Η ανάγνωσις εν μεταφράσει των αγιογραφικών κειμένων (Αρχ. Νικόδημος Μπαρούσης)

(3.173 άτομα το έχουν διαβάσει)

Η Ε­Π’ ΕΚ­Κ­ΛΗ­ΣΙ­ΑΣ Α­ΝΑ­ΓΝΩ­ΣΙΣ ΤΩΝ Α­ΓΙ­Ο­ΓΡΑ­ΦΙ­ΚΩΝ ΚΕΙ­ΜΕ­ΝΩΝ ΕΝ ΜΕ­ΤΑ­ΦΡΑ­ΣΕΙ

Γνω­στὸς καὶ σε­βα­στὸς κα­θη­γη­τής, ἕ­νας ἐκ τῶν ἓξ με­τα­φρα­στῶν τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ὁ­ποὺ ἐ­ξε­δό­θη ὑ­πὸ τῆς «ὑ­περ-δο­γμα­τι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρος» Βι­βλι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας τὸ ἔ­τος 1985, μι­ᾶς με­τα­φρά­σε­ως κα­τ’ «ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὴν ἀ­ντι­στοι­χί­αν, (ὥ­στε) νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­ζε­ται με­γα­λύ­τε­ρη ζω­ντά­νι­α στὴν ἀ­πό­δο­σι», κα­τὰ τὸ προ­λο­γι­κὸν ση­μεί­ω­μα τῆς ἐκ­δό­σε­ως αὐ­τῆς, μι­ᾶς με­τα­φρά­σε­ως εἰς τὴν ὁ­ποί­αν, ὑ­πὸ πα­νε­πι­στη­μι­α­κῶν δι­δα­σκά­λων ἀ­πε­δό­θη «δι­α­φαι­νο­μέ­νη πο­λι­τι­κο­ποί­η­σι ἀ­πό­ψε­ων ἐν τῇ ἑρ­μη­νεί­ᾳ (καὶ) εὐ­σε­βι­στι­κὰ (πα­ρεκ­κ­λη­σι­α­στι­κὰ-ὀρ­γα­νω­σι­α­κὰ) κί­νη­τρα ἐν τῇ θε­ο­λο­γί­ᾳ»[1], ἐ­πω­φε­λού­με­νος τῆς δο­κι­μα­σί­ας, εἰς τὴν ὁ­ποί­αν ἡ Ἱ­ε­ρὰ Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πὴ ἔ­κρι­νε ὀρ­θὸν νὰ ὁ­δη­γή­σῃ τὸ χρι­στε­πώ­νυ­μον πλή­ρω­μα, ἐ­δη­μο­σί­ευ­σεν ἐ­κτε­νὲς ἄρ­θρον, ὑ­πε­ρα­μυ­νό­με­νος τοῦ ὑ­πὸ συ­ζή­τη­σιν θέ­μα­τος, δη­λα­δὴ τῆς ἐ­π’ ἐκ­κ­λη­σί­ας ἀ­να­γνώ­σεως τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν κει­μέ­νων καὶ ἐν με­τα­φρά­σει[2]. Ὁ σε­βα­στὸς καὶ δι­α­κε­κρι­μέ­νος συ­ντά­κτης τοῦ ἐν λό­γῳ ἄρ­θρου, (εἰς τὸ ἑ­ξῆς «σ.»), δη­λώ­νει ὅ­τι ἐ­πὶ τῶν ἀ­πό­ψε­ών του «μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­χουν πολ­λὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα κα­τά: σε­βα­στὰ κα­τὰ πά­ντα καὶ ἀ­ξι­ά­κου­στα», γι­’ αὐ­τὸ τολ­μῶ δι­ὰ τοῦ πα­ρό­ντος νὰ ἐκ­θέ­σω τὶς ἀ­πό­ψεις μου.

Κα­τ’ ἀρ­χὰς με­τα­φέ­ρει ὅ,τι ἔ­γρα­φε ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πε­ρὶ τοῦ χα­ρί­σμα­τος τῶν γλωσ­σῶν (πρβλ. Α΄ Κορ. ιδ΄ 6 ἑξ) εἰς «τοὺς ὀρ­θο­δό­ξους Ἕλ­λη­νες τοῦ 2004». Ὅ­μως, τὸ συ­γκε­κρι­μέ­νο χω­ρί­ον ἀ­να­φέ­ρε­ται εἰς τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα τῆς γλωσ­σο­λα­λί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ον «ἐ­πρό­κει­το ὄ­χι πε­ρὶ ξέ­νων γλωσ­σῶν, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ξε­νι­ζού­σης, ἤ­τοι πα­ρα­δό­ξου, γλώσ­σης. Ἡ γλωσ­σο­λα­λί­α ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ἐκ­δή­λω­σις τῆς κα­θό­δου τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος», καὶ ἐ­ξέ­λι­πεν ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴν, «τοῦ κα­τὰ τῶν Γνω­στι­κῶν καὶ τοῦ Μαρ­κί­ω­νος ἀ­γῶ­νος τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας», δηλ. τὸν Β΄ μ.Χ. αἰ­ῶ­να[3]. Κα­τὰ συ­νέ­πει­αν, τὸ συ­γκε­κρι­μέ­νο χω­ρί­ον τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου: «…εἰς ἀ­έ­ρα λα­λοῦ­ντες…», δὲν ἀ­πευ­θύ­νε­ται εἰς «τοὺς ὀρ­θο­δό­ξους Ἕλ­λη­νες τοῦ 2004».

Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ, ἂς μοῦ ἐ­πι­τρα­πῇ νὰ δι­α­φω­νή­σω ἐ­πὶ τῆς ἀ­πο­δό­σε­ως, ὑ­πὸ τοῦ σ., εἰς τὸν Ἀ­πό­στο­λον Παῦ­λον τοῦ τίτ­λου: «Ὁ πρῶ­τος με­τὰ τὸν Ἕ­να». Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κ­λη­σί­α ἔ­χει πλῆ­θος ἐ­γκω­μί­ων δι­ὰ τὸν πρω­το­κο­ρυ­φαῖ­ον Ἀ­πό­στο­λον, ἀλ­λ’ οὐ­δέ­πο­τε τὸν ἀ­πε­κά­λε­σε «πρῶ­τον με­τὰ τὸν Ἕ­να». Ὁ τίτ­λος αὐ­τὸς ἀ­νή­κει εἰς τὸν γερ­μα­νὸ προ­τε­στά­ντη συγ­γ­ρα­φέ­α J. Holzner, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸ ἔρ­γον: «Παῦ­λος» με­τε­φρά­σθη εἰς τὴν ἑλ­λη­νι­κὴν ὑ­πὸ τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἱ­ε­ρω­νύ­μου καὶ ἐ­ξε­δό­θη ἀ­πὸ τίς, σχε­τι­ζό­με­νες με­τὰ τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ἀ­κτῖ­νες», ἐκ­δό­σεις «Δα­μα­σκός». Νο­μί­ζω ὅ­τι καὶ τὸ βι­βλί­ο αὐ­τό, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, συ­νέ­βα­λε εἰς τὴν προ­τε­στα­ντί­ζου­σαν ἀ­πό­κλι­σι τῆς νε­ο-ἑλ­λη­νι­κῆς εὐ­σε­βεί­ας[4].

Προ­χω­ρῶν ὁ σ. ὁ­μι­λεῖ, πε­ρι­έρ­γως πως, πε­ρὶ τοῦ «ἀ­τό­φι­ου λό­γου τοῦ Θε­οῦ, (ποὺ) εἶ­ναι τὰ ἱ­ε­ρὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα». Ὅ­μως, ὁ ὅ­ρος «ἀ­τό­φι­ος λό­γος» εἶ­ναι και­νο­φα­νής. Ὑ­πο­θέ­τω ὅ­τι εἶ­ναι μί­α «ζω­ντα­νὴ ἀ­πό­δο­ση» τοῦ ὅ­ρου «αὐ­τάρ­κης». Ἂν εἶ­ναι ἔ­τσι, τό­τε ἀ­δυ­να­τῶ νὰ συμ­φω­νή­σω μα­ζί του, δι­ό­τι «δὲν ἠ­μπο­ροῦ­μεν νὰ ἰ­σχυ­ρι­σθῶ­μεν ὅ­τι ἡ Γρα­φὴ εἶ­ναι αὐ­τάρ­κης, καὶ αὐ­τὸ ὄ­χι δι­ό­τι εἶ­ναι ἀ­τε­λὴς ἢ ἀ­να­κρι­βὴς ἢ δι­ό­τι ἔ­χει σφάλ­μα­τα, ἀλ­λὰ δι­ό­τι ἡ Γρα­φὴ εἰς τὴν οὐ­σί­αν της δὲν ἐ­γεί­ρει ἀ­ξι­ώ­σεις αὐ­ταρ­κεί­ας. Ἠ­μπο­ροῦ­μεν νὰ εἴ­πω­μεν ὅ­τι ἡ Γρα­φὴ ἀ­πο­τε­λεῖ θε­ό­πνευ­στον σχῆ­μα ἢ εἰ­κό­να ἀ­λη­θεί­ας, ἀλ­λ’ ὄ­χι τὴν ἰ­δί­αν τὴν ἀ­λή­θει­αν»[5]. Δι­ό­τι, «με­ρι­κῶς κα­τε­γρά­φη ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ εἰς τὰ γνω­στὰ βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης (πρβλ. Ἰ­ωάν. κα΄ 25)»[6].

Ὁ σ., ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὀρ­θῶς ὅ­τι ἡ γλῶσ­σα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης εἶ­ναι κα­τα­νο­η­τὴ εἰς ὅ­σους ἔ­χουν «ἔ­ντο­νη λει­τουρ­γι­κὴ ζω­ὴ καὶ συ­νε­χῆ ἀ­να­τρο­φὴ μὲ τὰ ἱ­ε­ρὰ κεί­με­να», δι­ό­τι αὐ­τοί, ἂν καὶ ἀ­γράμ­μα­τοι ἐ­νί­ο­τε, ἐν τού­τοις «κα­θί­στα­νται οἰ­κεῖ­οι μὲ τὴν ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὴ γλώσ­σα, ὅ­πως ἕ­νας με­τα­νά­στης μα­θαί­νει τὴν γλώσ­σα τοῦ τό­που, ὅ­που ζεῖ». Ἀ­νη­συ­χεῖ ὅ­μως δι­ὰ τοὺς ἄλ­λους, ὁ­ποὺ εὑ­ρί­σκο­νται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, μα­κρὰν τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς, δι­ὰ τοὺς πο­λὺ συ­μπα­θεῖς μέν, ἀλ­λ’ ἀ­δι­α­φό­ρους ἢ ἀ­με­τα­νο­ή­τους. Αὐ­τούς, τοὺς ὁ­ποί­ους «αἱ­ρέ­σεις καὶ ἰ­δε­ο­λο­γί­ες ἀ­ντι­χρι­στι­α­νι­κὲς κερ­δί­ζουν μι­λώ­ντας τους στὴν ἁ­πλὴ καὶ κα­τα­νο­η­τὴ γλώσ­σα τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας». Δι­ὰ τοῦ­το ἐ­πι­κρο­τεῖ «τὸ φι­λό­στορ­γο καὶ φι­λάν­θρω­πο πνεῦ­μα τοῦ νέ­ου μέ­τρου…».

Ὡς γνω­στόν, «ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος συ­χνὰ πα­ρα­πο­νεῖ­ται, ὅ­τι ἡ ἀ­λή­θει­α τοῦ Θε­οῦ τοῦ προ­σφέ­ρε­ται εἰς “ἀρ­χαϊ­κὸν ἰ­δί­ω­μα”, δη­λα­δὴ εἰς τὴν γλῶσ­σαν τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ποὺ τοῦ εἶ­ναι ξέ­νη καὶ δὲν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται πλέ­ον … Ἀλ­λὰ προ­κύ­πτει τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτον ἐ­ρώ­τη­μα: Ἡ γλῶσ­σα λοι­πὸν τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ ἕ­να τυ­χαῖ­ον ἐ­ξω­τε­ρι­κὸν πε­ρί­βλη­μα, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ον πρέ­πει νὰ ἐ­ξα­χθῇ κά­ποι­α “αἰ­ώ­νι­α ἰ­δέ­α”, ἢ μή­πως εἶ­ναι ἕ­νας αἰ­ώ­νι­ος φο­ρεὺς τοῦ θεί­ου μη­νύ­μα­τος, ποὺ κά­πο­τε μᾶς πα­ρε­δό­θη δι­ὰ πα­ντός; … Μή­πως θὰ ἦ­ταν ἀ­σφα­λέ­στε­ρον νὰ προ­σαρ­μό­σω­μεν τὴν σκέ­ψιν μας εἰς τὰ ἰ­δι­ώ­μα­τα τῆς βι­βλι­κῆς γλώσ­σης καὶ νὰ μά­θω­μεν ἐκ νέ­ου τὴν γλῶσ­σαν τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς; Κα­νεὶς δὲν ἠ­μπο­ρεῖ νὰ λά­βῃ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον, πα­ρὰ μό­νον ἐ­ὰν με­τα­νο­ή­σῃ. Δι­ό­τι εἰς τὴν γλῶσ­σαν τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου “με­τα­νο­εῖ­τε” δὲν ση­μαί­νει ἁ­πλῶς ὁ­μο­λο­γί­αν ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ συ­ντρι­βὴν δι­’ αὐ­τάς, ἀλ­λὰ “με­τα­βο­λὴν νο­ός”, δη­λα­δὴ βα­θεῖ­αν ἀλ­λα­γὴν τῆς δι­α­νο­η­τι­κῆς καὶ συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς συ­μπε­ρι­φο­ρᾶς, ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴν ἀ­να­νέ­ω­σιν τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, ποὺ ἀρ­χί­ζει μὲ τὴν αὐ­τα­πάρ­νη­σιν, πρα­γμα­το­ποι­εῖ­ται δὲ καὶ ἐ­πι­σφρα­γί­ζε­ται δι­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος»[7].

Ὅ­πως δι­η­γεῖ­ται γλα­φυ­ρὰ ὁ ἅ­γι­ος Σω­φρό­νι­ος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων: «Ἀ­κού­σας δὲ Ζω­σι­μᾶς ὅ­τι καὶ χρή­σε­ων Γρα­φι­κῶν ἐ­μνη­μό­νευ­σεν, ἔκ τε Μω­ϋ­σέ­ως καὶ τοῦ Ἰ­ὼβ καὶ τῆς βί­βλου τῶν Ψαλ­μῶν, ἔ­φη­σεν πρὸς αὐ­τὴν (τὴν ὁ­σί­αν Μα­ρί­αν τὴν Αἰ­γυ­πτί­αν)· Ψαλ­μοῖς δέ, ὦ κυ­ρί­α μου, ἢ ἄλ­λοις βι­βλί­οις ἐ­νέ­τυ­χας; Ἡ δὲ ἀ­κού­σα­σα ὑ­πε­μει­δί­α­σεν, καί φη­σιν πρὸς τὸν γέ­ρο­ντα· Πί­στευ­σον, ἄν­θρω­πε, οὐκ εἶ­δον ἕ­τε­ρον ἄν­θρω­πον ἐξ ὅ­τε τὸν Ἰ­ορ­δά­νην ἐ­πέ­ρα­σα, … γράμ­μα­τα τοί­νυν οὐ με­μά­θη­κα πώ­πο­τε· ἀλ­λ’ οὐ­δὲ ψάλ­λο­ντος τι­νὸς ἢ ἀ­να­γι­νώ­σκο­ντος ἤ­κου­σα· ὁ δὲ λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ζῶν τε καὶ ἐ­νερ­γὴς ὤν, αὐ­τὸς δι­δά­σκει τὸν ἄν­θρω­πον γνῶ­σιν…»[8].

Τὰ ἱ­ε­ρὰ κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, καὶ μά­λι­στα οἱ Ἐ­πι­στο­λές, εἶ­χαν τὶς «δυ­σκο­λί­ες» τους, ἤ­δη ἀ­φ’ ὅ­του ἐ­γρά­φη­σαν, ὡς πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος (Β΄ Πέ­τρ. γ΄ 16). Τὴν ἰ­δί­αν δι­α­πί­στω­σι ἔ­κα­με καὶ ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος, δι­’ αὐ­τὸ καὶ ἔ­λε­γε: «Μί­αν ὑ­μᾶς ἅ­πα­ντας αἰ­τῆ­σαι βού­λο­μαι χά­ριν … Κα­τὰ μί­αν Σαβ­βά­των, ἢ καὶ κα­τὰ Σάβ­βα­τον, τὴν μέλ­λου­σαν ἐν ὑ­μῖν ἀ­να­γνω­σθή­σε­σθαι τῶν Εὐ­αγ­γε­λί­ων πε­ρι­κο­πήν, ταύ­την πρὸ τού­των τῶν ἡ­με­ρῶν με­τὰ χεῖ­ρας λαμ­βά­νων ἕ­κα­στος, οἴ­κοι κα­θή­με­νος ἀ­να­γι­νω­σκέ­τω συ­νε­χῶς, καὶ πολ­λά­κις πε­ρι­σκο­πεί­τω με­τὰ ἀ­κρι­βεί­ας τὰ ἐ­γκεί­με­να, καὶ βα­σα­νι­ζέ­τω ταῦ­τα κα­λῶς, καὶ τί μὲν σα­φές, τί δὲ ἄ­δη­λον ση­μει­ού­σθω … Οὕ­τως ἀ­πα­ντᾶ­τε πρὸς τὴν ἀ­κρό­α­σιν … τῆς δι­α­νοί­ας ὑ­μῖν ἤ­δη προ­σοι­κει­ω­θεί­σης τῇ τῶν ρη­μά­των γνώ­σει … Πλὴν ἀλ­λά, εἴ καί τι­νες οὕ­τω πέ­νη­τες εἶ­εν, (ὥ­στε νὰ μὴ ἠ­μπο­ροῦν νὰ ἔ­χουν βι­βλί­ο εἰς τὸν οἶ­κο τους), ἔ­νε­στιν ἐκ τῆς συ­νε­χοῦς ἐ­νταῦ­θα γι­νο­μέ­νης ἀ­να­γνώ­σε­ως μη­δὲν ἀ­γνο­εῖν τῶν ἐ­γκει­μέ­νων ἐν ταῖς θεί­αις Γρα­φαῖς…»[9].

Τὴν ἰ­δί­αν ἀ­ντί­λη­ψιν εἶ­χαν καὶ οἱ μα­κά­ρι­οι Κολ­λυ­βά­δες, οἱ ὁ­ποῖ­οι, πα­ρ’ ὅ­τι ἔ­ζη­σαν εἰς τό­σον χα­λε­ποὺς και­ρούς, εἰς οὐ­δὲν ἠ­θέ­λη­σαν νὰ δι­α­σα­λεύ­σουν τὴν ὑ­πὸ τῶν Πα­τέ­ρων πα­ρα­δε­δο­μέ­νην τά­ξιν, καί­τοι ἐ­γνώ­ρι­ζαν νὰ ἀ­γω­νί­ζω­νται σθε­να­ρῶς ὅ­ταν αὐ­τὴ ἐ­θί­γε­το, ὅ­πως εἰς τὴν πε­ρί­πτω­σι τῆς ἀ­ραι­ᾶς θεί­ας Με­τα­λή­ψε­ως, τῆς τε­λέ­σε­ως τῶν ἱ­ε­ρῶν μνη­μο­σύ­νων ἐν ἡ­μέ­ρᾳ Κυ­ρι­α­κῇ, κ.τ.λ. Ἔ­τσι ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της, κα­τα­να­λώ­σας ἑ­αυ­τὸν ἑρ­μη­νεύ­ων δι­ε­ξο­δι­κῶς πλεῖ­στα ὅ­σα κεί­με­να, (Βί­ους Ἁ­γί­ων, Συ­νο­δι­κοὺς Κα­νό­νας, Ψαλ­μούς, λει­τουρ­γι­κοὺς ὕ­μνους, ᾀ­σμα­τι­κοὺς κα­νό­νας, κτλ), «πρὸς ὠ­φέ­λει­αν πα­ντὸς ὀρ­θο­δό­ξου συ­στή­μα­τος» καὶ δὴ τῶν ἁ­πλου­στέ­ρων καὶ ἀ­παι­δεύ­των ἀ­δελ­φῶν του, ὡς «ὀρ­θο­δο­ξό­τα­τος καὶ τῶν δο­γμά­των τῆς τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κ­λη­σί­ας τρό­φι­μος»[10], με­τὰ τῶν ἄλ­λων «σω­τη­ρί­ων δι­δα­γμά­των», τὰ ὁ­ποῖ­α «πᾶ­σι πα­ρέ­θη­κεν», ἔ­γρα­ψε καὶ τοῦ­το:

«Ὁ πο­λυ­μή­χα­νος δι­ά­βο­λος, θέ­λω­ντας νὰ ἐ­μπο­δί­σῃ τι­νὰς Χρι­στι­α­νοὺς νὰ μὴ πη­γαί­νουν εἰς τὴν ἐκ­κ­λη­σί­αν, σπεί­ρει εἰς αὐ­τοὺς καὶ τοι­οῦ­τον τά­χα εὔ­λο­γον καὶ ἀ­πὸ τὰ δε­ξι­ὰ λο­γι­σμόν, λέ­γων πρὸς αὐ­τούς· Τί θέ­λε­τε νὰ ὑ­πά­γε­τε εἰς τὴν ἐκ­κ­λη­σί­αν; Ἐ­σεῖς καὶ εἰς τὴν ἐκ­κ­λη­σί­αν ἂν ὑ­πά­γε­τε μὲ τὸ σῶ­μα, ὅ­μως μὲ τὸν νοῦν δὲν εἶ­σθε εἰς τὴν ἐκ­κ­λη­σί­αν … Ἐ­ὰν ὅ­μως, ἀ­δελ­φοί, εὑ­ρι­σκο­μέ­νων ὑ­μῶν ἐν τῇ ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ μὲ τὸ σῶ­μα, ὁ νοῦς σας σκορ­πι­σθῇ εἰς τὰ ἔ­ξω, μὴ τα­ράτ­τε­σθε, ἀλ­λὰ πά­λιν νὰ τὸν γυ­ρί­ζε­τε εἰς τὴν ἐκ­κ­λη­σί­αν καὶ εἰς τὸν ἑ­αυ­τόν σας … Δι­ό­τι εἶ­πεν ἕ­νας ἀβ­βᾶς … ὅ­τι, κα­θὼς τὸ μι­κρὸ πω­λά­ρι, ἀ­γκα­λὰ καὶ φεύ­γει κο­ντὰ ἀ­πὸ τὴν μη­τέ­ρα του καὶ τρέ­χει ἐ­δῶ καὶ ἐ­κεῖ, ὅ­μως πά­λιν γυ­ρί­ζει καὶ ἔρ­χε­ται, ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­ναι ἡ μη­τέ­ρα του, ἔ­τσι καὶ ὁ νοῦς, ἀ­γκα­λὰ καὶ συ­νει­θί­ζει νὰ μὴν στέ­κῃ ἐ­κεῖ ὅ­που στέ­κε­ται καὶ τὸ σῶ­μα, τρέ­χει ἐ­δῶ καὶ ἐ­κεῖ, ὅ­μως πά­λιν γυ­ρί­ζει καὶ ἔρ­χε­ται ἐ­κεῖ, ὅ­που καὶ τὸ σῶ­μα εὑ­ρί­σκε­ται. Φυ­λα­χθῆ­τε … ἀ­δελ­φοί, καὶ ἀ­πὸ τὸν λο­γι­σμὸν τοῦ­τον, ὁ­ποῦ βάλ­λει εἴς τι­νας ὁ δι­ά­βο­λος καὶ τοὺς λέ­γει· Ἐ­σὺ εἶ­σαι ἀ­γράμ­μα­τος καὶ ἀ­μα­θὴς καὶ δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ἐ­κεῖ­να, ὁ­ποῦ λέ­γο­νται ἐν τῇ ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ, καὶ λοι­πὸν δι­α­τί ὅ­λως νὰ ὑ­πά­γῃς εἰς τὴν ἐκ­κ­λη­σί­αν; Σᾶς ἀ­πο­κρί­νε­ται γάρ, ἀ­δελ­φοί, ἕ­νας ἀβ­βᾶς εἰς τὸ “Γε­ρο­ντι­κὸν” καὶ σᾶς λέ­γει ὅ­τι· “Ἂν καὶ ἐ­σεῖς δὲν κα­τα­λα­βαί­νε­τε ἐ­κεῖ­να, ὁ­ποῦ λέ­γο­νται ἐν τῇ ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ, ἀλ­λὰ ὁ δι­ά­βο­λος τὰ κα­τα­λα­βαί­νει καὶ δι­ὰ τοῦ­το τρο­μά­ζει καὶ φο­βεῖ­ται καὶ φεύ­γει ἀ­πὸ λό­γου σας”. Ἀ­φή­νω νὰ λέ­γω ὅ­τι καὶ ἐ­σεῖς, ἄν καὶ δὲν κα­τα­λα­βαί­νε­τε ὅ­λα τὰ λό­γι­α, τὰ ἐν τῇ ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ λε­γό­με­να, ἀλ­λ’ ὅ­μως πολ­λὰ λό­γι­α ἐξ αὐ­τῶν κα­τα­λα­βαί­νε­τε, καὶ μὲ ἐ­κεῖ­να ὠ­φε­λεῖ­σθε. Προ­σθέ­τω δὲ καὶ τοῦ­το, ὅ­τι ἂν ἐ­σεῖς συ­χνὰ πη­γαί­νε­τε εἰς τὴν ἐκ­κ­λη­σί­αν καὶ ἀ­κού­ε­τε τὰ θεῖ­α λό­γι­α, ἡ συ­νέ­χει­α ἐ­κεί­νη ἔ­χει νὰ σᾶς κά­μῃ μὲ τὸ και­ρὸν νὰ κα­τα­λα­βαί­νε­τε ἐ­κεῖ­να, ὁ­ποῦ πρό­τε­ρον δὲν ἐ­κα­τα­λα­βαί­να­τε, ὡς λέ­γει ὁ Χρυ­σό­στο­μος, δι­ό­τι ὁ Θε­ός, βλέ­πω­ντας τὴν προ­θυ­μί­αν σας, ἀ­νοί­γει τὸν νοῦν σας καὶ τὸν φω­τί­ζει εἰς τὸ νὰ κα­τα­λα­βαί­νῃ»[11], νὰ ἀ­ντι­λαμ­βά­νε­ται τό­σον κα­λὰ τὰ ἱ­ε­ρὰ κεί­με­να, ὥ­στε νὰ σᾶς κα­τα­στή­σῃ δι­δα­σκά­λους τῶν ἄλ­λων[12].

Δι­ό­τι ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ἐ­γνώ­ρι­ζε ὅ,τι καὶ ὁ θε­ο­φώ­τι­στος μέ­γας Γέ­ρων, ὁ ἅ­γι­ος Βαρ­σα­νού­φι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὴν ἰ­δί­αν πε­ρί­που ἀ­πά­ντη­σι ἔ­δω­σε ὅ­ταν τοῦ ὑ­πε­βλή­θη ἡ ἐ­ρώ­τη­σις: «Πα­ρα­κα­λῶ σε, Πά­τερ, ἐ­πει­δὴ ἀ­να­γι­νώ­σκω τὸ ἑλ­λη­νι­στὶ καὶ οὐ νο­ῶ τί λέ­γω, εὖ­ξαι ἵ­να ὁ Κύ­ρι­ος συ­νε­τί­σῃ με εἰς τὴν ἀ­νά­γνω­σιν· καὶ εἰ­πέ μοι, εἰ ὀ­φεί­λω μα­θεῖν ἑλ­λη­νι­στὶ τοὺς ψαλ­μούς. —Ἀ­πό­κρι­σις: Πε­ρὶ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως, ἐ­ὰν κα­τὰ Θε­ὸν καὶ τὰ πρὸς ὠ­φέ­λει­αν ψυ­χῆς ζη­τή­σω­μεν ἐν τα­πει­νώ­σει, ἔ­στιν ὁ πα­ρέ­χων σύ­νε­σιν Θε­ός. Καὶ ἐ­ὰν ᾖ δό­μα Θε­οῦ, δῆ­λον ὅ­τι καὶ πρὸς σω­τη­ρί­αν γί­νε­ται ψυ­χῆς· αἱ γὰρ πλεῖ­σται τῶν βί­βλων ἑλ­λη­νι­κῇ δι­α­λέ­κτῳ εὑ­ρί­σκο­νται. Ἐ­ὰν δὲ καὶ τοὺς ψαλ­μοὺς κο­πι­ά­σῃς μα­θεῖν τῇ τοι­αύ­τῃ δι­α­λέ­κτῳ, εἰς βο­ή­θει­άν σου γί­νε­ται τοῦ­το τῶν ταύ­της τῆς δι­α­λέ­κτου ἀ­να­γνω­σμά­των· εἴ­τε οὖν ἀ­να­γνώ­σμα­τα, εἴ­τε μά­θη­σις ψαλ­μῶν, ἀ­δι­α­λεί­πτως μι­μνή­σκου τοῦ λέ­γο­ντος Θε­οῦ «μά­θε­τε ἀ­π’ ἐ­μοῦ ὅ­τι πρᾶ­ός εἰ­μι καὶ τα­πει­νὸς τῇ καρ­δί­ᾳ καὶ εὑ­ρή­σε­τε ἀ­νά­παυ­σιν ταῖς ψυ­χαῖς ὑ­μῶν». Νό­η­σον ἃ λέ­γω σοι· κἂν κο­πι­ά­σῃς, χά­ριν εὑ­ρί­σκε­ται, ἔ­χων σου ὁ κό­πος εἰς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον· ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ τῷ Κυ­ρί­ῳ ἡ­μῶν· ᾧ ἡ δό­ξα εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας. Ἀ­μήν»[13].

Ἀ­σφα­λῶς ἕ­να μέ­ρος τῶν Χρι­στι­α­νῶν σή­με­ρα, γα­λου­χη­μέ­νον εἰς τὰ νά­μα­τα τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ νε­ο-ἑλ­λη­νι­κοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ – εὐ­σε­βι­σμοῦ, ὅ­πως αὐ­τὸς ἄρ­χι­σε νὰ εἰ­σβά­λῃ εἰς τὴν κα­θ’ ἡ­μᾶς Ἀ­να­το­λὴ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴν ἤ­δη τῶν μα­κα­ρί­ων Κολ­λυ­βά­δων, δυ­σκο­λεύ­ε­ται νὰ δε­χθῇ τὴν δι­ὰ τα­πει­νώ­σε­ως προ­σέγ­γι­σι τῶν ἱ­ε­ρῶν κει­μέ­νων. Δυ­στυ­χῶς οἱ «μέ­σες – ἄ­κρες», τὶς ὁ­ποῖ­ες ὅ­λοι ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­ντι­λαμ­βά­νο­νται ἐκ τῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν κει­μέ­νων, κα­τὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α καὶ τοῦ σ., δὲν δη­μι­ουρ­γοῦν συ­ντρι­βὴ καὶ με­τά­νοι­α, δη­λα­δὴ δὲν δη­μι­ουρ­γοῦν τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες προϋ­πο­θέ­σεις δι­ὰ νὰ γνω­ρί­σουν τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ.

Ἀ­ντι­λαμ­βά­νο­μαι ὅ­τι σή­με­ρα ζη­τοῦ­με νὰ γνω­ρί­σω­με τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ πε­ρισ­σό­τε­ρον βά­σει τῶν πε­ρὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἀρ­χῶν τῆς γαλ­λι­κῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως καὶ ὄ­χι τό­σον βά­σει τῶν εὐ­αγ­γε­λι­κῶν ἐ­πι­τα­γῶν τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καὶ τῆς με­τα­νοί­ας. Ἀ­ντι­λαμ­βά­νο­μαι ὅ­τι ρέ­πο­με πρὸς τὴν νο­η­σι­αρ­χί­α, ἀλ­λὰ ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α, ἀ­ντὶ νὰ μᾶς συ­γκρα­τῇ, πρέ­πει νὰ μᾶς ὠ­θῇ εἰς αὐ­τὸν τὸν κα­τή­φο­ρον; Ἔ­τσι δὲν ὁ­μοι­ά­ζει ἄ­ρα­γε πρὸς τοὺς κα­κοὺς γο­νεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι κά­νουν τὰ χα­τή­ρι­α τῶν παι­δι­ῶν τους, δι­ὰ νὰ ἔ­χουν «τὸ κε­φα­λά­κι τους ἥ­συ­χο»; Εἶ­ναι ὀρ­θὸν ἄ­ρα­γε νὰ ἐ­πι­ζη­τοῦ­με τὴν με­τά­φρα­σι, δι­ὰ νὰ κα­λύ­ψω­με, μὲ μί­α σχέ­σι δι­α­νο­η­τι­κή, τὴν ἀ­που­σί­α τῆς κα­τα­νύ­ξε­ως; Ἄ­ρα­γε «γι­ὰ νὰ ἐν­νο­ή­σου­με “τί τὸ πλά­τος καὶ μῆ­κος καὶ βά­θος καὶ ὕ­ψος” (Ἐφ. 3, 18) τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς σω­τη­ρί­ας, χρει­ά­ζε­ται νὰ προ­η­γη­θεῖ ἡ κα­τα­νό­η­ση», ὅ­πως ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὁ σ.;

Ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νον εἶ­ναι νὰ κα­τα­λα­βαί­νω­με τὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα, ἀλ­λὰ δι­α­τί νὰ ἀρ­νού­με­θα ὅ­τι τὴν ὥ­ρα τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας ἡ «κα­τα­νό­η­ση» συ­ντε­λεῖ­ται μυ­στα­γω­γι­κῶς; Καλ­λι­ερ­γῶ­ντας τὴν νο­η­σι­αρ­χί­α τῆς λα­τρεί­ας καὶ τῆς κα­τη­χή­σε­ως, δὲν ἐ­ξο­μοι­ού­με­θα ἄ­ρα­γε πρὸς τοὺς δι­α­φω­τι­στάς; Ἐξ ἄλ­λου δι­ε­ρω­τῶ­μαι, πῶς ὁ σ. δη­λώ­νει ὅ­τι «ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀρ­κε­σθεῖ στὶς ἔ­κτα­κτες ἐ­πε­νέρ­γει­ες τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος», κα­θ’ ἣν στι­γμὴν ὁ ἴ­δι­ος ἀ­ντι­φά­σκει κα­τω­τέ­ρω γρά­φων: «Ἀ­φῆ­στε, σε­βα­στοὶ καὶ φίλ­τα­τοι ἀ­νη­συ­χοῦ­ντες, τὸ ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα νὰ δρά­σει στὶς ψυ­χές…».

«Ἡ γραμ­μα­τι­κὴ κα­τα­νό­η­ση τοῦ νο­ή­μα­τος τοῦ βι­βλι­κοῦ λό­γου δὲν εἶ­ναι προϋ­πό­θε­ση τῆ­ςἀ­πο­δο­χῆς του … Καμ­μι­ὰ ἀν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα καὶ κα­νέ­να γλωσ­σι­κὸ ἰ­δί­ω­μα, ὅ­σο τέ­λει­ο καὶ ἂν εἶ­ναι, δὲν μπο­ρεῖ ἀ­πὸ μό­νο του νὰ δι­ευ­κο­λύ­νει τὴν πρό­σβα­ση πρὸς τὴν ἀ­λή­θει­α τοῦ θεί­ου λό­γου … Ὁ ἔ­σχα­τος ὅ­ρος ἀ­να­φο­ρᾶς τῆς Γρα­φῆς δὲν εἶ­ναι ὁ λό­γος γι­ὰ τὸν Χρι­στό, ἀλ­λὰ ὁ ἴ­δι­ος ὁ ζω­ντα­νὸς Χρι­στός»[14].

Ἐ­κεῖ­νο, ὁ­ποὺ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν ἐ­μπο­δί­ζει τὸν σύγ­χρο­νον ἄν­θρω­πο νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σῃ μὲ τὸν Θε­όν, δὲν εἶ­ναι ἄ­ρα­γε ὁ με­ρι­σμὸς τῆς καρ­δι­ᾶς καὶ τῆς δι­α­νοί­ας του; Ἀ­ντὶ νὰ μο­νι­μο­ποι­οῦ­με τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ δι­χα­σμὸ τοῦ ση­με­ρι­νοῦ ἀν­θρώ­που, ἐν ὀ­νό­μα­τι κά­ποι­ου ἀ­πε­ρι­σκέ­πτου ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ (aggiornamento) τῆς ποι­μα­ντι­κῆς, μή­πως θὰ ἔ­πρε­πε νὰ τὸν βο­η­θή­σω­με νὰ ἀ­πο­κα­τα­στή­σῃ τὴν χα­μέ­νη πνευ­μα­τι­κήν του ἑ­νό­τη­τα; Ἂν ἡ δει­σι­δαι­μο­νί­α τοῦ πρα­κτι­κοῦ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος ἐ­γκυ­μο­νῇ με­γά­λους κιν­δύ­νους δι­ὰ τὸν πο­λι­τι­σμόν, ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α δὲν ἔ­χει ἄ­ρα­γε λό­γους νὰ ἀ­νη­συ­χῇ δι­ὰ τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοι­ού­των και­ρί­ων τραυ­μα­τι­σμῶν; Ἐ­φ’ ὅ­σον σή­με­ρα τὰ ὅ­ρι­α τῶν ἀ­να­γκῶν εἶ­ναι ἐ­ντε­λῶς αὐ­θαί­ρε­τα καὶ ὁ πο­λι­τι­σμός, ὁ­ποὺ ὑ­πάρ­χει δι­ὰ νὰ τὶς ἱ­κα­νο­ποι­ῇ, τεί­νει πρὸς τὴν ἀ­πο­σύν­θε­σιν, ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α νὰ συμ­μορ­φοῦ­ται ἄ­ρα­γε πρὸς τὰ κε­λεύ­σμα­τα τῆς ὅ­ποι­ας «ἀ­νά­γκης»;

Ὅ­μως, ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α ἔ­χει τὸν ἰ­δι­κόν της ἐ­πα­γω­γι­κὸ τρό­πο παι­δα­γω­γί­ας καὶ κα­τη­χή­σε­ως τοῦ λα­οῦ:

«… Δι­ὰ τῆς πα­τρο­πα­ρα­δό­του Ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κῆς μου­σι­κῆς ὄ­χι μό­νον τὰ ἱ­ε­ρὰ ᾄ­σμα­τα ἔ­γι­ναν προ­σφι­λῆ καὶ οἰ­κεῖ­α εἰς τὴν ἀ­κο­ήν, καὶ ἡ γλῶσ­σα, εἰς ἣν ταῦ­τα εἶ­ναι γε­γραμ­μέ­να, κα­τα­λη­πτή, ὡς ἔγ­γι­στα, καὶ εἰς τοὺς ἀ­γραμ­μά­τους, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τὰ τῶν θεί­ων Εὐ­αγ­γε­λί­ων τὰ ρή­μα­τα, δι­ὰ τῆς αὐ­τῆς Μου­σι­κῆς καὶ τοῦ λο­γα­οι­δι­κοῦ αὐ­τῆς τρό­που κα­τέ­στη­σαν οἰ­κει­ό­τε­ρα εἰς τὴν ἀ­κο­ήν, καὶ βα­θύ­τε­ρον πά­ντο­τε εἰσ­δύ­ου­σιν εἰς τῶν ἀ­κρο­α­τῶν τὰς καρ­δί­ας … Ὁ λο­γα­οι­δι­κὸς οὗ­τος τρό­πος τῆς ἀ­παγ­γε­λί­ας εἶ­ναι ἀρ­χαι­ό­τα­τος ἐν τῇ Ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ καὶ γνη­σί­ως Ἑλ­λη­νι­κός, ὅ­πως φαί­νε­ται καὶ εἰς τὰ πα­λαι­ὰ δρά­μα­τα … Ὁ τρό­πος οὗ­τος τῆς ἀ­παγ­γε­λί­ας, δι­ὰ τῆς πα­ρα­τά­σε­ως ὅ­λων μὲν τῶν συλ­λα­βῶν, ἀλ­λὰ μά­λι­στα τῆς κα­τα­λή­ξε­ως ἑ­κά­στης πε­ρι­ό­δου καὶ ἑ­κά­στου κώ­λου, ση­μαί­νει καὶ μι­μεῖ­ται τὸ κή­ρυ­γμα, ἤ­τοι τὴν φω­νὴν τοῦ κή­ρυ­κος, καὶ ἀ­ντα­πο­κρί­νε­ται εἰς τὴν ἐ­ντο­λὴν τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, “κη­ρύ­ξα­τε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον πά­σῃ τῇ κτί­σει”. Εἶ­ναι ἄ­ρα τὸ λο­γα­οι­δι­κὸν τοῦ­το μέ­λος κα­νο­νι­κώ­τα­τον ἐν τῇ Ἐκ­κ­λη­σί­ᾳ, καὶ ἀ­νή­κει εἰς τὸν πλ. δ΄ ἢ τὸν βα­ρὺν ἦ­χον. Ἐ­θί­ζε­ται δὲ ν’ ἀ­παγ­γέλ­λη­ται ὁ μὲν Ἀ­πό­στο­λος με­τά τι­νος ποι­κι­λί­ας τό­νων καὶ φθόγ­γων, τὸ δὲ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον ἁ­πλού­στε­ρον καὶ ὅ­λως ἀ­πε­ρίτ­τως. Οἱ πε­ρὶ πά­ντα ἐ­πι­πό­λαι­οι καὶ ἀ­τα­λαί­πω­ροι νε­ω­τε­ρι­σταὶ κα­τέ­κρι­ναν καὶ τὸ λο­γα­οι­δι­κὸν τοῦ­το μέ­λος, καὶ εἶ­παν ὅ­τι τοῦ­το εἶ­ναι “ἐ­πίρ­ρι­νον” δῆ­θεν καὶ κα­κό­ζη­λον. Εὗ­ρον δὲ καί τι­νας και­νο­τό­μους ἱ­ε­ρεῖς, οἵ­τι­νες πει­σθέ­ντες εἰς τὰς εἰ­ση­γή­σεις τῶν ξε­νο­φρό­νων ἐ­κεί­νων, κα­τήρ­γη­σαν αὐ­θαι­ρέ­τως τὸν λο­γα­οι­δι­κὸν τρό­πον καὶ ἀ­παγ­γέλ­λου­σι τὰς πε­ρι­κο­πὰς τῶν θεί­ων ρη­μά­των δι­’ ἁ­πλῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως. Εἰς τοὺς τοι­ού­τους ἱ­ε­ρεῖς πρέ­πει ν’ ἀ­πα­γο­ρευ­θῇ ἁρ­μο­δί­ως ἡ και­νο­το­μί­α αὕ­τη»[15].

Πρά­γμα­τι, «τὸ Τυ­πι­κὸν (τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας), σὲ ὅ­λες του τὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες, δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὸς “τύ­πος”, ἀλ­λὰ ἔ­χει θε­ο­λο­γι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο … (Καὶ αὐ­τὸ) προ­βλέ­πει τὴν ἐμ­με­λῆ ἀ­νά­γνω­ση, ὅ­ταν πρό­κει­ται γι­ὰ ἀ­να­γνώ­σμα­τα τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, καὶ ὄ­χι “χύ­μα”», ὅ­πως ἐ­πι­βάλ­λουν εἰς τοὺς νε­οέλ­λη­νας ὁ δι­α­φω­τι­σμὸς καὶ ὁ εὐ­σε­βι­σμός. «Ἡ ἀ­νά­γνω­ση ἑ­νὸς κει­μέ­νου μὲ σκο­πὸ δι­δα­κτι­κὸ καὶ ἠ­θι­κο­πλα­στι­κὸ δι­α­φέ­ρει ρι­ζι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­γνω­σή του μὲ μὲ πνεῦ­μα δο­ξο­λο­γι­κό. Στὴν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση οἱ λέ­ξεις συλ­λαμ­βά­νο­νται καὶ κα­τα­λαμ­βά­νο­νται ἀ­πὸ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο λό­γο. Στὴν δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση οἱ λέ­ξεις “πλα­τύ­νο­νται”, —ἐξ οὗ καὶ τὸ μέ­λος—, γι­ὰ νὰ “πε­ρι­λά­βουν” καὶ “κα­τα­λά­βουν” αὐ­τὲς τὸν ἀν­θρώ­πι­νο λό­γο. Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ ὅ­τι τὸ δεύ­τε­ρο αὐ­τὸ εἶ­δος ἀ­να­γνώ­σε­ως —τὸ δο­ξο­λο­γι­κὸ— προ­σκρού­ει εὐ­θέ­ως στὸν ὀρ­θο­λο­γι­σμό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­ξι­ώ­νει τὴν “κα­τά­λη­ψη” τῆς ἀ­λη­θεί­ας ἀ­πὸ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο λό­γο … Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι οἱ ἀ­ξι­ώ­σεις μὴ ἐμ­με­λοῦς ἀ­να­γνώ­σε­ως τῶν βι­βλι­κῶν κει­μέ­νων ἐ­γεί­ρο­νται σὲ μι­ὰ ἐ­πο­χή, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­αν ἡ μὲν πε­ριρ­ρέ­ου­σα πο­λι­τι­σμι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα εἶ­ναι ὀρ­θο­λο­γι­κή, ἡ δὲ Ἐκ­κ­λη­σί­α, ἔ­χο­ντας χά­σει τὴν συ­νεί­δη­ση τῆς ἐ­σχα­το­λο­γι­κῆς φύ­σε­ως τῆς Λει­τουρ­γί­ας, τὴν με­τέ­τρε­ψε σὲ δι­δα­κτι­κὸ καὶ ἠ­θι­κο­πλα­στι­κὸ μέ­σον, τὸ ὁ­ποῖ­ο φυ­σι­κὰ τῆς ἐ­πι­βάλ­λει νὰ προ­βαί­νει σὲ και­νο­το­μί­ες τοῦ εἴ­δους τῆς μὴ ἐμ­με­λοῦς ἀ­παγ­γε­λί­ας τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν ἀ­να­γνω­σμά­των, γι­ὰ κα­λύ­τε­ρη “κα­τα­νό­η­σή” τους … Πα­ρα­λεί­πο­με τὴν ἀ­να­φο­ρὰ στὸν σο­βα­ρὸ κίν­δυ­νο, ποὺ ἐ­μπε­ρι­έ­χε­ται στὴν μὴ ἐμ­με­λῆ ἀ­νά­γνω­ση, νὰ ὑ­πει­σέλ­θει τὸ ὑ­πο­κει­με­νι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­παγ­γε­λί­ας. Πρό­κει­ται γι­ὰ κίν­δυ­νο πο­λὺ σο­βα­ρώ­τε­ρο ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον, ποὺ συ­νή­θως πα­ρα­τη­ρεῖ­ται, τῆς ἐ­πι­δεί­ξε­ως μου­σι­κῶν καὶ ψαλ­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των τοῦ ἀ­να­γνώ­στου σὲ βά­ρος τῆς ἐν­νοί­ας τοῦ κει­μέ­νου, κα­τὰ τὴν ἐμ­με­λῆ ἀ­νά­γνω­ση…»[16].

«Ὅ­μως», δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ σ., «εἶ­ναι ὄ­ντως δι­α­τη­ρη­τέ­α ἡ πα­ρα­δε­δο­μέ­νη “τά­ξη”;». Καὶ δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ἡ ἐν με­τα­φρά­σει ἀ­νά­γνω­σις τοῦ ἀ­πο­στο­λι­κοῦ καὶ εὐ­αγ­γε­λι­κοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τος ἔ­χει ἁ­πλῶς τὴν θέ­σιν τοῦ κη­ρύ­γμα­τος. Ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἂς μοῦ ἐ­πι­τρα­πῇ νὰ πα­ρα­τη­ρή­σω ὅ­τι ὁ σ. ἀ­στο­χεῖ. Τὸ κή­ρυ­γμα εἶ­ναι ἀ­να­γκαῖ­ον εἰς τὴν Ἐκ­κ­λη­σί­αν, ἐ­πι­βάλ­λε­ται νὰ γί­νε­ται, ἀλ­λ’ οὐ­δέ­πο­τε ὡς ὑ­πο­κα­τά­στα­τον τοῦ ἱ­ε­ροῦ κει­μέ­νου. Ἂν ἡ με­τά­φρα­σις δὲν φι­λο­δο­ξοῦ­σε νὰ δι­εκ­δι­κή­σῃ τὴν θέ­σι τοῦ πρω­το­τύ­που, δὲν θὰ ἀ­νε­γι­νώ­σκε­το πρὸ τῆς εἰ­ρη­νεύ­σε­ως τοῦ Ἀ­να­γνώ­στου, ὁ­ποὺ ἀ­νέ­γνω­σε τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸν κεί­με­νον, ἢ τοῦ Δι­α­κό­νου, ὁ­ποὺ ἀ­νέ­γνω­σε τὸ ἱ­ε­ρὸν Εὐ­αγ­γέ­λι­ον! Δὲν θὰ ἀ­νε­γι­νώ­σκε­το ἡ με­τά­φρα­σις πρὸ τοῦ Ἀλ­λη­λου­α­ρί­ου καὶ πρὸ τοῦ: «Δό­ξα σοι, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι»! Ἡ ἀ­νά­γνω­σις τῆς με­τα­φρά­σε­ως εἰς τὸ ση­μεῖ­ον ἐ­κεῖ­νο τὴν κα­θι­στᾶ ταυ­τό­ση­μον ὄ­χι πρὸς τὸ κή­ρυ­γμα, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­κο­λου­θεῖ (κα­τὰ τὴν τά­ξιν τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων), ἀλ­λὰ πρὸς τὸ ἱ­ε­ρὸν πρω­τό­τυ­πον κεί­με­νο, δι­ὰ τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­φή­νει πο­λὺ σο­βα­ρὰς ὑ­πο­ψί­ας ὅ­τι φι­λο­δο­ξεῖ ἐν και­ρῷ νὰ ὑ­πο­κα­τα­στή­σῃ!

Ὅ­πως δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὁ σ., μὲ τὴν ἐ­π’ ἐκ­κ­λη­σί­ας ἀ­νά­γνω­σι τῆς με­τα­φρά­σε­ως τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, δὲν ἀ­νοί­γο­με τοὺς ἀ­σκοὺς τοῦ Αἰ­ό­λου γι­ὰ νὰ ἐ­πα­κο­λου­θή­σουν ἀλ­λοι­ώ­σεις εἰς τὴν «μορ­φὴ καὶ τὴν ὑ­φὴ τῆς θεί­ας λα­τρεί­ας». Ὅ­μως καὶ πά­λιν ἂς μοῦ ἐ­πι­τρα­πῇ νὰ δι­α­φω­νή­σω. Ἡ μέ­χρι σή­με­ρον πο­ρεί­α ἄλ­λα λέ­γει. Ἀρ­χι­κῶς ἐ­ξε­δό­θη ἡ με­τά­φρα­σις ὑ­πὸ τῶν ἓξ κα­θη­γη­τῶν τὸ ἔ­τος 1989, κα­τό­πιν ἐ­γκρί­σε­ως τῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κ­λη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καὶ τῆς ἐν Κων­στα­ντι­νου­πό­λει Με­γά­λης τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κ­λη­σί­ας, ὥ­στε νὰ πλη­ροῖ καὶ τὶς ὑ­πὸ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Συ­ντά­γμα­τος, (κα­τὰ τὸ ἄρ­θρον 3, 3), προ­βλε­πό­με­νες ἀ­να­γκαῖ­ες προϋ­πο­θέ­σεις.

Ὅ­μως εἰς τὴν ἐ­γκρι­τι­κὴν ἐ­πι­στο­λήν του ἐ­κεί­νην ὁ μα­κα­ρι­στὸς Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τρι­άρ­χης Δη­μή­τρι­ος ἔ­γρα­φε: «…Ἔ­γνω­μεν Συ­νο­δι­κῶς ἐκ­φρά­σαι … (καὶ) ἐ­πευ­λο­γῆ­σαι τὴν ἐν προ­κει­μέ­νῳ κα­τα­βλη­θεῖ­σαν ἀ­γα­στὴν ὑ­μῶν (δηλ. τῶν ἓξ κα­θη­γη­τῶν) προ­σπά­θει­αν (δηλ. τὴν με­τά­φρα­σιν τῆς Κ.Δ), καὶ τὸ δι­ὰ ταύ­της αἰ­σί­ως εἰς πέ­ρας ἀ­χθὲν ἔρ­γον ὑ­μῶν, ὅ­περ με­γά­λως μέλ­λει ἐ­φ’ ἑ­ξῆς συμ­βάλ­λε­σθαι εἰς τὴν εὐ­ρυ­τέ­ραν πα­ρὰ τῷ ἡ­με­τέ­ρῳ πλη­ρώ­μα­τι χρῆ­σιν, με­λέ­την καὶ κα­τα­νό­η­σιν τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης πλήν, βε­βαί­ως καὶ ὡς εἰ­κός, τῆς λει­τουρ­γι­κῆς…»[17].

Ἀρ­γό­τε­ρον, τὸ 2003, κα­τό­πιν εἰ­ση­γή­σε­ως τῆς εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Λει­τουρ­γι­κῆς Ἀ­να­γεν­νή­σε­ως, ἐ­ξε­δό­θη ὑ­πὸ τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Δι­α­κο­νί­ας τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος τὸ «’Ε­κλο­γά­δι­ον», πα­ρα­δε­δε­γμέ­νον κεί­με­νον καὶ με­τά­φρα­σις πε­ρι­κο­πῶν τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, «ὥ­στε νὰ δι­ευ­κο­λύ­νε­ται ἡ κα­τ’ ἰ­δί­αν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, ἀ­φοῦ μὲ τὸ τρό­πον αὐ­τὸ οἱ πι­στοὶ γνω­ρί­ζουν ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ποι­ὰ ἀ­γι­ο­γρα­φι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ θὰ ἀ­να­γνω­σθῇ σὲ κά­θε λει­τουρ­γι­κὴ σύ­να­ξι καὶ μπο­ροῦν νὰ προ­ε­τοι­μα­σθοῦν γι­ὰ τὴν κα­τα­νό­η­σί της». Τὸ ἔ­τος 2004, κα­τό­πιν τῆς ἀ­πὸ τοῦ 1986 προ­η­γη­θεί­σης εἰ­ση­γή­σε­ως κά­ποι­ου κα­θη­γη­τοῦ[18], ἡ με­τά­φρα­σις αὐ­τὴ ἀ­να­γι­νώ­σκε­ται ἐ­π’ ἐκ­κ­λη­σί­ας, ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἀ­νά­γνω­σιν τοῦ ἱ­ε­ροῦ πρω­το­τύ­που.

Ὅ­μως οἱ λό­γοι, ὁ­ποὺ ἐ­πι­βά­λουν τὴν ἐ­π’ ἐκ­κ­λη­σί­ας ἀ­νά­γνω­σιν αὐ­τῆς τῆς με­τα­φρά­σε­ως, συ­μπί­πτουν ἐ­πα­κρι­βῶς μὲ ἐ­κεί­νους τοὺς ὁ­ποί­ους ἄλ­λοι κα­θη­γη­ταὶ ἐ­πι­κα­λοῦ­νται ὡς ἐ­πι­τα­κτι­κὴν ἀ­νά­γκη με­τα­γλω­τίσ­σε­ως ὁ­λο­κλή­ρου τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας καὶ ἐν γέ­νει τῶν ἱ­ε­ρῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν[19]. Τί ἀ­πο­κλεί­ει λοι­πὸν αὔ­ρι­ο, νὰ γε­νι­κευ­θῇ ἡ με­τα­γλώτ­τι­σις τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων;

Ὁ σ. ἤ­δη ἐ­πι­χει­ρεῖ σα­φῆ δι­ά­σπα­σι τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας. Μά­λι­στα κα­θο­ρί­ζει σα­φῶς ὅ­τι εἰς τὸ πρῶ­τον μέ­ρος ὁ­μι­λεῖ ὁ Θε­ὸς πρὸς τὸν λα­ὸν καὶ ἀ­παι­τεῖ­ται ὁ νοῦς (!), ἐ­νῶ εἰς τὸ δεύ­τε­ρον ὁ­μι­λεῖ ὁ λα­ὸς πρὸς τὸν Θε­ὸν καὶ χρει­ά­ζε­ται ἡ καρ­δί­α (!). Δι­ε­ρω­τῶ­μαι: ἀ­γνο­εῖ τὴν Εὐ­χὴν πρὸ τῆς ἀ­να­γνώ­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου; Ἀ­γνο­εῖ τὴν ἐκ­φώ­νη­σι τῶν συ­στα­τι­κῶν λό­γων εἰς τὴν Ἁ­γί­αν Ἀ­να­φο­ράν; Μή­πως, τέ­λος πά­ντων, προ­σπα­θεῖ νὰ κα­τα­στή­σῃ εὐ­ά­λω­τον τὸ πρῶ­τον μέ­ρος τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας; Καὶ τό­τε τί θὰ ἐ­μπό­δι­ζε νὰ ἐ­πε­κτα­θῇ τοῦ­το τὸ μέ­τρον καὶ εἰς τὸ ὑ­πό­λοι­πον μέ­ρος; Ἐξ ἄλ­λου ὁ σ. ἔ­χει τὴν ἄ­πο­ψι ὅ­τι εἰς τὴν Ἐκ­κ­λη­σί­αν, ἂν ὄ­χι ὅ­λα, τοὐ­λά­χι­στον πολ­λὰ ἐ­πι­βάλ­λο­νται πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κῶς. Καὶ ἤ­δη, ἐμ­μέ­σως πλὴν σα­φῶς, μέμ­φε­ται τὴν ση­με­ρι­νὴ λα­τρεί­α, τὸ τυ­πι­κὸ καὶ τὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας ὡς «συ­νον­θύ­λευ­μα ἰ­δε­ο­λο­γη­μά­των, συλ­λο­γὴ προ­σκυ­νου­μέ­νων εἰ­δώ­λων, κω­νω­πο­βρι­θὴ βάλ­το». Μή­πως ὄν­τως προ­βλέ­πει κά­τι;

 

__________________

[1] Μη­τρο­πο­λί­του Πα­τρῶν Νι­κο­δή­μου, «Ἡ ἀρ­τι­φα­νὴς με­τά­φρα­σις τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης (ὑ­πὸ τῶν ἓξ κα­θη­γη­τῶν) καὶ ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α», ἀ­νά­τυ­πον ἐκ τῆς «Θε­ο­λο­γί­ας», τόμ. Ν­Ζ΄, Ἀ­θῆ­ναι 1986, τεῦχ. Γ΄, σ. 489-502.

[2] Πρβλ. πε­ρι­ο­δι­κὸν «Ἀ­νά­πλα­σις», Σε­πτ. -Ὀ­κτ. 2004, Ἀ­θῆ­ναι, τ. 413, σ. 131-8.

[3] Στε­φα­νί­δου Β., «Ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὴ Ἱ­στο­ρί­α», ἔκ­δ. «Ἀ­στέ­ρος», Ἀ­θῆ­ναι 1970, σ. 51, 76.

[4] «Ἐ­νῶ ἡ Ἐκ­κ­λη­σί­α ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν Θε­ο­τό­κον ἀ­ει­πάρ­θε­νον Μα­ρί­αν, ὡς «με­τὰ Θε­ὸν θε­όν, ὡς ἔ­χου­σαν τὰ δευ­τε­ρεῖ­α τῆς Τρι­ά­δος», ἡ (Ἀ­δελ­φό­της) «Ζω­ὴ» «ἐ­δο­γμά­τι­ζεν», ὅ­τι «ὁ Πρῶ­τος με­τὰ τὸν Ἕ­να», δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στόν, δὲν εἶ­ναι ἡ Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ὁ δοῦ­λος Της μέ­γας Παῦ­λος! Καὶ ὡς συ­νέ­πει­α τοῦ «δό­γμα­τος» αὐ­τοῦ, ἦ­ταν ἡ ἁ­μαρ­τω­λὴ σι­ω­πὴ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ πάν­σε­πτον Πρό­σω­πόν Της…». (Μο­να­χοῦ Θε­ο­κλή­του Δι­ο­νυ­σι­ά­του, «Τὸ “ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κὸν” πρό­βλη­μα ὑ­πὸ τὸ φῶς τῆς πα­ρα­δό­σε­ως», Θεσ­σα­λο­νί­κη – Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος 1994, σ. 16).

[5] Φλω­ρόφ­σκυ Γ. πρ., «Ἁ­γί­α Γρα­φή, Ἐκ­κ­λη­σί­α, Πα­ρά­δο­σις», ἔκ­δ. «Πουρ­να­ρᾶ», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1976, σ. 66. Πρβλ. Πα­να­γο­πού­λου Ἰ­ωάν., «Ἡ ἐρ­μη­νεί­α τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς στὴν Ἐκ­κ­λη­σί­α τῶν Πα­τέ­ρων», ἔκ­δ. «Ἀ­κρί­τα», Ἀ­θῆ­ναι 1991, σ. 39.

[6] Σι­ώ­τη Μ., «Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ», ἐν συλ­λ. τό­μῳ «Ὁ Ζω­ντα­νὸς λό­γος», ἔκ­δ. Ἱ­δρύμ. «Ὅ­σι­ος Ἰ­ωάν­νης Ρῶσ­σος», Ἀ­θῆ­ναι 1970, σ. 27.

[7] Φλω­ρόφ­σκυ Γ., ἔν­θ’ ἀ­νωτ., σ. 40-1.

[8] Ἁ­γί­ου Σω­φρο­νί­ου Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, «Βί­ος τῆς ὁ­σί­ας Μα­ρί­ας τῆς Αἰ­γυ­πτί­ας», ἔκ­δ. Ἱ. Μ. Γη­ρο­κο­μεί­ου, Πά­τραι 1987, σ. 90.

[9] Ἁ­γί­ου Ἰ­ωάν­νου Χρυ­σο­στό­μου, «Ὁ­μι­λί­α Ι­Α΄ εἰς τὸ κα­τὰ Ἰ­ωάν­νην», P.G. 59, 78-9.

[10] Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Ὁ­μο­λο­γί­α πί­στε­ως», ἐν Βε­νε­τί­ᾳ 1819, σ. 89.

[11] Ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του, «Χρη­στο­ή­θει­α», ἔκ­δ. «Ρη­γο­πού­λου», Θεσ­σα­λο­νί­κη 1984, σ. 304-5.

[12] Πρβλ. /ὅ­ρα P.G. 59, 78

[13] «Βί­βλος … συγ­γ­ρα­φεῖ­σα μὲν πα­ρὰ τῶν ὁ­σί­ων καὶ θε­ο­φό­ρων πα­τέ­ρων ἡ­μῶν Βαρ­σα­νου­φί­ου καὶ Ἰ­ωάν­νου, ἐ­πι­με­λῶς δὲ δι­ορ­θω­θεῖ­σα … πα­ρὰ τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του», ἐν Βό­λῳ 1960, «Ἀ­πό­κρι­σις σκη΄», σ. 141-2.

[14] Πα­να­γο­πού­λου Ἰ­ωάν., «Μόρ­φω­ση καὶ Με­τα­μόρ­φω­ση», (Δο­κί­μι­ο θε­ο­λο­γι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ στὸ ζή­τη­μα τῆς με­τα­φρά­σε­ως τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς: «Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ στὴν γλώσ­σα τοῦ ἀν­θρώ­που»), ἔκ­δ. «Ἄ­θω», Ἀ­θῆ­ναι 2000, σ. 323-4.

[15] Πα­πα­δι­α­μά­ντη Ἀλ., «Ἡ Μου­σι­κὴ καὶ τὰ Ἱ­ε­ρὰ Εὐ­αγ­γέ­λι­α», ἐν «Ἅ­πα­ντα», ἔκ­δ. «Δό­μου», Ἀ­θῆ­ναι 1988, τ. 5, σ. 237-8.

[16] Μη­τρο­πο­λί­του Περ­γά­μου Ἰ­ωάν­νου, «Συμ­βο­λι­σμὸς καὶ Ρε­α­λι­σμὸς στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Λα­τρεί­α», ἐν πε­ρι­οδ. «Σύ­να­ξη», Ἀ­θῆ­ναι 1999, τ. 71, σ. 7, 20-1.

[17] Ὑ­π’ ἀρ. πρωτ. 1177/22-12-1988.

[18] Πρβλ. πε­ρι­οδ. «Ἀ­νά­πλα­σις», ἔν­θ’ ἀ­νωτ., σ. 132.

[19] Πρβλ. σχε­τι­κὰ ἄρ­θρα ἐν πε­ρι­οδ. «Σύ­να­ξη», τ. 66, 67, 71, 72.

 

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes