βλ. Λόσσκυ, «Ἡ μυστικὴ θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας», Θεσσαλονίκη 1973 καὶ β΄) ἀρχιμ. Ἀμφιλοχίου Ράντοβιτς, «Ἡ φιλοκαλικὴ ἀναγέννησις τοῦ ιη΄ – ιθ΄ αἰ. καὶ οἱ πνευματικοὶ καρποί της», ἔκδ. Ἱδρύματος Γουλανδρῆ – Χόρν, Ἀθῆναι 1984.
(Ἐδημοσιεύθη εἰς τὸπεριοδικὸν «Πρωτᾶτον», τ. 83, Ἰούλ-Σεπτ. 2001, σ. 79-86)
Διαβάστε περισσότερα κείμενα για την ανάγνωση των ευχών πατώντας εδώ



Posted in
Tags: 



