Η επαφή των χεριών (Lev Gillet, μοναχός της Ανατολικής Εκκλησίας)

(21 άτομα το έχουν διαβάσει)

«Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ» (Ματθ. 14, 31)

 

Κύριε Ἰησοῦ, οἱ φυσικές σου συνήθειες καὶ κινήσεις ἔχουν πολλὴ σημασία, γιὰ τὴν προσπάθεια τῆς πνευματικῆς μας περισυλλογῆς. Κάθε μία ἀπὸ τὶς κινήσεις, ποὺ ἔκανες μὲ τὸ σῶμα σου, ὅπως μᾶς τὶς διέσωσαν τὰ Εὐαγγέλια, ἔχει ἕνα βαθὺ πνευματικὸ νόημα. Ἄραγε, οἱ συνηθισμένες χειρονομίες σου μποροῦν νὰ ἐμπνεύσουν τὶς δικές μου;

Πραγματικά, ἂν ἐξαιρέσω τὸ Πάθος σου, ποὺ παραμένει μοναδικό, οἱ κινήσεις, ποὺ ἔκανες, εἶναι κινήσεις, ποὺ κάνουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι. Οἱ χειρονομίες σου εἶναι οἱ καθημερινές μας χειρονομίες, οἱ χειρονομίες τῆς κάθε ὥρας. Ἡ στάση σου καὶ ἡ στάση μας ὑπῆρξαν οἱ ἴδιες, ἐφ’ ὅσον ἐκφράζονταν ἐξωτερικὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ τοῦτο, κι ὅταν ἀκόμη ἐνεργοῦσες ἕνα θαῦμα. Ὅμως, ὑπάρχει ἡ διαφορά. Ἡ διαφορὰ συνίσταται στὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὶς ὁποῖες προκύπτουν οἱ διάφορες φυσικὲς κινήσεις καὶ χειρονομίες.

Ἐρώτησα προηγουμένως: Οἱ χειρονομίες σου μποροῦν νὰ ἐμπνεύσουν τὶς δικές μου; Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει, τὸ νὰ διερωτῶμαι συνεχῶς καὶ σὲ κάθε περίπτωση: «Τί χειρονομία θὰ ἔκανε τώρα ὁ Ἰησοῦς»; Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι νὰ φαντασθῶ τὶς ἐξαιρετικές σου χειρονομίες, ποὺ θὰ ἔκανες ἂν βρισκόσουν μπροστὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς περιπτώσεις, ποὺ ἀντιμετωπίζω. Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ βρῶ, μὲ τί πνεῦμα ἔκανες, καὶ μὲ τί πνεῦμα θὰ πραγματοποιοῦσες τὶς κινήσεις, ποὺ ἑτοιμάζομαι νὰ κάνω, ἢ ποὺ βλέπω ὅτι πρέπει νὰ κάνω.

Δὲν ὑπάρχει καμμία μου στάση, καμμία μου κίνηση, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὴν ἀνανεώσω καὶ νὰ τὴν γεμίσω μὲ πνεῦμα – ἐννοεῖται πὼς μόνον ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δώση τὸ πνεῦμα αὐτό. Αὐτὴ ἡ ἀνανέωση θὰ γινόταν, ἂν προσπαθοῦσα νὰ συμμορφώσω τὶς κινήσεις μου πρὸς τὶς δικές σου ἤ, μᾶλλον, νὰ σὲ ἀφήσω νὰ τὶς μεταμορφώσης, ὥστε νὰ γίνουν μία συμμετοχὴ στὶς δικές σου.

Ἂς πάρω, σὰν παράδειγμα, τὴν σιωπή σου. Ἡ σιωπή μου, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ὀκνηρία, τὴν δειλία, τὸν θυμό, τὴν περιφρόνηση, τὴν μνησικακία, εἶναι ἄγονη καὶ κακή. Ἐνῶ ἀντίθετα, εἶναι τόσο ἱερή, μία σιωπὴ ποὺ συνίσταται στὴν εἴσοδο καὶ συμμετοχή μου στὴν δική σου σιωπή; Τὴν σιωπή σου μὲ τὸν Πατέρα, τὴν σιωπή σου ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου – «ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Ματθ. 26,63) – τὴν σιωπή σου τῆς περισυλλογῆς καὶ ὡριμότητος, ποὺ προετοιμάζει τὸν λόγο καὶ τὸν καθιστᾶ γόνιμο.

Ἕνα ἄλλο πολὺ ἁπλὸ παράδειγμα. Ὁ λαός σου εἶχε τὴν συνήθεια νὰ προσεύχεται ὄρθιος. Σὲ μία μόνον περίπτωση τὸ Εὐαγγέλιο σὲ παρουσιάζει νὰ προσεύχεσαι γονατιστός. Πρόκειται γιὰ τὴν ὥρα τῆς ἀγωνίας σου στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Ἀλλοίμονο! Τόσο συχνὰ οἱ προσευχές, ποὺ κάνω γονατιστός, εἶναι ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὴν ρουτίνα καὶ στεροῦνται βάθους! (Καὶ ὁπωσδήποτε παρουσιάζονται τόσο διαφορετικὲς ἀπὸ τὸ γεμᾶτο πάθος πέσιμο στὰ γόνατα, ἐνώπιόν σου, τοῦ Πέτρου, τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, πολλῶν ἀσθενῶν!). Κύριε, δῶσε τὸ πνεῦμα σου στὸ γονάτισμά μου. Κάμε, ὥστε τὸ κάθε γονάτισμά μου νὰ εἶναι ὄχι μόνο μία βαθειὰ κι εὐλαβικὴ προσκύνηση ἐνώπιόν σου, ἀλλὰ καὶ μία ἕνωση, μία συμμετοχή μου στὸ δικό σου γονάτισμα ἐνώπιον τοῦ Πατρός σου στὴν Γεθσημανῆ.

Μεταξὺ τῶν κινήσεών μου, τῶν πιὸ συνηθισμένων, ὑπάρχει καὶ μία, ποὺ θὰ ποθοῦσα ἰδιαίτερα νὰ τὴν ἐνσωματώσω σὲ κάποια ἀντίστοιχη δική σου: Εἶναι ἡ κίνηση, ποὺ θὰ τὴν ὠνόμαζα «κίνηση τοῦ ἁπλωμένου χεριοῦ». Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔχω θέσει στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου, σὲ παρουσιάζει νὰ ἁπλώνης τὸ χέρι καὶ νὰ πιάνης τὸν Πέτρο, τὴν στιγμὴ ποὺ βυθιζόταν στὴν θάλασσα. Συχνὰ τὸ χέρι σου ἔκανε μία σωστικὴ χειρονομία, τῆς ὁποίας τὸ νόημα, τὴν ἴδια στιγμή, ἐξέφραζαν τὰ λόγια σου. «Ἐκράτησας τῆς χειρὸς» τῆς κόρης τοῦ ἀρχισυναγώγου, ποὺ μόλις εἶχε πεθάνει, καὶ «ἠγέρθη τὸ κοράσιον» (Ματθ. 9, 25). Πῆρες ἀπὸ τὸ χέρι ἕναν τυφλό, ἀκούμπησες τὸ χέρι σου στὰ μάτια του καὶ θεραπεύθηκε. «Ἔβαλες τοὺς δακτύλους» στὰ αὐτιὰ ἑνὸς κωφαλάλου, ἄγγιξες τὴν γλῶσσα του κι ἀμέσως «διηνοίχθησαν αὐτοῦ αἱ ἀκοαὶ καὶ ἐλύθη ὁ δεσμὸς τῆς γλώσσης αὐτοῦ» (Μάρκ. 7,33,35). Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀναλήψεώς σου εὐλογεῖς τοὺς μαθητάς σου «ἐπάρας τὰς χεῖρας» σου (Λουκ. 24, 50). Εἶχες συνήθεια νὰ ἐπιθέτης τὰ χέρια στοὺς ἀσθενεῖς καὶ στὰ μικρὰ παιδιά. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἡ ἐπαφὴ τοῦ σώματός σου μὲ τά σώματα τῶν ἀνθρώπων μετέδιδε σὲ αὐτὰ τὰ ἀνθρώπινα σώματα δύναμη, κι ἐνεργοῦσε ἀπελευθερωτικά.

