Εἰς τὸ παρελθὸν τεῦχος μηνὸς Φεβρουαρίου 2011 τοῦ περιοδικοῦ «Ἐφημέριος», ἐδημοσιεύθη ἄρθρον τοῦ ἀναπληρωτοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Α.Π.Θ. κ. Παναγιώτου Σκαλτσῆ, ὑπὸ τὸν τίτλον: «Ἰωάννης Φουντούλης καὶ μυστικὴ Λατρεία». Ἐπιτρέψατέ μου, παρακαλῶ, νὰ ἐκθέσω ἐπ’ αὐτοῦ,ὅσον δύναμαι ἐπιγραμματικῶς, κάποιες ἀπόψεις. Σεβόμενος τὸν χῶρον τοῦ περιοδικοῦ, θὰ περιορισθῶ μόνον εἰς τὶς κυριώτερες ἀνακρίβειες τοῦ ἐν λόγῳ ἄρθρου, ἱκανές, κατὰ τὴν ἄποψίν μου, νὰ δημιουργήσουν λανθασμένες ἀντιλήψεις.
α΄) Ἀναφέρεται, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον, ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς 139ης Νεαρᾶς τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὡς «ἕνα κείμενο ρωμαλέο». Ὅμως, ἀποσιωπᾶται ὅ,τι ἔγραφε ὁ Ἰ. Φουντούλης διὰ τὴν ἀπαξίωσιν τοῦ πολιτειακοῦ αὐτοῦ νόμου ἐκ μέρους τῆς θεολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς Ἐκκλησίας, οὕτως ὥστε αὐτὴ «ἡ Νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ … μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν»[1]. Ἄλλως τε, ὁ Ἰουστινιανὸς καὶ ἄλλα διατάγματα ἐξέδωκε, ὡς ἐκεῖνο ὁποὺ ἀνεφέρετο εἰς τὴν «βδελυρὰν … δογματοποιΐαν … ὡς … ἄφθαρτον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως γεγενῆσθαι»[2], μία αἱρετικὴ διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀπερρίφθη ὑπὸ τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας[3].
β΄) Ὡς χρόνος ἐπικρατήσεως τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν, κατὰ τὸ ἄρθρον, ὁρίζονται «οἱ μετέπειτα αἰῶνες καὶ δὴἡ Τουρκοκρατία». Ὅμως, ὁ Ἰ. Φουντούλης γράφει ὅτι, ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ (Ϛ΄ αἰών), εἶχεν ἐπικρατήσει «ἡ πρᾶξις αὐτὴ» τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως[4]. Τὴν ἄποψιν αὐτὴν συμμερίζετο ἀπολύτως καὶ ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας.[5] Δηλαδή, τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ἐπεκράτησε ἡ ὀρθόδοξος δογματικὴ διδασκαλία, ἐπεκράτησε καὶ ἡὀρθόδοξος – μυστικὴ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας.
Ὑποθέτω, ὅτι ὡς «μετέπειτα αἰῶνες» ἐννοοῦνται κάποιες περίοδοι, ὅπου μία «ἱερὰ σκουριὰ» ἐπεκάθισε ἐπὶ τῆς αὐθεντικῆς λειτουργικῆς πράξεως. Διερωτῶμαι, μήπως ὁ ἅγιος Γερμανὸς Κωνσταντινουπόλεως (†733), ὁ Θεόδωρος Ἀνδίδων (†1230), ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας (†1392) ἢ ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης (†1430) ἀνήκουν εἰς μίαν τέτοιαν περίοδον θεολογικῆς παρακμῆς; Μήπως ὁ ἐμπνευστὴς ὅλων αὐτῶν, ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς, ὁ ὁποῖος «κατὰ τὸν Dalmais[6], ἀποφεύγει νὰ παρουσιάσῃ εἰς τὸ “κοινὸν” τὴν εὐχαριστιακὴν εὐχήν, ἐπειδὴ ἀνεγινώσκετο ὑπὸ τοῦ ἱερουργοῦντος μυστικῶς κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὡς ἄλλωστε καὶ σήμερον»[7], ἢ καὶ ὁ ἀρχαιότερος αὐτοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ὅλοι παραπέμπουν, ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, εἶναι ἐκφρασταὶ μιᾶς τέτοιας παρακμῆς; Μήπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖ διὰ τὴν ἀποστολικότητα τῆς παραδόσεως τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν[8],ἢ οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν περιγραφὴν τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἐνῶ ἀναφέρουν τὰ συστατικὰ λόγια, ἀποσιωποῦν ἐπιμελῶς ἅπαντες τὰ εὐχαριστιακὰ -τελεστικὰ λόγια τοῦ Κυρίου[9], ἀνήκουν εἰς τοὺς «μετέπειτα αἰῶνες»;
γ΄) Μετὰ φανερᾶς σκωπτικῆς διαθέσεως καταβάλλεται προσπάθεια, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον, πρὸς ἐξιχνίασιν τῆς λειτουργικῆς ἐννοίας τοῦ ὅρου «μυστικῶς», καθ’ ἣν στιγμὴν εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ βυζαντινοὶ ὑπομνηματισταὶ τὴν προσδιορίζουν ἐπακριβῶς. Κατ’ αὐτούς, λοιπόν, «μυστικῶς» σημαίνει «ὑποψιθυρίζειν»[10]. Μεταξὺ ἄλλων, ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁμιλεῖ περὶ «“μυστικῆς ἐπιτελουμένης εὐχῆς”[11], ἤγουν ὅτε ὁ ἱερεύς, τὸν ἄρτον ἁγιασθῆναι καὶ τὸ ποτήριον, καθ’ ἑαυτὸν εὔχεται»[12].
δ΄) Ἡ ἔλλειψις διακόνου συνήργησε, κατὰ τὸ ἄρθρον, εἰς τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ἐνῶ εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ συμμετοχὴ τοῦ διακόνου συμβάλλει εἰς τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν, ἐφ’ ὅσον «ἐν ὅσῳ τῶν αἰτήσεων ὁ διάκονος ἐξηγεῖται καὶ ὁ λαὸς εὔχεται, ὁ ἱερεὺς ἔνδον εὐχὴν ποιεῖται ἡσυχῇ καθ’ ἑαυτόν…»[13].
ε΄) Πρὸς ἐπίρρωσιν δῆθεν τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἄρθρον ἐπιστρατεύεται ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης,«ποὺ θέλει τὶς εὐχὲς νὰ ἀναγινώσκονται “μετὰ προσοχῆς καὶ ἀργῶς… ἐν ἐπηκόῳ”» (PG 155, 212C). Ὅμως, ὡς σαφῶς γνωρίζει καθεὶς μελετητὴς τοῦ ἁγίου Συμεών, τὸ ἐν λόγῳ χωρίον ἀναφέρεται εἰς «τοὺς ἀφορκισμοὺς… ἐν τῷ θείῳ Βαπτίσματι», καὶ ἀσφαλῶς οὐδεὶς ἀμφιβάλλει περὶ τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ κατηχουμένου καὶ τῶν λοιπῶν λαϊκῶν ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν αὐτῶν. Ἀλλὰ εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, ὁ ἅγιος Συμεὼν διευκρινίζει ὅτι ὁ ἱερεὺς μόνον«τὴν ὀπισθάμβωνον εὐχὴν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ… εἰς ἐπήκοον ἐκφωνεῖ» (PG 155, 301C), ἔχων ἤδη καταστήσει σαφὲς ὅτι, εἰς ὅλες τὶς ἀκολουθίες, ὁ ἱερεὺς ἐνῶ «ἐπεύχεται μετὰ σιγῆς… ἐν ἐκφωνήσει δοξολογεῖ» (PG 155, 612D).
ς΄) Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης προβάλλεται εἰς τὸ ἄρθρον, ὡς δῆθεν θιασώτης τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας. Πρὸς τοῦτο γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν λόγον του: «Μὲ ποῖον τρόπον πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ», καὶ χρησιμοποιοῦνται οἱ παράγραφοι: «Ὅτι οἱ ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ δὲν πρέπει νὰ βιάζωνται, πότε νὰ εὔγουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν», «Ὅτι δὲν πρέπει οἱ ἱερεῖς νὰ διαβάζουν ἐν ταὐτῷ, ἄλλος ἕνα βιβλίον καὶ ἄλλος ἄλλο ἐν τῆ ἐκκλησίᾳ» καί, «Τί σημαίνει ἡ χαρὰ ὁποὺ λαμβάνει τινὰς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ»[14]. Εἰς τὶς σελίδες αὐτὲς ὁ ἅγιος Νικόδημος γράφει: «Οἱ ἅγιοι ἱερεῖς νὰ ἀναγινώσκετε καὶ νὰ ψάλλετε τὰς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἱερὰς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου, τῆς θείας λειτουργίας καὶ τοῦ ἑσπερινοῦ, μὲ ἀργοπορίαν καὶ μετὰ εὐταξίας καὶ εὐλαβείας… Οἱ ἅγιοι ἱερεῖς ἂς διαβάζουν τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν καὶ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, μὲ ἀργοπορίαν καὶ ἂς φυλαχθοῦν,διὰ ἀγάπην Θεοῦ, ἀπὸ τὸ νὰ διαβάζουν εἰς ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν καιρόν, ἄλλος μὲν τὴν Παρακλητικήν, ἄλλος δὲ τὸ Μηναῖον καὶ ἄλλος τὸ Ψαλτήριον… Ἀδελφοί μου… ἐὰν ἀκούετε μὲ προσοχὴν τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λεγόμενα καὶ διδασκόμενα… θέλετε γλυκανθῆ… Διότι ἡ χαρὰ ἡ πνευματικὴ εἶναι σημάδι ὅτι… ἐλάβετε τὴν χάριν… ὅτε ἐβαπτίσθητε, ἥτις… τότε, ὅταν ἐσεῖς ἀκούετε τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ψαλλόμενα ἱερὰ ψάλματα… ἐνεργεῖ… ἔσωθεν καὶ σᾶς προξενεῖ… χαρὰν καὶ γλυκύτητα…». Ὅμως, τὰ ἀνωτέρω δὲν ἀφοροῦν τὴν θείαν Λειτουργίαν, πολὺ δὲ περισσότερον τὰς ἱερατικὰς εὐχὰς αὐτῆς. Βεβαίως, εἰς τὸν ἴδιον Λόγον του ὁμιλεῖ εἰδικῶς καὶ περὶ τῆς θείας Λειτουργίας· πρόκειται περὶ τοῦ «κοινωνικοῦ». Ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἅγιος ὅτι τὴν ὥραν αὐτήν, εἰς τοὺς ἐνοριακοὺς κυρίως ναούς, γίνεται χασμῳδία. Παρ’ ὅλα αὐτά, δὲν συμβουλεύει νὰ ἀκουσθοῦν οἱ ἱερατικὲς εὐχὲς ἐκείνης τῆς στιγμῆς, ἀλλὰ τί λέγει; «Ἀντὶ νὰ ψάλλεται ἀργῶς τὸ Κοινωνικόν, νὰ γίνεται ἀνάγνωσις κανενὸς λόγου ψυχωφελοῦς, διὰ νὰ ἀκούουν οἱ χριστιανοὶ νὰ ὠφελοῦνται, καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν ἂς λέγεται τὸ Κοινωνικόν»[15]. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ἐγνώριζε καλῶς ὅτι οἱ ἱερατικὲς εὐχὲς τῆς θείας Λειτουργίας ἀναγινώσκονται πάντοτε μυστικῶς[16].
Φοβούμενος τὴν κατάχρησιν τοῦ περιωρισμένου χώρου τοῦ «Ἐφημερίου», ἀρκοῦμαι εἰς τὰ ἀνωτέρω, τὰ ὁποῖα ἴσως εἶναι οἱ σημαντικώτερες ἀστοχίες τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ. Ἡ παρέμβασίς μου ἀποβλέπει ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἀληθείας δι’ ἓν συγκεκριμένον θέμα· ἐπ’ οὐδενὶ θὰ ἤθελα νὰ ἐκληφθῇ ὡς σχετικοποίησις τῆς λειτουργικῆς προσφορᾶς τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν.
Μετὰ τιμῆς,
ἀρχιμ. Νικόδημος Μπαρούσης,
Ἱ. Μονὴ Χρυσοποδαριτίσσης – Νεζερῶν.
[1]Ι.Φουντουλη, Λειτουργικὰ θέματα, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 25-26.
[2] «Βίος τοῦ τρισμακαριστοῦ Εὐτυχίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, παρὰ Εὐστρατίου πρεσβυτέρου ταπεινοῦ», «Corpus Christianorum», «Series Graeca 25», ἔκδ. «Brepols- Tournhout», Bruxelles, 1992, σ. 34ἑξ.
[3] Πρβλ. Ἁγίου Νικοδημου Αγιορειτου, Συναξαριστὴς τῶν Δώδεκα Μηνῶν τοῦ Ἐνιαυτοῦ, ἔκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 2005, τ. Γ΄, σσ. 415-416 / Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τ. 2, ἔκδ. «Ζωή», Ἀθῆναι, 1959, σσ. 78-80.
[4] Πρβλ. Ι. Φουντουλη, Λειτουργικὰ θέματα, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 25-26.
[5] P. N. Trempelas, «L’ audition de l’ anaphore eucharistique par le peuple», L’ Eglise et les Eglises,ἔκδ. «Chevetogne», Βέλγιον, τ. II, σ. 220.
[6]I. Dalmais,Mystere liturgique et divinisation dans la “Mystagogie” de saint Maxime le Confesseur, Paris, 1972, σ. 60.
[7]Χ. Σωτηροπουλου, Ἡ Μυσταγωγία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Ἀθῆναι, 1994, σ. 90.
[8] Πρβλ. ΒΕΠΕΣ 52, 287. Πρβλ. Ἁγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον, ἔκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι, 1976, σ. 645 / Ἁγίου Αθανασιου Παριου, «Περὶ Παραδόσεως», 5, ἐν : Π. Πάσχου, Ἐν ἀσκήσει καὶ μαρτυρίῳ, ἔκδ. «Ἁρμός», Ἀθήνα, 1996, σ. 87.
[9] Πρβλ. PG 155, 740. Ἐπίσης, πρβλ. «Γράμμα Συνοδικὸν πρὸς τὸν πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Γεράσιμον κατὰ τῆς ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ μὴ φανερᾶς ἐκφωνήσεως τοῦ “Λάβετε φάγετε”», ἐν : Μ. Γεδεων, «Κανονικαὶ Διατάξεις», τ. Α΄, ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1888, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, σσ. 89-92/Καλλινικου Δελικανη, Τὰ ἐν τοῖς Κώδιξι τοῦ Πατριαρχικοῦ Ἀρχειοφυλακείου σῳζόμενα ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ ἔγγραφα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρὸς τὰς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ Κύπρου (1574-1863), ἐν Κωνσταντινουπόλει, 1904, ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου, (φωτοαναστατικὴ ἐπανέκδοσις, 1999), σ. 10-16.
[10] Πρβλ. Ἁγίου Γερμανου Κωνσταντινουπόλεως, Ἱστορία ἐκκλησιαστικὴ καὶ μυστικὴ θεωρία, PG 98, 452C-D / Θεοδώρου Ανδίδων, Προθεωρία,PG 140, 417-468.
[11] ΒΕΠΕΣ 59, 215. Πρβλ. Πηδάλιον, σ. 654.
[12] Ραλλη-Ποτλη, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, τ. Δ΄, Ἀθήνησιν, 1854, (φωτοτυπικὴ ἀνατύπωσις, Ἀθήνα, 1992), σσ. 305.
[13] Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τὴν Λειτουργίαν,«Sources Chretiennes 4b», ἔκδ. «Cerf», Paris, 1967, σ. 122-124, 126, 166, 218, 220, 302-304.
[14] Ἁγίου Νικοδημου Αγιορειτου, Ἡ Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἔκδ. «Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη, 1984, σσ. 318-320.
[15] Αὐτόθι, σ. 319.
[16] Πρβλ. Πηδάλιον, σ. 645.
Εξηγήσεις του κ. Σκαλτσή στην επιστολή του Αρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, εδώ
Απάντηση στην 2η επιστολή του κ. Σκαλτσή
«Ἰωάννης Φουντούλης καὶ μυστικὴ Λατρεία» – 2
Δίχως νὰ προτίθεμαι νὰ καταχρασθῶ τὴν φιλοξενίαν τοῦ «Ἐφημερίου», ζητῶ τὴν ἀνοχήν σας ὅπως δευτερολογήσω ἅπαξ, μετὰ τῆς μεγαλυτέρας δυνατῆς συντομίας, διὰ νὰ ὁλοκληρώσω τὴν σκέψιν μου ἔναντι τοῦ σεβαστοῦ καὶ διακεκριμένου συνομιλητοῦ μου, Καθηγητοῦ κ. Παναγιώτου Σκαλτσῆ, τὸν ὁποῖον εὐχαριστῶ εἰλικρινῶς, διότι ἐδέχθη νὰ ἀπαντήσῃ εἰς ἀντιρρήσεις μου.
Ἡ διατύπωσίς μου θὰ εἶναι σχολαστική, ὄχι ἐπειδὴ ὑπερεκτιμῶ τὸν σχολαστικισμόν, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ συζήτησίς μας ἀφορᾶ εἰς τὴν λειτουργικὴν στοιχείωσιν, ἡ ὁποία μόνον σχολαστικῶς προσεγγίζεται. Ἡ προσέγγισις δὲ αὐτὴ –συνήθης καὶ εἰς αὐτὰς ἀκόμη τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους– εἶναι ἀπαραίτητος προϋπόθεσις πρὸς ἀποφυγὴν ἐνδεχομένης ἑρμηνευτικῆς αὐθαιρεσίας, κατὰ τὴν μετασχολαστικὴν ἀνάπτυξιν τῆς λειτουργικῆς θεολογίας.
α΄) Καίτοι τὸ θέμα μας δὲν εἶναι ὁ μακαριστὸς Καθηγητὴς Ἰ. Φουντούλης ἀλλὰ αἱ εὐχαί, θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω ὅτι οὐδεμία πρόθεσις διαστρεβλώσεως τῆς λειτουργικῆς σκέψεως τοῦ Καθηγητοῦ ἐνυπάρχει εἰς τὸ ἄρθρον μου. Μελετῶν κανείς, ἐν τῷ συνόλῳ του, τὸ ἐπίμαχον παράθεμά του εὐκόλως διαπιστώνει ὅτι ὁ Καθηγητὴς δὲν περιορίζεται εἰς μίαν «ἱστορικὴ καταγραφή», ἀλλ’ ἐπεκτείνεται καὶ εἰς μίαν θεολογικὴν καὶ πνευματικὴν ἀξιολόγησιν τῶν προϋποθέσεων ἐκείνων, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἑδράζεται ἡ σύγχρονος ἀπαίτησις τῆς εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν[1]. Ἐὰν ἡ ἀξιολόγησις αὐτὴ θεωρῇται ἀσύμβατος πρὸς ἄλλας ἀπόψεις του, προγενεστέρας ἢ μεταγενεστέρας, τοῦτο ὑποδηλώνει μᾶλλον μίαν ἰδικήν του ἀνακολουθίαν, ὀφειλομένην ὄχι βεβαίως εἰς ἔλλειμμα γνώσεως, ἀλλ’ εἰς τὴν προσπάθειάν του νὰ συγκεράσῃ «οἰκονομικῶς» τὸ λειτουργικὸν πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τῆς κατὰ τὸ «νέον πνεῦμα» τοῦ συγχρόνου κόσμου ἐπιχειρουμένης λειτουργικῆς μεταρρυθμίσεως.
β΄) Τὸ κατὰ πόσον θὰ ἦταν «ἀδιανόητο» νὰ ἀναγινώσκεται ἡ εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς μυστικῶς κατὰ τὸν Δ΄ αἰῶνα, δὲν κρίνεται βάσει ὑποκειμενικῶν θεολογικῶν στοχασμῶν, ἀλλ’ ἀπὸ τοὺς «δεκαπέντε αἰῶνας μυστικῆς ἀναγνώσεως τῆς Ἀναφορᾶς»[2], κατὰ τοὺς ὁποίους οὐδὲν τὸ «ἀδιανόητον» ἐπεσήμανε ἡ Ἐκκλησία.
γ΄) Τὸ «κοινόν», ἀπὸ τοῦ ὁποίου κρύπτει ὁ ἅγιος Μάξιμος τὴν εὐχὴν τῆς Ἀναφορᾶς, δὲν περιορίζεται εἰς μόνους τοὺς ἀπίστους καὶ κατηχουμένους –οἱ ὁποῖοι ἔχοντες οὕτως ἢ ἄλλως ἐξέλθει τοῦ ναοῦ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἦσαν ἡ αἰτία τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν– ἀλλὰ συμπεριλαμβάνει ἔν τινι μέτρῳ καὶ τὰς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος ἱσταμένας τάξεις τῶν πιστῶν. Ἄλλωστε, ἀποδέκται τῆς ἀποσιωπώσης τὰ «ἀπόρρητα» «Μυσταγωγίας» δὲν ἦσαν οἱ ἀμύητοι, ἀλλὰ οἱ μοναχοί[3]. Ὅπως παρατηρεῖ δὲ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, «οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξ ἀρχῆς διαθεσμοθετήσαντες Ἀπόστολοι καὶ Πατέρες, ἐν τῷ κεκρυμμένῳ και ἀφθέγκτῳ τὸ σεμνὸν τοῖς μυστηρίοις ἐφύλασσον. Οὐδὲ γὰρ ὅλως μυστήριον, τὸ εἰς τὴν δημώδη καὶ εἰκαίαν ἀκοὴν ἔκφορον». Πρότυπον δὲ τῆς ἀποστολικῆς αὐτῆς θεσμοθετήσεως τοῦ «ἀθεάτου» καὶ «ἀνηκούστου» –ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται καὶ εἰς «τὰ τῆς ἐπικλήσεως ρήματα»– ἀποτελεῖ, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ παράδειγμα τῆς ὑπὸ τοῦ Μωϋσέως σοφῶς θεσμοθετηθείσης ἀποκρύψεως τῶν τελουμένων κατὰ τὴν Λατρείαν, ὄχι μόνον ἔναντι τῶν βεβήλων, ἀλλὰ καὶ ἔναντι τοῦ πιστοῦ λαοῦ, κατ’ ἀναλογίαν τῶν τάξεων τῆς θεόθεν καθωρισμένης ἱεραρχήσεώς του[4]. Τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν ἐμφαίνει ἐναργέστερα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης[5], ὁ ὁποῖος διευκρινίζει ὅτι ἡ τέλεσις τοῦ μυστηρίου διαφυλάσσεται «κεκρυμμένη» καὶ «ἄφθεγκτος» καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν πιστὸν «ἱερὸν λαὸν» τοῦ Κυρίου, ἔτι δὲ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μοναχούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέλη «τάξεως πασῶν ὑψηλοτέρας»· ἐξ οὗ καὶ ἐλέγχει τὸν μοναχὸν Δημόφιλον ὅτι, ἐνῷ «οὔτε εἶδεν οὔτε ἤκουσεν οὔτε ἔχει τι τῶν προσηκόντων τοῖς ἱερεῦσιν», ἀπετόλμησε νὰ εἰσέλθῃ «ἐπὶ τὰ ἔσω τῶν θείων παραπετασμάτων», (ὅπου μόνοι «οἱ περὶ τὸ θεῖον … ἑστηκότες θυσιαστήριον ὁρῶσι καὶ ἀκούουσι τὰ θεῖα τηλαυγῶς αὐτοῖς ἀνακαλυπτόμενα»), μὲ ἀποτέλεσμα «ἐκπομπευθῆναι τὰ ἅγια»[6].
δ΄) Δὲν ἠμπορῶ νὰ συμμερισθῶ ὅτι «τὸ κείμενο (Νεαρὰ) τοῦ Ἰουστινιανοῦ πολὺ σοφὰ … χαρακτηρίζεται ρωμαλέο», διότι: 1) Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς του ἕως σήμερον, ἂν καὶ συνεκροτήθησαν τόσες Σύνοδοι, «οὐδεὶς ἠσθάνθη τὴν ἀνάγκην νὰ δώσῃ σημασίαν» εἰς τὴν προβληματικὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ[7], 2) «Μόνον προσωρινὸν ἀποτέλεσμα εἶχεν, ἐὰν εἶχεν»[8], 3) Ἡ θεολογικὴ θεμελίωσίς του περιορίζεται εἰς τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ἀσχέτου χωρίου: Α΄ Κορ. ιδ΄ 16-17, δηλαδὴ εἰς μίαν ἁπλῆν ἐκφορὰν «ἀναλογικοῦ» συλλογισμοῦ, ὁ ὁποῖος συνιστᾷ τὸ «ἀσθενέστερο ὡς πρὸς τὸ βαθμὸ πιθανότητας εἶδος ἀτελοῦς ἐπαγωγῆς», καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει μόνον πιθανολογικὴν ἰσχύν[9]. Ἐρείδεται, ἐν ὀλίγοις, ἡ Νεαρὰ εἰς μίαν πιθανολογίαν καὶ ὄχι εἰς τὴν ἐγκυρότητα ἑνὸς ἀποδεικτικοῦ ἐπιχειρήματος, ἐλλείψει, προφανῶς, ἰσχυρῶν πατερικῶν ἐρεισμάτων, καὶ 4) Ὁ ἴδιος ὁ Θεός, διὰ θαυμαστῶν σημείων, ἀκύρωσεν εἰς τὴν πρᾶξιν τὴν Νεαράν[10].
ε΄) Συμφωνῶ ὅτι «ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης … συνδέει τὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν στὴ θεία Εὐχαριστία μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν εὐχῶν», ἀλλὰ ποίων εὐχῶν; Ὁ Ἅγιος ὁρίζει εὐκρινῶς ποίας εὐχὰς ἐννοεῖ: «τὸν Ἀρχιερέα ὁποὺ λέγει … “Εἰρήνη ὑμῖν” … τὸν ἱερέα ὁποὺ λέγει, “Εἰρήνη πᾶσι” … τὸν διάκονον ὁποὺ αἰτεῖ νὰ μᾶς δοθῇ ἄγγελος εἰρήνης»[11]. Καί, βεβαίως, δὲν ἐννοεῖ τὰς τελεστικὰς εὐχάς, αἱ ὁποῖαι «ἀείποτε μυστικῶς καὶ οὐχὶ ἐκφώνως» ἀναγινώσκονται[12].
ς΄) Οἱ Βυζαντινοὶ ὑπομνηματισταὶ διὰ τοῦ «μυστικῶς» ἐννοοῦν σαφῶς τὴν μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσιν τῶν ἱερῶν εὐχῶν, κάτι ποὺ ἀντελήφθησαν ἅπαντες οἱ νεώτεροι μεταφρασταὶ τῶν ἱερῶν αὐτῶν κειμένων, διὸ καὶ ἀπέδωσαν τὸ «μυστικῶς» (καὶ τὸ παράλληλόν του «ἡσύχως») διὰ τῶν: «secreto» (PG 154, 754A), «submissavoce» (PG 150, 399D), «σιωπηρῶς» (Π. Χρηστου: «Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ἔργα», ΕΠΕΦ 22, σσ. 93, 133), «μὲ χαμηλὴ φωνή», «σιωπηλὰ» (Α. Γαλιτης: «Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας», Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 61, 120), «ensecret» (R. Bornet, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 166), «silencieusement», «à voixbasse» (S. Salaville: “Nicolas Cabasilas, Explication de la divine Liturgie”, SC4bis, σσ. 122, 221), κ.ἄ. Οὐδεὶς ποτὲ τὸ «μυστικῶς» μετέφρασε διὰ τοῦ «μυσταγωγικῶς», διότι ἀντελαμβάνοντο ὅτι ὁ ἱερεὺς «μυσταγωγεῖται … καὶ μόνος μόνῳ προσλαλεῖ Θεῷ μυστήρια», καλῶν τὸν λαὸν διὰ τῶν ἐκφωνήσεων νὰ μεθέξῃ αὐτῆς τῆς μυσταγωγίας (PG 98, 429BC, 436D-437C), οὔτε πάλιν διὰ τοῦ «κατανυκτικῶς», διότι ἔβλεπαν ὅτι, ὁσάκις ἐπιθυμοῦν οἱ ὑπομνηματισταὶ νὰ δηλώσουν τὴν (οὕτως ἢ ἄλλως) ὀφειλομένην κατανυκτικὴν συστολήν, γράφουν: «μυστικῶς μετ’ εὐλαβείας» (PG 155, 684CD).
ζ΄) Τὸ «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας δὲν μαρτυροῦν μόνον «οἱ κατὰ τὴν Τουρκοκρατία ἔντυπες ἐκδόσεις» ἀλλὰ καὶ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα εὐχολόγια τῶν Θ΄, Ι΄ καὶ ΙΑ΄ αἰώνων, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν περίφημον Βαρβερινὸν Κώδικα[13].
η΄) Ὁ Εὐστράτιος Ἀργέντης, κάθε ἄλλο παρὰ ὑπαινισσόμενος ὅτι ἡ μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν μεταβάλλει τὴν θείαν Λειτουργίαν εἰς μίαν λατινικοῦ τύπου «ἰδιωτικὴ ὑπόθεση», διευκρινίζει σαφῶς ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχὴ καθ’ ὃν χρόνον «ὁ διδάσκαλος διδάσκει, ὁ ἀναγνώστης ἀναγινώσκει, ὁ ψάλτης ψάλλει». Συνεπῶς, «ἔγκλημα ἁμαρτίας» θεωρεῖ τὸ νὰ καταφρονοῦνται «αἱ προσευχαὶ καὶ αἱ θεῖαι Γραφαὶ καὶ τὰ λοιπὰ ἀναγνώσματα … (τὰ ὁποῖα) ἐκφώνως καὶ τρανῶς ἀναγινώσκονται», καὶ ὄχι βεβαίως τὸ νὰ μὴν ἀκούωνται αἱ ἱερατικαὶ εὐχαί, τὴν μυστικὴν ἀνάγνωσιν τῶν ὁποίων σταθερῶς ὑπερασπίζεται, ὡς ἐξ ἀρχῆς θεσμοθετηθεῖσαν καὶ διαχρονικῶς ἰσχύουσαν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν[14].
θ΄) Συμφωνῶ ἀπολύτως μετὰ τοῦ σεβαστοῦ Καθηγητοῦ περὶ τοῦ ἀπαραδέκτου τῆς «urbietorbi» μεταδόσεως τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία, χάριν μιᾶς «κοντόφθαλμης» ποιμαντικῆς οἰκονομίας, καταστρατηγεῖ ὁλόκληρον τὴν λειτουργικὴν θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο καὶ θεωρῶ ἐπιτακτικὴν τὴν ἀνάγκην ἐμμονῆς εἰς τὴν παράδοσιν τοῦ ἀπορρήτου, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ διαφυλάξῃ τὴν ἱερότητα τῶν μυστηρίων της ἀπὸ κάθε μορφῆς ἐκπόμπευσιν.
[1] Πρβλ. Ι. Φουντουλη, «Τὸ πνεῦμα τῆς θείας Λατρείας», Λειτουργικὰ Θέματα, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1977, σσ. 20-36.
[2] R. Taft, “Was the Eucharistic Anaphora Recited Secretly or Aloud? The Ancient Tradition and What Became of It”, Worship Traditions in Armenia and the Neighboring Christian East, [Avant Series 3], Crestwood, New York, 2006,σ. 56, σημ. 141,(παρ’ ὅτιδὲνεἶναικαὶθιασώτηςτοῦ «μυστικῶς»).
[3] R. Bornet, Les commentaires byzantins de la divine liturgie, [Archives de l’ Orient Chretien 9], éd. Institut Français d’Études Byzantines, Paris 1966, σ. 101.
[4] Μ. Βασιλειου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κζ΄ (ΒΕΠΕΣ 52, 287-288).
[5] Πρβλ. Ἁγίου Διονυσιου Αρεοπαγιτου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Β΄ 1 (PG 3, 392C).
[6] Ἁγίου Διονυσιου Αρεοπαγιτου, Ἐπιστολὴ Η΄, 1 (PG 3, 1089A). Πρβλ. Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Δ΄ 3, 2, ὅπου σαφῶς δηλώνεται ὅτι καὶ ὁἐπὶ τῆς ἁγίας Τραπέζης καθαγιασμὸς τοῦ Μύρου, κρύπτεται ἀπὸ τοὺς πιστούς (PG 3, 476BC).
[7] Taft, ἔνθ’ ἀνωτ., σσ. 39, 45, 56 (σημ. 141).
[8] Φουντουλη, ἔνθ’ ανωτ.,σ. 26.
[9] Πρβλ.Ευ. Παπανουτσου,Λογική, ἐκδ. «Νόηση», Ἀθήνα 2008, σ. 198-199 || Θ. Βορεα, Λογική, ἐκδ. ΟΕΔΒ, Ἀθῆναι 1972, τ. Α΄, σ. 162-163.
[10] PG 87, 2869-2871. Πρβλ. Γ. Φιλιας, Ὁ τρόπος ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν στὴ λατρεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. «Γρηγόρη», Ἀθήνα 1997, σ. 57.
[11] Ἁγίου Νικοδημου Αγιορειτου, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. «Β. Ρηγοπούλου», Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 311-312.
[12] Ἁγίου Νικοδημου Αγιορειτου, Πηδάλιον, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1976, σ. 645.
[13] Bornet, ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 166 || Taft, ἔνθ’ ἀνωτ.,σ. 44 ||Δ. Μωραϊτης, Ἐπίτομος Λειτουργική, μέρος Α΄, Γενικόν, Ἀθῆναι 1966, σ. 54.
[14] Ευστρατιου Αργεντη, Σύνταγμα κατὰ ἀζύμων, ἐν Ναυπλίῳ 1845, σσ. 78-79, 82, 87-88, 92, 98, 115, 126-127, 132, 135, 163, 164.
Διαβάστε άλλα άρθρα του γέροντα πατώντας εδώ



Posted in
Tags: 



