Η αγάπη δεν αγκαλιάζει την πλάνη… (Πρωτοπρ. Θωμάς Βαμβίνης)

(38 άτομα το έχουν διαβάσει)

Ὅσοι «κρύβονται» κάτω ἀπό τήν σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, κάτω ἀπό τό «μαφόριο» τῆς Θεοτόκου, ἐπιθυμοῦν τήν ἀσφάλεια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τόν φωτισμό ἀπό τό ἀληθινό Φῶς, τόν Χριστό, καί ὄχι τήν «διακινδύνευση» τῆς ὑπεροπτικῆς προβολῆς τῶν δικῶν τους προαιρέσεων.

Ὅσα σημειωθοῦν στήν συνέχεια προῆλθαν ἀπό σημειώσεις στό περιθώριο κάποιων κειμένων πού γεννήθηκαν ἀπό θαυμαστικούς λόγους γιά τόν πάπα Φραγκίσκο, οἱ ὁποῖοι συνοδεύονταν ἀπό θυμωμένες ἐκφράσεις γιά τούς Ὀρθοδόξους ὑπερμάχους τῆς πίστεως Πατέρες.

Δυό στοιχεῖα θά σχολιασθοῦν: Ὁ σχετισμός γιά τήν ἀλήθεια τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καί ἡ ἀδιάκριτη «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἀγάπη πού χρησιμοποιεῖται ὡς κάλυμμα τῶν δογματικῶν διαφορῶν καί ὡς προσχηματική αἰτία ἑνότητας.

Δυστυχῶς, δέν ἔχουμε ὅλοι οἱ Χριστιανοί τήν ἴδια ἀντίληψη γιά τόν Τριαδικό Θεό, οὔτε γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό, οὔτε γιά τήν Ἐκκλησία Του, γι’ αὐτό χρειάζεται «καλοδιάθετη παρατηρητικότητα», προκειμένου νά διασώζεται ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας, ἡ εὕρεση τῆς «τεθλιμμένης ὁδοῦ», πού «ἀπάγει» στήν ὄντως Ζωή, γιά τήν ὁποία ὁ Χριστός εἶπε ὅτι «ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν» (Ματθ. 7, 14). Στήν συνέχεια μάλιστα ἀναφέρθηκε στούς ψευδοπροφῆτες. Εἶπε: «Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων» (ὅ.π. 7, 15). Συνδέει τήν ὁδό τῆς ζωῆς μέ τόν κίνδυνο τῶν ψευδοπροφητῶν, αὐτῶν πού διαστρέφουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν λόγο τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος Ἀχρίδος στήν ἑρμηνεία τοῦ στίχου αὐτοῦ σημειώνει: «Πανοῦργοί εἰσι καὶ ἐπιθέται οἱ αἱρετικοὶ, διὰ τοῦτο λέγει, “προσέχετε”. Χρηστολογίαν μὲν γὰρ προβάλλονται, καὶ βίον ὑποκρίνονται σεμνὸν, ἀλλ ̓ ἔσωθέν ἐστι τὸ ἄγκιστρον» (PG 123, 213 C).

Στίς μέρες μας κυριαρχεῖ ὁ λόγος περί ἀγάπης, πού χρησιμοποιεῖται ὡς κάλυμμα τῶν δογματικῶν διαφορῶν, οἱ ὁποῖες ἐξανεμίζονται μέσα σέ ἕνα κήρυγμα ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ. Ὑπερτονίζεται ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία φθάνει μέχρι τήν μορφή ἑνός «χριστιανικοῦ ἀγνωστικισμοῦ», ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖται ὡς μέσο ἑνότητας τῶν διηρημένων Χριστιανῶν. Ὅταν δέν γνωρίζω τίποτε, γιατί νά διαφωνῶ καί γιατί νά εἶμαι χωρισμένος ἀπό ἄλλους, πού χαρακτηρίζονται κι αὐτοί χριστιανοί;

Ὁ Θεός ὅμως τῶν Χριστιανῶν, ὁ Θεός τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, εἶναι ἄγνωστος ὡς πρός τήν οὐσία Του, ἀλλά γνωστός καί μεθεκτός ὡς πρός τήν ἐνέργειά Του. Αὐτή γιά τούς Ὀρθοδόξους εἶναι μιά στοιχειώδης θεολογική γνώση. Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι οὐσιώδης ἐνέργειά Του, γι’ αὐτό «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ» τήν γεύονται καί τήν γνωρίζουν· δηλαδή γνωρίζουν τίς προϋποθέσεις της καί τά ἀποτελέσματά της, γνωρίζουν ὅτι δέν ὑποτάσσεται σέ λογισμούς ἤ τεχνικές ἀνθρώπινες, οὔτε φυσικά μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ ὡς πρόσχημα ὑπέρβασης τῆς διαφορᾶς ἀνάμεσα στήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα, στόν ὀρθό βίο ἀπό τόν πλανεμένο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς γνώσεως καί ἀληθείας.

Πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Θεός «τῶν Πατέρων ἡμῶν», ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἄδικος, οὔτε φθονερός· εἶναι ἀγαθός, παντοδύναμος, δίκαιος, πηγή τῆς ἀγάπης καί «Θεός τῶν γνώσεων». Γι’ αὐτό δέν ἄφησε τόν ἑαυτό Του ἀμάρτυρο μέσα στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά τόν ἀποκάλυψε «πολυμερῶς καί πολυτρόπως»· δέν ἄφησε τούς ἀνθρώπους στήν ἀγνωσία, δηλαδή χωρίς γνώση τῆς ὑπάρξεώς Του καί τῶν ἐνεργειῶν Του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει ὅτι στούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔδινε ὁ Θεός τήν γνώση Του μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ «λαλήσαντος διά τῶν Προφητῶν». Ἦταν καθαροί στήν καρδιά. Στούς ἄλλους στούς ὁποίους δέν ἔβρισκε τόπο στήν διάνοιά τους, γνωστοποιοῦσε τό θέλημά Του μέ γραπτό νόμο· αὐτοί εἶχαν ἀνάγκη «τῆς ἀπό τῶν γραμμάτων βοηθείας» (ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ΕΠΕ, τ.9,σ.16). Ὅμως στόν Νῶε, τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰώβ καί τόν Μωϋσῆ «οὐ διά γραμμάτων διελέγετο, ἀλλ’ αὐτός δι’ ἑαυτοῦ, καθαράν εὑρίσκων αὐτῶν τήν διάνοιαν» (ὅ.π.). Εἶχε μαζί τους «προφορική» ἐπικοινωνία.

Μετά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν δημόσια δράση Του, τό Πάθος, τόν Σταυρό, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψή Του καί τήν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο μετέβαλε τήν Ἐκκλησία σέ Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι κατάφωρη ἀδικία ἀπέναντι στήν ἀγάπη, τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καί τήν φωτιστική Του Χάρη νά διακηρύσσουμε ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ καί νά τήν ὑπερασπιζόμαστε σάν δόγμα, προκειμένου μέσα σέ ἀτμόσφαιρα συναισθηματικῆς ἀγάπης νά ἑνωθοῦμε μέ θρησκευτικές κοινότητες καί ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν τελείως διαφορετική θεολογία. Ὑπόβαθρο εἶναι ἡ σκέψη πού προαναφέραμε: Ἀφοῦ δέν γνωρίζω τόν Θεό, γιατί νά διαφωνῶ καί γιατί νά εἶμαι χωρισμένος ἀπό ἄλλους, πού χαρακτηρίζονται κι αὐτοί χριστιανοί;

Ὅμως ἡ πείρα τῆς Ἐκκλησίας, μέσω τῶν Προφητῶν, ἀλλά καί συγχρόνων ἁγίων, ἄλλα μᾶς διδάσκει. Ὁ ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἀθωνίτης ἀναφερόμενος στήν «μακαριότητα τῆς γνώσεως τῆς ὁδοῦ», γράφει: «“Μακάριοί ἐσμεν ᾿Ισραήλ, ὅτι τὰ ἀρεστὰ τῷ Θεῷ ἡμῖν γνωστά ἐστι. Θαρσεῖτε λαός μου, μνημόσυνον ᾿Ισραήλ” (Βαρούχ, 4, 4-5). Καί ἄν ὑπολογίσουμε πόσο περισσότερο εἴμαστε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί προικισμένοι ἀπό τόν Κύριο ἀπ’ ὅ,τι οἱ Προφῆτες καί οἱ Δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης, θά ὑψώναμε κι ἐμεῖς φωνή εὐχαριστίας καί θριάμβου λέγοντας: “Εὐλογημένοι εἴμαστε καί ἁγιασμένοι, οἱ Χριστιανοί, γιατί τόσο ἐπεθύμησε ὁ Θεός νά εἶναι ἑνωμένος μαζί μας, ὥστε ἡ ζωή Του νά γίνει δική μας”» (Ἡ Ζωή Του ζωή μου, σ.78).

Στίς μέρες μας, ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, αὐτή ἡ φωνή τῆς εὐχαριστίας καί τοῦ θριάμβου ὄχι μόνον ἔχει ἀτονήσει, ἀλλά καί ἀπό ὅποιους εὐλαβῶς ἀκούγεται σηκώνει κατ’ ἐπάνω τους θύελλα ἀγαπητικῆς ὑβρεολογίας περί ὀρθοδοξισμοῦ, «ἱδρυματικῆς Ἐκκλησίας» καί ἕτερά τινα. Κι ὅλ’ αὐτά διότι στήν θεολογική ἀλήθεια θεωρεῖται δεδομένη ἡ ἀσάφεια καί ἡ ἀγνωσία. Κι’ αὐτό συνεπάγεται ἀποδέσμευση ἀπό τό δόγμα, πού ὁριοθετεῖ τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη, τήν ὁδό τῆς ζωῆς ἀπό τήν ὁδό τῆς ἀπωλείας.