Πολύ συχνὰ μοῦ παρέχεται ἡ εὐκαιρία, νὰ κάνω μία συνηθισμένη χειρονομία: Νὰ δίνω τὸ χέρι μου σὲ ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο ἢ νὰ κρατῶ τὸ χέρι, ποὺ μοῦ τείνει ὁ συνάνθρωπός μου, ἢ νὰ σφίγγω τὸ χέρι τοῦ ἄλλου σὲ μία χειραψία. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιώτερες χειρονομίες, ποὺ μᾶς ἔχει κληροδοτήσει ἡ ἀνθρώπινη παράδοση. Ἡ χειραψία περιέχει πολύτιμη ἀξία, σὰν ἕκφραση εἰρήνης κι ἐμπιστοσύνης, σὰν συγκεκριμένη ἐκδήλωση φιλίας.

Μά, τὸ σφίξιμο τοῦ χεριοῦ στὸν χαιρετισμό, ἔχει ἐκφυλισθῆ, ἔχει χάσει τὸ νόημά του σὲ πολλὲς περιπτώσεις. Κατήντησε κάτι τὸ πολὺ κοινὸ καὶ φθηνό, μία συμβατικὴ μορφὴ εὐγενείας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀπουσιάζει ἡ ἀληθινὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κατέληξε νὰ εἶναι τὸ σημεῖο μιᾶς ἐντελῶς ἀόριστης καλῆς διαθέσεως. Σὲ μερικὲς περιπτώσεις αὐτὴ ἡ χειρονομία ἀποτελεῖ μία πρόκληση γιὰ τὸν ἄλλον, ἢ ἴσως μία πρόσκληση σὲ κάτι κακό. Πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθῆ, Κύριε, ἀπὸ τὸ γενναῖο καὶ πρόθυμο σὲ βοήθεια χέρι, ἀπὸ τὸ χέρι ποὺ δίνει τὴν ἴαση καὶ τὴν δύναμη, ἀπὸ τὸ χέρι σου πού, μέσα στὰ Εὐαγγέλια, βλέπουμε ν’ ἁπλώνης σ’ ἐκείνους, ποὺ πονοῦν ἢ ποὺ βασανίζονται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία.

Ἀπὸ σήμερα καὶ πέρα, Κύριε, σοῦ ἀφιερώνω, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπὸ μένα, τούτη τὴν κίνηση τοῦ χεριοῦ, ποὺ ἁπλώνεται γιὰ νὰ δοθῆ ἢ γιὰ νὰ δεχθῆ ἕνα ἄλλο χέρι. Μεταμόρφωσε τὴν χειραψία τῆς συμβατικῆς εὐγενείας σὲ χειραψία ἀγάπης, σὲ πράξη ποὺ σώζει. Κάμε την κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὶς δικές σου χειρονομίες, μὲ τὶς κινήσεις σου στὴν διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς σου, ἀνάμεσά μας.

