Ηγέτης απόστολος (Πρωτοπρ. Θωμάς Βαμβίνης)

(13 άτομα το έχουν διαβάσει)

Ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὅπως τόν καταγράφει ὁ ἅγιος Δαμασκηνός ὁ Στουδίτης, Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἄρτης, προκληθήκαμε νά μιλήσουμε γιά μιά διάσταση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία στίς μέρες μας ὄχι μόνον ἔχει μείνει ἀνενεργός, ἀλλά στήν σύγχρονη πολιτική σκέψη θεωρεῖται ἄσχετη μέ τούς σχεδιασμούς καί τήν πράξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, τῆς νομοθετικῆς καί τῆς ἐκτελεστικῆς. Ἡ διάσταση στήν ὁποία ἀναφερόμαστε ἔχει σχέση μέ τό νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, τήν προοπτική τῆς ὕπαρξής του. Στήν ἐποχή πού ἐπιχειρεῖται ἡ ψηφιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ διάσταση αὐτή εἶναι καίρια γιά τήν ποιότητα τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων καί τόν ἐξανθρωπισμό τῆς ἐξουσίας.

Τό Κράτος ἔχει τήν εὐθύνη τῆς ἐκπαίδευσης καί κατ’ ἐπέκταση τῆς παιδείας πού λαμβάνουν τά παιδιά καί οἱ νέοι μέσα ἀπό τά ἐφαρμοζόμενα ἐκπαιδευτικά προγράμματα και συστήματα. Βασικό στοιχεῖο τῆς Παιδείας εἶναι νά γνωρίση ὁ μαθητής ἤ ὁ σπουδαστής τόν ἑαυτό του, τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ποιός ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του. Μπορεῖ γιά κάποιους αὐτά νά εἶναι ἀρχαῖα πράγματα ἤ τοῦ Μεσαίωνα ἤ τέλος πάντων μιᾶς παλαιᾶς ἐποχῆς. Ὅμως ὅλα τά οὐσιώδη τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀρχαῖα, παλαιᾶς ἐποχῆς, διότι εἶναι διαχρονικά, εἶναι μόνιμα ἐρωτήματα καί ζητούμενα τῶν ἀνθρώπων, ὅσων δέν ἀφήνουν τόν ἑαυτό τους νά πνιγῆ στά προβλήματα καί τίς ἀπολαύσεις τῆς καθημερινότητας.

Πρίν προχωρήσουμε τό θέμα μας, καταγράφουμε μιά ἀπό τίς πολύ γνωστές καί χαρακτηριστικές ἀπόψεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη: «Τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς μεταβολῆς τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Παράδοσης ἀπό παράνομη σέ νόμιμη θρησκεία καί κατόπιν ἐπίσημη Ἐκκλησία, ἔγκειται στό γεγονός, ὅτι ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία διαπίστωσε, ὅτι δέν εἶχε ἀπέναντί της ἁπλῶς μιά ἐπί πλέον μορφή θρησκείας ἤ φιλοσοφίας, ἀλλά μιά καλά ὀργανωμένη Ἑταιρεία Νευρολογικῶν Κλινικῶν», οἱ ὁποῖες μέ τήν θεραπευτική ἀγωγή τους δημιουργοῦσαν «φυσιολογικούς πολίτες μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἀφιερωμένους στήν ριζική θεραπεία τῶν προσωπικῶν τους καί τῶν κοινωνικῶν νοσημάτων. Ἡ σχέση πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἦταν ἀκριβῶς ἀντίστοιχη πρός τήν σχέση μεταξύ Κράτους καί Ἰατρικῆς».

Ἡ Πολιτεία ἐνδιαφερόταν νά ἔχη «φυσιολογικούς πολίτες μέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη» καί διαπίστωσε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα θεραπευτήριο, τό ὁποῖο μέ τήν ὀρθή πίστη καί τήν ὅλη ἐν Χριστῷ ζωή, θεράπευε τά μέλη της, μέ χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς θεραπείας τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς». Γι’ αὐτό μετά τούς διωγμούς καί τήν συνειδητοποίηση αὐτοῦ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, οἱ αὐτοκράτορες δέν ἄφησαν ἁπλῶς ἐλεύθερη τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἐνδιαφέρονταν καί γιά τήν διασφάλιση τῆς ὀρθῆς πίστης, οὐσιαστικά γιά τήν διασφάλιση τῆς ὀρθῆς μεθόδου θεραπείας τοῦ διακατεχόμενου ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, φίλαυτου καί ἰδιοτελοῦς ἀνθρώπου. Ἔτσι, ἐμφανίστηκαν στήν ἱστορία οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πού ἦταν αὐτοκρατορικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες δηλώνουν τήν μέριμνα τῆς Κρατικῆς ἐξουσίας γιά τήν ὀρθή πίστη καί συνεπῶς καί γιά τήν ὀρθή μέθοδο θεραπείας τῆς ἰδιοτέλειας καί φιλαυτίας τοῦ ἀνθρώπου.

Στίς μέρες μας οἱ Κρατικές ἐξουσίες τοῦ δυτικοῦ κόσμου, στίς ὁποῖες συμπεριλαμβανόμαστε, δέν ἔχουν τέτοιες εὐαισθησίες. Εἶναι εὐαίσθητες ἀπέναντι σέ μιά ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία δέν συνδέεται μέ τήν ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου, μέ τό νόημα τῆς ζωῆς του· οὔτε λόγος φυσικά νά γίνεται γιά τήν θεολογική προοπτική του, τό «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Μέσα στό πνεῦμα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας γεννιοῦνται τά δικαιώματα, πού δέν συνδέονται ὑποχρεωτικά μέ τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου, τήν προοπτική τῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτήν τήν ἀποδέσμευση τῆς ἐλευθερίας ἀπό τό θεολογικό νόημα τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν ἱστορικές ἀφετηρίες, ἀφορμές καί αἰτίες. Ἐδῶ βέβαια μᾶς ένδιαφέρει τό γεγονός, ὅπως τό βλέπουμε στίς μέρες μας.

Πρέπει νά ὁμολογηθῆ ὅτι ἔχουμε συνηθίσει νά θεωροῦμε τήν κρατική ἐξουσία ἄσχετη μέ τό νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ἄσχετη μέ τήν προοπτική τοῦ ἀνθρώπου, μέ τό περιεχόμενο τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας του. Κανείς δέν ἀπαιτεῖ ἀπό τούς ἀσκοῦντες τήν κρατική ἐξουσία νά εἶναι φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, θεολόγοι ἤ νά ἀσκοῦν ἕνα ποιμαντικό θεραπευτικό ἔργο στόν λαό, παρεμφερές μέ τό ἔργο τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας· νά ἔχουν, δηλαδή, στούς στόχους τῶν προγραμματισμῶν τους τήν ἀνακαίνιση τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό τῶν πατέρων του.

Ἡ ἀπαίτηση ἀπό τούς διακόνους τῆς κρατικῆς ἐξουσίας εἶναι μέ ἀνιδιοτέλεια, σύνεση, διορατικότητα, γνώση τῶν ἐθνικῶν καί διεθνῶν πραγμάτων, νά δημιουργοῦν γιά τόν λαό συνθῆκες ἀσφάλειας, εἰρήνης καί τῆς ἀναγκαίας αὐτάρκειας σέ ὑλικά ἀγαθά, ὥστε «ἐν τῇ γαλήνῃ αὐτῶν, ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν [οἱ πολίτες], ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι», ὅπως εὔχεται ὁ λειτουργός Ἱερέας ἀμέσως μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων κατά τήν θεία Λειτουργία. Ἐπιμένοντας στήν αὐτάρκεια τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, σημειώνουμε ὅτι αὐτονόητο ἔργο τῆς κρατικῆς ἐξουσίας εἶναι ἡ κατά τό δυνατόν βοήθεια τῶν πολιτῶν τους στήν πραγματοποίηση τῶν εὐχῶν πού δίνονται στούς νεονύμφους κατά τό μυστήριο τοῦ Γάμου τους. Στήν πρώτη εὐχή ὁ Ἱερέας ἤ ὁ Ἐπίσκοπος ζητᾶ ἀπό τόν Θεό, τόν «πάσης κτίσεως δημιουργό», νά «ἐμπλήση» «τοὺς οἴκους αὐτῶν [τῶν Νεονύμφων] σίτου, οἴνου καὶ ἐλαίου καὶ πάσης ἀγαθωσύνης, ἵνα μεταδιδῶσι καὶ τοῖς χρείαν ἔχουσι» καί στήν δεύτερη εὐχή, μεταξύ ἄλλων, ζητᾶ ἀπό τόν Θεό, τόν ἱερουργό «τοῦ μυστικοῦ καὶ ἀχράντου γάμου» καί νομοθέτη τοῦ σωματικοῦ, νά «[δωρήση] αὐτοῖς σπέρμα στάχυος, ἵνα, πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες, περισσεύσωσιν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν καὶ σοὶ [τῷ Θεῷ] εὐάρεστον». Ἡ «πᾶσα αὐτάρκεια» ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἐργασία, τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τίς δυνατότητες πού δίνει ἡ Κρατική ἐξουσία.

Σ’ αὐτό τό σημεῖο εἶναι ἀναγκαῖο νά σημειωθῆ ὅτι ποτέ στήν ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας δέν ταυτίσθηκε ἡ Κρατική ἐξουσία μέ τήν Ἐκκλησιαστική. Αὐτό εἶναι κατόρθωμα ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί δόγμα ἄλλων θρησκειῶν. Ὑπῆρχε, στίς καλές ἐποχές, ὄχι δηλαδή στούς αἰῶνες τῶν διωγμῶν, σχέση συνεργασίας καί συναλληλίας. Εἶναι πολύ διαφωτιστικά ὅσα γράφει ὁ μακαριστός μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης στό βιβλίο του «Ὀρθοδοξία καί πολιτική…», γιά τήν ἐμπλοκή ὀρθοδόξων Χριστιανῶν γενικά μέ τήν πολιτική, ἀλλά καί τήν κοσμική ἐξουσία. Γράφει:

«…ὁ Χριστιανισμός οὔτε οἰκειοῦται, οὔτε ἀπορρίπτει τήν πολιτικήν, ὡς τέχνην. Ἀγωνίζεται μόνον νά τήν ἐξαγιάσῃ ὅσον δύναται, μένων μακράν τῶν διαφόρων ζυμὠσεων. Τά τέκνα τῆς Ἐκκλησίας δύνανται, ἄν θέλουν, νά ἀναμιχθοῦν. Καί νά κάμουν καί Κυβέρνησιν. Ἀλλά δέν πρέπει νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι ἡ οἱαδήποτε Κυβέρνησις, μέ οἱαδήποτε πρόσωπα, ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησίαν ἐν τῇ ἐκφράσει τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου. Διότι τότε ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά τά ἐλέγξῃ, ὡς ταυτίζοντα τό μυστικόν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ ἐγκόσμια λειτουργήματα».

«Οὐδέποτε… θά ἀξιώσῃ [ἡ Ἐκκλησία] νά ἐφαρμόσῃ [ἡ κυβέρνηση τῶν τέκνων της] τό Θεῖον Εὐαγγέλιον, διότι γνωρίζει, ὅτι ὡς διαφόρου φύσεως, πνευματικῆς, ὡς ἔλεος καί θυσία καί ἀγάπη δέν ἐφαρμόζεται διά νόμου, διά τῆς βίας, ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζεται ἡ εὐνομία τῆς Πολιτείας. Τό Εὐαγγέλιον εἶναι ἀδιάλειπτος θυσία καί ὁ νόμος σχετική δικαιοσύνη. Διό καί ἀσυμβίβαστα» (σ. 64)

Οὔτε ἡ Ἐκκλησία ὑποκαθιστᾶ τήν Πολιτεία στήν ἐσωτερική καί ἐξωτερική της πολιτική, οὔτε τό Κράτος ἀντικαθιστᾶ τήν Ἐκκλησία στήν ποιμαντική της ἀποστολή. Ὅπως σημειώσαμε, στήν ἀρχή κάναμε αὐτήν τήν ἀναφορά ἐμπνεόμενοι ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄρχοντας τῆς Θετταλίας, δηλαδή πολιτικός καί στρατωτικός διοικητής μιᾶς μεγάλης περιοχῆς τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους, πού εἶχε κέντρο τήν Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἦταν καί κατηχητής τῶν νέων τῆς Θεσσαλονίκης. Ἦταν πολιτικός καί στρατιωτικός ἡγέτης, ἀλλά καί ἕνας Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τόν ὅσιο Δαμασκηνό τό Στουδίτη, εἶχε σάν πιό μεγάλη του δόξα, ὄχι τό ἀξίωμά του τό κοσμικό, ἀλλά τό ὅτι ἦταν Χριστιανός καί μποροῦσε νά διδάσκη τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί νά τήν διαδίδη. Καί ἡ πιό μεγάλη του δόξα ἦταν, ἄν αὐτή ἡ πίστη διαχεόταν μέσα στόν λαό καί πιό πολλοί γινόταν Χριστιανοί καί πλησίαζαν αὐτό τό μυστήριο τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ.

Δέν χρησιμοποιοῦσε τήν ἐξουσία του γιά νά ἐπιβάλη τήν πίστη του, προσπαθοῦσε μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, μέ τήν ἀνιδιοτέλεια καί δικαιοσύνη τῆς διοίκησής του, τήν βαθειά καί εἰλικρινῆ πίστη του, τόν εἰκονισμό τοῦ Χριστοῦ μέ ὅλη τήν ὕπαρξή του νά ἑλκύη στόν Χριστό τούς δεκτικούς τῆς πίστης, τούς ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας, πού εἶναι ζωή καί φῶς κατά τόν εὐαγγελικό λόγο «ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων».

Στίς μέρες μας δέν ζητοῦμε τό μέγιστο, δηλαδή ἡγέτες ἀποστόλους, ἀλλά τό ἐλάχιστο, ἡγέτες πού δέν θά προβάλλουν μέ τίς νομοθεσίες τους πρότυπα ζωῆς, πού εἶναι παραμορφώσεις τοῦ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» τῶν ὑπηκόων τους.

 

 

(Πηγή: parembasis.gr)

 

ΣΧΕΤΙΚΟ: Εκκλησία και Πολιτική (Γεώργιος Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes