Η ΕΠ’ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΕΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ
Γνωστὸς καὶ σεβαστὸς καθηγητής, ἕνας ἐκ τῶν ἓξ μεταφραστῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁποὺ ἐξεδόθη ὑπὸ τῆς «ὑπερ-δογματικοῦ χαρακτῆρος» Βιβλικῆς Ἑταιρείας τὸ ἔτος 1985, μιᾶς μεταφράσεως κατ’ «ἐννοιολογικὴν ἀντιστοιχίαν, (ὥστε) νὰ ἐξασφαλίζεται μεγαλύτερη ζωντάνια στὴν ἀπόδοσι», κατὰ τὸ προλογικὸν σημείωμα τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς, μιᾶς μεταφράσεως εἰς τὴν ὁποίαν, ὑπὸ πανεπιστημιακῶν διδασκάλων ἀπεδόθη «διαφαινομένη πολιτικοποίησι ἀπόψεων ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ (καὶ) εὐσεβιστικὰ (παρεκκλησιαστικὰ-ὀργανωσιακὰ) κίνητρα ἐν τῇ θεολογίᾳ»[1], ἐπωφελούμενος τῆς δοκιμασίας, εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ ἔκρινε ὀρθὸν νὰ ὁδηγήσῃ τὸ χριστεπώνυμον πλήρωμα, ἐδημοσίευσεν ἐκτενὲς ἄρθρον, ὑπεραμυνόμενος τοῦ ὑπὸ συζήτησιν θέματος, δηλαδὴ τῆς ἐπ’ ἐκκλησίας ἀναγνώσεως τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων καὶ ἐν μεταφράσει[2]. Ὁ σεβαστὸς καὶ διακεκριμένος συντάκτης τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου, (εἰς τὸ ἑξῆς «σ.»), δηλώνει ὅτι ἐπὶ τῶν ἀπόψεών του «μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν πολλὰ ἐπιχειρήματα κατά: σεβαστὰ κατὰ πάντα καὶ ἀξιάκουστα», γι’ αὐτὸ τολμῶ διὰ τοῦ παρόντος νὰ ἐκθέσω τὶς ἀπόψεις μου.
Κατ’ ἀρχὰς μεταφέρει ὅ,τι ἔγραφε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περὶ τοῦ χαρίσματος τῶν γλωσσῶν (πρβλ. Α΄ Κορ. ιδ΄ 6 ἑξ) εἰς «τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνες τοῦ 2004». Ὅμως, τὸ συγκεκριμένο χωρίον ἀναφέρεται εἰς τὸ ἰδιαίτερο χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας, τὸ ὁποῖον «ἐπρόκειτο ὄχι περὶ ξένων γλωσσῶν, ἀλλὰ περὶ ξενιζούσης, ἤτοι παραδόξου, γλώσσης. Ἡ γλωσσολαλία ἐθεωρεῖτο ἐκδήλωσις τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ ἐξέλιπεν ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴν, «τοῦ κατὰ τῶν Γνωστικῶν καὶ τοῦ Μαρκίωνος ἀγῶνος τῆς Ἐκκλησίας», δηλ. τὸν Β΄ μ.Χ. αἰῶνα[3]. Κατὰ συνέπειαν, τὸ συγκεκριμένο χωρίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «…εἰς ἀέρα λαλοῦντες…», δὲν ἀπευθύνεται εἰς «τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνες τοῦ 2004».
Ἐν συνεχείᾳ, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ διαφωνήσω ἐπὶ τῆς ἀποδόσεως, ὑπὸ τοῦ σ., εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον τοῦ τίτλου: «Ὁ πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα». Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει πλῆθος ἐγκωμίων διὰ τὸν πρωτοκορυφαῖον Ἀπόστολον, ἀλλ’ οὐδέποτε τὸν ἀπεκάλεσε «πρῶτον μετὰ τὸν Ἕνα». Ὁ τίτλος αὐτὸς ἀνήκει εἰς τὸν γερμανὸ προτεστάντη συγγραφέα J. Holzner, τοῦ ὁποίου τὸ ἔργον: «Παῦλος» μετεφράσθη εἰς τὴν ἑλληνικὴν ὑπὸ τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου καὶ ἐξεδόθη ἀπὸ τίς, σχετιζόμενες μετὰ τοῦ περιοδικοῦ «Ἀκτῖνες», ἐκδόσεις «Δαμασκός». Νομίζω ὅτι καὶ τὸ βιβλίο αὐτό, μεταξὺ ἄλλων, συνέβαλε εἰς τὴν προτεσταντίζουσαν ἀπόκλισι τῆς νεο-ἑλληνικῆς εὐσεβείας[4].
Προχωρῶν ὁ σ. ὁμιλεῖ, περιέργως πως, περὶ τοῦ «ἀτόφιου λόγου τοῦ Θεοῦ, (ποὺ) εἶναι τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα». Ὅμως, ὁ ὅρος «ἀτόφιος λόγος» εἶναι καινοφανής. Ὑποθέτω ὅτι εἶναι μία «ζωντανὴ ἀπόδοση» τοῦ ὅρου «αὐτάρκης». Ἂν εἶναι ἔτσι, τότε ἀδυνατῶ νὰ συμφωνήσω μαζί του, διότι «δὲν ἠμποροῦμεν νὰ ἰσχυρισθῶμεν ὅτι ἡ Γραφὴ εἶναι αὐτάρκης, καὶ αὐτὸ ὄχι διότι εἶναι ἀτελὴς ἢ ἀνακριβὴς ἢ διότι ἔχει σφάλματα, ἀλλὰ διότι ἡ Γραφὴ εἰς τὴν οὐσίαν της δὲν ἐγείρει ἀξιώσεις αὐταρκείας. Ἠμποροῦμεν νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ Γραφὴ ἀποτελεῖ θεόπνευστον σχῆμα ἢ εἰκόνα ἀληθείας, ἀλλ’ ὄχι τὴν ἰδίαν τὴν ἀλήθειαν»[5]. Διότι, «μερικῶς κατεγράφη ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἰς τὰ γνωστὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης (πρβλ. Ἰωάν. κα΄ 25)»[6].
Ὁ σ., ἀναγνωρίζει ὀρθῶς ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι κατανοητὴ εἰς ὅσους ἔχουν «ἔντονη λειτουργικὴ ζωὴ καὶ συνεχῆ ἀνατροφὴ μὲ τὰ ἱερὰ κείμενα», διότι αὐτοί, ἂν καὶ ἀγράμματοι ἐνίοτε, ἐν τούτοις «καθίστανται οἰκεῖοι μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα, ὅπως ἕνας μετανάστης μαθαίνει τὴν γλώσσα τοῦ τόπου, ὅπου ζεῖ». Ἀνησυχεῖ ὅμως διὰ τοὺς ἄλλους, ὁποὺ εὑρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, μακρὰν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, διὰ τοὺς πολὺ συμπαθεῖς μέν, ἀλλ’ ἀδιαφόρους ἢ ἀμετανοήτους. Αὐτούς, τοὺς ὁποίους «αἱρέσεις καὶ ἰδεολογίες ἀντιχριστιανικὲς κερδίζουν μιλώντας τους στὴν ἁπλὴ καὶ κατανοητὴ γλώσσα τῆς καθημερινότητας». Διὰ τοῦτο ἐπικροτεῖ «τὸ φιλόστοργο καὶ φιλάνθρωπο πνεῦμα τοῦ νέου μέτρου…».
Ὡς γνωστόν, «ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος συχνὰ παραπονεῖται, ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ τοῦ προσφέρεται εἰς “ἀρχαϊκὸν ἰδίωμα”, δηλαδὴ εἰς τὴν γλῶσσαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ποὺ τοῦ εἶναι ξένη καὶ δὲν χρησιμοποιεῖται πλέον … Ἀλλὰ προκύπτει τὸ ἀναπόφευκτον ἐρώτημα: Ἡ γλῶσσα λοιπὸν τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα τυχαῖον ἐξωτερικὸν περίβλημα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ ἐξαχθῇ κάποια “αἰώνια ἰδέα”, ἢ μήπως εἶναι ἕνας αἰώνιος φορεὺς τοῦ θείου μηνύματος, ποὺ κάποτε μᾶς παρεδόθη διὰ παντός; … Μήπως θὰ ἦταν ἀσφαλέστερον νὰ προσαρμόσωμεν τὴν σκέψιν μας εἰς τὰ ἰδιώματα τῆς βιβλικῆς γλώσσης καὶ νὰ μάθωμεν ἐκ νέου τὴν γλῶσσαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβῃ τὸ Εὐαγγέλιον, παρὰ μόνον ἐὰν μετανοήσῃ. Διότι εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ Εὐαγγελίου “μετανοεῖτε” δὲν σημαίνει ἁπλῶς ὁμολογίαν ἁμαρτιῶν καὶ συντριβὴν δι’ αὐτάς, ἀλλὰ “μεταβολὴν νοός”, δηλαδὴ βαθεῖαν ἀλλαγὴν τῆς διανοητικῆς καὶ συναισθηματικῆς συμπεριφορᾶς, ὁλοκληρωτικὴν ἀνανέωσιν τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν αὐταπάρνησιν, πραγματοποιεῖται δὲ καὶ ἐπισφραγίζεται διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[7].
Ὅπως διηγεῖται γλαφυρὰ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων: «Ἀκούσας δὲ Ζωσιμᾶς ὅτι καὶ χρήσεων Γραφικῶν ἐμνημόνευσεν, ἔκ τε Μωϋσέως καὶ τοῦ Ἰὼβ καὶ τῆς βίβλου τῶν Ψαλμῶν, ἔφησεν πρὸς αὐτὴν (τὴν ὁσίαν Μαρίαν τὴν Αἰγυπτίαν)· Ψαλμοῖς δέ, ὦ κυρία μου, ἢ ἄλλοις βιβλίοις ἐνέτυχας; Ἡ δὲ ἀκούσασα ὑπεμειδίασεν, καί φησιν πρὸς τὸν γέροντα· Πίστευσον, ἄνθρωπε, οὐκ εἶδον ἕτερον ἄνθρωπον ἐξ ὅτε τὸν Ἰορδάνην ἐπέρασα, … γράμματα τοίνυν οὐ μεμάθηκα πώποτε· ἀλλ’ οὐδὲ ψάλλοντος τινὸς ἢ ἀναγινώσκοντος ἤκουσα· ὁ δὲ λόγος τοῦ Θεοῦ, ζῶν τε καὶ ἐνεργὴς ὤν, αὐτὸς διδάσκει τὸν ἄνθρωπον γνῶσιν…»[8].
Τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ μάλιστα οἱ Ἐπιστολές, εἶχαν τὶς «δυσκολίες» τους, ἤδη ἀφ’ ὅτου ἐγράφησαν, ὡς παρατηρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος (Β΄ Πέτρ. γ΄ 16). Τὴν ἰδίαν διαπίστωσι ἔκαμε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, δι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε: «Μίαν ὑμᾶς ἅπαντας αἰτῆσαι βούλομαι χάριν … Κατὰ μίαν Σαββάτων, ἢ καὶ κατὰ Σάββατον, τὴν μέλλουσαν ἐν ὑμῖν ἀναγνωσθήσεσθαι τῶν Εὐαγγελίων περικοπήν, ταύτην πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν μετὰ χεῖρας λαμβάνων ἕκαστος, οἴκοι καθήμενος ἀναγινωσκέτω συνεχῶς, καὶ πολλάκις περισκοπείτω μετὰ ἀκριβείας τὰ ἐγκείμενα, καὶ βασανιζέτω ταῦτα καλῶς, καὶ τί μὲν σαφές, τί δὲ ἄδηλον σημειούσθω … Οὕτως ἀπαντᾶτε πρὸς τὴν ἀκρόασιν … τῆς διανοίας ὑμῖν ἤδη προσοικειωθείσης τῇ τῶν ρημάτων γνώσει … Πλὴν ἀλλά, εἴ καί τινες οὕτω πένητες εἶεν, (ὥστε νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ ἔχουν βιβλίο εἰς τὸν οἶκο τους), ἔνεστιν ἐκ τῆς συνεχοῦς ἐνταῦθα γινομένης ἀναγνώσεως μηδὲν ἀγνοεῖν τῶν ἐγκειμένων ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς…»[9].
Τὴν ἰδίαν ἀντίληψιν εἶχαν καὶ οἱ μακάριοι Κολλυβάδες, οἱ ὁποῖοι, παρ’ ὅτι ἔζησαν εἰς τόσον χαλεποὺς καιρούς, εἰς οὐδὲν ἠθέλησαν νὰ διασαλεύσουν τὴν ὑπὸ τῶν Πατέρων παραδεδομένην τάξιν, καίτοι ἐγνώριζαν νὰ ἀγωνίζωνται σθεναρῶς ὅταν αὐτὴ ἐθίγετο, ὅπως εἰς τὴν περίπτωσι τῆς ἀραιᾶς θείας Μεταλήψεως, τῆς τελέσεως τῶν ἱερῶν μνημοσύνων ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, κ.τ.λ. Ἔτσι ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, καταναλώσας ἑαυτὸν ἑρμηνεύων διεξοδικῶς πλεῖστα ὅσα κείμενα, (Βίους Ἁγίων, Συνοδικοὺς Κανόνας, Ψαλμούς, λειτουργικοὺς ὕμνους, ᾀσματικοὺς κανόνας, κτλ), «πρὸς ὠφέλειαν παντὸς ὀρθοδόξου συστήματος» καὶ δὴ τῶν ἁπλουστέρων καὶ ἀπαιδεύτων ἀδελφῶν του, ὡς «ὀρθοδοξότατος καὶ τῶν δογμάτων τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τρόφιμος»[10], μετὰ τῶν ἄλλων «σωτηρίων διδαγμάτων», τὰ ὁποῖα «πᾶσι παρέθηκεν», ἔγραψε καὶ τοῦτο:
«Ὁ πολυμήχανος διάβολος, θέλωντας νὰ ἐμποδίσῃ τινὰς Χριστιανοὺς νὰ μὴ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, σπείρει εἰς αὐτοὺς καὶ τοιοῦτον τάχα εὔλογον καὶ ἀπὸ τὰ δεξιὰ λογισμόν, λέγων πρὸς αὐτούς· Τί θέλετε νὰ ὑπάγετε εἰς τὴν ἐκκλησίαν; Ἐσεῖς καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἂν ὑπάγετε μὲ τὸ σῶμα, ὅμως μὲ τὸν νοῦν δὲν εἶσθε εἰς τὴν ἐκκλησίαν … Ἐὰν ὅμως, ἀδελφοί, εὑρισκομένων ὑμῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ μὲ τὸ σῶμα, ὁ νοῦς σας σκορπισθῇ εἰς τὰ ἔξω, μὴ ταράττεσθε, ἀλλὰ πάλιν νὰ τὸν γυρίζετε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν σας … Διότι εἶπεν ἕνας ἀββᾶς … ὅτι, καθὼς τὸ μικρὸ πωλάρι, ἀγκαλὰ καὶ φεύγει κοντὰ ἀπὸ τὴν μητέρα του καὶ τρέχει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅμως πάλιν γυρίζει καὶ ἔρχεται, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ μητέρα του, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ἀγκαλὰ καὶ συνειθίζει νὰ μὴν στέκῃ ἐκεῖ ὅπου στέκεται καὶ τὸ σῶμα, τρέχει ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὅμως πάλιν γυρίζει καὶ ἔρχεται ἐκεῖ, ὅπου καὶ τὸ σῶμα εὑρίσκεται. Φυλαχθῆτε … ἀδελφοί, καὶ ἀπὸ τὸν λογισμὸν τοῦτον, ὁποῦ βάλλει εἴς τινας ὁ διάβολος καὶ τοὺς λέγει· Ἐσὺ εἶσαι ἀγράμματος καὶ ἀμαθὴς καὶ δὲν καταλαβαίνεις ἐκεῖνα, ὁποῦ λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ λοιπὸν διατί ὅλως νὰ ὑπάγῃς εἰς τὴν ἐκκλησίαν; Σᾶς ἀποκρίνεται γάρ, ἀδελφοί, ἕνας ἀββᾶς εἰς τὸ “Γεροντικὸν” καὶ σᾶς λέγει ὅτι· “Ἂν καὶ ἐσεῖς δὲν καταλαβαίνετε ἐκεῖνα, ὁποῦ λέγονται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλὰ ὁ διάβολος τὰ καταλαβαίνει καὶ διὰ τοῦτο τρομάζει καὶ φοβεῖται καὶ φεύγει ἀπὸ λόγου σας”. Ἀφήνω νὰ λέγω ὅτι καὶ ἐσεῖς, ἄν καὶ δὲν καταλαβαίνετε ὅλα τὰ λόγια, τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα, ἀλλ’ ὅμως πολλὰ λόγια ἐξ αὐτῶν καταλαβαίνετε, καὶ μὲ ἐκεῖνα ὠφελεῖσθε. Προσθέτω δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν ἐσεῖς συχνὰ πηγαίνετε εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἀκούετε τὰ θεῖα λόγια, ἡ συνέχεια ἐκείνη ἔχει νὰ σᾶς κάμῃ μὲ τὸ καιρὸν νὰ καταλαβαίνετε ἐκεῖνα, ὁποῦ πρότερον δὲν ἐκαταλαβαίνατε, ὡς λέγει ὁ Χρυσόστομος, διότι ὁ Θεός, βλέπωντας τὴν προθυμίαν σας, ἀνοίγει τὸν νοῦν σας καὶ τὸν φωτίζει εἰς τὸ νὰ καταλαβαίνῃ»[11], νὰ ἀντιλαμβάνεται τόσον καλὰ τὰ ἱερὰ κείμενα, ὥστε νὰ σᾶς καταστήσῃ διδασκάλους τῶν ἄλλων[12].
Διότι ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐγνώριζε ὅ,τι καὶ ὁ θεοφώτιστος μέγας Γέρων, ὁ ἅγιος Βαρσανούφιος, ὁ ὁποῖος τὴν ἰδίαν περίπου ἀπάντησι ἔδωσε ὅταν τοῦ ὑπεβλήθη ἡ ἐρώτησις: «Παρακαλῶ σε, Πάτερ, ἐπειδὴ ἀναγινώσκω τὸ ἑλληνιστὶ καὶ οὐ νοῶ τί λέγω, εὖξαι ἵνα ὁ Κύριος συνετίσῃ με εἰς τὴν ἀνάγνωσιν· καὶ εἰπέ μοι, εἰ ὀφείλω μαθεῖν ἑλληνιστὶ τοὺς ψαλμούς. —Ἀπόκρισις: Περὶ τῆς ἑλληνικῆς ἀναγνώσεως, ἐὰν κατὰ Θεὸν καὶ τὰ πρὸς ὠφέλειαν ψυχῆς ζητήσωμεν ἐν ταπεινώσει, ἔστιν ὁ παρέχων σύνεσιν Θεός. Καὶ ἐὰν ᾖ δόμα Θεοῦ, δῆλον ὅτι καὶ πρὸς σωτηρίαν γίνεται ψυχῆς· αἱ γὰρ πλεῖσται τῶν βίβλων ἑλληνικῇ διαλέκτῳ εὑρίσκονται. Ἐὰν δὲ καὶ τοὺς ψαλμοὺς κοπιάσῃς μαθεῖν τῇ τοιαύτῃ διαλέκτῳ, εἰς βοήθειάν σου γίνεται τοῦτο τῶν ταύτης τῆς διαλέκτου ἀναγνωσμάτων· εἴτε οὖν ἀναγνώσματα, εἴτε μάθησις ψαλμῶν, ἀδιαλείπτως μιμνήσκου τοῦ λέγοντος Θεοῦ «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Νόησον ἃ λέγω σοι· κἂν κοπιάσῃς, χάριν εὑρίσκεται, ἔχων σου ὁ κόπος εἰς ζωὴν αἰώνιον· ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν»[13].
Ἀσφαλῶς ἕνα μέρος τῶν Χριστιανῶν σήμερα, γαλουχημένον εἰς τὰ νάματα τοῦ θρησκευτικοῦ νεο-ἑλληνικοῦ διαφωτισμοῦ – εὐσεβισμοῦ, ὅπως αὐτὸς ἄρχισε νὰ εἰσβάλῃ εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολὴ ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ἤδη τῶν μακαρίων Κολλυβάδων, δυσκολεύεται νὰ δεχθῇ τὴν διὰ ταπεινώσεως προσέγγισι τῶν ἱερῶν κειμένων. Δυστυχῶς οἱ «μέσες – ἄκρες», τὶς ὁποῖες ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἕλληνες ἀντιλαμβάνονται ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, κατὰ τὴν ὁμολογία καὶ τοῦ σ., δὲν δημιουργοῦν συντριβὴ καὶ μετάνοια, δηλαδὴ δὲν δημιουργοῦν τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις διὰ νὰ γνωρίσουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι σήμερα ζητοῦμε νὰ γνωρίσωμε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ περισσότερον βάσει τῶν περὶ ἐλευθερίας ἀρχῶν τῆς γαλλικῆς ἐπαναστάσεως καὶ ὄχι τόσον βάσει τῶν εὐαγγελικῶν ἐπιταγῶν τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς μετανοίας. Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ρέπομε πρὸς τὴν νοησιαρχία, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, ἀντὶ νὰ μᾶς συγκρατῇ, πρέπει νὰ μᾶς ὠθῇ εἰς αὐτὸν τὸν κατήφορον; Ἔτσι δὲν ὁμοιάζει ἄραγε πρὸς τοὺς κακοὺς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κάνουν τὰ χατήρια τῶν παιδιῶν τους, διὰ νὰ ἔχουν «τὸ κεφαλάκι τους ἥσυχο»; Εἶναι ὀρθὸν ἄραγε νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν μετάφρασι, διὰ νὰ καλύψωμε, μὲ μία σχέσι διανοητική, τὴν ἀπουσία τῆς κατανύξεως; Ἄραγε «γιὰ νὰ ἐννοήσουμε “τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ βάθος καὶ ὕψος” (Ἐφ. 3, 18) τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, χρειάζεται νὰ προηγηθεῖ ἡ κατανόηση», ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ σ.;
Ἐπιβεβλημένον εἶναι νὰ καταλαβαίνωμε τὰ ἀναγνώσματα, ἀλλὰ διατί νὰ ἀρνούμεθα ὅτι τὴν ὥρα τῆς θείας Λατρείας ἡ «κατανόηση» συντελεῖται μυσταγωγικῶς; Καλλιεργῶντας τὴν νοησιαρχία τῆς λατρείας καὶ τῆς κατηχήσεως, δὲν ἐξομοιούμεθα ἄραγε πρὸς τοὺς διαφωτιστάς; Ἐξ ἄλλου διερωτῶμαι, πῶς ὁ σ. δηλώνει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀρκεσθεῖ στὶς ἔκτακτες ἐπενέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καθ’ ἣν στιγμὴν ὁ ἴδιος ἀντιφάσκει κατωτέρω γράφων: «Ἀφῆστε, σεβαστοὶ καὶ φίλτατοι ἀνησυχοῦντες, τὸ ἅγιο Πνεῦμα νὰ δράσει στὶς ψυχές…».
«Ἡ γραμματικὴ κατανόηση τοῦ νοήματος τοῦ βιβλικοῦ λόγου δὲν εἶναι προϋπόθεση τῆςἀποδοχῆς του … Καμμιὰ ἀνθρώπινη γλώσσα καὶ κανένα γλωσσικὸ ἰδίωμα, ὅσο τέλειο καὶ ἂν εἶναι, δὲν μπορεῖ ἀπὸ μόνο του νὰ διευκολύνει τὴν πρόσβαση πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ θείου λόγου … Ὁ ἔσχατος ὅρος ἀναφορᾶς τῆς Γραφῆς δὲν εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ζωντανὸς Χριστός»[14].
Ἐκεῖνο, ὁποὺ κατ’ ἐξοχὴν ἐμποδίζει τὸν σύγχρονον ἄνθρωπο νὰ ἐπικοινωνήσῃ μὲ τὸν Θεόν, δὲν εἶναι ἄραγε ὁ μερισμὸς τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς διανοίας του; Ἀντὶ νὰ μονιμοποιοῦμε τὸν ἐσωτερικὸ διχασμὸ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ἐν ὀνόματι κάποιου ἀπερισκέπτου ἐκσυγχρονισμοῦ (aggiornamento) τῆς ποιμαντικῆς, μήπως θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν βοηθήσωμε νὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν χαμένη πνευματικήν του ἑνότητα; Ἂν ἡ δεισιδαιμονία τοῦ πρακτικοῦ ἀποτελέσματος ἐγκυμονῇ μεγάλους κινδύνους διὰ τὸν πολιτισμόν, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἄραγε λόγους νὰ ἀνησυχῇ διὰ τὰ ἀποτελέσματα τοιούτων καιρίων τραυματισμῶν; Ἐφ’ ὅσον σήμερα τὰ ὅρια τῶν ἀναγκῶν εἶναι ἐντελῶς αὐθαίρετα καὶ ὁ πολιτισμός, ὁποὺ ὑπάρχει διὰ νὰ τὶς ἱκανοποιῇ, τείνει πρὸς τὴν ἀποσύνθεσιν, ἡ Ἐκκλησία νὰ συμμορφοῦται ἄραγε πρὸς τὰ κελεύσματα τῆς ὅποιας «ἀνάγκης»;
Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸν ἰδικόν της ἐπαγωγικὸ τρόπο παιδαγωγίας καὶ κατηχήσεως τοῦ λαοῦ:
«… Διὰ τῆς πατροπαραδότου Ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ὄχι μόνον τὰ ἱερὰ ᾄσματα ἔγιναν προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ ἡ γλῶσσα, εἰς ἣν ταῦτα εἶναι γεγραμμένα, καταληπτή, ὡς ἔγγιστα, καὶ εἰς τοὺς ἀγραμμάτους, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τῶν θείων Εὐαγγελίων τὰ ρήματα, διὰ τῆς αὐτῆς Μουσικῆς καὶ τοῦ λογαοιδικοῦ αὐτῆς τρόπου κατέστησαν οἰκειότερα εἰς τὴν ἀκοήν, καὶ βαθύτερον πάντοτε εἰσδύουσιν εἰς τῶν ἀκροατῶν τὰς καρδίας … Ὁ λογαοιδικὸς οὗτος τρόπος τῆς ἀπαγγελίας εἶναι ἀρχαιότατος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ γνησίως Ἑλληνικός, ὅπως φαίνεται καὶ εἰς τὰ παλαιὰ δράματα … Ὁ τρόπος οὗτος τῆς ἀπαγγελίας, διὰ τῆς παρατάσεως ὅλων μὲν τῶν συλλαβῶν, ἀλλὰ μάλιστα τῆς καταλήξεως ἑκάστης περιόδου καὶ ἑκάστου κώλου, σημαίνει καὶ μιμεῖται τὸ κήρυγμα, ἤτοι τὴν φωνὴν τοῦ κήρυκος, καὶ ἀνταποκρίνεται εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, “κηρύξατε τὸ Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει”. Εἶναι ἄρα τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος κανονικώτατον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καὶ ἀνήκει εἰς τὸν πλ. δ΄ ἢ τὸν βαρὺν ἦχον. Ἐθίζεται δὲ ν’ ἀπαγγέλληται ὁ μὲν Ἀπόστολος μετά τινος ποικιλίας τόνων καὶ φθόγγων, τὸ δὲ Εὐαγγέλιον ἁπλούστερον καὶ ὅλως ἀπερίττως. Οἱ περὶ πάντα ἐπιπόλαιοι καὶ ἀταλαίπωροι νεωτερισταὶ κατέκριναν καὶ τὸ λογαοιδικὸν τοῦτο μέλος, καὶ εἶπαν ὅτι τοῦτο εἶναι “ἐπίρρινον” δῆθεν καὶ κακόζηλον. Εὗρον δὲ καί τινας καινοτόμους ἱερεῖς, οἵτινες πεισθέντες εἰς τὰς εἰσηγήσεις τῶν ξενοφρόνων ἐκείνων, κατήργησαν αὐθαιρέτως τὸν λογαοιδικὸν τρόπον καὶ ἀπαγγέλλουσι τὰς περικοπὰς τῶν θείων ρημάτων δι’ ἁπλῆς ἀναγνώσεως. Εἰς τοὺς τοιούτους ἱερεῖς πρέπει ν’ ἀπαγορευθῇ ἁρμοδίως ἡ καινοτομία αὕτη»[15].
Πράγματι, «τὸ Τυπικὸν (τῆς Ἐκκλησίας), σὲ ὅλες του τὶς λεπτομέρειες, δὲν εἶναι ἁπλὸς “τύπος”, ἀλλὰ ἔχει θεολογικὸ περιεχόμενο … (Καὶ αὐτὸ) προβλέπει τὴν ἐμμελῆ ἀνάγνωση, ὅταν πρόκειται γιὰ ἀναγνώσματα τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ ὄχι “χύμα”», ὅπως ἐπιβάλλουν εἰς τοὺς νεοέλληνας ὁ διαφωτισμὸς καὶ ὁ εὐσεβισμός. «Ἡ ἀνάγνωση ἑνὸς κειμένου μὲ σκοπὸ διδακτικὸ καὶ ἠθικοπλαστικὸ διαφέρει ριζικὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του μὲ μὲ πνεῦμα δοξολογικό. Στὴν πρώτη περίπτωση οἱ λέξεις συλλαμβάνονται καὶ καταλαμβάνονται ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο. Στὴν δεύτερη περίπτωση οἱ λέξεις “πλατύνονται”, —ἐξ οὗ καὶ τὸ μέλος—, γιὰ νὰ “περιλάβουν” καὶ “καταλάβουν” αὐτὲς τὸν ἀνθρώπινο λόγο. Εἶναι φανερὸ ὅτι τὸ δεύτερο αὐτὸ εἶδος ἀναγνώσεως —τὸ δοξολογικὸ— προσκρούει εὐθέως στὸν ὀρθολογισμό, ὁ ὁποῖος ἀξιώνει τὴν “κατάληψη” τῆς ἀληθείας ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο λόγο … Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἀξιώσεις μὴ ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως τῶν βιβλικῶν κειμένων ἐγείρονται σὲ μιὰ ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ μὲν περιρρέουσα πολιτισμικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ὀρθολογική, ἡ δὲ Ἐκκλησία, ἔχοντας χάσει τὴν συνείδηση τῆς ἐσχατολογικῆς φύσεως τῆς Λειτουργίας, τὴν μετέτρεψε σὲ διδακτικὸ καὶ ἠθικοπλαστικὸ μέσον, τὸ ὁποῖο φυσικὰ τῆς ἐπιβάλλει νὰ προβαίνει σὲ καινοτομίες τοῦ εἴδους τῆς μὴ ἐμμελοῦς ἀπαγγελίας τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων, γιὰ καλύτερη “κατανόησή” τους … Παραλείπομε τὴν ἀναφορὰ στὸν σοβαρὸ κίνδυνο, ποὺ ἐμπεριέχεται στὴν μὴ ἐμμελῆ ἀνάγνωση, νὰ ὑπεισέλθει τὸ ὑποκειμενικὸ στοιχεῖο τῆς ἀπαγγελίας. Πρόκειται γιὰ κίνδυνο πολὺ σοβαρώτερο ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ συνήθως παρατηρεῖται, τῆς ἐπιδείξεως μουσικῶν καὶ ψαλτικῶν ἱκανοτήτων τοῦ ἀναγνώστου σὲ βάρος τῆς ἐννοίας τοῦ κειμένου, κατὰ τὴν ἐμμελῆ ἀνάγνωση…»[16].
«Ὅμως», διερωτᾶται ὁ σ., «εἶναι ὄντως διατηρητέα ἡ παραδεδομένη “τάξη”;». Καὶ διαβεβαιώνει ὅτι ἡ ἐν μεταφράσει ἀνάγνωσις τοῦ ἀποστολικοῦ καὶ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἔχει ἁπλῶς τὴν θέσιν τοῦ κηρύγματος. Ἐπ’ αὐτοῦ ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ παρατηρήσω ὅτι ὁ σ. ἀστοχεῖ. Τὸ κήρυγμα εἶναι ἀναγκαῖον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἐπιβάλλεται νὰ γίνεται, ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς ὑποκατάστατον τοῦ ἱεροῦ κειμένου. Ἂν ἡ μετάφρασις δὲν φιλοδοξοῦσε νὰ διεκδικήσῃ τὴν θέσι τοῦ πρωτοτύπου, δὲν θὰ ἀνεγινώσκετο πρὸ τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ Ἀναγνώστου, ὁποὺ ἀνέγνωσε τὸ Ἀποστολικὸν κείμενον, ἢ τοῦ Διακόνου, ὁποὺ ἀνέγνωσε τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον! Δὲν θὰ ἀνεγινώσκετο ἡ μετάφρασις πρὸ τοῦ Ἀλληλουαρίου καὶ πρὸ τοῦ: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι»! Ἡ ἀνάγνωσις τῆς μεταφράσεως εἰς τὸ σημεῖον ἐκεῖνο τὴν καθιστᾶ ταυτόσημον ὄχι πρὸς τὸ κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ (κατὰ τὴν τάξιν τῶν Ἁγίων Πατέρων), ἀλλὰ πρὸς τὸ ἱερὸν πρωτότυπον κείμενο, διὰ τὸ ὁποῖον ἀφήνει πολὺ σοβαρὰς ὑποψίας ὅτι φιλοδοξεῖ ἐν καιρῷ νὰ ὑποκαταστήσῃ!
Ὅπως διαβεβαιώνει ὁ σ., μὲ τὴν ἐπ’ ἐκκλησίας ἀνάγνωσι τῆς μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης, δὲν ἀνοίγομε τοὺς ἀσκοὺς τοῦ Αἰόλου γιὰ νὰ ἐπακολουθήσουν ἀλλοιώσεις εἰς τὴν «μορφὴ καὶ τὴν ὑφὴ τῆς θείας λατρείας». Ὅμως καὶ πάλιν ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ διαφωνήσω. Ἡ μέχρι σήμερον πορεία ἄλλα λέγει. Ἀρχικῶς ἐξεδόθη ἡ μετάφρασις ὑπὸ τῶν ἓξ καθηγητῶν τὸ ἔτος 1989, κατόπιν ἐγκρίσεως τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ πληροῖ καὶ τὶς ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, (κατὰ τὸ ἄρθρον 3, 3), προβλεπόμενες ἀναγκαῖες προϋποθέσεις.
Ὅμως εἰς τὴν ἐγκριτικὴν ἐπιστολήν του ἐκείνην ὁ μακαριστὸς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος ἔγραφε: «…Ἔγνωμεν Συνοδικῶς ἐκφράσαι … (καὶ) ἐπευλογῆσαι τὴν ἐν προκειμένῳ καταβληθεῖσαν ἀγαστὴν ὑμῶν (δηλ. τῶν ἓξ καθηγητῶν) προσπάθειαν (δηλ. τὴν μετάφρασιν τῆς Κ.Δ), καὶ τὸ διὰ ταύτης αἰσίως εἰς πέρας ἀχθὲν ἔργον ὑμῶν, ὅπερ μεγάλως μέλλει ἐφ’ ἑξῆς συμβάλλεσθαι εἰς τὴν εὐρυτέραν παρὰ τῷ ἡμετέρῳ πληρώματι χρῆσιν, μελέτην καὶ κατανόησιν τῆς Καινῆς Διαθήκης πλήν, βεβαίως καὶ ὡς εἰκός, τῆς λειτουργικῆς…»[17].
Ἀργότερον, τὸ 2003, κατόπιν εἰσηγήσεως τῆς εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, ἐξεδόθη ὑπὸ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸ «’Εκλογάδιον», παραδεδεγμένον κείμενον καὶ μετάφρασις περικοπῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης, «ὥστε νὰ διευκολύνεται ἡ κατ’ ἰδίαν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀφοῦ μὲ τὸ τρόπον αὐτὸ οἱ πιστοὶ γνωρίζουν ἐκ τῶν προτέρων ποιὰ ἀγιογραφικὴ περικοπὴ θὰ ἀναγνωσθῇ σὲ κάθε λειτουργικὴ σύναξι καὶ μποροῦν νὰ προετοιμασθοῦν γιὰ τὴν κατανόησί της». Τὸ ἔτος 2004, κατόπιν τῆς ἀπὸ τοῦ 1986 προηγηθείσης εἰσηγήσεως κάποιου καθηγητοῦ[18], ἡ μετάφρασις αὐτὴ ἀναγινώσκεται ἐπ’ ἐκκλησίας, ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ἱεροῦ πρωτοτύπου.
Ὅμως οἱ λόγοι, ὁποὺ ἐπιβάλουν τὴν ἐπ’ ἐκκλησίας ἀνάγνωσιν αὐτῆς τῆς μεταφράσεως, συμπίπτουν ἐπακριβῶς μὲ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ἄλλοι καθηγηταὶ ἐπικαλοῦνται ὡς ἐπιτακτικὴν ἀνάγκη μεταγλωτίσσεως ὁλοκλήρου τῆς θείας Λειτουργίας καὶ ἐν γένει τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν[19]. Τί ἀποκλείει λοιπὸν αὔριο, νὰ γενικευθῇ ἡ μεταγλώττισις τῶν λειτουργικῶν κειμένων;
Ὁ σ. ἤδη ἐπιχειρεῖ σαφῆ διάσπασι τῆς ἑνότητος τῆς θείας Λειτουργίας. Μάλιστα καθορίζει σαφῶς ὅτι εἰς τὸ πρῶτον μέρος ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἀπαιτεῖται ὁ νοῦς (!), ἐνῶ εἰς τὸ δεύτερον ὁμιλεῖ ὁ λαὸς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ χρειάζεται ἡ καρδία (!). Διερωτῶμαι: ἀγνοεῖ τὴν Εὐχὴν πρὸ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Εὐαγγελίου; Ἀγνοεῖ τὴν ἐκφώνησι τῶν συστατικῶν λόγων εἰς τὴν Ἁγίαν Ἀναφοράν; Μήπως, τέλος πάντων, προσπαθεῖ νὰ καταστήσῃ εὐάλωτον τὸ πρῶτον μέρος τῆς θείας Λειτουργίας; Καὶ τότε τί θὰ ἐμπόδιζε νὰ ἐπεκταθῇ τοῦτο τὸ μέτρον καὶ εἰς τὸ ὑπόλοιπον μέρος; Ἐξ ἄλλου ὁ σ. ἔχει τὴν ἄποψι ὅτι εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἂν ὄχι ὅλα, τοὐλάχιστον πολλὰ ἐπιβάλλονται πραξικοπηματικῶς. Καὶ ἤδη, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, μέμφεται τὴν σημερινὴ λατρεία, τὸ τυπικὸ καὶ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς «συνονθύλευμα ἰδεολογημάτων, συλλογὴ προσκυνουμένων εἰδώλων, κωνωποβριθὴ βάλτο». Μήπως ὄντως προβλέπει κάτι;
__________________
[1] Μητροπολίτου Πατρῶν Νικοδήμου, «Ἡ ἀρτιφανὴς μετάφρασις τῆς Καινῆς Διαθήκης (ὑπὸ τῶν ἓξ καθηγητῶν) καὶ ἡ Ἐκκλησία», ἀνάτυπον ἐκ τῆς «Θεολογίας», τόμ. ΝΖ΄, Ἀθῆναι 1986, τεῦχ. Γ΄, σ. 489-502.
[2] Πρβλ. περιοδικὸν «Ἀνάπλασις», Σεπτ. -Ὀκτ. 2004, Ἀθῆναι, τ. 413, σ. 131-8.
[3] Στεφανίδου Β., «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», ἔκδ. «Ἀστέρος», Ἀθῆναι 1970, σ. 51, 76.
[4] «Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν Θεοτόκον ἀειπάρθενον Μαρίαν, ὡς «μετὰ Θεὸν θεόν, ὡς ἔχουσαν τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος», ἡ (Ἀδελφότης) «Ζωὴ» «ἐδογμάτιζεν», ὅτι «ὁ Πρῶτος μετὰ τὸν Ἕνα», δηλαδὴ τὸν Χριστόν, δὲν εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁ δοῦλος Της μέγας Παῦλος! Καὶ ὡς συνέπεια τοῦ «δόγματος» αὐτοῦ, ἦταν ἡ ἁμαρτωλὴ σιωπὴ γύρω ἀπὸ τὸ πάνσεπτον Πρόσωπόν Της…». (Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, «Τὸ “ἐκκλησιαστικὸν” πρόβλημα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς παραδόσεως», Θεσσαλονίκη – Ἅγιον Ὄρος 1994, σ. 16).
[5] Φλωρόφσκυ Γ. πρ., «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις», ἔκδ. «Πουρναρᾶ», Θεσσαλονίκη 1976, σ. 66. Πρβλ. Παναγοπούλου Ἰωάν., «Ἡ ἐρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὴν Ἐκκλησία τῶν Πατέρων», ἔκδ. «Ἀκρίτα», Ἀθῆναι 1991, σ. 39.
[6] Σιώτη Μ., «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», ἐν συλλ. τόμῳ «Ὁ Ζωντανὸς λόγος», ἔκδ. Ἱδρύμ. «Ὅσιος Ἰωάννης Ρῶσσος», Ἀθῆναι 1970, σ. 27.
[7] Φλωρόφσκυ Γ., ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 40-1.
[8] Ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, «Βίος τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας», ἔκδ. Ἱ. Μ. Γηροκομείου, Πάτραι 1987, σ. 90.
[9] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, «Ὁμιλία ΙΑ΄ εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην», P.G. 59, 78-9.
[10] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Ὁμολογία πίστεως», ἐν Βενετίᾳ 1819, σ. 89.
[11] Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, «Χρηστοήθεια», ἔκδ. «Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη 1984, σ. 304-5.
[12] Πρβλ. /ὅρα P.G. 59, 78
[13] «Βίβλος … συγγραφεῖσα μὲν παρὰ τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, ἐπιμελῶς δὲ διορθωθεῖσα … παρὰ τοῦ ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου», ἐν Βόλῳ 1960, «Ἀπόκρισις σκη΄», σ. 141-2.
[14] Παναγοπούλου Ἰωάν., «Μόρφωση καὶ Μεταμόρφωση», (Δοκίμιο θεολογικοῦ προβληματισμοῦ στὸ ζήτημα τῆς μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου»), ἔκδ. «Ἄθω», Ἀθῆναι 2000, σ. 323-4.
[15] Παπαδιαμάντη Ἀλ., «Ἡ Μουσικὴ καὶ τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια», ἐν «Ἅπαντα», ἔκδ. «Δόμου», Ἀθῆναι 1988, τ. 5, σ. 237-8.
[16] Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου, «Συμβολισμὸς καὶ Ρεαλισμὸς στὴν Ὀρθόδοξη Λατρεία», ἐν περιοδ. «Σύναξη», Ἀθῆναι 1999, τ. 71, σ. 7, 20-1.
[17] Ὑπ’ ἀρ. πρωτ. 1177/22-12-1988.
[18] Πρβλ. περιοδ. «Ἀνάπλασις», ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 132.
[19] Πρβλ. σχετικὰ ἄρθρα ἐν περιοδ. «Σύναξη», τ. 66, 67, 71, 72.