«Αυτό είναι η αληθινή κατά Θεόν φιλοσοφία, να είναι κανείς πάντοτε σε νήψη, ακόμη και στις ελάχιστες και μικρές καθημερινές του ενέργειες».
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
«Αυτό είναι η αληθινή κατά Θεόν φιλοσοφία, να είναι κανείς πάντοτε σε νήψη, ακόμη και στις ελάχιστες και μικρές καθημερινές του ενέργειες».
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Από το Συναξάρι – Σύναξη των αγίων, ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων
Η σύναξις των Αγίων Ενδόξων και Πανευφήμων Αποστόλων
Ερμηνεία Ευαγγελικής περικοπής της εορτής των Αγίων Αποστόλων (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)
Λόγος περί Αποστολικού Επαγγέλματος (Ηλίας Μηνιάτης, Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων)
Η συμβολή των αγίων Αποστόλων στο έργο της Εκκλησίας (Λάμπρος Κ. Σκόντζος, Θεολόγος – Καθηγητής)
Ερμηνεία Αποστολικής περικοπής της εορτής των Αγίων Αποστόλων (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)
Bίος των Αγίων Πέτρου και Παύλου
Ομιλία στην εορτή των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)
Εγκώμιο στους αγίους Αποστόλους (‘Οσιος Εφραίμ ο Σύρος)
Οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος (Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος)
Μνήμη Αποστόλων Πέτρου και Παύλου (π. Αθανάσιος Μυτιληναίος)
Τὴν μνήμη τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ φέτος, ὅπως κάθε χρόνο. Τιμᾶ τοὺς κορυφαίους, Πέτρο καὶ Παῦλο, καὶ τὸ σύνολο τῶν Ἀποστόλων, «τὸν δωδεκάριθμο χορό». Ὑμνεῖ τοὺς κήρυκες τοῦ λόγου, ποὺ σὰν τὰ γοργόφτερα πουλιὰ μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀληθείας σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τοὺς φωτεινοὺς ἀστέρες ποὺ διέλυσαν τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης, τὶς κιθάρες τοῦ πνεύματος ποὺ σκόρπισαν τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι νὰ ἀπορῇ, πράγματι, κανεὶς πῶς μπόρεσε μιὰ δράκα ἁπλῶν καὶ ἀνίσχυρων, «ἀμόρφωτων» ἀνθρώπων νὰ ἀντιμετωπίσῃ πολυπληθέστερους καὶ μάλιστα μεγάλους καὶ τρανοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς. Πῶς κατάφεραν, ἐπίσης, μέσα σὲ ἀντικειμενικὰ δύσκολες καὶ ἀντίξοες συνθῆκες, ὄχι μόνον νὰ διατηρήσουν οἱ ἴδιοι τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγνότητά των ἀλλὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὸν ὀρθὸ δρόμο!
Ὑπῆρξαν ἀληθινὰ ἀξιοθαύμαστοι οἱ «θεοφεγγεῖς» αὐτοὶ «κήρυκες», διότι ἡ ἀποστολή των δὲν ἦταν οὔτε εὔκολη, οὔτε μονοδιάστατη, ἀλλὰ πολύπλευρη, -πνευματική, μορφωτικὴ καὶ κοινωνική.
Ὁ Ἀπ. Παῦλος εἶναι ὁ πνευματικός ἐκπολιτιστής τῆς Ἑλλάδος, τῆς Εὐρώπης, τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐμπνευσμένος ἀπό τό Ἅγ. Πνεῦμα, κατέστη διδάσκαλος τῆς οἰκουμένης. Ἔλαμψε ὡς «φῶς ἐθνῶν». Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τοῦ εἶπε, ἐκεῖ, τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς πνευματικῆς του μεταστροφῆς, ἔξω ἀπό τήν Δαμασκό: «Τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν, τοῦ εἶναι σε εἰς σωτηρίαν ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 13,47). Δικαίως, ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάζει τόν Παῦλον «θεσπέσιον, τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν ρήτορα καί φωστῆρα, κήρυκα τῆς πίστεως καί διδάσκαλον τῆς οἰκουμένης».
Μοναδική, τῷ ὄντι, στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἡ ἱεραποστολική δραστηριότητά του. Ἱεραποστολή καί εὐαγγελισμός εἶναι οἱ λέξεις, πού δονοῦσαν κυριολεκτικά τόν ἐσωτερικό του κόσμο. Θεωρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος ἀσυγχώρητη παράλειψη τήν παραμέληση ἑνός τοιούτου ἔργου. «Οὐαί μοι (ἀλλοίμονόν μου), ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι» (Α’ Κορινθ. θ’ 16). Ἔτσι, ἀνοίγει τά μεγάλα πτερά τοῦ θείου ζήλου του καί πετᾶ στίς ὑπ’ οὐρανόν χῶρες, σ’ ὁλόκληρο σχεδόν τόν τότε γνωστό κόσμο, γιά νά κηρύξει «Χριστόν ἐσταυρωμένον» (Α’ Κορινθ. α’ 23) καί «ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν» (Α’ Κορ. 15,14). Διανύει χιλιάδες χιλιομέτρων. Διατρέχει τήν Παλαιστίνη, τήν Ἀσία, τήν Ἑλλάδα. Μεταβαίνει στήν πρωτεύουσα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, τήν Ρώμη. Ἔχουμε δέ μαρτυρία τοῦ Κλήμεντος, ἐπισκόπου Ρώμης, ὅτι καί «μέχρι πέρατος τῆς Δύσεως ἦλθεν» ἐπισκεφθείς καί τήν Ἱσπανίαν ἀκόμη (Ρωμ. ιε’ 24). Καί σ’ ὅλες τίς χῶρες αὐτές ἱδρύει Ἐκκλησίες. Καί δέν τίς ἱδρύει μόνον. Βαστάζει στούς ὤμους του ὅλον τό βάρος τῆς διοικήσεώς των. Εἶχε ὅλη τήν «μέριμνα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν» (Β’ Κορινθ. ια’ 28). Τόν ἀπασχολοῦν τά προβλήματα τά ἐπί μέρους καί τά γενικώτερα τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Γράφει καί ἀποστέλλει ἐπιστολές στίς ὁποῖες δίδει μέ αὐτές λύσεις καί ὁδηγίες στούς Χριστιανούς. Χρησιμοποιεῖ ἀκόμη καί ἐπιτελεῖο ἐκλεκτῶν συνεργατῶν μέ τούς ὁποίους διατηρεῖ ζωντανή ἐπαφή μέ τίς Ἐκκλησίες. Καί ἐπάνω ἀπ’ ὅλα προσεύχεται ἀδιαλείπτως γιά τούς πιστούς καί νουθετεῖ τόν καθένα ἰδιαιτέρως «μετά δακρύων» (Πράξ. κ’ 31).
Ο Απόστολος Πέτρος, ήταν Ιουδαίος και ονομαζόταν Σίμων. Γεννήθηκε στην άσημη κώμη Βηθσαϊδά. Ο Πατέρας του ονομαζόταν Ιωνάς. Έζησε με φτώχεια και στερήσεις, αλλά σε περιβάλλον ευσέβειας. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι περίμεναν εναγώνια τον Μεσσία. Γράμματα έμαθε ελάχιστα, προφανώς γνώριζε μόνο γραφή και ανάγνωση. Αδελφός του υπήρξε ο πρωτόκλητος Ανδρέας.
«Κάθε ον, ως ον, τείνει να διατηρηθεί ως ον», λέει ο Σπινόζα στο τέταρτο μέρος της Ηθικής του. Εγώ προχωρώ περισσότερο και διακηρύσσω πως κάθε άνθρωπος ως άνθρωπος, τείνει να υπάρχει σε πληρότητα. Αυτό το αξίωμα ή πρώτη αρχή της Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας αντέχει παρά το ότι πρέπει να πεθάνουμε. Ακόμα περισσότερο, το χρέος του θανάτου πλάθει την προβολή μας προς το μέλλον. Στη συμβίωση δοκιμάζουμε συχνά το ξέσχισμα μιας υπαρξιακής κοινότητας στον εκπληκτικό θάνατο του πλησίον. Και με τον θάνατο του πλαϊνού μας φίλου γεννιέται η αγωνία της κοσμικής μοναξιάς. Κάτι αιφνίδια ακρωτηριάζεται όταν πεθαίνει ένα αγαπητό πλάσμα. Παρ’ όλο που απομένουν οι αναμνήσεις, τα λείψανα του θανάτου, οι στερνές συστάσεις. Συντρίβονται οι οργανικοί δεσμοί της ερωτικής συνιδιοκτησίας, οι δικοί μας δεσμοί, του κοινού φράγματος. Κάθε στιγμή βιωμένη είναι μια στιγμή λιγότερη για να ζήσουμε. Ο ελεύθερος χώρος της ζωής χάνεται συγκλίνοντας βαθμιαία, στενεύοντας. Το παρελθόν μεγαλώνει και το μέλλον μικραίνει. Η βίωση αυτού του στενέματος, μαζί με την εμπειρία του θανάτου των άλλων, κατευθύνει την προσοχή μας προς τον θάνατο.
«Θάνατος» στα ελληνικά και «mors» στα λατινικά, είναι ουσιαστικά που εφαρμόζονται κατά προτεραιότητα στους ανθρώπους, στην κατάσταση θανάτου της ανθρωπότητας. Μεταφορικά αναφέρεται σε φυτά και ζώα.
Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Αθηνών ομιλεί για τα δύο άκρα στην πνευματική ζωή και για την αρετή της δικαιοσύνης ως προϋπόθεση για την αξία της αξιοπρέπειας του προσώπου.