Στὸ εὐαγγελικὸ ἐπεισόδιο τοῦ Πέτρου, τὸν ὁποῖο ἔσωσες στὴν θάλασσα, σὲ βλέπω στὴν ἀρχὴ νὰ ἁπλώνης τὸ χέρι, κι ἔπειτα νὰ τὸν πιάνης. Κάθε φορὰ ποὺ προσφέρω τὸ χέρι μου σὲ κάποιον, ἂς εἶσαι σὺ ὁ ἴδιος ποὺ ἁπλώνεις τὸ χέρι σου σ’ αὐτόν. Κάθε φορὰ ποὺ τὸ χέρι μου πιάνει τὸ χέρι τοῦ ἄλλου, ἂς εἶσαι σὺ ποὺ τὸν πιάνεις, για νὰ τὸν σώσης ἀπὸ τὶς μυστικές του δοκιμασίες, γιά νὰ τὸν κάνης δυνατό, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσης κοντά σου.

Καὶ ἀντιστοίχως, κάθε φορὰ ποὺ θὰ δεχθῶ ἕνα ἁπλωμένο χέρι, κάνε με νὰ πιάνω, μὲ πίστη καὶ ἀγάπη, τὸ δικό σου χέρι. Κράτησέ με μὲ τὸ χέρι τοῦ ἀδελφοῦ μου, ποὺ μὲ κρατᾶ, κάνε με δικό σου. Ἂς ἀκούω στὶς περιπτώσεις αὐτὲς τὴν φωνή σου, νὰ μοῦ λέγη: «Θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου» (Ἆσμα Ἀσμ. 8,6).

Μόνον ἕνα πολὺ καθαρὸ ἀνθρώπινο χέρι, ἕνα χέρι πρόθυμο, ὑπάκουο καὶ εὔχρηστο στὶς ἐπιταγὲς τοῦ πνεύματός σου, μόνο αὐτό– ἂς τολμήσω νὰ πῶ – θὰ μποροῦσε νὰ σοῦ χρησιμεύση γιὰ χέρι. Ἕνα χέρι ποὺ κατήντησε ἄστατο, νωθρὸ καὶ νεκρό, δὲν θὰ ἧταν σὲ θέση νὰ μεταδώση ἢ νὰ δεχθῆ τὴν χάρη σου.

Κάποια μέρα, μέσα σὲ μία συναγωγή, ἀντάμωσες ἕναν ἄνθρωπο «ἐξηραμμένην ἔχοντα τὴν χεῖρα». Τοῦ εἶπες νὰ σηκωθῆ καὶ ν’ ἁπλώση τὸ χέρι του. «Καὶ ἐξέτεινε καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ» (Μάρκ. 3, 5).

Κύριε, τὰ ἐγωιστικά μου πάθη μοῦ ἔχουν ξηράνει τὸ χέρι. Στέκομαι ἐμπρός σου καὶ σοῦ τὸ δείχνω. Κατάστησέ το ὑγιές. Κάμε το καινούργιο, εὐαίσθητο στὴν ἐνέργειά σου, ὑπάκουο. Ὅταν τὸ χέρι μου τὸ κρατάη ἕνα ἄλλο χέρι, σ’ ὅποιον κι ἂν ἀνήκη αὐτὸ τὸ ἄλλο χέρι, ἂς σὲ ἀκούω νὰ μοῦ λές: «Ἀκουμπῶ ἐπάνω σου τὸ χέρι μου, γιὰ νὰ εἶσαι δικός μου». Ὅταν ἐγὼ σφίγγω ἕνα ἄλλο χέρι, ἂς σὲ ἀκούω νὰ μοῦ λές: «Σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἐγὼ ὁ Ἰησοῦς, ἀκουμπῶ τὸ δικό μου χέρι. Διότι ἰδού, κατέστησα τὸ χέρι σου δικό μου χέρι».

 

(Πηγή: Παρουσία τοῦ Χριστ0ῦ, γραμμένο ἀπὸ ἕναν μοναχὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, μεταφρασμένο ἀπὸ τὰ Γαλλικὰ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Δημήτριο Τρακατέλλη, δεύτερη ἔκδοση «Ἐκδόσεις Δόμος», Ἀθήνα 1982, σσ. 64-69).

 

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes