Η Μεγάλη Εβδομάδα (Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους)

Ομιλία του αρχιμανδρίτη π. Βασιλείου Γοντικάκη που έλαβε χώρα το 1993 στις Βρυξέλλες με θέμα “Η Μεγάλη Εβδομάδα”. 

Μπορείτε να ακούσετε την ομιλία πατώντας εδώ

Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,

Ὅταν ἄκουσα ὅτι “εἶναι δύσκολο νὰ παρουσιάση κανεὶς ἕνα μοναχὸ σὲ κοσμικούς”, ἐγὼ ἤθελα νὰ πῶ, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἀδελφοί. Ἐπίσης, νοιώθω ὅτι ἐπειδὴ εἶστε Ἕλληνες ποὺ μένετε στὸ ἐξωτερικό, εἶστε ἄνθρωποι ποὺ μένετε στὸ σπίτι σας.

Καὶ αὐτὸ ποὺ ἤθελα νἄλεγα σήμερα, ἦταν ἁπλῶς μερικὲς σκέψεις γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ παράδοσί μας, θἄλεγα ἑλληνική, μεταμορφωμένη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μᾶς δίδει αὐτὴ τὴ δυνατότητα νὰ νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε στὸ σπίτι μας, “ἐν παντὶ τόπῳ καὶ καιρῷ” .

Καὶ γιὰ νὰ τὸ κάνωμε αὐτὸ πιὸ συγκεκριμένο, θἄθελα νὰ λέγαμε δυὸ λόγια γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα· τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα πῶς τὴ ζοῦμε στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν Ἑλλάδα καί, θἄλεγα, πῶς τὴ ζοῦμε ὅλως ἰδιαίτερα στὸ Ἅγιο Ὄρος.

Γιατὶ, ἂν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα σφραγίζη τὴ ζωὴ τῆς Ἑλλάδος, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα στὸ Ἅγιο Ὄρος εἶναι κάτι ἀκόμα μεγαλύτερο. Θυμᾶμαι ποὺ ὅταν παρακολουθοῦσα στὴν Κρήτη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, κάποια τροπάρια τὰ παρέλειπαν. Στὸ Ὄρος ὅλα λέγονται, πολλὰ δυὸ φορές, τρεῖς ἢ τέσσερις φορές, καὶ δὲν εἶναι ὅτι πᾶμε τὸ βράδυ στὴν ἀκολουθία, ἀλλὰ ὅλο τὸ ἡμερονύχτιο εἶναι ἀφιερωμένο στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Κι ἔτσι, ἔχομε τὴν τιμή, ἀλλὰ καὶ φορτωνόμαστε μὲ τὸ χρέος αὐτό· νὰ παρακολουθοῦμε αὐτὴ τὴ θεία μυσταγωγία.

Τώρα, αὐτὴ ἡ θεία μυσταγωγία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος μᾶς παρουσιάζει τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ μᾶς τὸ παρουσιάζει ὅπως τὸ ζῆ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Καὶ νομίζω ὅτι εἶναι κάτι τὸ τελείως ἰδιαίτερο, καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι δημιούργημα τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Κι ὅταν λέω “ἑλληνικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία”, ἐννοῶ ὅτι ὅλη ἡ παράδοσι, καὶ ἡ προχριστιανική, ὅλος ὁ πόνος καὶ ἡ ἀναζήτησι βρίσκονται μέσα ἐκεῖ μεταμορφωμένα.

Καὶ πλησιάζομε τὸ μυστήριο, ὄχι μὲ τὴ λογική, ὄχι μὲ τὸ ν᾿ ἀκοῦμε κάποιον νὰ μᾶς λέη κάτι, ἀλλὰ μπαίνομε ὁλόκληροι μέσα στὸ μυστήριο, βαπτιζόμαστε. Καὶ νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ ἑξῆς, ὅτι ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα πλάθεται, δημιουργεῖται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, τότε ποὺ στὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω δὲν ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφὴ ποὺ ἔβαλε ὁ Πιλᾶτος, “Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων”, ποὺ εἶναι μιὰ ἱστορικὴ πραγματικότης, ἀλλὰ ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἐπιγραφὴ ποὺ λέει: “Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης”. Εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς ∆όξης, ὁ γυμνός, ὁ νεκρὸς κι ὁ ἐμπτυσμένος.

Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς δέχεται στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, σ’ ἕναν χῶρο κάλλους, μέλους, θάλπους καὶ στοργῆς πνευματικῆς. Καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς μεταφέρουν αὐτὴ τὴ στοργή. Καί, ἐνῶ ἀρχίζομε τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα (στὸν κόσμο, Κυριακὴ βράδυ τῶν Βαΐων), νὰ μπαίνωμε στὸ μυστήριο τῶν Παθῶν, μπαίνομε σ’ ἕνα μυστήριο, σὲ μιὰ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι σίγουρο ὅτι θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν Ἀνάστασι· σ’ ἕναν πόνο ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀγαλλίασι· σ’ ἕνα κάλλος καὶ σὲ μιὰ μεταμόρφωσι τῶν πάντων. Κι ἐδῶ πέρα νομίζω ὅτι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἔχομε τὴ μεταμόρφωσι τοῦ κάλλους, τὴ μεταμόρφωσι τοῦ μέλους καὶ τὴ μεταμόρφωσι τῆς ἀρχαίας τραγωδίας.

Βλέπετε, ὁ Χριστὸς πορευόμενος πρὸς τὸ Πάθος …

Νὰ ποῦμε μερικοὺς νεωτερισμοὺς τῶν Πατέρων, ὅπως εἶναι νεωτερισμὸς ὅτι ἐπάνω στὸν Σταυρὸ βλέπουμε τὸν Χριστὸ Βασιλέα τῆς ∆όξης, καὶ ὄχι βασιλέα τῶν Ἰουδαίων.

Ὁ Χριστὸς πορευόμενος πρὸς τὸ Πάθος παρουσιάζεται ὡς νυμφίος, ὄχι ὡς μέλλων γιὰ καταδίκη, ἀλλὰ ὡς νυμφίος, καὶ τὸ Πάθος παρουσιάζεται ὡς νυμφών. Γι’ αὐτό, λέμε: “Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ”. Στὴ συνέχεια, τὸ μέλος τὸ ἀργό, “Ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται”, καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀργὸ “Ἀλληλούϊα. Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς”, καὶ ἀρχίζει τὸ Ἀλληλούϊα τρεῖς φορές, τὸ Ἀλληλούϊα, τὸ γνωστό, ποὺ ξέρουμε ὅλοι.

Στὸ Ἅγιο Ὄρος, πρὶν ἀπὸ τὸ γνωστό, ψάλλεται τὸ ἀργὸ Ἀλληλούϊα· καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ γνωστὸ “‘Ιδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται”, ψάλλεται τὸ ἀργὸ “‘Ιδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται”. Καὶ τὴν τελευταία φορὰ ποὺ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἡ ἐκτέλεσις ἦταν πάρα πολὺ καλή, ἔνοιωσα σὰν νὰ βρισκώμαστε στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας, ὅπου “πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος” καὶ τοῦ χάους καὶ ἔδινε μορφὴ στὴ γῆ .

Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἀργὸ μέλος πᾶμε στὸ πιὸ σύντομο, ποὺ εἶναι μορφοποιημένο καὶ σαφὲς τὸ μοτίβο. Καὶ νοιώθεις ὅτι γιὰ νὰ γίνη αὐτό, ἔχει προηγηθῆ μιὰ μεγάλη παράδοσι. Ἔχω νοιώσει τὸ “∆όξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι”, στὰ Ἀνοιξαντάρια, ποὺ λέγεται στὶς ἀγρυπνίες, γιὰ νὰ μελοποιηθῆ, γιὰ νὰ φθάσωμε σ’ αὐτὸν τὸν ρυθμό, πρέπει νἄχουν περάσει χιλιετίες. Ἔχομε κάτι κλασικό.

Καὶ νοιώθουμε ὅτι αὐτὸ τὸ Ἀλληλούϊα τὸ ἀργό, ποιητικά, μουσικά, μᾶς βάζει μέσα στὸ κλῖμα καὶ στὸ ἦθος καὶ στὸν χαρακτήρα τῆς Μεγάλης ‘Εβδομάδος. Κι αὐτὸ εἶναι μιὰ πιστοποίησι τῆς ἀλήθειας. ∆ηλαδή, αὐτὸ ποὺ μᾶς λέει ὁ λόγος, μᾶς λέει ἡ εἰκόνα, μᾶς λέει τὸ μέλος. Καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κουρασμένος, καὶ ὁ ἄνθρωπος θέλει μιὰ στοργή, ὁ ἄνθρωπος θέλει μιὰ κατανόησι. Γι’ αὐτό, δὲν τοῦ γίνεται διδασκαλία, ἀλλὰ μπαίνει μέσα στὸν Παράδεισο, κι ἔτσι προχωροῦν τὰ πράγματα.

Μετά, τὸ ἄλλο εἶναι, ὅτι παρακολουθοῦμε τὶς προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης. Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα διαβάζονται. Τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τοὺς Πατέρας ἀνασυντίθενται. Γίνονται ἕνα ἀνάγνωσμα, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπὸ τρεῖς, τέσσερις Εὐαγγελιστάς· ἔρχεται ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ πλάθει ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα· καὶ νοιώθεις στὴ συνέχεια ὅτι εἶναι παρόντες οἱ Προφῆτες. Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας τὰ βλέπει καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι τὰ ἔβλεπαν αὐτοὶ ποὺ ἦταν παρόντες τὴ στιγμὴ ποὺ σταυρωνόταν ὁ Χριστός. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐν Πνεύματι τὰ νοιώθουν καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι· κι ὁ καθένας πιστὸς μπορεῖ νὰ γίνη κοινωνὸς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, αὐτῆς τῆς θείας Οἰκονομίας.

Γι’ αὐτό, λέμε: Καὶ οἱ Πατέρες τῆς ‘Εκκλησίας εἶναι “οἱ μελωδήσαντες ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας” . Ἡ θεολογία δὲν εἶναι μιὰ φιλοσοφία. ∆ὲν εἶναι ἕνας σχολαστικισμὸς ποὺ σοῦ πονᾶ τὸ κεφάλι, ἀλλὰ εἶναι ἕνα μέλος ποὺ σὲ μαγεύει καὶ μιὰ μουσικὴ ποὺ οἱ φθόγγοι της μεταδίδουν μηνύματα καὶ οὐσία θεολογική.

Μετά, στὴ συνέχεια, βλέπουμε πῶς ὁ Κύριος θέλει νὰ ἑτοιμάση τοὺς Μαθητάς. Γι’ αὐτό, ἔχουμε τὸ παράδειγμα, τὴν προτύπωσι τοῦ Ἰησοῦ, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου. Γι’ αὐτό, ἔχομε τὸ εὐαγγέλιο τῶν δέκα παρθένων, τῶν μωρῶν καὶ φρονίμων. Γι’ αὐτό, παρουσιάζεται ὁ Κύριος ὡς νυμφίος, ποὺ ἔρχεται “ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός”. Γι’ αὐτό, χρειάζεται νὰ ὑπάρχη μιὰ ἐγρήγορσι γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν νυμφίο.

Γι’ αὐτό, λέει ὁ Κύριος στοὺς μαθητάς Του, προσπαθώντας νὰ τοὺς μυήση εἰς “τὰ τελεώτατα φρονεῖν”, νὰ φρονοῦν σωστά, λέει ὅτι ἂν κάποιος θέλη νἆναι πρῶτος, πρέπει νἆναι ἔσχατος, “καὶ ὁ ἄρχων ὡς ὁ διάκονος”, γιατὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε γιὰ νὰ διακονηθῆ, ἀλλὰ νὰ διακονήση καὶ νὰ δώση τὴν ψυχή Του “λύτρον ἀντὶ πολλῶν”  . Τὸ λέει τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ τὸ παίρνουν οἱ ὑμνωδοὶ καὶ τὸ λένε μὲ τὴ μελωδία καὶ μὲ τὴν ποίησι τὴν ἐκκλησιαστική.

Μετά, στὴ συνέχεια, λέει ὁ Κύριος ὅτι θὰ παρουσιαστοῦν πολλοὶ ψευδοπροφῆτες, πολλοὶ ψευδόχριστοι, οἱ ὁποῖοι θὰ θέλουν νὰ σᾶς βασανίσουν καὶ θὰ θέλουν νὰ ἐντοπίσουν τὸν Χριστό. Νὰ ποῦν “ὧδε, ἰδοὺ ἐκεῖ”. ∆ὲν εἶναι. Μὴν πιστέψετε. Ἂν σᾶς ποῦν “ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε. Ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε”. Γιατὶ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου θἆναι σὰν τὴν ἀστραπὴ ποὺ ἀνάβει καὶ φωτίζει τὴν ὑπ’ οὐρανόν. Καὶ ἀμέσως λέει: “Ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί”.

∆ὲν ὑπάρχει ἐντοπισμὸς λογικός. ∆ὲν ὑπάρχει ἐντοπισμὸς γεωγραφικός. Ὑπάρχει μιὰ ἀστραπὴ ποὺ φωτίζει τὴν ὑπ’ οὐρανόν. Μιὰ ἀστραπὴ κι ἕνα πτῶμα. Ἕνα πτῶμα πού, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας, τρέφει τοὺς ἀετούς . Καὶ εἶναι αὐτὸ μιὰ ἄλλη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ προσφέρεται σὰν πτῶμα, γιὰ  νὰ τραφοῦν οἱ ἄλλοι, νὰ τραφοῦν οἱ ἀετοί, νὰ ζήσουν οἱ ἀετοί, νὰ ζήσουν οἱ ἄνθρωποι.

Ὁπότε, ἔχουμε μιὰ ἀστραπὴ κι ἕνα πτῶμα.

Παρουσιάζονται μετὰ τὰ ἄλλα γεγονότα, ὅπως εἶναι ἡ πόρνη, ἡ ὁποία μετενόησε, ἡ ὁποία δὲν ἔκανε αὐτὴ τὴν πρᾶξι, νὰ ἀλείψη τοὺς πόδας τοῦ Κυρίου μὲ μῦρο, τὶς μέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος· ἀλλὰ τὸ βάζουν οἱ Πατέρες, γιατὶ τοὺς ταιριάζει· ἂν θέλετε, γιὰ νὰ ποῦν συγκεκριμένα αὐτὸ ποὺ θέλουν νὰ ποῦν.

Τονίζεται τὸ γεγονὸς ὅλων τῶν ἄλλων Μαθητῶν, ἡ συμπεριφορά των. Στὰ δώδεκα εὐαγγέλια, ἰδιαίτερα στὸ πρῶτο εὐαγγέλιο, τὸ κατὰ Ἰωάννην, νομίζω ὅτι ἔχομε αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς ∆ιαθήκης , παρουσιάζονται κύματα, κύματα ἀτελεύτητα θεολογίας τῆς καινῆς ζωῆς, τῆς καινῆς ἐντολῆς, τῆς ἀγάπης. Πάει νὰ διδάξη ὁ Κύριος, ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ πᾶνε νὰ μιλήσουν οἱ Μαθητές, μιὰ κουβέντα καὶ μία γκάφα. Συνέχεια πέφτουν ἔξω.

Λέει: “Ἐκεῖ ποὺ πάω τώρα δὲν μπορεῖτε νὰ ἀκολουθήσετε. Θὰ ἀκολουθήσετε μετά”. Λέει ὁ Πέτρος: “Γιατί δὲν μπορῶ; ἐγὼ θὰ σὲ ἀκολουθήσω”. “-Ἔ, θὰ μ᾿ ἀκολουθήσης… Ἀκολούθησέ με”. Μετὰ λέει· “Καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε καὶ τὴν ὁδὸν οἴδατε”. Καὶ ὁ Θωμᾶς λέει: “καὶ ποῦ ξέρομε τὴν ὁδό, ἐφ᾿ ὅσον δὲν ξέρομε ποῦ πᾶς;” -Μά, λέει, δὲν ξέρεις ὅτι “ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή;” Λέει ὁ Φίλιππος παρακάτω: “∆εῖξον ὑμῖν τὸν Πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν”. ∆εῖξε μας τὸν Πατέρα σου, καὶ μᾶς εἶναι ἀρκετό. Λέει ὁ Κύριος: “Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε;” ∆ὲν μὲ ξέρεις; “Ὁ ἑωρακὼς ἐμέ, ἑώρακε τὸν Πατέρα. Ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους”. Αὐτὴ εἶναι ἡ καινὴ ἐντολή.

Εἴπαμε ὅτι ὑπάρχει μιὰ σχέσι μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ ἀναζήτησι καὶ τὰ μυστήρια. Καὶ εἶναι ἐδῶ πέρα ὅλα, ἀλλὰ κεκαθαρμένα. Καὶ λέγεται ὅτι ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας ζήταγε, προσπαθοῦσε νἆταν μουσικός, ἐρωτικὸς καὶ φιλόσοφος. Καὶ ἐδῶ πέρα βρίσκουμε τὴν ἀληθινὴ μουσική, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλοσοφία.

“Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων” . Κανεὶς δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ αὐτήν, τὸ νὰ θυσιάση κανεὶς τὴν ψυχή του γιὰ τοὺς φίλους του. Καὶ λέει ὁ Ἰωάννης ὁ ∆αμασκηνὸς ὅτι, ὅταν λέη “φίλους Του”, δὲν ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ Αὐτὸς ἀγαπᾶ . Καὶ ἀγαπᾶ ὅλους. Καὶ ἂν ἀγαπᾶ ὅλους, ἂν ἀγαπᾶ τοὺς μαθητάς Του, πιὸ πολὺ ἀγαπᾶ αὐτοὺς ποὺ δὲν Τὸν ἀγαποῦν, καὶ πιὸ πολὺ σέβεται αὐτοὺς ποὺ Τὸν βρίζουν καὶ πιὸ πολὺ φροντίζει γι’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν σταυρώνουν.

Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπάνω στὸν Σταυρό, ὅταν εἶναι κρεμασμένος, κι ὅταν εἶναι ἐμπτυσμένος, καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν σταύρωσαν δὲν εἶχαν καμιὰ δικαιολογία, αὐτὸς βρίσκει δικαιολογία καὶ λέει: “Πάτερ, συγχώρεσέ τους, γιατὶ δὲν ξέρουν τί κάνουν”

Προσπαθεῖ ὁ Κύριος νὰ διδάξη τοὺς Μαθητὰς “τὰ τελεώτατα φρονεῖν”. Προσπαθεῖ νὰ τοὺς πείση ὅτι εἶναι βασιλεὺς ἄλλης βασιλείας· μεταφέρει ἕναν καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως, ἕναν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουν. Γι’ αὐτό, ὁ Κύριος “αὐτὸς ἑαυτὸν ἱερούργει”. Ὅπως λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο: “Ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτὸν ἵνα ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ” . Ἐγώ, λέει ὁ Κύριος, θυσιάζω τὸν ἑαυτό μου, σταυρώνομαι, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ἁγιασθοῦν, νὰ ζήσουν οἱ ἄλλοι.

Καὶ μετὰ παρακολουθοῦμε τὸ πάθος τοῦ Κυρίου, τὴ Γεθσημανῆ. Ὑπάρχουν μερικὰ πράγματα τὰ ὁποῖα ἁπλῶς τὰ παρακολουθεῖ κανεὶς καὶ δὲν τὰ σχολιάζει. Ὁ Κύριος εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. ∆ὲν εἶναι ὑπεράνθρωπος. Εἶναι ἄνθρωπος, καὶ δὲν εἶναι Θεός, ὅπως γνωρίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, σὰν ἕνα ἀνώτερο Ὄν. Οὔτε εἶναι κάποιος, ἂν θέλετε, παντοδύναμος, ὁ ὁποῖος ἀντιμετωπίζει σὰν παιχνίδια τὰ πάθη καὶ τὶς δυσκολίες. ∆ὲν τὰ ἀντιμετωπίζει ἀπάνθρωπα, στωϊκά, ἀλλὰ τὰ ἀντιμετωπίζει πολὺ σὰν ἄνθρωπος.

Γι’ αὐτό, βλέπομε στὴ Γεθσημανῆ νὰ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν μαζί Του. Ἤθελε αὐτό. Οἱ Μαθηταὶ δὲν μπόρεσαν. Μετά, εἶπε ὁ Κύριος τὸν λογισμό του στὸν Πατέρα: “Πάτερ, εἰ δυνατὸν παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο”. Ζήτησε ἀπὸ τοὺς Μαθητὰς νὰ ἀγρυπνήσουν, οἱ Μαθηταὶ κοιμόνταν, καὶ ἐπέστρεψε τρεῖς φορὲς “τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών” , καὶ ἐγένετο ἡ ἀγωνία αὐτοῦ μεγάλη, ὥστε “ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ” νὰ πέφτη “ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος… ἐπὶ τὴν γῆν”. Καὶ πάλι εἶπε: “Πάτερ, σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης, ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην, πάτερ, δόξασόν σου τὸ ὄνομα”. Καὶ ὅταν φτάνη ἐκεῖ, τελειώνει ὁ ἀγώνας.

Ἤθελα νἄλεγα δύο λόγια γιὰ τὸ θέμα τῆς ὥρας … “Πάτερ σῶσον με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης”. Ὑπάρχει μιὰ ὥρα δύσκολη. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φτάσουμε σὲ μιὰ ὥρα. Καὶ ὅλοι ζοῦμε, γιὰ νὰ φθάσωμε σὲ μιὰ Γεθσημανῆ προσωπική. Ἂν διαρκέση πολὺ ἢ λίγο, δὲν ἔχει σημασία. Θὰ περάσωμε μιὰ τέτοια δοκιμασία. Κι ὅταν θέλησαν νὰ κάνουν τὸν Κύριο βασιλέα, αὐτὸς ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του, οὔτε ἦλθε νὰ κάνη τὸν ψεύτικο βασιλέα τῶν Ἰουδαίων.

Καὶ ὅταν ἦλθαν νὰ Τὸν λιθοβολήσουν, πάλι ἔφυγε, γιατὶ δὲν ἦλθε ἡ ὥρα Του. Ἀλλά, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα Του, προχωρεῖ πρὸς τὸ Πάθος. Καὶ ὅταν προχωρῆ πρὸς τὸ Πάθος, πάλι λυγίζει σὰν ἄνθρωπος. Καὶ νομίζω ὅτι αὐτὸ ποὺ σὲ βοηθεῖ καὶ σὲ πλησιάζει καὶ σὲ σφάζει, εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ Κυρίου, ὄχι ἡ παντοδυναμία. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἡ δύναμις ἡ ὁποία “ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται”. Ὁπότε, λέει τὸν λογισμό Του: “Ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ μὴν πιῶ αὐτὸ τὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ θανάτου· ἂν εἶναι δυνατόν, νὰ παρέλθη ἡ ὥρα. Ἀλλά”, λέει, “ἐὰν τυχὸν δὲν γίνεται ἄλλως, ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου”.

Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴν ἀγωνία λέη “γενηθήτω τὸ θέλημά σου”, τέλειωσε ὁ ἀγώνας, “ἐγείρεσθε ἄγωμεν ἐντεῦθεν”, προχωρεῖ. Εἶναι ἕτοιμος νὰ δείξη τὸν καινούργιο τρόπο ἐπιβολῆς. ∆ὲν ἔχει μαχαίρια, σὰν τὸν Πέτρο, νὰ κόψη αὐτιά. ∆ὲν ἔχει ὅπλα, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται νὰ Τὸν συλλάβουν. Ἔχει πῆ ἕνα πράγμα, νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ἔρχωνται οἱ ἄλλοι νὰ Τὸν συλλάβουν, τοὺς λέει: “Ἐὰν ἐμένα θέλετε νὰ συλλάβετε, συλλάβετέ με. Ἀφῆστε τοὺς ἄλλους νὰ φύγουν. Ἀφῆστε τους ἐλεύθερους”. Καὶ λέει “ἐγώ εἰμι, καὶ ἔπεσον χαμαί”. Ἔπεσον χαμαί, γιατὶ ὁμολόγησε Αὐτὸς ὅτι “ἐγὼ εἶμαι, ποὺ εἶπα: μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω”.

Καὶ βλέπομε ὅτι πάνοπλος εἶναι ὁ γυμνὸς καὶ ὁ ἀπροστάτευτος, καὶ δὲν ἔρχεται νὰ χτυπήση κανένα. Καὶ λέει στὸν Πέτρο: Κοίταξε, Πέτρο, ἐὰν ἤθελα, θὰ παρακαλοῦσα τὸν Πατέρα μου νὰ στείλη δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλους, νὰ τοὺς συντρίψουμε, ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ συντρίψουμε κανένα, ἀλλὰ νὰ συντρίψουμε τὴν ἔχθρα· “τὴν ἔχθραν κτείνας ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν εἰρήνην χαρίζεται”.

Καὶ θυσιάζεται Αὐτός, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ νοιώθει κανεὶς ὅτι κάτι γίνεται στὸν κόσμο. “Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου… κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν”, λέει ὁ Κύριος. Μά, πῶς εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου; Εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, γιατὶ ὁ Κύριος δὲν μᾶς κρίνει. Λέει: “Ἐὰν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ οὐ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν· …ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ”.

Ἐμεῖς θὰ θέλαμε νὰ μᾶς ἔκρινε, γιὰ νὰ ἀρχίσουμε τὸν διαπληκτισμό. Ἐκεῖνος δὲν μᾶς κρίνει, κι ἔτσι μᾶς κατακρίνει. Κι εἶναι κρίσις τοῦ κόσμου, ἀκριβῶς γιατὶ σέβεται ὅλους καὶ ἀφήνει τὸν καθένα ἐλεύθερο.

Καὶ λέω τὸ ἑξῆς, ὅτι, ἐάν, πρῶτον, δοῦμε τὸν Κύριο καὶ τὴ συμπεριφορά Του· δεύτερον, τὴ συμπεριφορὰ ὅλων τῶν προσώπων τὰ ὁποῖα περιβάλλουν τὸν Κύριο στὸ Πάθος, βλέπουμε ὅτι πράγματι εἶναι μιὰ κρίσις τοῦ κόσμου, πράγματι παρουσιάζεται ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. ∆ὲν ὑπάρχει δαιμόνιο ποὺ νὰ μὴν ξυπνᾶ καὶ πάθος ποὺ νὰ μὴ δαιμονίζεται. “Καὶ συνήγαγον ἐπ’ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν”· θἄλεγε κανείς, ὅλη τὴν κακότητα τῆς ἱστορίας. “Καὶ ἐνέπτυσαν καὶ ἐκολάφησαν καὶ ἐνέπαιξαν καὶ ἐσταύρωσαν”, καὶ τὸ δέχεται. Καὶ “αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ”, λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Καὶ τότε νοιώθεις ὅτι θέλει προσοχὴ τὸ πράγμα.

Καὶ ἂν δῆς τὸν Πέτρο, ποὺ εἶναι συμπαθής, λέει: “Ἂν ὅλοι σὲ ἐγκαταλείψουν, ἐγὼ δὲν πρόκειται νὰ σὲ ἐγκαταλείψω”· κι εἶναι αὐτὸς ποὺ λέει “ἀνάθεμα, ἂν τὸν ξέρω” μετὰ ἀπὸ λίγο. Ἀλλὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ βρίσκομε τὸν ἑαυτό μας στὸν Πέτρο, ὁ Πέτρος, σὰν ἄνθρωπος, “ἐξελθὼν ἔκλαυσε πικρῶς”, ἔκλαψε, καὶ μόνο τὸ κλάμα σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγινε ἀκουστὸ ἀπὸ τὸν σταυρωμένο καὶ τὸ πρόβλημα λύθηκε.

Ὑπάρχει ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος εἶναι ληστὴς καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ λέει “μνήσθητί μου Κύριε” καὶ μπαίνει στὸν Παράδεισο. Τώρα, λέει κανείς, πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια, ἕνα χρόνο, ἂν ἔβλεπε κανεὶς τὸν ληστὴ καὶ τοὺς Μαθητάς, ὁ ληστὴς ἦταν ληστής, καὶ οἱ Μαθηταὶ Μαθηταί. Καὶ καταλήγει ὁ ἕνας νὰ πῆ “ἀνάθεμα, ἂν Τὸν ξέρω” καὶ ὁ ἄλλος νὰ Τὸν πουλήση τὸν Χριστό, καὶ ὁ ληστὴς νὰ μπῆ πρῶτος στὸν Παράδεισο. Λές: Τώρα, τί εἶναι καλύτερα, νἆσαι ληστὴς ἢ Μαθητής;

Μετά, τὸ δράμα τοῦ Ἰούδα …

Ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, “ὁ ὑπερκάλλως πληρώσας πᾶσαν τὴν ἡμῶν σωτηρίαν διὰ τῆς θείας οἰκονομίας” . “Ὑπερκάλλως”… Ἔτσι λέει ἡ εὐχὴ τῆς Πεντηκοστῆς.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος. Καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ἔννοια τοῦ κακοῦ. Ὑπάρχει ὁ διάβολος. Καὶ παρουσιάζεται τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα νὰ πειράζη τὸν Ἰώβ. Καὶ ἀρχίζει ἡ ἱστορία τοῦ Ἰὼβ ἀπὸ τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα καὶ τελειώνει τὸ Μέγα Σάββατο, μετὰ τὴν Ἀποκαθήλωσι, τότε ποὺ λέμε ὅτι “ὁ δὲ Κύριος εὐλόγησε τὰ ἔσχατα Ἰὼβ ἢ τὰ ἔμπροσθεν”. Ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ζητᾶ, καὶ ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ πειράξη τὸν Ἰώβ.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος ὁ ὁποῖος λέει ὁ Κύριος ὅτι “ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ἕως τὸν σῖτον”· λέει στὸν Πέτρο.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος, λέει στὸ Εὐαγγέλιο, εἰσῆλθε “εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου”. Καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη. Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι δέσμιος αὐτοῦ τοῦ πονηροῦ πνεύματος καὶ πουλᾶ τὴν ἀγάπη, τὴ φιλία, τὸν δάσκαλο, τὸν Θεό, ὅ,τι πολύτιμο ὑπάρχει.

Τὸ ἄλλο ποὺ βλέπομε εἶναι ὅτι τὸν πουλᾶς αὐτὸν τὸν πολύτιμο θησαυρό, ἀλλὰ ἀμέσως νοιώθεις ὅτι τὰ χρήματα δὲν μποροῦν νὰ ἀξιοποιηθοῦν. Καὶ μεταμελεῖται. Ἀλλὰ δὲν ἔκλαυσε πικρῶς, σὰν τὸν Πέτρο· ἀλλά, “μεταμεληθείς”, ἔκανε τὸ δεύτερο λάθος, τὸ φοβερότερο. Ξαναγύρισε σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶχε πουλήσει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς εἶπε, ὁ ταλαίπωρος ὁ Ἰούδας, ἀνθρώπινα, “ἥμαρτον”. Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ξέρουν ἀπὸ “ἥμαρτον”! Αὐτοὶ σὲ σπρώχνουν ὅσο εἶναι παρακάτω. Τοῦ λένε:”Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει”. Τί ἦλθες, ἂς ποῦμε; φεύγα ἀπὸ δῶ πέρα. Καὶ “ἀπελθὼν ἀπήγξατο”· πνίγηκε.

Καὶ ὑπάρχει καὶ ὁ ἑκατόνταρχος, πού, ἀφοῦ εἶδε “τὰ γενόμενα”, ἐπίστευσε καὶ ἔνοιωσε ὅτι εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Αὐτός.

Ἔτσι ποὺ ἀναφέρονται τὰ γεγονότα ὅλα, νοιώθει κανεὶς ὅτι βρίσκεται μέσα στὴ ζωὴ αὐτή. Μιὰ στιγμὴ μιλᾶ ὁ Κύριος σὲ πρῶτο πρόσωπο, ἡ Παναγία, οἱ πιστοί. Ἄλλοτε, ὅλοι μαζί, ἐμεῖς ζητοῦμε τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Ἄλλοτε στὸ πρῶτο ἑνικὸ πρόσωπο, καὶ νοιώθει κανεὶς ὅτι ζῆ μέσα ἐκεῖ.

Τώρα, αὐτὸ ποὺ σὲ ἀναπαύει εἶναι ὅτι ἔρχεται μιὰ σωτηρία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ ὅλο τὸν ἄνθρωπο. ∆ὲν εἶναι ὅτι σωθήκαμε ἐμεῖς καὶ τοὺς φάγαμε τοὺς ἄλλους. ∆ὲν φάγαμε κανένα. Φαγωθήκαμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ σωθοῦνε ὅλοι. Ἔ, αὐτὸ εἶναι τὸ ἰδιαίτερο ποὺ ὑπάρχει μέσα ἐδῶ· καὶ αὐτὸ βιοῦται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό, βλέπετε ὅτι ἔχομε τοὺς Προφήτας, ἔχομε τὴν Παλαιὰ ∆ιαθήκη, τὸν Νόμο. Ἔχομε τὶς προτυπώσεις, τὸ Εὐαγγέλιο, ἔχομε τοὺς μελωδοὺς τῆς Ἐκκλησίας “τοὺς μελωδήσαντας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας”. Ἔχομε τὸ Τριώδιο. Βλέπετε, τὸ βιβλίο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς λέγεται Τριώδιο· καὶ αὐτό, μουσικὸς τίτλος. Κι ἔχομε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὰ διαβάζομε ὅλα αὐτά. Τὰ ψάλλομε, καὶ διαβάζομε καὶ λόγους τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μοῦ ἔχει κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωσι ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν προδοσία. (Θυμᾶστε ὅλοι τὸν λόγο τὸν κατηχητικὸ ποὺ διαβάζομε τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα: “Εἴ τις εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καὶ λαμπρᾶς πανηγύρεως”). Ἀλλὰ ἐξ ἴσου τολμηρὸς καὶ πανάγιος, σὰν ἀστραπή, εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸ Πάθος. Λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔπαθε “οὐκ ἐπικειμένης στέγης, ἀλλ᾿ ἐπικειμένου οὐρανοῦ”, “ἔξω τῆς πόλεως καὶ τῶν τειχῶν, ἔξω τοῦ ναοῦ”. Γιατί; Γιὰ νὰ ἁγιάση τὴν οἰκουμένη.

Καὶ παρουσιάζεται ἐδῶ πέρα ὅτι δὲν εἶναι μερικὸς ὁ καθαρισμός, ἀλλὰ εἶναι καθολικὸς ὁ καθαρισμὸς καὶ γενικὴ ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔπαθε “ἐφ᾿ ὑψηλοῦ ἰκρίου”, ἐπάνω στὸν Σταυρό, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ ὁ ἀέρας, γιὰ νὰ ἁγιασθῆ ἡ γῆ. Κι ὅλη ἡ γῆ ἔγινε “ἁγία τῶν παλαιῶν ἁγίων ἁγιωτέρα”, ὅλη ἡ γῆ. Κι ἔτσι, ὁ Κύριος μᾶς χαρίζει “τὴν ἀρχαίαν πατρίδα, τὴν πατρῴαν πόλιν”, τὴν οἰκείαν. Σὲ ποιοὺς τὴ χαρίζει; “Τῇ κοινῇ τῶν ἀνθρώπων φύσει”, στὴ φύσι τῶν ἀνθρώπων τὴν κοινή. Καὶ τότε ἀναπαύεσαι. Τότε λές: “Ἐν τάξει”.

Καὶ τότε νοιώθεις τί εἶναι ἄνθρωπος καὶ τί παίρνεις μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιατὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία λέμε ὅτι εἶναι “μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία”. Γιατὶ συνειδητὰ στοιχίζοντάς την καὶ στοιχίζοντας τὸν καθένα, δὲν ἀντιπροσωπεύει ἕνα τμῆμα, ἀλλὰ τὸ ὅλον. Καὶ δὲν φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία κάποιων, ἀλλὰ τῆς οἰκουμένης. Καὶ δὲν φροντίζει γιὰ μερικὸ καθαρισμό, ἀλλὰ γιὰ τὸν γενικὸ καθαρισμὸ ὅλης τῆς δημιουργίας, ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἔτσι, προχωροῦμε καὶ φτάνουμε στὴν Παρασκευή, μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀποκαθήλωσι, καὶ διαβάζουμε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὴν πρὸς Κορινθίους, ποὺ παρουσιάζει ἐκεῖ πέρα αὐτὸ ποὺ εἴπαμε.

Ὑπάρχει μιὰ παράδοσι ἑλληνικὴ καὶ ὑπάρχει μιὰ παράδοσι ἰουδαϊκή. Οἱ “Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν”. Ὁπότε, “ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω”, πᾶμε πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά. ∆ηλαδή, φεύγουμε ἀπὸ τὴ μανία καὶ τὰ ὄργια τὰ δαιμονικὰ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ πᾶμε στὸ “ἐν ἁγνότητι” τοῦ Παύλου.

Αὐτὰ τὰ ὄργια τὰ ἀρχαιοελληνικά, εἶχαν μιὰ δύναμι, μιὰ ἐπιθυμία ἀνθρώπινη νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος. Ξέρετε τί ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος; ὅτι αὐτὰ τὰ ἀναιδέστατα ποὺ πράττουν αὐτοὶ ποὺ τελοῦν τὰ διονυσιακὰ μυστήρια, κάπως δικαιολογεῖται, γιατὶ ὁ θεός, ὁ ∆ιόνυσος, ποὺ λατρεύουν δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅδη, ἀπὸ τὸν θάνατο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ∆ιόνυσος εἶναι ὁ θάνατος, γι’ αὐτό, κάτι γίνεται. Κι ἐδῶ πέρα ἐρχόμαστε κι ἔχουμε τὰ πανάγια ὄργια, τὰ “ἐν ἁγνότητι”, καὶ ξεπερνιέται, ἐπίσης, ἡ κατάρα τοῦ νόμου τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης καὶ μπαίνομε στὴν καινὴ κτίσι. Καὶ ἔτσι, μποροῦμε ὅλοι νὰ ζήσωμε.

Καὶ στὸ τέλος βλέπουμε ὅτι φτάνουμε στὸ Μέγα Σάββατο, στὸν μέγα σαββατισμό, ποὺ ὁ Κύριος κατεβαίνει καὶ στὸν Ἅδη καὶ ἐλευθερώνει ὅλες τὶς σειρὲς τῶν πεπεδημένων. Καί, ὅπως λέει ἡ ὑμνολογία, “ὁ Ἅδης στένων βοᾷ· κατελύθη μου ἡ ἐξουσία”. Μιλᾶ ὁ Ἅδης: Ἦταν καλύτερα νὰ μὴν πάρω μέσα μου τὸν ἐκ Μαρίας, γιατὶ βλέπω τώρα Αὐτὸς ἐλευθερώνει ὅλους.

Καὶ φτάνουμε στὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ ὁ Κύριος ἀνασταίνεται καὶ ἀνιστάμενος, ὅπως λέει τὸ συναξάρι, “συνανιστᾶ τὸ ἀνθρώπινον σύμπαν”. Καὶ λέει τὸ συναξάρι: “Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην Ἅδου μόνος, λαβὼν ἀνῆλθεν πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα”. Ὁ Χριστὸς κατέβηκε μόνος πρὸς πάλην Ἅδου καὶ νίκησε μόνος τὸν Ἅδη καὶ τὸν θάνατο· καὶ ἀνιστάμενος εἶχε πολλὰ σκῦλα, πολλὰ λάφυρα, καὶ συνανέστησε τὸν ἄνθρωπο, καὶ συνανέστησε τὴν οἰκουμένη.

Καὶ μοῦ κάνει ἐντύπωσι, καὶ γεμίζεις ἀπὸ χαρά, ὅταν τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ψάλλουμε τὸ “Χριστὸς ἀνέστη” τὸ ἀργό, τὸ ὁποῖο εἶναι πένθιμο. Ἔτσι φαίνεται ἐξωτερικά. Εἶναι πένθιμο, γιατὶ εἶναι γεμάτο ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά. Κι εἶναι πένθιμο, δηλαδή, σεμνό, γιὰ νὰ μὴν πληγώση κανέναν πληγωμένο, ὅπως καὶ τὸ μέλος τοῦ Ἀλληλούϊα καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι γεμάτα ἀπὸ παρηγοριὰ θεία, ποὺ σοῦ λένε: Κοίταξε, θὰ φτάσουμε στὸν γενικὸ καθαρισμό, στὸν καθαρμὸ “τῇ κοινῇ τῶν ἀνθρώπων φύσει”. Θὰ ἀναστηθῆ ἡ ζωή μας· κι αὐτὸ ποὺ ὁ  ἄνθρωπος ἤθελε, νὰ ἀναληφθῆ καὶ νὰ νικήση τὸν θάνατο, ἔγινε καὶ γίνεται, καὶ τὸ ζῆς.

Καὶ τώρα λές: Κοίταξε τώρα τί γίνεται: Ὅπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ὡς νυμφίος ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἔτσι ἔρχεται ὡς νυμφίος ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, σὰν φῶς, σὰν ἀστραπή, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Πῶς λέει τὴ Μεγάλη ∆ευτέρα “τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ”; Φῶτα σωστικὰ ἀνατέλλουν. Νυμφίος ὁ Κύριος, “πορευόμενος πρὸς τὸ πάθος διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν”. Φῶτα σωστικὰ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους. Καὶ δὲν ξέρεις τώρα τί γίνεται. Ἑρμηνεύεται ἡ Παλαιὰ ∆ιαθήκη, ἡ Καινή, ἡ Ἐκκλησία ἢ ἑρμηνεύεται ἡ ζωή σου, ἡ προσωπικὴ ζωή;

Καὶ νοιώθουμε ὅτι ὅλη ἡ ζωή μας εἶναι μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Καὶ θἄλεγα κι ὅτι ὅλη ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου, ἂν παρακολουθήσωμε καλά, ἂν δὲν βιαστοῦμε, θὰ δοῦμε ὅτι εἶναι ὅλη μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο παίζεται τὸ ἴδιο παιχνίδι, καὶ εἶναι ὅλοι οἱ τύποι ποὺ παρήλασαν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο: Καὶ ὁ Πέτρος καὶ οἱ Μαθηταὶ καὶ ὁ ὄχλος καὶ οἱ παραπορευόμενοι, οἱ ὁποῖοι ἐβλασφήμουν Αὐτόν, καὶ ὁ Πιλᾶτος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἐντύπωσι ὅτι ἡ ἐξουσία του ἡ κοσμικὴ κάτι ἦταν, αὐτὸς ποὺ εἶπε στὸν Κύριο ὅτι σὲ μένα δὲν μιλᾶς, δὲν ξέρεις ὅτι ἐξουσίαν ἔχω νὰ σὲ ἀπολύσω ἢ νὰ σὲ σταυρώσω; Ὁ δὲ Κύριος “οὐδὲν ἀπεκρίνατο, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν”. Καὶ ὅταν ἔγινε αὐτὴ ἡ παρωδία τῆς δίκης καὶ εἶπε ὁ Πιλᾶτος “ποιὸν θέλετε νὰ ἀπολύσω, τὸν Βαρραβᾶ ἢ τὸν Ἰησοῦ;”, αὐτοὶ εἶπον: “Βαρραβᾶν”. “-Τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν;” Καὶ ἅπαντες φώναξαν “σταυρωθήτω”. Καὶ ὁ Πιλᾶτος ρώτησε: “Τί κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες, σταυρωθήτω”· δὲν ὑπάρχει συζήτησι. Καὶ μετὰ λέει ἐκεῖνος: “Ἀθῶός εἰμι τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου”.

Καὶ ἐγὼ λέω: Κανεὶς δὲν εἶναι ἀθῶος. Καὶ κανεὶς δὲν ἔχει μεγάλη ἐξουσία, καὶ κανεὶς δὲν πρέπει νἄχη ἐμπιστοσύνη ὅτι εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, σὰν τὸν Πέτρο. Καὶ κανεὶς νὰ μὴ νομίση ὅτι δὲν κρίνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἐπειδὴ βάζει τὸν ἑαυτό του ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱστορία. Γιατὶ “οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης” τῆς ἀγάπης αὐτῆς, τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, ποὺ θυσιάζεται γιὰ ὅλους. Ὁπότε, “νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου”. Κρινόμαστε μακαρίως, καὶ συνεχίζεται ἡ κρίσις καὶ ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος νομίζω πὼς εἶναι μιὰ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Καὶ δὲν ξέρω ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὴν ἀνθρωπότητα, αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ δώση τὴ χάρι ἡ ὁποία νικᾶ τὸν θάνατο εἶναι ὁ ἀδύνατος κι εἶναι ὁ ἐλάχιστος κι εἶναι καινὴ λογικὴ κι εἶναι καινὴ βασιλεία κι εἶναι καινὴ κτίσις κι εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Αὐτὴ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅλοι, γιὰ λόγους ποὺ εἶναι τελείως δικαιολογημένοι γιὰ ὅλους μας, ὅλοι τὴν κτυπᾶμε.

Καὶ δέστε, σεῖς, ποὺ ξέρετε καλύτερα ἀπὸ μένα τί γίνεται. Καὶ νομίζω ὅτι ξέρετε τί γίνεται: Ὁ διάβολος, ὅλα τὰ συγχωρεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ ἑτεροδοξίας, ὑπάρχει μιὰ ἐλάχιστη διαφορά· καὶ ἡ ἐλάχιστη εἶναι μέγιστη. Καὶ γι’ αὐτό, ὅταν δῆ αὐτὴ τὴν ἀδυναμία, τὴ δύναμι ἡ ὁποία “ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται”, αὐτὴ τὴ δύναμι ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ ὁποία ἐπαναφέρει στὸ ἀρχαῖον κάλλος τὸν ἄνθρωπο, στὸ ἀρχαῖο μεγαλεῖο, στὴν ἀρχαία ἐλευθερία…

Καὶ ὁ καθένας δὲν εἶναι οὔτε ἕνα ἀνδράποδο ἑνὸς δικτατορικοῦ καθεστῶτος οὔτε κἂν πολίτης δημοκρατικοῦ πολιτεύματος – ποὺ καὶ αὐτὸ εἶναι ἀνεπαρκές. Ἀλλὰ ὁ καθένας εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος καὶ διαστέλλεται κατὰ χάριν καὶ γίνεται κατὰ χάριν χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Καὶ καθένας ἀνακεφαλαιώνει τὸ σύνολο· καί, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ καθένας εἶναι “ἐν σμικρῷ ἐκκλησία”. Αὐτὴ ἡ σωτηρία ποὺ κάνει τὸν ἐλάχιστο μέγιστο, αὐτὴ εἶναι ἀπαράδεκτη γιὰ τὸν διάβολο. Γι’ αὐτό, χτυπιέται αὐτὸ τὸ ἐλάχιστο, τὸ περιφρονημένο, ποὺ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Γι’ αὐτό, λέω: Ἐσεῖς ποὺ εἶστε ἐδῶ, Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι, εἶστε στὸ σπίτι σας, εἶστε στὴν πατρίδα σας, εἶστε στὸν τόπο σας, γιατὶ “πᾶς τόπος γέγονε θυσιαστήριον”, καὶ πρέπει ἀσυζητητὶ νὰ δοθῆ αὐτὴ ἡ μαρτυρία.

Ἴσως σᾶς κούρασα. Νὰ σταματήσω καί, ἂν θέλετε, νὰ πῆτε ἐσεῖς τὰ δικά σας, καὶ νὰ δοῦμε ποῦ θὰ φτάσουμε.

(Πηγή: wra9.blogspot.com)

 
[Ψήφοι: 5 Βαθμολογία: 4.2]