Προοπτική τῆς ὀλιγάρκειας
Στόν δημόσιο βίο συνεχῶς γίνεται λόγος γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ Δημοσίου καί τῶν ὑπαλλήλων τους, ὥστε νά ἀμοίβονται οἱ συνεπεῖς καί παραγωγικοί, νά κινητοποιοῦνται οἱ ὑπόλοιποι καί οἱ ὑπηρεσίες νά βελτιώνουν τίς δομές καί τόν τρόπο λειτουργίας τους. Αὐτά εἶναι μηχανισμοί πού ἐπιβάλλονται ἀπό τούς στόχους τῆς κοσμικῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία κινεῖται ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ χρήματος, πού ἀπαιτεῖ μετρήσιμη ἀποτελεσματικότητα, ὥστε νά βλέπη διαρκῶς τούς δεῖκτες τῆς παραγωγικότητας νά αὐξάνουν. Βέβαια, κάποιοι εὐαίσθητοι παρατηρητές τῆς παγκοσμιοποιημένης δυτικῆς, κυρίως, οἰκονομίας, ἔβλεπαν ἀπό νωρίς τόν ἀδιέξοδο δρόμο τῆς συνεχοῦς ἀνάπτυξης, γι’ αὐτό μιλοῦσαν γιά τήν ἀνάγκη ἀντίστροφης πορείας, μιλοῦσαν γιά «ἀποανάπτυξη».
Ὁ Γάλλος καθηγητής Σὲρζ Λατοὺς σέ συνέντευξή του, πρίν ἀπό 14 χρόνια (Καθημερινὴ 22.5.2011), ἔλεγε: «Τὸ ποτάμι τῆς κατανάλωσης ξεχείλισε, πλημμύρισε τὰ πάντα καὶ τώρα ἀφήνει τὸν βάλτο τῆς ὕφεσης. Ἀφοῦ οἱ κοινωνίες ἀρρώστησαν ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας, τώρα “σβήνουν” ἀπὸ τὸ σκάσιμο τῆς φούσκας. Μήπως ἦρθε ἡ ὥρα νὰ σκεφτοῦμε τὴν προοπτικὴ τῆς ἀποανάπτυξης;». Μᾶλλον θά πρέπει νά μιλᾶμε γιά τήν προοπτική τῆς ὀλιγάρκειας καί τοῦ ἐξανθρωπισμοῦ τῶν σχέσεων θεσμῶν καί ἀνθρώπων, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ἐργασιακῶν.
Αὐτά, ὅμως, ὅπως εἶναι δομημένη ἡ κοινωνία μας, εἶναι μᾶλλον μιά οὐτοπία· ἀπαιτοῦν ἄλλον «τόπο» μέ ἄλλους «νόμους», μιά «πολιτεία» μέ προοπτική πού δέν κλείνεται στήν παραγωγικότητα καί τήν ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας τοῦ χρήματος, πού ἔχει «πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς».
Ἰδανική πολιτεία
Κάποια στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἰδανικῆς πολιτείας τά παίρνουμε, ὄχι ἀπό τόν Πλάτωνα, ἀλλά ἀπό τόν ὅσιο Ἠσαΐα τόν Ἀναχωρητή καί τό ἔργο του: «Περί… τῶν ἐθελόντων οἰκῆσαι μετ’ ἀλλήλων». Διδάσκει ὁ ὅσιος:
«Ἐάν ἐξέλθητε μετ’ ἀλλήλων εἰς πάρεργον, ἕκαστος ὑμῶν πρόσχῃ ἑαυτῷ [νά προσέχη τόν ἑαυτό του] καί μή τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ﮲ μή διδάξῃ αὐτόν ἤ διατάξῃ τι αὐτῷ» (κεφ. 2). Ὁ καθένας βλέπει τόν ἑαυτό του κι ὄχι τί κάνουν οἱ ἄλλοι καί πρό παντός δέν κάνει στούς ἄλλους τόν δάσκαλο, οὔτε δίνει ἐντολές. Δέν κρίνει, οὔτε ἀξιολογεῖ κανέναν.
Ἐπίσης συμβουλεύει: «Ἐάν ποιῆτε πάρεργον ἔνδον ἐν τῷ κελλίῳ…, τόν ποιοῦντα τό ἔργον ἐάσατε ποιῆσαι ὡς ἄν βούληται﮲ ἐάν δέ εἴπῃ, ποιήσατε ἀγάπην, διδάξατέ με, ὅτι οὐκ οἶδα, καί ἔστιν ἄλλος ἐπιστάμενος, μή πονηρεύσηται καί εἴπῃ, οὐκ οἶδα﮲ οὐκ ἔστι γάρ αὕτη ταπείνωσις κατά Θεόν» (κεφ. 3). Δύο σημεῖα εἶναι ἀξιοπρόσεκτα: Πρῶτον, «τόν ποιοῦντα τό ἔργον ἐάσατε ποιῆσαι ὡς ἄν βούληται», αὐτόν πού ἀνέλαβε νά κάνη τό ἔργο ἀφῆστε τον νά τό κάνη, ὅπως θέλει. Μήν τοῦ κάνετε ὑποδείξεις. Μήν ἐμπλέκεστε στήν διακονία πού ἀνέλαβε. Δεύτερον: ἄν πῆ «διδάξατέ με», γιατί δέν γνωρίζω πῶς νά κάνω τό ἔργο πού μοῦ ἀνατέθηκε, αὐτός πού γνωρίζει πρέπει νά τόν βοηθήση, «μή πονηρεύσηται καί εἴπῃ, οὐκ οἶδα». Αὐτό εἶναι πονηρία, δέν εἶναι ταπείνωση κατά Θεόν.
Εἶναι προφανές ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἄσχετα μέ τήν μέριμνα γιά αὔξηση τῆς παραγωγικότητας, τήν ἐπιδίωξη τῆς καινοτομίας καί φυσικά τήν ἀξιολόγηση τῶν ἐργαζομένων καί τῆς ἐργασίας τους. Εἶναι ἰδανικό πού ἐμπνέει, δέν εἶναι ὅμως ἐφαρμόσιμο στήν κοινωνία τῆς ἰδιοτέλειας. Ἀπαιτεῖ φιλότιμο, ἀγάπη ἀληθινή, ἀμεριμνία γιά τά ὑλικά πράγματα καί τόν νοῦ στόν Θεό. Αὐτά δέν μποροῦν νά ἐπιβληθοῦν μέ κρατικούς νόμους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν στήν φύση τους τόν καταναγκασμό.
(Πηγή: “Εκκλησιαστική Παρέμβαση“)