Ο άγιος Πορφύριος και η αρχαία ελληνική γλώσσα (Φώτης Σχοινάς, Δρ. Φιλοσοφίας)

ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος καί μάλιστα ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἁγίους ὅλων τῶν ἐποχῶν, ὅπως ἀποφάνθηκε σύγχρονος ἐπίσκοπος. Ὅχι ἕνας ἁπλός ἅγιος, ἀλλά ἕνας ἅγιος σχεδόν πάνσοφος μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ὁ πατήρ Πορφύριος κατεῖχε νοῦ δυνάμενο νά ὑπερίπταται πάνω ἀπό τούς οὐρανούς καί νά κατέρχεται ἕως τίς ἀβύσσους, νοῦ παντοδύναμο μέ τή Θεία Δύναμη, παντεπόπτη μέσα στό θεῖο Φῶς, παντογνώστη μέσα στήν ἔνθεη Γνώση. Μέ τήν ἐνορατική του δύναμη, τά τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα δέν γνωρίζει “εἰ μή τό πνεῦμα τό τοῦ ἀνθρώπου”, ἐκεῖνος τό γνώριζε μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ». (Χρυσοστόμου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, Θεός Λόγος καί ἀνθρώπινος λόγος, Ἱερά Μονή Ἁγίου Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 449).

Ἀποτελεῖ ξεχωριστό ἐνδιαφέρον λοιπόν νά δοῦμε τίς ἀπόψεις ἑνός τόσο θεοφωτίστου νοῦ γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα. Νομίζω ἀναγκαῖο νά σημειώσω ὅτι παρουσιάζω μόνον ὅσες ἐγώ ἐγνώρισα καί αὐτές ἐλλειπτικά λόγῳ στενότητος χώρου. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί ἄλλες, ἐξίσου ἤ περισσότερο ἐνδιαφέρουσες. Ὁ ἅγιος Πορφύριος θεωρεῖ πολύ σημαντικό πρᾶγμα τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα. Καί τοῦτο γιατί σέ αὐτή τή γλῶσσα ἔχουν γραφεῖ πρωτογενῶς πολύ σπουδαῖα πράγματα καί βαθιά νοήματα καί κυρίως γιατί σέ αὐτή τή γλῶσσα διετυπώθη πρωτογενῶς τό σωτηριολογικό μήνυμα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Θεωρεῖ ὅτι ἡ τυχόν ἐγκατάλειψή της συνεπάγεται μεγάλη πνευματική πτώχευση καί ἔνδεια. Ὡσαύτως εἶναι τῆς γνώμης ὅτι τά παιδιά ἔπρεπε νά μαθαίνουν τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα: «Ἡ γλῶσσα εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα. Ἔχουν πεῖ τόσο βαθιά πράγματα σ᾽ αὐτή τήν γλῶσσα καί δέν πρέπει ἐμεῖς νά τήν ἀφήσουμε, γιατί θά φτωχύνουμε πολύ. Θά καταργηθοῦν ὅλα, ἀλλά ὕστερα ἀπό χρόνια οἱ ἄνθρωποι θά ἀναζητήσουν πάλι τήν παλιά γλῶσσα καί τά κείμενα ἐκεῖνα. Γιατί θά κουραστοῦν, θά ἀδειάσουν. Ἡ λέξη πού χρησιμοποιεῖ ὁ παλιός ἔχει σημασία. Ἡ φράση “μέσα στόν Χριστό” διαφέρει ἀπό τήν φράση “ἐν τῷ Χριστῷ” ἤ “ἐν Χριστῷ” καί ἄς φαίνεται ὅτι εἶναι τό ἴδιο. Λοιπόν, ἔπρεπε νά συνεχίσουν νά μαθαίνουν τά ἀρχαῖα τά παιδιά καί οἱ λογοτέχνες, οἱ ποιητές ἄς ἔγραφαν στήν νέα, ὅπως θέλουν, καί ἄς τούς διαβάζουν τά παιδιά καί ὅλοι. Ἐκείνη τήν γλῶσσα ὅμως νά μήν τήν ἀφήναμε, δέν ἔπρεπε. Φτωχαίνουμε πολύ» (Μαθητεύοντας στόν Γέροντα Πορφύριο, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 289-290. Ἐπίσης βλ. Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 103-104). Αὐτό πού ἐμφαντικῶς τονίζει ὁ θεοφώτιστος Γέροντας εἶναι ὅτι φτωχαίνουμε πολύ πνευματικά μέ τήν ἐγκατάλειψη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας.

Ἐπανέρχεται ὁ ἅγιος Πορφύριος στήν ἀναγκαιότητα ἐκμαθήσεως τῆς ἀρχαίας γλώσσας ἀπό τά σύγχρονα παιδιά. Ἡ ἐκμάθησή της δέν εἶναι περιττή. Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους δυσκολεύονται τά σύγχρονα παιδιά νά μάθουν τίς παλαιότερες μορφές τῆς ἑνιαίας γλώσσας μας εἶναι ψυχολογικοί. Αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν ἡ ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας δέν εἶναι δύσκολη, ἀλλά προσκρούει σέ ψυχολογικοῦ τύπου δυσκολίες καί ἀναστολές. Ὡσαύτως ὁ ἅγιος Πορφύριος θεωρεῖ τήν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἰσχυρή ἐκγύμναση τοῦ νοῦ: «Δέν ἔπρεπε νά πάψουν νά μαθαίνουν στά παιδιά τήν παλιά γλῶσσα. Εἶναι ψυχολογικοί οἱ λόγοι πού δυσκολεύουν τά παιδιά στήν μάθηση, ὄχι πώς εἶναι δύσκολο νά μάθουν ἀρχαῖα. Καί ἦταν μιά σπουδαία ἄσκηση αὐτή γιά τά παιδιά. Μιά ἐξάσκηση τοῦ νοῦ». (Μαθητεύοντας στόν Γέροντα Πορφύριο, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 289. Ἐπίσης βλ. Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 103-104). Βέβαια νομίζω πώς ἦταν ἀναγκαῖο ὁ/ἡ συνομιλητής/συνομιλήτρια τοῦ Γέροντος νά τοῦ ζητήσει νά ἀναλύσει διεξοδικώτερα τήν ἄποψή του αὐτή, ὅτι δηλαδή εἶναι ψυχολογικοί οἱ λόγοι πού ἐμποδίζουν τά παιδιά νά μάθουν ἀρχαῖα ἑλληνικά.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος, καίτοι ὀλιγογράμματος, κατανοεῖ μέ ἐκπληκτικό τρόπο τήν λογική-μαθηματική δομή της ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἡ κάθε λέξη εἶναι στήν προσήκουσα, στήν κατάλληλη θέση. Τίποτε τό πλεονάζον ἤ ἐλλεῖπον. Ὅντως αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη ἀξία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας: ἡ νοηματική πύκνωση, ἡ λιτή δομή, τό ἀφοριστικό καί γενικευτικό ὕφος της πού τήν καθιστᾶ κατάλληλο ὄργανο γιά τήν ἀφηρημένη σκέψη. Μέ λίγες λέξεις καί μέ στέρεα λογική δομή ἐκφράζει πολλά καί βαθιά νοήματα. «Διαβάζω στόν Γέροντα τό κείμενο “Διήγησις περί ἀγάπης πάνυ ὠφέλιμος” ἀπό τό Μηναῖον τοῦ Σεπτεμβρίου (8η τοῦ μηνός), ὅπου, μεταξύ ἄλλων, ἀναφέρονται καί τά ἑξῆς: “…τί τοῖς λογισμοῖς δι’ ἐμέ πολιορκῇ καί ταράττῃ, ὦ ἄνθρωπε;”. Καί ὁ Γέροντας σχολιάζει: -Μ᾽ ἀρέσει αὐτή ἡ γλῶσσα. Δέν τήν καταλαβαίνω μέ εὐκολία, ἀλλά μ᾽ ἀρέσει. Μοῦ φαίνεται πιό ἁγία. Δέν ξέρω γιατί. Ἴσως κάνω λάθος. -Μήπως ἐξαγιάζεται καί ἡ γλῶσσα ἀπό τά νοήματα πού ἐκφράζει; Σ᾽ αὐτή τήν γλῶσσα ἔχουν ἐκφραστεῖ πολλά καί πολύ σημαντικά πράγματα. -Ναί, καί αὐτό. Ἀλλά μ᾽ ἀρέσει πού ἡ κάθε λέξη εἶναι ἀκριβῶς στήν θέση της. Δέν εἶναι λίγο πιό δῶ, λίγο πιό κεῖ. Σάν πέτρα πού μπαίνει ἀπό τόν κτίστη στήν θέση πού εἶναι γι᾽ αὐτήν. “Ἡ τῆς στειρώσεως μεταβολή, τήν κοσμικήν τῶν ἀγαθῶν, διέλυσε στείρωσιν…”. Πόσα λέει μέ λίγες λέξεις! Γιά νά τά ἐξηγήσεις θέλεις πολλά λόγια. Μ’ ἀρέσει σ’ αὐτή τήν ἀρχαία γλῶσσα, πού ἡ κάθε λέξη εἶναι στήν θέση της καί δέν μπορεῖς μέ ἄλλη νά πεῖς αὐτό πού λέει» (Μαθητεύοντας στόν Γέροντα Πορφύριο, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθῆνα 2011, σελ. 294-29 Ἐπίσης βλ. Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 108-109-110). Σημαντικό καί αὐτό πού λέγει ὅτι αὐτή ἡ γλῶσσα, ἡ ἀρχαιότροπη Ἐκκλησιαστική, τοῦ φαίνεται πιό «ἁγία» ἀπό τή σύγχρονη νεοελληνική. Καί τήν προτιμᾶ, ἔστω καί ἄν τόν δυσκολεύει λίγο ἡ πλήρης κατανόησή της. Βασισμένοι στόν θεοφόρο Γέροντα ἅγιο Πορφύριο μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα ὅτι παρά τήν ὅποια δυσκολία κατανοήσεώς της ὀφείλουμε νά διατηρήσουμε τή πατροπαράδοτη γλῶσσα τουλάχιστον στήν Λειτουργική χρήση της. Ἡ ἐγκατάλειψή της θά σημάνει δραματική πνευματική πτώχευση καί πνευματική ζημία, θέση πού ἄλλωστε ἀσπάζεται καί διαλαλεῖ καί ὁ π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ.

Ἐκτός ὅμως ἀπό τή λογικότητα ὁ Γέροντας τονίζει καί τή μουσικότητα τῆς ἀρχαίας γλώσσας: «Ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική εἶναι μουσική. Αὐτοί πού παλαιά ξέρανε καλά τή γλώσσα, μέσα ὅπως τά ἔψαλλαν, ὅπως τά μιλοῦσαν ὅλα τά νοήματά των, ψυχικά, ὅπως τά αἰσθάνονταν, τά μετέδιδαν ἀκριβῶς μέ τούς τόνους, τή βαρεία, τήν ὀξεία, τήν περισπωμένη καί, δέν ξέρω κι ἐγώ, πῶς τά λένε» (Εὐαγγέλου Χρ. Καραδήμου, Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου γέροντος Πορφυρίου, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2011, σελ. 598).

Γιά νά ἐκφράσει τή μουσικότητα καί τήν αὐστηρά λογική δομή τῆς ἀρχαίας γλώσσας ὁ π. Πορφύριος χρησιμοποιεῖ τό ὅρο «ἰσοδομική», δικῆς του ἐμπνεύσεως: «Ἡ ἑλληνική γλώσσα ἔχει πολύτιμους θησαυρούς, εἶναι ἡ γλώσσα πού ἐπλούτισαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόσο ὡραῖα καί τήν ἐτόρνευσαν· ἔκαναν τό χτίσιμό της τόσο τέλεια, σά νά εἶναι – μιά λέξη νά πῶ – “ἰσοδομική”. Τί θά πεῖ “ἰσοδομική”; Νά σᾶς πῶ ἐγώ. Δέν τό ἔχω διαβάσει σέ λεξικό, ἀλλά μόνος μου νά σᾶς πῶ πῶς τό καταλαβαίνω. Ξέρετε, ἔχομε στό μοναστήρι κάτι τσιμεντόλιθους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἔχουνε βγεῖ ἀπό ἕνα καλούπι. Αὐτοί οἱ τσιμεντόλιθοι ὅλοι εἶναι ἰσοδομικοί, ταιριάζουνε ὅπου νά τούς βάλεις. Λοιπόν, παλαιά δέν εἴχανε τσιμέντο νά κάνουνε καλούπια, ἀλλά παίρνανε τά μάρμαρα καί τά μετρούσανε τά ἴδια καί τίς γωνίες τους, τό ὕψος, τό βάθος, μέ τό χιλιοστό. Τήν Ἀκρόπολη καί πολλά μνημεῖα πού εἴχανε κτίσει, ἔτσι τά εἴχανε μετρήσει. Δηλαδή ταιριάζανε. Ἔτσι, λοιπόν, καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, οἱ Πατέρες τοῦ Ἔθνους – μποροῦμε κι ἐκείνους νά τούς ποῦμε Πατέρες – ξέρανε τόσο καλά τή γλώσσα, ὥστε, ὅταν μιλοῦσαν, δέν μποροῦσαν νά ποῦνε μιά λέξη πού δέν ταίριαζε μέ τό θέμα πού λέγανε. Ἡ λέξη “ἰσοδομική” εἶναι δική μου λέξη, δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει. Κοιτάξτε τώρα στό λεξικό. Μέ συγχωρεῖτε, ἐγώ αὐτά τά λέγω ἀπό μόνος μου, δέν τά ξέρω, δέν τά ᾽χω διαβάσει. Ρωτάω ἐσᾶς πού ξέρετε γράμματα. –“Ἰσόδομος”: ὁ ἐκτισμένος κατά σειρᾶς ἰσομεγεθῶν λίθων· ἡ τεχνοτροπία τοῦ κατ᾽ ἴσους δόμους κτισίματος.–Ἐγώ αὐτό δέν τό ξέρω, ἀλλά φαίνεται φώτισις Θεοῦ. Εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἀπ᾽ εὐθείας! Στό λόγο, ὅμως, καταλαβαίνεις ὅτι ὁ λόγιος ἔχει ταιριαστές λέξεις πού λέγει σέ κάθε ὑπόθεση.Ὅταν δέν εἶναι ταιριαστές οἱ λέξεις τίς λέμε “σόλοικες”. Τό γράψιμό σου, λέμε, εἶναι σόλοικο. Ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶναι ἰσοδομική. Τό ἰσοδομικόν, ὅπως ἐγώ τό καταλαβαίνω, ἔχει σειρά, ὁμαλότητα, γραμμή. Κανείς δέν ἐξέχει πιό ἔξω ἤ πιό μέσα ἤ ἔχει κενό. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν ἰσοδομική γλώσσα. Πώ, πώ, τί ὡραῖα πράγματα! Θυμᾶστε τούς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στήν ἀρχαία γλώσσα; Μοιάζουνε μέ τοῦ Δημοσθένη καί μέ ὅλων τῶν ρητόρων. Αὐτούς τούς εἴχανε μελετήσει, τούς εἴχανε φάει, τρόπον τινά, οἱ Πατέρες. Ναί, ἀλλά ζοῦσαν μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι στά ἔργα τους εἶχαν τέλειο περιεχόμενο καί τό ἐξέφραζαν μέ τήν τέλεια γλώσσα τους. Τούς ἀρχαίους τούς εἶχαν ξεπεράσει στή δομή» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περί πνευματικῆς ζωῆς, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2010, σελ. 106-107-108). Ἡ ἀρχαία γλῶσσα κατά τόν θεοφόρο Γέροντα ἔχει τέλεια δομή· τίποτε τό πλεονάζον, τίποτε τό ἐλλεῖπον, τίποτε δέν περισσεύει, τίποτε δέν λείπει. Ἔχει σφιχτή συντακτική πλοκή σέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά μή παρουσιάζει χάσματα, κενά καί πλαδαρότητα. Ἔχει ἁρμονικό δέσιμο μορφῆς καί περιεχομένου. Εἶναι ἡ τέλεια γλῶσσα, ὅπως αὐτολεξεί τήν χαρακτηρίζει ὁ θεόσοφος Γέροντας.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος συνιστᾶ ὑπομονή στή διαδικασία ἐξοικειώσεως μέ τήν πρωτότυπη Ἐκκλησιαστική γλῶσσα: «Πρέπει νά κάνεις ὑπομονή καί νά περιμένεις. Μή νομίζεις ὅτι μόλις πᾶς στό μοναστήρι θά μάθεις ἐκεῖ νά λατρεύεις τόν Θεό. Πρέπει ἀπό τώρα, στό σπίτι, νά μάθεις πῶς νά λατρεύεις τόν Θεό.Ἔχεις Παρακλητική, Πεντηκοστάριο, Ὡρολόγιο; Νά διαβάζεις καθαρά μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Ἐσεῖς ἔχετε μάθει τώρα τήν Δημοτική καί δυσκολεύεσθε νά διαβάζετε καθαρά. Ἐγώ ἔμαθα νά τά λέω ὁλόκληρα, χωρίς νά παραλείπω τά νί καί τά σίγμα ἀπό τό Ψαλτήρι» (Μαθητεύοντας στόν Γέροντα Πορφύριο, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 340). Ἄς προσέξουμε ἰδιαιτέρως τό θέμα τῆς ὑπομονῆς πού συνιστᾶ ὁ Γέροντας ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐξοικείωση μέ τή Λειτουργική γλῶσσα. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, καί δή ὁ σύγχρονος νέος εἶναι ἄκρως ἀνυπόμονοι: θέλουν νά κατανοοῦν τά πάντα μέ τήν πρώτη ματιά! Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατον ὄχι μόνο ὅσον ἀφορᾶ τή Λειτουργική γλῶσσα, ἀλλά καί ὅσον ἀφορᾶ τίς Ἐπιστῆμες καί τίς Τέχνες. Δέν μπορεῖς νά καταλάβεις ἀνώτερα μαθηματικά, χωρίς νά ἔχει προηγηθεῖ ἱκανή μαθηματική παιδεία καί ἐξάσκηση. Ὁμοίως δέν μπορεῖς νά καταλάβεις σέ βάθος μιά φούγκα τοῦ Μπάχ χωρίς τήν κατάλληλη μουσική παιδεία. Τί λέγω; Οὔτε ἕνα ποδοσφαιρικό ἀγῶνα δέν μπορεῖς νά ἐκτιμήσεις χωρίς τήν ἀπαραίτητη ποδοσφαιρική παιδεία! Καί ὅμως μερικοί ἀπαιτοῦν νά κατανοοῦν μέ τό πρῶτο τή Λατρεία καί, εἰ δυνατόν, ἀκόπως! Λές καί εἶναι δυνατόν τοῦτο!

Πέρα ἀπό τήν ὑπομονή ὁ θεόσοφος ἅγιος Πορφύριος συνιστοῦσε καί τήν προσοχή στήν ἀνάγνωση τῶν Λειτουργικῶν βιβλίων. Προσοχή καί καθαρότητα/εὐκρίνεια στήν ἀνάγνωση. Αὐτά εἶναι τά μυστικά πού ἀπαιτοῦνται γιά τήν ἐξοικείωση μέ τή Λειτουργική γλῶσσα. Τά συνοψίζουμε: ὑπομονή, ἱκανός χρόνος, προετοιμασία στό σπίτι, προσοχή καί καθαρότητα στήν ἀνάγνωση: «Νά διαβάζεις τούς Κανόνες τῶν Ἁγίων καί τῆς Παρακλητικῆς. Νά ἐμβαθύνεις στίς λέξεις. Πολλές φορές προσευχόμαστε χωρίς νά προσευχόμαστε καί διαβάζουμε χωρίς νά διαβάζουμε. Αὐτοί πού τά ἔγραψαν ἦταν ἅγιοι ποιηταί, θεοφώτιστοι. Πρό ἡμερῶν, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πήγαμε μία βόλτα καί βάλαμε κάποιον νά μᾶς διαβάσει τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου. Πώ, πώ τί μεγαλυνάρια, τί θεοτοκία ἦταν ἐκεῖνα! Τί θεολογία ἔκρυβαν! Ἄν τά διάβαζες καί σύ ὅπως μοῦ τά διάβασαν ἐμένα, τότε χαλάλι σου! Τό Θεοτοκάριον τό ἔχεις; (Ἐκείνη τήν στιγμή ὁ Γέροντας πῆρε μιά χαρά καί μέ ὡραία κατακάθαρη φωνή ἄρχισε νά ψάλλει ἀπό τό τηλέφωνο). “Χαίροις μετά Θεόν ἡ Θεός, τά δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα”. Τούς γονεῖς μας μπορεῖ νά μήν τούς γνωρίσαμε, μπορεῖ νά εἶναι μακριά. Γιά μᾶς γονεῖς εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ Παναγίτσα, πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι οἱ οὐράνιοι γονεῖς. Σοῦ τό ἐπαναλαμβάνω, τώρα εἶναι ἀνάγκη νά μελετᾶς μέ προσοχή τούς κανόνες. Ἐγώ ὅ,τι εἶμαι, σ’ αὐτό τό ὀφείλω. Αὐτά εἶναι ἡ εὐχαρίστησίς μου, τό ἀγαλλίαμά μου. Ἐκεῖ βρίσκω τρόπους πῶς νά νικήσω.Ἔχω ἕνα αἴσθημα πώς δέν ἀνταποκρίνομαι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος λέει πώς εἶμαι καλός, ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι. Στενοχωριέμαι, θέλω νά τόν ἀγαπήσω περισότερο. Ἀκου, ἐκεῖ πού διάβαζεις, κορούλα μου, ἅμα βρεῖς κανένα ὡραῖο κομμάτι, νά μέ παίρνεις τηλέφωνο καί νά μοῦ τό διαβάζεις. Σέ παρακαλῶ, αὐτό νά τό κάνεις σάν ὑπακοή. Κάποιος ἦρθε καί μοῦ εἶπε: -Γέροντα, διάβασα ὅλη τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Καλά ἔκανα; -Γέμισες τόν ἀέρα λόγια, τοῦ εἶπα. Τίποτε δέν ἔκανες. Αὐτός περίμενε νά τοῦ πῶ “μπράβο!”. Μοῦ ἔφεραν τόν τέταρτο τόμο τῆς Φιλοκαλίας. Αὐτόν διαβάζω τώρα. Ὁ Θεός θά μέ κρίνει. Θά μοῦ πεῖ: Ἐγώ βάζω ὅλον τόν κόσμο νά σέ ἀγαπάει καί σύ τίποτε δέν κάνεις» (Μαθητεύοντας στόν Γέροντα Πορφύριο, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 2011, σελ. 385-387). Αὐτά πού συμβουλεύει τούς ἄλλους γιά τήν ἐξοικείωση μέ τή Λειτουργική γλῶσσα τά ἐφήρμοσε πρῶτος στόν ἑαυτό του ὁ Πορφύριος καί μολονότι, ὀλιγογράμματος, εἶχε θαυματά ἀποτελέσματα. Ἄς δοῦμε πῶς ἐξιστορεῖ ὁ ἴδιος τήν πορεία αὐτή: «Διάβαζα πολύ… Ἤμουν πολύ μελετηρός. Μυστικῶς διάβαζα. Ξέκλεβα χρόνο, ὅπου μποροῦσα. Ἔμαθα ἀπ᾽ ἔξω τό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, τοῦ Λουκᾶ καί τό μισό τοῦ Ἰωάννη. Ἐπίσης τούς Ψαλμούς. Μελετοῦσα τούς Πατέρες. Πολύ διάβαζα. Ἔκανα πνευματική ἐργασία. Καί νά ξέρεις ὅτι ἐγώ γράμματα δέν ἤξερα. Μόλις τῆς Β’ Δημοτικοῦ ἤμουνα. Ὅταν πρωτοπῆγα στό Μοναστήρι, μοῦ δίνουν στόν ἑσπερινό τό Ψαλτήρι νά διαβάσω. Ἐγώ ἄρχισα νά συλλαβίζω “Μα-κά-ρι-ος ἀ-νήρ”. Καλά, μοῦ λένε, φτάνει. Θά πάρεις τό Ψαλτήρι, θά τό διαβάζεις καλά νά τό μάθεις. Θά διαβάζεις καί τά συναξάρια τῶν Ἀγίων. Τίποτε ἄλλο. Διάβαζα ἀλλά δέν καταλάβαινα. Λεξικά δέν εἶχα. Π.χ. δέν ἤξερα ὅτι οἶκος θά πεῖ σπίτι. Ἔτσι εὕρισκα τήν ἴδια λέξη καί ἀλλοῦ, καί ἀπό τά συμφραζόμενα εὕρισκα τό νόημα τῶν λέξεων. Ἀπεστήθιζα κομμάτια ὁλόκληρα, καθώς ἔτρεχα στά βράχια, τά ἀπήγγειλα δυνατά, μέ νόημα» (Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι Ἀττικῆς, Γ’ ἔκδοσις, Ἰούνιος 2003, σελ. 137). Βλέπουμε πῶς ὁ π. Πορφύριος ἔμαθε τά ἱερά γράμματα καί μάλιστα ἀπ᾽ ἔξω. Καί νά σκεφθεῖ κανείς ὅτι δέν εἶχε τά ἀπαραίτητα βοηθήματα, π.χ. Λεξικά. Ὁ σύγχρονος πιστός καί μάλιστα ὁ σύγχρονος νέος κατά κανόνα καί περισσότερα γράμματα ξέρουν, δηλαδή ἀνώτερη μόρφωση ἔχουν ἀπό τήν Δευτέρα Δημοτικοῦ, καί πληθώρα ἔχουν βοηθημάτων, π.χ. Λεξικά καί πολλές μεταφράσεις τῆς Θ. Λειτουργίας, τῆς Καινῆς καί Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἀρκετῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά μή ἔχουν καμμία δικαιολογία ὅταν ἰσχυρίζονται ὅτι δέν καταλαβαίνουν τή γλῶσσα τῆς Θ. Λειτουργίας.

Ὁ ἅγιος Πορφύριος μέ τήν ἐπιμέλεια καί τόν ἔνθεο ζῆλο του γιά τά ἱερά γράμματα ἤξερε ἀπ᾽ ἔξω ὁρισμένες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπό τό κάτωθι περιστατικό τῆς ζωῆς του: «Μερικές φορές, ἐκτός τῶν Θεοφανείων, μέ φωνάζανε νά κάνω ἁγιασμό στά σπίτια μέ διάφορες εὐκαιρίες. Μιά φορά μοῦ συνέβηκε τό ἑξῆς. Ἦταν κατοχή κι ἐγώ ἤμουν στήν Πολυκλινική. Ἦλθε κάποιος ἐκπρόσωπος τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, νά μέ πάρει νά πᾶμε γιά ἁγιασμό. – Ἄ, τοῦ λέω, πρέπει νά πάρετε παπά ἀπ᾽ τόν Ἅγιο Κωνσταντῖνο–αὐτή ἦταν ἡ ἐνορία του. – Ὄχι, λέει, θά ἔλθεις ἐσύ. Ὑπάρχει λόγος καί, θέλεις δέν θέλεις, θά ἔλθεις στήν 3ης Σεπτεμβρίου! Κι ἐγώ ὁ καημένος τόν ἀκολούθησα, παίρνοντας μαζί μου τό Σταυρό, τό ἐπανωκαλύμμαυχο καί τό καλό τό ράσο. Ὅταν ἐφθάσαμε, τά ἔχασα! Βρέθηκα μπροστά σέ κόσμο μορφωμένο, κυρίες, κυρίους, στόν πρύτανη τοῦ Πανεπιστημίου, πού δίδασκε τή φιλοσοφία–Βέης, νομίζω, ἦταν τό ὄνομά του. Μόλις μπῆκα μέσα, παρουσιάστηκα μέ θάρρος καί χαιρέτησα. Ἀλλά βιβλίο δέν εἶχα πάρει, κι ἐγώ ἀγράμματος. –Νά κάνομε ἁγιασμό, τούς λέω. Μ᾽ ἔπιασε τρεμούλα πού τούς εἶδα καλοντυμένους, μέ τούς δίσκους γεμάτους ἐπιδόρπια σ᾽ ἐποχή κατοχῆς. Φόρεσα τό ράσο, τό ἐπανωκαλύμμαυχο, πῆρα τό Σταυρό. Ἄρχισα τόν ἁγιασμό χωρίς βιβλίο, πῆρα θάρρος καί τά ἔλεγα καθαρά, μία μία τίς λέξεις. Μετά τά ἔλεγα καλύτερα, ἀλλά κοίταζα μόνο τή λεκάνη… Τά ἔλεγα σάν δεσπότης. Ὅταν τελείωσα τόν ἁγιασμό, δέν ἐπῆγα νά τούς ἁγιάσω–πολλοί δέν τό θέλουν αὐτό– ἀλλά βάστηξα τό Σταυρό καί κοίταγα ποιός θά ἔλθει. Κι ἦλθε πρῶτος ὁ ὑπουργός καί μετά οἱ ἄλλοι… Εἶχα, ὅμως, τό αἴσθημα συνέχεια ὅτι εἶμαι ἀγράμματος. Πρίν φύγω, ἔκανα κι ἕνα σταυρό στόν ἀέρα, τούς εὐλόγησα, εἶπα, “καλημέρα, παιδιά!”. Καί ἦταν καί καθηγηταί τοῦ Πανεπιστημίου! – Ἡ εὐχή αὐτή ἦταν πολύ μεγαλοπρεπής, εἶπε ὁ κύριος πρύτανης, πολύ εὐχαριστήθηκα. Χάρηκα πολύ μέ τόν ἁγιασμό, πού τά εἶπες ὅλα τόσο καλά κι ἀπ᾽ ἔξω. Θεολόγος εἶσαι; Ἔκανες, ὅμως, ἕνα λάθος στό Εὐαγγέλιο. Εἶπες “ὑγιής ἐγένετο”, ἐνῶ εἶναι “ἐγίνετο”.– Σᾶς εὐχαριστῶ, τοῦ λέω. Εἶμαι ἀγράμματος» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004, σελ. 149-150-151).

Ὡσαύτως ἕνα πνευματικό του τέκνο γράφει: «Στή νυχτερινή Λειτουργία τοῦ Πάσχα, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα νά πεῖ τόν περίφημο Κατηχητικό Λόγο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, δημιουργεῖτο πρωτοφανής συγκίνηση καί ἱερός ἐνθουσιασμός. Τόν λόγο τόν ἀπήγγελε ἀπό στήθους, ἀργά, ἐπίσημα, ὡραιότατα. Ὅλους τούς λόγους τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου τούς ἀγαποῦσε, ἀλλά αὐτόν εἰδικά τόν ὑπεραγαποῦσε. Τόν ἔλεγε, λοιπόν, ἀργά ἀργά, ἐπιβλητικά, χωρίς νά κρατεῖ φυλλάδα, παρά μόνο τήν πασχαλινή λαμπάδα. Τό ἀποκορύφωμα τοῦ μεγαλείου ἦταν στίς φράσεις: “Ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη καί γάρ κατηργήθη…” Ἀνεπανάληπτες ἱερές συγκινήσεις. Κάθε ἐκκλησιαστική εὐχή, κάθε ἀνάγνωση ἱεροῦ κειμένου, τήν εὐλαβεῖτο. Ἔπρεπε νά λεχθοῦν μέ τόν καλύτερο τρόπο. Σ’ ὅλη του τή ζωή βοήθησε ἀναρίθμητους ἱερεῖς, μοναχούς, ψάλτες, ἀναγνῶστες, νά ψάλλουν καί νά διαβάζουν μέ τόν πιό ὡραῖο τρόπο, ἀντάξιο τοῦ Θεοῦ» (Κλείτου Ἰωαννίδη, Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καί ἐμπειρίες, ἔκδοση Ἰεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθήνα 2009, σελ. 93). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος π. Εἰρηναῖος Μπούλοβιτς γράφει γιά τήν εὐρύτατη γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού κατεῖχε ὁ ἅγιος Πορφύριος: «Κάτι, πού τονίζω πάντα, εἶναι ὅτι ὁ Γέρων Πορφύριος ἦταν καί βαθύς θεολόγος. Μελετοῦσε τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἡμέρα καί νύκτα, ἀπό τή νεότητά του. Κι ἐνῶ διδάσκω τήν Καινή Διαθήκη στή Θεολογική Σχολή, πολλές φορές ντροπιαζόμουν μπροστά του, ὅταν ἀνέφερε σωρηδόν παραθέματα ἀπό διάφορα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐνῶ τήν Καινή Διαθήκη τή γνώριζε σχεδόν ἀπ̉ ἔξω. Ἀλλά καί οἱ ἑρμηνεῖες, πού ἔδιδε, ἦσαν καρποί καί ἀναγνωσμάτων» (Μητροπολίτη Μπάτσκας Εἰρηναίου, “Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὅπως τόν ἐγνώρισα”, στήν Ὀρθόδοξη Μαρτυρία, ἀριθμός τεύχους 113, Λευκωσία, Φθινόπωρο 2017, σελ. 11).

Ὁ θεοφώτιστος Γέροντας συνεχῶς παρακινοῦσε τά πνευματικά τέκνα του νά ἐντρυφοῦν στά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας: «Ὅλα τ᾽ ἅγια βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Παρακλητική, τό Ὡρολόγιο, τό Ψαλτήρι, τά Μηναῖα περιέχουν λόγια ἅγια, ἐρωτικά πρός τόν Χριστό μας. Νά τά διαβάζετε μέ χαρά καί ἀγάπη καί ἀγαλλίαση. Ὅταν δοθεῖτε σ᾽ αὐτή τήν προσπάθεια μέ λαχτάρα, ἡ ψυχή σας θ᾽ἁγιάζεται μέ τρόπο ἁπαλό, μυστικό, χωρίς νά τό καταλαβαίνετε» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περί πνευματικῆς ζωῆς, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2010, σελ. 21). Τά βιβλία αὐτά εἶναι τό “Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας” μας, ὅπως ἔλεγε (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004, σελ. 178).

Ἀκόμη ὁ ἅγιος Πορφύριος συμβουλεύει νά κάνουμε συλλογή ἀπό ἔνθεες λέξεις πού ἐκφράζουν τόν θεῖο ἔρωτα: «Οἱ ὕμνοι καί τά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτα μέ θεῖο ἔρωτα. Ἀκοῦστε τί λέει στόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τιμοθέου: “Ποθήσας θερμῶς τῶν ἐφετῶν τό ἀκρότατον Καί δι᾿ ἀγάπης συγκραθείς Πόθῳ κατάλληλον ζωήν μετῆλθες, θεόληπτε, Διά παντός σοῦ κατοπτεύων τόν ἔρωτα Καί τῆς αὐτοῦ θεωρίας πιμπλάμενος”. “Συγκραθείς” σημαίνει γίνεσαι ἕνα, ἑνώνεσαι μέ τόν ἐρωμένο. Καί “πιμπλάμενος”, ἀπό τό “πίμπλημι”, σημαίνει γεμίζω, χορταίνω. Ὤ, λέξεις σπουδαῖες! Νά κάνετε συλλογή ἀπό τέτοιες λέξεις, πού δείχνουν τή θεία ἀγάπη, τή θεία τρέλα. Δέν τίς χορταίνεις!» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί λόγοι, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2004, σελ. 226-227).

Χαρακτηριστικά εἶναι καί αὐτά πού γράφει μία στενή γνώριμός του: «Σχολιασμός ἀκολουθίας σύγχρονου ποιητῆ. ‒ Δέν εἶναι δικά του καί φαίνεται αὐτό. Τά ξέρει τά λόγια καλά καί τά δανείζεται. Ἀλλά δέν εἶναι ἀπό μέσα του. Ὁ π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ἀντιθέτως εἶναι θεόπνευστος. Ζητᾶ νά τοῦ διαβάσω τούς ἰαμβικούς στίχους. Τοῦ ἀρέσουν ἐπίσης γιά τήν πυκνότητα καί εὐστοχία. Γιά νά βρεῖ τήν ἐρμηνεία τῶν λέξεων θυμᾶται τή χρήση τους σέ ἄλλα τροπάρια ἤ κείμενα ἐκκλησιαστικά» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 110)

Ὁ ἅγιος Πορφύριος εἶχε μεγάλη ἔγνοια γιά νά μάθουν τά παιδιά τήν ἀρχαία γλῶσσα: «–Χθές μιλήσανε στόν “Παρνασσό”. Καί τί ὡραῖα πράγματα εἶπαν! Τά εἶχε πάρει τό ραδιόφωνο. Προσπαθοῦν τώρα νά ἐπαναφέρουν τά ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἐγώ λέω, δέν μπορεῖ, θά τή φέρουνε τή γλώσσα πάλι. Ἔτσι πού πᾶμε, τά παιδιά στήν ἐκκλησία ἀρχίζουν νά μήν καταλαβαίνουν τό Εὐαγγέλιο. Πολύ ἄσχημο πράγμα. Ἐμένα κλωτσάει ἡ καρδιά μου. Πρέπει νά φωνάξομε τώρα καί νά τονίσομε ὅτι δέν πρέπει νά ξεχάσομε τήν ἑλληνική γλώσσα… Μεγάλα συγχαρητήρια ἀνήκουν στόν καθηγητή γιά τήν προσπάθεια πού ἔκανε νά διατηρήσει τή γλώσσα τῶν Εὐαγγελίων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά καί γιά τή σοφία πού μεταχειρίστηκε… Ἀλλά ἀναίμακτα, ἁπλά, ἁπαλά, σιωπηλά ἀγωνίζεται νά κάνει τά ἑλληνόπουλα νά ἀγαπήσουν τή γλώσσα τῶν προγόνων τους» (Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Λόγοι περί πνευματικῆς ζωῆς, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2010, σελ. 105-106).

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ ἅγιος Γέροντας θεωροῦσε πώς ὁρισμένοι σκοτεινοί κύκλοι ἀπεργάζονται μυστικά τήν καταστροφή τῆς Ἑλλάδος ὑπονομεύοντας τήν συνέχεια καί ἀρτιότητα τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας. Θεωροῦσε ὅτι ἡ γλωσσική πτώχευση συνεπάγεται πνευματική καί διανοητική πτώχευση τοῦ ἰδίου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ: «‒ Ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασι. Αἰσθάνομαι πόσο ἔντονα ἐργάζονται μυστικά γιά τήν καταστροφή τῆς Ἑλλάδος. Ἀρχίσανε μέ τήν γλῶσσα. Ὅσο ξεπέφτει ἡ γλῶσσα τόσο ξεπέφτει ὁ λαός. Λένε ὅτι θέλουν νά εὐκολύνουν τά παιδιά. Ἀλλ̉ αὐτό δέν εἶναι σωστό. Τά παιδιά καί πάλι δέν θά μάθουν γράμματα, γιατί ἄλλο εἶναι τό αἴτιο. Τό αἴτιο εἶναι ἡ ὀρφάνια, ἡ ἔλλειψη τοῦ πατέρα. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό. Αὐτή δίνει τόπο στόν παλαιό ἄνθρωπο πού μπερδεύεται μέ τόν νέο καί κάνει μπερδεμένη τήν ψυχή» (Ἱερόν Γυναικεῖον Ἡσυχαστήριον Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀπό τό σημειωματάριο ἑνός ὑποτακτικοῦ, τ. Α‘, ἐκδόσεις Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2016, σελ. 70-71).

Τέλος πρέπει νά σημειώσουμε πώς ὁ ὅσιός μας ἔτρεφε ἀγάπη καί συμπάθεια στήν ἀρχαία Ἑλλάδα καί στούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Ἐκτιμοῦσε τήν προσπάθεια τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἀνεκπλήρωτη βέβαια, γιά θεογνωσία, τήν ὁποία ἐκπλήρωσε ὁ Χριστός. Ὅπως γράφει μία μαθήτριά του «ὁ Γέροντας ἔβλεπε καί συμπαθοῦσε τίς ἀνεπιτυχεῖς προσπάθειες τῶν ἀρχαίων νά πλησιάσουν τόν Θεό. Στήν ἐσώτερη αὐτή ἀναζήτησή τους, ἔλεγε, ἔδωσε ἀπάντηση ὁ Χριστός» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 52).

Ἄς δοῦμε δύο μαρτυρίες πού καθιστοῦν φανερή τήν ἐκτίμηση τοῦ Γέροντος στήν ἀρχαία Ἑλλάδα: «Στήν Δωδώνη καθόμαστε κάτω ἀπό τήν ἱερή δρῦ. Ἕνας ἀπό τούς συνταξιδιῶτες μας διαβάζει ἀπό ἕναν ὁδηγό πῶς λειτουργοῦσε τό μαντεῖο. Ὁ Γέροντας λέει: Τόν Ἰανουάριο εἶχαν καί οἱ ἀρχαῖοι τά Ἐπιφάνια. Μετά ἔγιναν τά Θεοφάνια. Δέν εἶναι πώς τά πήραμε ἀπό κείνους. Τά δικά μας εἶναι ἡ ἀποκάλυψη. Ἀλλά ἦταν καί τότε κάτι, πῶς τό εἶπες Π.; ‒Ὁ σπερματικός λόγος; ‒ Ναί. Ψάχνανε. Εἶχαν κάποια διαίσθηση. Ἀλλά ὅλα ἦταν στήν σκιά. Σέ μᾶς ἦρθε ὁ Χριστός καί τά φανέρωσε» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 51). Καί «Κάποια στιγμή τοῦ εἶπα ἐκεῖνο τό Πεντζικικό, πώς ἄν δέ μάθεις τήν θεολογία τοῦ Ὁμήρου δέ θά καταλάβεις τήν θεολογία τῶν Πατέρων, καί πρόσθεσα πώς αὐτό ἦταν λίγο ὑπερβολικό. Καί ὁ Γέροντας: Ἄ, ἐμένα μ’ ἀρέσει πολύ αὐτό. Ἔτσι εἶναι. Ἔχει σχέση ἐκείνη ἡ θεολογία μέ τούτη» (Ἄννας Κωστάκου, Συνομιλώντας μέ τόν Γέροντα Πορφύριο, 2η ἔκδοση, ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2014, σελ. 51-52). Νομίζω πώς ἔπρεπε νά ζητήσει ἡ συνομιλήτριά του νά τό διευκρινίσει αὐτό περισσότερο, διότι ὄντως εἶναι πολύ τολμηρό.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω διαπιστώνουμε τήν μεγάλη ἀγάπη καί ἐκτίμηση πού ἔτρεφε ὁ θεοφώτιστος Γέροντας γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική γλῶσσα καί δή γιά τήν ἀρχαιόμορφη Ἐκκλησιαστική γλῶσσα. Βλέπει κανείς καί τήν ἱερή ἀγωνία πού εἶχε ὁ ἅγιός μας γιά τή διατήρησή της. Λυπόταν ὅταν ἔβλεπε τά ἑλληνόπουλα νά μή εἶναι σέ θέση νά κατανοοῦν ἐπαρκῶς τό Εὐαγγέλιο. Πίστευε ἀκράδαντα στήν ἁγιαστική δύναμη καί λειτουργία της. Ἡ εὐαίσθητη καί τρυφερή ψυχή του πονοῦσε ὅταν διαπίστωνε τήν ὑποβάθμιση τῆς γλωσσικῆς, ἑπομένως καί σκεπτικῆς, ἱκανότητας τῶν Ἑλλήνων. (Πηγή: Aντίφωνο)

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 4.5]