Τό αἱρετικό δόγμα τῆς ἀσάφειας καί τῆς ἀγνωσίας ὑποβαθμίζει τίς δογματικές διαφορές σέ διαφορά τοπικῶν ἐθίμων. Τά δόγματα, ὅμως, δέν εἶναι ἔθιμα. Εἶναι διήγηση τῆς πείρας τῶν θεοπτῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί ἁγίων Πατέρων. Δέν εἶναι ἁπλῶς λέξεις, εἶναι θεολογικά νοήματα, τά ὁποῖα ἔχουν ἀλλοιώσει ὅσοι ἔχουν χωρισθῆ ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ ἀλλοιώσεις αὐτές χωρίζουν ὅσους τίς ἀποδέχονται ἀπό τόν Θεό﮲ καθιστοῦν δύσκολη τήν σωτηρία.

Ὡς κατακλείδα τῶν παραπάνω παραθέτουμε θέσεις τῶν ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἀπό τήν ἑρμηνεία του στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Παύλου καί συγκεκριμένα τοῦ στίχου: «Καὶ τοῦτο προσεύχομαι, ἵνα ἡ ἀγάπη ὑμῶν ἔτι μᾶλλον καὶ μᾶλλον περισσεύῃ ἐν ἐπιγνώσει καὶ πάσῃ αἰσθήσει» (1,9). Ἐπιμένει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἰδιαίτερα στό «ἐν ἐπιγνώσει». Γράφει: «Οὐχ ἁπλῶς τήν φιλίαν θαυμάζει [ὁ Ἀπόστολος Παῦλος], οὐδέ ἁπλῶς τήν ἀγάπην, ἀλλά τήν ἐξ ἐπιγνώσεως· τουτέστιν, οὐχ ἵνα πρός ἅπαντας τῇ αὐτῇ χρήσησθε ἀγάπῃ· τοῦτο γάρ οὐκ ἀγάπης, ἀλλά ψυχρότητος. Τί ἐστιν, “ἐν ἐπιγνώσει;”. Τουτέστι, μετά κρίσεως, μετά λογισμοῦ, μετά τοῦ αἰσθάνεσθαι» (Ἰ. Χρυσοστόμου, Ἔργα, τ. 21, σ. 390). Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τό ὅτι τήν ἀγάπη πρός ὅλους, χωρίς διακρίσεις, τήν ταυτίζει μέ τήν ψυχρότητα! Εἶναι ἰδέα ἀγάπης, χωρίς θερμότητα· ἡ ἀγάπη ἔχει θερμότητα, ὅταν πηγάζη ἀπό τήν ἀλήθεια καί τήν εἰλικρίνεια, ἀπό τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, ὄχι τήν ἀγνωσία Του. Ἐξηγώντας τό «ἐν ἐπιγνώσει καὶ πάσῃ αἰσθήσει» γράφει ὅτι ἡ ἀγάπη πρέπει νά «περισσεύῃ», δηλαδή νά αὐξάνη μέ κρίση, μέ σκέψη καί συναίσθηση. Παραθέτοντας τήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «…εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τὰ διαφέροντα, ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς», ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει «τὰ διαφέροντα» ὡς «τά συμφέροντα» καί τό «ἵνα ἦτε εἰλικρινεῖς», γράφοντας: «τουτέστιν, ἵνα μηδέν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε».

Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο ἡ ἀγάπη μπορεῖ νά εἶναι προσχηματική, δηλαδή κίβδηλη, ψευδής, ὥστε ὑπό τό παραπλανητικό κάλυμμά της νά γίνονται ἀποδεκτά «νόθα δόγματα», ὅπως ἡ ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ καί ἡ παραθεώρηση τῶν ἀποκαλύψεών Του στούς δικαίους. Γι’ αὐτό τονίζει: «Μή παραβλαπτέτω ὑμᾶς φησιν [ὁ Ἀπόστολος] ἡ ἀγάπη πρός τό εἰδέναι τά συμφέροντα» (ὅ.π.). «Τά συμφέροντα» εἶναι τά ὀρθά δόγματα καί ὁ ὀρθός βίος· «τουτέστι, μετά τῶν δογμάτων καί βίον ὀρθόν ἔχοντες· οὐχ ἁπλῶς ὀρθόν, ἀλλά πεπληρῶσθαι καρπῶν δικαιοσύνης» (ὅ.π.)· νά εἶναι ὁ βίος γεμάτος ἀπό καρπούς δικαιοσύνης.

Ἡ ἀγάπη «ἐξ ἐπιγνώσεως» πού κηρύττει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος «ἀγκαλιάζει τόν πλανεμένο», ὄχι ὅμως τήν πλάνη, ἀγαπᾶ καί τόν διάβολο, ὄχι ὅμως τά ἔργα του· θερμαίνεται ἀπό τό ἀληθινό φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού «λύνει» τά ἔργα τοῦ διαβόλου καί ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν ἐξουσία του.

 

 

 

(Πηγή: parembasis.gr)

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes