«Η αρχή της Σοφίας του Θεού είναι η επιείκεια και η πραότητα που γίνεται σε μεγάλη ψυχή και βαστάζει τις ανθρώπινες αδυναμίες»
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
«Η αρχή της Σοφίας του Θεού είναι η επιείκεια και η πραότητα που γίνεται σε μεγάλη ψυχή και βαστάζει τις ανθρώπινες αδυναμίες»
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Τη ΚΒ’ του αυτού μηνός (Νοεμβρίου), μνήμη του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Ιακώβου, Ηγουμένου της Μονής του Οσίου Δαυΐδ του εν Ευβοία.
Η παραβολή του άφρονα πλουσίου (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
Η παραβολή του άφρονος πλουσίου (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας)
Ο Αδης της πλεονεξίας (Μέγας Βασίλειος)
Το πάθος της πλεονεξίας (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)
Για την πλεονεξία (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)
Η παραβολή του Άφρονος Πλουσίου († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)
Επιλογή και διασκευή ψυχωφελών κειμένων από το βιβλίο “ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ” του μοναχού Αγαπίου Λάνδου του Κρητός
Οι θανάσιμες αμαρτίες
Το πρώτο θεμέλιο του ιερού σου έργου, το πρώτο λιθάρι της νοητής αυτής οικοδομής, είναι η στέρεη συγκατάθεση και αμετάθετη απόφαση της καρδιάς σου, να πεθάνεις καλύτερα χίλιες φορές, αν ήταν αυτό δυνατό, παρά να κάνεις μια θανάσιμη αμαρτία.
Καθώς μία τίμια κι ενάρετη γυναίκα προτιμά να πεθάνει παρά να προδώσει τον άντρα της, έτσι και ο χριστιανός πρέπει να είναι τόσο πιστός στο Θεό, ώστε να προτιμά οποιαδήποτε ζημιά στη ζωή αυτή, παρά να φταίξει έστω και λίγο απέναντί Του. Γιατί το μικρότερο κακό που παθαίνει στην ψυχή του από την αμαρτία, είναι μεγαλύτερο από τη χειρότερη σωματική βλάβη. Και επειδή δεν είναι μόνο ένα το κακό που βρίσκει την ψυχή από την αμαρτία, αλλά πολλά και διάφορα, τα γράφουμε εδώ για να τα μάθεις, κι έτσι να φεύγεις μακριά της σαν από φίδι φαρμακερό.
Παραβολή του άφρoνος πλουσίου (Λουκ. 12, 16-21)
Από την ερμηνεία:
– Γιατί ο Θεός ευδόκησε, η χώρα του κακού και διεστραμένου πλουσίου, να καρποφορήσει πλήθος παντοίων και καλών καρπών;
– Τί κακά προξενεί ο πλούτος;
– Η πλεονεξία πάθος ακόρεστον. Ο πλεονέκτης όσο συνάγει τόσο περισσότερο επιθυμεί!
– Είναι δικά του τα αγαθά που θέλει να απολαύσει ο πλούσιος;
– Γιατί ανακηρύττει ο Θεός τον πλούσιο άφρονα;
– Γιατί ο Θεός λέγει “απαιτούσιν” (την ψυχή σου) και όχι “απαιτώ”;
Από την ομιλία:
– Φοβερός ο αιφνίδιος θάνατος. Μετά θάνατον ούτε ο ενάρετος μεταβάλλεται από την αρετή στην αμαρτία, ούτε ο αμαρτωλός από την αμαρτία στην αρετή. Όπως και αν ευρεθεί ο άνθρωπος στην ώρα του θανάτου έτσι και διαμένει.
– Όταν προ του θανάτου ο φιλάνθρωπος Θεός στέλνει ως άγγελον βαρύτατη ασθένεια, τότε αυτή βοά: Άνθρωπε, ετοίμασε τον εαυτό σου για την μέλλουσα ζωή και για το εκεί φοβερό κριτήριο. Οι πόνοι και η βάσανος της αρρώστιας και ο φοβερός φόβος του θανάτου την σκληρή καρδιά πολλές φορές κάμπτει. Τότε αισθάνεται ο άνθρωπος ότι χωρίζεται από του κόσμου, τότε βλέπει ότι σε τίποτα δεν τον ωφελεί ούτε ο πλούτος ούτε η δόξα ούτε όλα τα αγαθά του κόσμου.
– Όταν προ του θανάτου ο άνθρωπος είναι υγιής και εύρωστος και αμαρτάνων, μετά όμως από μια στιγμή άλαλος και αναίσθητος, ποιά ελπίδα τότε σωτηρίας; Πού επιστροφή;
– Ο Θεός ως εξουσιαστής και δεσπότης και της στάσεως και της κινήσεως και των νόμων και των ιδιωμάτων της φύσεως, και αυτής της φύσεως και των κτισμάτων πάντων δημιουργός και παντοδύναμος, κινεί και μεταβάλλει τα πάντα και ποιεί όσα θέλει και καθώς θέλει και βούλεται.
– Κάθε συμφορά, κάθε θλίψη και κάθε κακό όταν έλθει εξαίφνης γίνεται βαρύτερο και θλιβερότερο. Όταν έχει ο άνθρωπος προϋπάρχουσα είδηση του κακού, εάν μεν είναι το κακό φευκτόν, ή φεύγει αυτό παντελώς, ή με κάποιο τρόπο το κάνει μετριώτερο. Εάν δε άφευκτον, προετοιμάζει την καρδιά του για την υποδοχή του.
– Όταν προγνωρίζουμε τον θάνατον δια της μετανοίας και εξομολογήσεως απαλλασσόμαστε από το βαρύ φορτίο των αμαρτημάτων μας, καθησυχάζουμε της συνηδείσεως τον έλεγχο και διώχνουμε τον υπέρμετρο φόβο τής αιωνίου κολάσεως. Μεταλαβόντες δε των αγίων μυστηρίων, συνενούμεθα με τον σωτήρα Ιησού Χριστό.
– Όχι όμως μόνο αγνοούμε την ώρα τού θανάτου αλλά και το είδος του.
– Γιατί όμως ο Θεός ηθέλησε να μην γνωρίζουμε την ώρα του θανάτου μας;
[Eφ. 2, 14-22]
«Νυνὶ δὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τὰ ἀμφότερα ἓν καὶ τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τὴν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκὶ αὐτοῦ τὸν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας (: Αλλά κι εσείς που ήσασταν κάποτε ειδωλολάτρες, με την ένωση και κοινωνία σας με τον Χριστό, αφού ακούσατε τον λόγο του κηρύγματος που είναι η ίδια η αλήθεια, δηλαδή το χαρμόσυνο κήρυγμα της σωτηρίας σας, κι αφού πιστέψατε σε αυτό, σφραγισθήκατε με τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του Θεού. Πλησιάσατε και τον Θεό και τις διαθήκες Του με το αίμα του Χριστού, διότι Αυτός είναι η ειρήνη μας. Αυτός έκανε και τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, ένα. Αυτός γκρέμισε και κατέλυσε τον τοίχο που δημιουργούσε ο φραγμός του νόμου που ορθωνόταν ανάμεσα στους δύο λαούς και τους χώριζε. Κατέλυσε δηλαδή την έχθρα των δύο λαών, αφού κατάργησε με το αίμα Του τον νόμο των εντολών, ο οποίος, ενώ περιείχε επιβλητικές προσταγές, δεν έδινε όμως και τη χάρη για την εφαρμογή και την τήρηση των προσταγμάτων αυτών)» [Εφ.2,13-15].
«Αυτό είναι λοιπόν το μεγάλο», λέγει, «το ότι ήλθαμε δηλαδή στην πολιτεία των Εβραίων;». Τι λες; Ανακεφαλαίωσε τα πάντα, όσα είναι στον ουρανό και στη γη, και μιλάς για τους Ισραηλίτες τώρα; «Ναι», λέγει· «διότι εκείνα μεν πρέπει να παραλαμβάνουμε με την πίστη, ενώ αυτά και με τα ίδια μας τα έργα». «Νυνὶ δὲ (: Τώρα όμως», λέγει, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὑμεῖς οἱ ποτὲ ὄντες μακρὰν ἐγγὺς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ (: δια του Ιησού Χριστού εσείς που κάποτε ήσασταν μακριά, ήλθατε πλησίον)», προς την πολιτεία· διότι το μακριά και το πλησίον εξαρτάται μόνο από την προαίρεση.
Κατά τις επισκέψεις του στην Καπερναούμ και την Ιερουσαλήμ ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έβαζε σε αμηχανία τους Ιουδαίους, προκαλούσε τις λογομαχίες μεταξύ τους, ακόμα και την διχόνοια, λέγοντάς τους για την ενότητά του με τον Θεό Πατέρα. Άλλοι από τους Ιουδαίους, εκπληττόμενοι από τα θαύματά του και το ασυνήθιστο βάθος του λόγου του, ήταν έτοιμοι να αναγνωρίσουν σ’ αυτόν τον Μεσσία τους, ενώ άλλοι έπαιρναν πέτρες για να τον σκοτώσουν.
ΔΙΑΤΙ ΘΑΠΤΟΜΕΝ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΚΑΤ’ ΑΝΑΤΟΛΑΣ
ΚΑΛΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΛΑΙΩΜΕΝ
Ακούσατε, Άρχοντες, διδαχήν και παραίνεσιν, ακούσατε λόγον Θεού να εύγη η λύπη από την καρδίαν σας∙ διότι πολλαίς φοραίς ο λόγος παρηγορεί πόνον, και η διδαχή η καλή αφανίζει λύπην∙ πολλούς, αδελφοί μου, εβλέπαμεν εχθές ζωντανούς, οπού ωμιλούσαν και εσυγχαίροντο με ημάς, και τώρα δεν είναι, αλλά ή επήγαν προς τον καλέσαντα αυτούς Δεσπότην, ή κείτονται εις την στρώσιν, και απαντεχαίνουσι και αυτοί τον θάνατον∙ διά τούτο και πολύν θρήνον τώρα βλέπω, πολλήν σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν, άμετρα κλαύματα εις το ασπήτιον, και σχήματα εις τον Ναόν τού Θεού. Πολλαίς φοραίς επαρακάλεσα την αφεντίαν σας, διά τούτο και αναθύμησά το, ότι με υπομονήν και με ευχαριστίαν να υπομένωμεν των αποθνησκόντων την κοίμησιν, και να μη κάμνετε έτσι άτακτα και άπρεπα, μηδέ ωσάν χαμένους να έχετε τους εν Χριστώ αποθανόντας, και να κλαίετε άπρεπα. Του λόγου μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας κλαύσωμεν, τους κολασμένους ας θρηνήσωμεν∙ εάν δεν σωφρονισθούμεν από τον θάνατον του αδελφού μας, πότε να μετανοήσωμεν; εάν οφθαλμοφανώς βλέπωμεν πώς γινόμεσθεν, και δεν επιστρέφωμεν, πότε να διορθώσωμεν τον εαυτόν μας; διά τούτο ας λυπηθούμεν τού λόγου μας, παρακαλώ σας, και μη φανταζώμεσθεν ως αθάνατοι, διότι μία είναι η στράτα τού θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι∙ εις όλους είναι η απόφασις του Θεού δοσμένη ίσια∙ ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά. γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται. μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται∙ διά τούτο βλέπομεν όσους ήτον σήμερον εις την γην, αύριον εις τον ουρανόν, εάν έκαμαν καλόν διά την ψυχήν τους∙ σήμερον είναι εις παλάτια, και αύριον εις τάφον∙ σήμερον άρχων και μέγας, αύριον βρώμα και δυσωδία, σκωλήκων γεμάτος∙ σήμερον υπερήφανος και ακατάδεκτος, και αύριον ταπεινός και ασύντυχος∙ σήμερον χαίρεται και ευφραίνεται, και αύριον μυρίζει από πάσαν βρώμαν περισσότερον∙ πολλαίς φοραίς ερωτούμεν ένας τον άλλον, πού ο δείνας άρχων; πού ο βασιλεύς ο μέγας; πού ο δυνάστης και υπερήφανος; πού ο άρπαξ και άδικος; πού ο συκοφάντης και καταδότης; υπάγουσιν εις τόπον φοβερόν και παράδοξον∙ πού; όπου είναι ο Κριτής των κριτών∙ όπου είναι ο φοβερώτερος των φοβερών, ο Βασιλεύς των βασιλέων∙ εκεί οπού όλοι ίσια στέκονται σκλάβοι, δούλοι, ελεύθεροι, ευγενείς, άτιμοι, αμαρτωλοί, δίκαιοι, οι μεν δίκαιοι στεφανωμένοι, οι δε αμαρτωλοί καταδικασμένοι.