Δεν ξέρουν πού να παίξουν τα παιδιά… (Παντελής Mπουκάλας)

“Τα παιδιά μπορεί να μαζεύουν με θρησκευτική ευλάβεια τα αυτοκόλλητα με τη φάτσα των ποδοσφαιριστών του Μουντιάλ και να μαθαίνουν επί τη ευκαιρία τις τεχνικές της ανταλλακτικής οικονομίας («σου δίνω δέκα Γκατούζο για έναν Ρομπίνιο»), μπορεί να ξέρουν απέξω κι ανακατωτά ενδεκάδες, συστήματα και ονόματα προπονητών, μπορεί να βλέπουν επί ώρες ποδόσφαιρο, όμως δεν έχουν πού να παίξουν ποδόσφαιρο. Δεν έχουν τον κατάλληλο τόπο όπου, μέσα από το τυπικό του παιχνιδιού, θα ενταχθούν σε μια ομάδα, θα αναγκαστούν να περιστείλουν κάπως τον ατομισμό τους για να μην τ’ ακούσουν από τους συμπαίκτες τους, θα μαλώσουν, θα ανοίξει το σώμα τους, θα γλεντήσει η ψυχή τους, θα μάθουν να χάνουν και να κερδίζουν με πραγματικούς όρους…”

Ωρα δέκα, δέκα και μισή το πρωί κι ο αέρας φέρνει από διαμέρισμα της διπλανής πολυκατοικίας ένα ηχηρότατο «γκόοοολ!», μια κραυγή στην οποία συναντήθηκαν ελευθερωμένες τρεις-τέσσερις παιδικές φωνές. Ξαφνιάστηκα. Τέτοια ώρα η τηλεόραση δεν δείχνει παιχνίδια του Μουντιάλ, παρά μόνο σε επανάληψη, κονσέρβα. Και οι κονσέρβες συγκινούν βέβαια, κι έχω δει ανθρώπους να παρακολουθούν για εικοστή φορά τον τελικό του ευρωμπάσκετ του 1987 και, παντελώς αδιάφοροι για το γεγονός ότι γνωρίζουν το αίσιον τέλος, να ξανακάνουν το σταυρό τους τη στιγμή που ο Αργύρης Καμπούρης ετοιμάζεται για τις βολές του. Είναι κομμάτι δύσκολο όμως να βλέπεις σε επανάληψη το παιχνίδι Γαλλία-Ελβετία λ.χ. και να φωνάζεις «γκολ» με αναδρομική συγκίνηση. Αλλη ήταν λοιπόν η αιτία του ενθουσιασμού των πιτσιρικάδων κι άλλο το παιχνίδι τους. Δεν έβλεπαν ποδόσφαιρο αλλά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Επαιζαν όμως αυτό το εντός τοίχων ποδόσφαιρο, το εικονικό, με το οποίο αναγκάζονται να υποκαταστήσουν το υπαίθριο, το σωματικό. Επαιζαν δηλαδή στον υπολογιστή τους ή στο πλέι στέισον μια ηλεκτρονική απομίμηση του ποδοσφαίρου, η οποία γι’ αυτά είναι μάλλον αυθεντικότερη και συγκινητικότερη από τα παιχνίδια που δείχνει η τηλεόραση· δεν παίζει άλλωστε η Ελλάδα, οπότε η ταύτιση εμποδίζεται. Μήπως όμως αυτό το ψηφιακό μικροποδόσφαιρο που παίζεται με τα χέρια πια πάνω σε μια οθόνη (άρα του ταιριάζει άλλη ονομασία), αυτό το «real football» που διαφημίζεται σαν η μεγάλη ηδονή που προσφέρουν τα κινητά στον ακίνητο χρήστη τους, τείνει να γίνει οικειότερο, αν όχι και αυθεντικότερο και πραγματικότερο, και από το καθαυτό παιχνίδι σε κάποια αλάνα;
Αλλά πού οι αλάνες; Πού οι χώροι, έστω οι μικροί και τσιμεντοστρωμένοι, που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν την παιδική όρεξη, τα σουτ, τα γκολ, τις φωνές (σε δυο και τρεις γλώσσες πια), τους καβγάδες, τις τρικλοποδιές, την παρέα; Τα παιδιά μπορεί να μαζεύουν με θρησκευτική ευλάβεια τα αυτοκόλλητα με τη φάτσα των ποδοσφαιριστών του Μουντιάλ και να μαθαίνουν επί τη ευκαιρία τις τεχνικές της ανταλλακτικής οικονομίας («σου δίνω δέκα Γκατούζο για έναν Ρομπίνιο»), μπορεί να ξέρουν απέξω κι ανακατωτά ενδεκάδες, συστήματα και ονόματα προπονητών, μπορεί να βλέπουν επί ώρες ποδόσφαιρο, όμως δεν έχουν πού να παίξουν ποδόσφαιρο. Δεν έχουν τον κατάλληλο τόπο όπου, μέσα από το τυπικό του παιχνιδιού, θα ενταχθούν σε μια ομάδα, θα αναγκαστούν να περιστείλουν κάπως τον ατομισμό τους για να μην τ’ ακούσουν από τους συμπαίκτες τους, θα μαλώσουν, θα ανοίξει το σώμα τους, θα γλεντήσει η ψυχή τους, θα μάθουν να χάνουν και να κερδίζουν με πραγματικούς όρους (γιατί στον ηλεκτρονικό κόσμο μπορείς να κλέψεις λίγο ή πολύ, να κατασκευάσεις έναν παίκτη με το όνομά σου αλλά δυο μέτρα ψηλό και με τέλειες όλες τις αγωνιστικές «παραμέτρους» του, σουτ, κεφαλιά, ταχύτητα, τεχνική).
Στις τυπικές γειτονιές της Αθήνας (αλλά πια και στις τυπικές γειτονιές όλων των ελληνικών πόλεων, αφού όλες τους έχουν σπεύσει να εξομοιωθούν με το μητροπολιτικό πρότυπο και να μεταμορφωθούν σε μικρές ή μικρομέγαλες Αθήνες), όπου «τ’ «αηδόνια και τα λιόδεντρα τα σάρωσαν οι πολυκατοικίες», σαρώνοντας μαζί τους και τον έσχατο ακάλυπτο και «αναξιοποίητο» δημόσιο χώρο, οι λύσεις του νεαρού ποδοφαιρόφιλου δεν είναι πολλές. Η πρώτη είναι να παίζει μέσα στο σπίτι του, αλλά αυτό ούτε την οικογενειακή ηρεμία ωφελεί ούτε την οικιακή οικονομία· όσο κοντρολαρισμένος κι αν είναι ο μικρός, όσο καλό ραντεβού κι αν έχει με την μπάλα, θα το κάμει το λαθάκι του και κάποιο γυαλικό θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα, μαζί με τα νεύρα των γονέων. Η δεύτερη λύση είναι να στρώσει με την παρέα του μονότερμα σε κάποιο αδιεξοδάκι ή πεζόδρομο, αν είναι τυχερός και διαθέτει η περιοχή του· αλλά πώς να δοθείς στο πάθος σου όταν σε δέκα λεπτά το αργότερο θα βγουν οι περίοικοι κραδαίνοντας την απειλή της αστυνομίας; Φεύγεις λοιπόν από κει και οδεύεις ιδρωμένος για την τρίτη λύση: το προαύλιο του σχολείου. Αλλά το σχολείο είναι κλειστό, η περίφραξη ψηλή και μάλλον κανείς δεν έχει σκεφτεί ότι στις κλειστές μας πόλεις, τους θερινούς μήνες, τα σχολικά προαύλια θα μπορούσε να προσφέρονται στα παιδιά, έστω τρεις ώρες κάθε απόγευμα, και με την πιθανή παρουσία φύλακα.
Υπάρχει βέβαια κι η λύση «της ελεύθερης αγοράς», να γραφτεί δηλαδή ο μικρός στα τσικό κάποιας ομάδας. Αλλά αυτό είναι αρκετά πιο δύσκολο απ’ ό,τι φαίνεται, επειδή συνήθως σημαίνει μετακίνηση και η μετακίνηση σημαίνει ότι ο γονιός, ήδη στενεμένος από τη συνθήκη του βίου του, θα βρει βέβαια τα χρειαζούμενα χρήματα, πρέπει όμως να επινοήσει και ελεύθερο χρόνο για να συνοδεύει τον πιτσιρικά του, κι αυτό είναι δυσχερέστερο. Κι ύστερα, μπορεί τα παιδιά στην αρχή να ενθουσιαστούν με το γηπεδάκι πέντε επί πέντε, στο οποίο γίνονται συνήθως οι προπονήσεις των ομάδων αυτού του είδους, δεν θα περάσει όμως πολύς χρόνος για να καταλάβουν ότι το ποδόσφαιρο που αγαπάνε και ονειρεύονται δεν γίνεται να το μάθουν σε γηπεδάκια τέτοιων διαστάσεων. Κάπως έτσι, απογοήτευση στην απογοήτευση, τα παιδιά επιστρέφουν ηττημένα στην εστία τους και στον εικονικό τους κόσμο, στην οθόνη του κινητού, στην οθόνη της τηλεόρασης, στην οθόνη του υπολογιστή. Για να μπορέσουν κάπως να μοιράσουν την κατοικίδια μοναξιά, έχουν δύο χειριστήρια, ώστε παίζοντας με τους φίλους τους να απομιμηθούν το συναγωνισμό του πραγματικού παιχνιδιού. Εμείς οι ενήλικοι θα κάναμε μεγάλο λάθος (και θα δίναμε και συχωροχάρτι στον εαυτό μας) αν βιαζόμασταν να συμπεράνουμε ότι η επιλογή αυτή των παιδιών είναι ελεύθερη και ότι τα ενθουσιάζει. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια από αυτές τις επιλογές που ορίζονται ως υποχρεωτικές· την υιοθετείς επειδή, ύστερα από δοκιμές και πειράματα, δεν σου έχει απομείνει άλλη, και κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου και το μυαλό σου για να χρυσώσεις το χάπι…

(Πηγή: Απόσπασμα άρθρου από την “Καθημερινή” 25/6/2006)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]