Ομιλία περί συνειδήσεως και υπακοής (Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης)

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φυλάξη ὑπακοὴν ἀπόλυτον πρὸς τὴν συνείδησίν του, καὶ ἐφαρμόζη ὅ,τι τοῦ ὑποδεικνύει ἐκείνη, παύει καὶ αὐτὴ νὰ τὸν ἐλέγχη. Ὄχι ὅτι ἐξασθένησε ἡ φωνή της, ἄλλα διότι διὰ τῆς καλῆς ὑπακοῆς, δὲν ἔχει ἡ συνείδησις κάτι νὰ ἐλέγξη.

Ἀπόστολος Ἰωάννης λέγει: «Ὅταν ἡ συνείδησις τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὸν ἐλέγχη, παρρησίαν ἔχει πρὸς τὸν Θεόν».

Στὸν δρόμο του ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ περάση χωρὶς κάπου νὰ προσκρούση. Διότι ἀπὸ τὴν μία ὁ διάβολος, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ σάρκα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ κόσμος, συνεχῶς παρεμβάλλουν ἐμπόδια στὴ ζωή του· καὶ σκοντάφτει ὁ ἄνθρωπος ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπροσεξία ποὺ τὸν χαρακτηρίζει. Γι’ αὐτὸ ὅταν πέση, νὰ σηκώνεται πάραυτα καὶ νὰ ζητᾶ συγχώρησι. Ὅταν δὲ ὁ ἄνθρωπος μετανοήση ἀνάλογα, τότε καὶ ἡ συνείδησις, ἡ ὁποία προηγουμένως τὸν ἐνοχλοῦσε, παύει τὸν ἔλεγχο.

Εἰς τρία πράγματα πρέπει νὰ φυλάξωμε τὴν συνείδησί μας: στὸν Θεόν, στὸν πλησίον μας καὶ στὰ πράγματα.

Ὁ ἄνθρωπος φυλάγει τὴν συνείδησί του πρὸς τὸν Θεό, ὅταν ἀποφεύγη τὴν ποικίλη ἁμαρτίαν. Πρὸς τὸν πλησίον, ὅταν δὲν τὸν λυπεῖ, δὲν τὸν κατακρίνη, δὲν τὸν συκοφαντεῖ, δὲν τὸν σκανδαλίζη, δὲν τὸν σπρώχνη στὸ κακό. Πρὸς τὰ πράγματα, ὅταν δὲν γίνεται αἰτία καταστροφῆς ἢ βλάβης ὑλικοῦ πράγματος ἀπὸ ἀπροσεξία, ἀπὸ ἀμέλεια, ἀπὸ ἀσυνειδησία.

ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μᾶς λέγει πολλὰ πράγματα γιὰ τὴν ἀσυνειδησία αὐτή. Ὅταν βλέπης ἕνα πράγμα ὅτι καίγεται, ὅτι καταστρέφεται καὶ δὲν τὸ σηκώνης, δὲν τὸ προφυλάγης, ἀσυνειδησία εἶναι. Ὅταν σχίζεται τὸ ροῦχο σου καὶ τὸ ἀφήνεις καὶ καταστρέφεται τελείως, ἀσυνειδησία εἶναι. Ὅταν μπορῆς νὰ δούλεψης καὶ ἐσὺ γυρίζεις ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, καὶ αὐτὸ ἀσυνειδησία εἶναι. Ὅταν τὸ φαγητὸ τὸ ἀφήσης καὶ ξυνίση καὶ τὸ πετᾶς, ἀσυνειδησία εἶναι· διότι ἔπρεπε νὰ εἶχες τὴν μέριμνα, νὰ τὸ φάνε πρὶν ξυνίση.

Ἄρα, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο κι ἂν σφάλλη ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω στὰ ὑλικὰ πράγματα, εἶναι ἀσυνειδησία· μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἂν βλάψη τὸν πλησίον του, εἶναι ἀσυνειδησία· καὶ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἂν προσβάλη τὸν Θεό, εἶναι ἀσυνειδησία.

Ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος εἶναι νὰ προσπαθήση νὰ διατήρηση τὴν συνείδησί του ὁ ἄνθρωπος χωρὶς βάρος. Σὲ περίπτωσι δὲ ποὺ θὰ αἰσθανθῆ κάτι νὰ τὸν ἔχη πληγώσει, νὰ τὸ διορθώση ἀμέσως καὶ ἔτσι ἐπανέρχεται πάλι στὴν ἴδια κατάστασι.

Πόσες καὶ πόσες φορὲς δὲν μᾶς ἔχει ἐλέγξει ἡ συνείδησίς μας; Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος προσέχει τὴν συνείδησί του, ὅσον περισσότερον τὴν ἐπιμελεῖται, τόσο λεπτότερα τὸν ὁδηγεῖ. Ὅσο δὲ λεπτότερα τὸν ὁδηγεῖ καὶ τὸν ἐλέγχει, τόσο περισσότερο ἀνεβαίνει ὁ ἄνθρωπος στὴν καθαρότητα.

Ὑπάρχει καὶ ἡ πονηρὰ λεγομένη συνείδησις, ἡ ὁποία ἔρχεται καὶ αὐτὴ πολλὲς φορὲς μὲ τὸ πρόσχημα καὶ μὲ τὸ σχῆμα καὶ μὲ τὴν μορφὴ τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεως· καὶ ὅμως στὴν οὐσία εἶναι ἡ πονηρὰ συνείδησις, ἡ διεστραμμένη, ἡ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ συνείδησις.

Ἡ πονηρὰ συνείδησις εἶναι ἐκείνη ἡ φωνὴ ἡ ὁποία διδάσκει ἀντίθετα, κυρίως πλανεμένα καὶ διεστραμμένα. Ἡ ἀγαθὴ συνείδησις ἔχει σὰν ἀφετηρία καὶ σὰν ἀρχὴ καὶ σὰν θεμέλιο τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπακοή. Ἡ πονηρὰ συνείδησις ἔχει ὡς ἀρχὴν τῆς τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν ἀνυπακοή.

Ὅταν δὲν πείθεται κανεὶς στὸν Γέροντα, ὅταν ἀντιστέκεται, ὅταν ἄλλα τοῦ λέγουν καὶ ἄλλα λέγη, ὅταν δὲν ἀκούη, τότε ἔχει τὴν λεγομένην αὐτοπεποίθησι· ἡ τοιαύτη αὐτοπεποίθησις εἶναι ἡ πονηρὰ συνείδησις.

Ἡ ταπεινοφροσύνη γεννᾶ τὴν ἀγαθὴ συνείδησι· κανεὶς γιὰ νὰ μάθη, μᾶλλον γιὰ νὰ διδαχθῆ τὴν ἀγαθὴ συνείδησι, —διότι μπλέκονται ἀμφότεραι, καὶ συχνὰ διερωτᾶται κανείς: Πονηρὰ συνείδησις εἶναι αὐτὴ ἢ ἀγαθή; Σκέπτεται: Αὐτὸ τὸν λογισμὸ νὰ πιστέψω ἢ ἐκεῖνο;— χρειάζεται νὰ ἔχη ταπείνωσι, κυρίως ὅμως νὰ τεθῆ ὑπὸ τὴν ὁδηγία τοῦ ἄλλου, τοῦ ἀνωτέρου του, τοῦ προϊσταμένου του, τοῦ πνευματικοῦ του, καὶ νὰ κάνη ὑπακοὴ σὲ ὅ,τι τοῦ εἰπῆ. Τότε σιγὰ-σιγὰ θ’ ἀρχίση νὰ ἀντιλαμβάνεται, ποιὸς λογισμὸς εἶναι κακὸς καὶ ποιὸς εἶναι ἀγαθός, ποιὰ εἶναι ἡ χροιὰ τῆς ἀγαθῆς, καὶ ποιὰ τῆς πονηρᾶς συνειδήσεως. Ἔτσι ἀφ’ ἑνὸς ἀποφεύγει τὶς πτώσεις μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν καθοδήγησι τοῦ πνευματικοῦ, ἀφ’ ἑτέρου σὺν τῷ χρόνῳ διδάσκεται τὴν χροιά, τὴν ὄψι τῶν δύο συνειδήσεων καὶ γίνεται ἕνας τέλειος ἄνθρωπος.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπαθαν ζημιὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκτὸς ὑπακοῆς· καθ’ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιέζεται καὶ ἀπὸ τὶς δύο συνειδήσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία πάει νὰ τὸν σώση καὶ ἡ ἄλλη νὰ τὸν καταστρέψη, καὶ δὲν γνωρίζει πολλάκις ποιὰ νὰ διάλεξη. Ὁ ὑποτακτικὸς ξεφεύγει τὸν κίνδυνο καὶ σιγὰ-σιγὰ γίνεται ἔμπειρος, πρακτικός της πονηρᾶς καὶ τῆς ἀγαθῆς συνειδήσεως.

Ὁ Ἀββὰς Ποιμὴν εἶχε δύο λογισμοὺς καὶ πῆγε στὸν πνευματικό του νὰ τοὺς εἰπῆ, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ μακρυά· ἔφυγε τὸ πρωΐ καὶ ἔφθασε τὸ βράδυ. Ξέχασε δὲ τὸν ἕνα λογισμὸ καὶ εἶπε μόνον τὸν ἕνα. Ὅταν ἐπέστρεψε, μόλις ἔβαλε τὸ κλειδὶ στὴν πόρτα ν’ ἀνοίξη, θυμήθηκε τὸν δεύτερο λογισμό. Τότε δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα· γύρισε ξανὰ πίσω γιὰ νὰ εἰπῆ καὶ τὸν ἄλλο λογισμό του. Ὅταν ὁ πνευματικός του εἶδε τὸν κόπο του καὶ τὴν ἀκρίβεια τοῦ εἶπε: Ποιμήν, Ποιμήν, Ἀγγέλων Ποιμήν! Ἡ ἀρετή σου θὰ φέρη τὸ ὄνομά σου εἰς πάσαν τὴν γῆν.

Γιὰ νὰ μπορέση κανεὶς νὰ γίνη ἔμπειρος, ὥστε νὰ διακρίνη τὴν φωνὴ τῆς ἀγαθῆς καὶ πονηρᾶς συνειδήσεως, πρέπει νὰ περάση ἀπὸ τὴν ὑπακοή. Ἂν δὲν περάση ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὑπακοή, εἶναι ἐλλιπής. Μπορεῖ νὰ ἔχη χαρίσματα, νὰ εἶναι καλῆς ψυχῆς ἄνθρωπος, νὰ κάνη διάφορα καλὰ ἔργα, ἀλλὰ θὰ τὸν ἰδῆς νὰ κουτσαίνη πάντοτε στὴν διάκρισι καὶ στὴν ταπεινοφροσύνη. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χαρίζει ἡ ὑποταγὴ ἐν πρώτοις καὶ βασικῶς εἶναι ἡ διάκρισις διὰ τῆς ταπεινοφροσύνης. Δηλαδὴ ἡ ὑπακοὴ σφυρηλατεῖ τὸν ἄνθρωπο, καὶ τοῦ χαρίζει πρωτίστως τὴν ταπείνωσι καὶ τὴν διάκρισι.

Ἐρώτησον, λέγει, τὸν πατέρα σου, καὶ ἐρεῖ σοί. Αὐτὸ βλέπομεν μέσα στὸν πατερικὸ δρόμο τῶν ἁγίων. Διαβάζουμε στὸ Πατερικὸν ὅτι ὁ ἀββὰς Ζαχαρίας εἶδε μία ὀπτασία, ἀλλὰ ὁ πατήρ του δὲν ἦταν σὲ θέσι νὰ τοῦ ἐξηγήση, ἂν ἦταν ἐκ Θεοῦ ἢ ἐκ τῶν δαιμόνων. Πῆγε εἰς ἕνα διακριτικὸ Γέροντα, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε: Ἐκ Θεοῦ εἶναι ἡ ὀπτασία, ἀλλὰ πήγαινε καὶ ὑποτάγηθι τῷ πατρί σου.

Πόσα καὶ πόσα δὲν μᾶς ἄφησαν οἱ Πατέρες γιὰ διδασκαλία μας! Ὁ καλύτερος δρόμος, ὁ πιὸ σωστός, ὁ πιὸ σίγουρος, ὁ πιὸ ἀνεύθυνος, εἶναι ὁ τῆς ὑποταγῆς. Ὁ πράττων ὑπακοήν, λέγει ὁ ἀββὰς Παλάμων, ἐξεπλήρωσεν ἁπάσας τὰς ἐντολᾶς τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ὑποτακτικὸς ἔχει διαλέξει τὸν καλύτερο δρόμο, λέγει ὁ ἀββὰς Μωϋσῆς· Τρέξατε, τέκνα, ὅπου ἐστὶν ὑπακοή. Ἐκεῖ χαρά, εἰρήνη, φιλαδελφία, ἑνότης, ἐγρήγορσις, παρηγορία, στέφανοι, μισθός. Ὅταν ὅμως θέλουμε νὰ στήσουμε τὸ ἰδικὸ μᾶς θέλημα, ἐνῶ εἴμαστε ὑποτακτικοί, τότε ὁ δρόμος γίνεται δύσκολος, τραχύς, ἐπικίνδυνος. Ὅταν κάνη κανεὶς ὑπακοὴ βρίσκεται μέσα στὴν ἀγάπη, στὴν βία, στὴν φιλαδελφία, στοὺς στεφάνους, στὸν ἁγιασμό, στὴν σωτηρία.

Τὸ ἴδιον θέλημα εἶναι μεγάλος φραγμός, μεγάλο ἐμπόδιο· τεῖχος μεταξὺ ψυχῆς καὶ Θεοῦ. Ὅπως ἀπὸ τὸ τεῖχος, ὅταν εἶναι μπροστά μας, ἐμποδίζεται ὁ ἥλιος καὶ ἐμποδιζομένου τοῦ ἡλίου τὸ μέρος ἔχει ὑγρασία, δὲν καρποφορεῖ, ἔχει ἀρρώστια, ἔτσι εἶναι καὶ τὸ τεῖχος τοῦ ἰδίου θελήματος. Ὅταν αὐτὸ σταθῆ μπροστὰ στὴν ψυχή, σκοτεινιάζει καὶ μένει ἄκαρπη.

Ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης εἶναι ὁ Χριστός· ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν ἔχη ἐμπόδιο, ἔρχονται οἱ ἀκτίνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν φωτίζουν καὶ καρποφορεῖ καὶ ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος.

Ὅποιος γνώρισε τῆς ὑπακοῆς τὸν καρπό, ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ μιλήση γι’ αὐτήν. Εἶναι ὁ πιὸ χαριτωμένος δρόμος. Κυρίως ἀποβάλλει ὁ ἄνθρωπος τὸν κακὸν δαίμονα τοῦ ἐγωισμοῦ καὶ τῆς ὑπερηφανείας ποὺ φέρνει ὅλα τὰ κακὰ καὶ εἰσάγει τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἀμεριμνησία.

Διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸν γιὰ δύο ἀδέλφια, ποὺ ἀποφάσισαν νὰ γίνουν μοναχοὶ καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ ἕνας ἔγινε ὑποτακτικὸς σὲ κοινόβιο, ὁ ἄλλος ἔγινε ἡσυχαστής. Μετὰ 2-3 χρόνια ὁ ἡσυχαστὴς λέγει: Ἂς πάω νὰ δῶ τον ἀδελφό μου, ποὺ εἶναι στὸ κοινόβιο, μέσα στὴν μέριμνα, μέσα στὶς σκοτοῦρες. Ποιὸς ξέρει τί νὰ κάνη ὁ ταλαίπωρος μέσα σὲ τόσες φασαρίες. Εἶχε τὴν αὐτοπεποίθηση ὅτι ἀσκητεύοντας εἶχε φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα. Ἐπῆγε στὸ μοναστήρι, καὶ μὲ πρόφασι δῆθεν ὅτι χρειαζόταν τὸν ἀδελφό του, λέγει τοῦ ἡγουμένου: Ἤθελα νὰ δῶ τὸν ἀδελφό μου λίγο. Ἦλθε ὁ ἀδελφός του καὶ ὁ ἡγούμενος, ποὺ ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, ἔδωσε εὐλογία νὰ ἀπομακρυνθοῦν καὶ νὰ συζητήσουν.

Ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ μοναστήρι βλέπουν ἕνα νεκρὸ σ’ ἕνα μονοπάτι, σχεδὸν γυμνό. Λέγει ὁ ἡσυχαστής: Δὲν ἔχουμε κανένα ροῦχο νὰ τὸν σκεπάσουμε τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ὑποτακτικὸς λέγει μὲ τὴν ἁπλότητά του: Δὲν κάνουμε καλύτερα προσευχὴ νὰ σηκωθῆ; Ἂς κάνουμε, λέγει καὶ ὁ ἡσυχαστής. Κάνανε προσευχὴ καὶ οἱ δύο καὶ ἀναστήθηκε ὁ νεκρός. Ὁ ὑποτακτικὸς δὲν ἔδωσε σημασία στὸ θαῦμα· σκεπτόταν ὅτι τὸ θαῦμα ἔγινε μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ Γέροντός του. Ὁ ἡσυχαστὴς ὅμως μέσα τοῦ ἔλεγε ὅτι γιὰ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἔγινε τὸ θαῦμα, γιὰ τὴν ἄσκησι καὶ νηστεία του, γιά τὴν ἀγρυπνία καὶ κακουχία του, γιὰ τὴν χαμαικοιτία καὶ τὰ ἄλλα κατορθώματά του.

Ὅταν ἐπέστρεψαν πίσω, λέγει ὁ ἡγούμενος στὸν ἡσυχαστή, προτοῦ μιλήσουν αὐτοί: Μὴ νομίσης, ἀδελφέ, ὅτι γιὰ τὴν προσευχή σου ἀνέστησε ὁ Θεὸς τὸν νεκρό· ὄχι! Ἀλλὰ γιὰ τὴν ὑπακοὴ τοῦ ἀδελφοῦ σου! Ὅταν εἶδε ὁ ἡσυχαστής, ὅτι ὁ ἡγούμενος διάβασε ἀμέσως τοὺς λογισμούς του, ὅτι εἶχε προορατικὸ χάρισμα καὶ ἁγιότητα, πίστεψε ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι πράγματι πλανεμένος καὶ ὅτι ὁ ἀδελφός του, ὁ τάχα μεριμνῶν καὶ τυρβάζων περὶ πολλὰ ἐντός του κοινοβίου, ἦταν ἀνώτερός του.

Σκεφθῆτε μὲ τί πεποίθησι ὁ ὑποτακτικὸς ἔλεγε: ἂς κάνουμε προσευχὴ νὰ ἀναστηθῆ! Δέστε ἁπλότητα, ἀκακία, πίστι. Ὁ ἡσυχαστὴς τὸ εἶχε ἀκατόρθωτο καὶ ὁ ὑποτακτικὸς φυσιολογικό· πίστευε στὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντός του. Γιὰ νὰ φθάση στὴν ταπεινοφροσύνη αὐτή, τί ἀγώνα θὰ ἔκανε! Πόσο τσακίστηκε ὁ ἐγωισμός του καὶ ἡ ὑπερηφάνειά του στὸ κοινόβιο! Διότι ποιὸς ἄνθρωπος ἐρχόμενος ἀπὸ τὸν κόσμο δὲν ἔχει ἐγωισμὸ καὶ ὑπερηφάνεια; Πόσοι καὶ πόσοι ὑποτακτικοὶ δὲν ἁγίασαν καὶ μυρόβλησαν;

Στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν περιοχὴ τῆς Ἁγίας Ἄννης ἦταν ἕνα καλογέρι τὸ ὁποῖο κουβαλοῦσε τσουβάλια σιτάρι ἀπὸ τὸν ἀρσανὰ ἐπάνω. Πολὺς κόπος καὶ πολλοὶ ἵδρωτες. Μία στιγμὴ ἄρχισε νὰ λέγη μὲ τὸν λογισμό του: Ἄραγε ἔχουμε μισθὸ γιὰ τὸν τόσο κόπο καὶ τοὺς τόσους ἱδρῶτες ποῦ χύνουμε κάνοντας ὑπακοὴ στοὺς Γεροντάδες μας; Ἐνῶ συλλογιζόταν αὐτά, κάθισε λίγο νὰ ξεκουρασθῆ. Τότε τοῦ ἦλθε λίγος ὕπνος. Μεταξὺ δὲ ὕπνου καὶ ἐγρηγορήσεως βλέπει τὴν Παναγία μπροστά του. Μὴ στενοχωριέσαι, τέκνον, τοῦ λέγει. Οἱ ἱδρῶτες αὐτοὶ ποὺ χύνεις γιὰ τὴν ὑπακοή, κουβαλώντας τὰ τρόφιμα, ὡς μαρτυρικὸν αἷμα ἐνώπιόν του Υἱοῦ μου λογίζονται. Ἦρθε στὸν ἑαυτὸ τοῦ ὑστέρα καὶ τοῦ ἔφυγαν οἱ λογισμοί, τοῦ ἔφυγε ἡ στενοχώρια. Καὶ οἱ πατέρες τὸ ἔγραψαν στὸ πεζουλάκι καὶ ὅποιος περνάει ἀπὸ ἐκεῖ τὸ διαβάζει.

Κοντὰ στὸ Κυριακό της Ἁγίας Ἄννης ὑπάρχει ἕνα σπιτάκι, ποὺ λέγεται τοῦ Πατριάρχου. Ἐκεῖ ἀσκήτευε ἕνας Πατριάρχης ὀνόματι Κύριλλος. Ἐγκατέλειψε τὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο καὶ ἦλθε καὶ ἔγινε καλόγηρος. Οἱ πατέρες κουβαλοῦσαν τὰ πράγματα στὴν πλάτη. Λέγουν στὸν Πατριάρχη: Ἐσὺ γέροντας εἶσαι, Παναγιώτατε, καὶ ἀμάθητος· νὰ σοὺ πάρουμε ἕνα γαϊδουράκι, νὰ φορτώνης τὰ τρόφιμά σου. Τοῦ ἐπῆραν ἕνα γαϊδουράκι καὶ ἀνέβαινε καὶ κατέβαινε μὲ αὐτό. Μία μέρα, ἐνῶ ἀνέβαινε ὁ Πατριάρχης μὲ τὸ ζῶο καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες μὲ τὰ τρόφιμα στὴν πλάτη τους, κάθησαν λίγο νὰ ξεκουρασθοῦν. Ξαφνικὰ ὁ Πατριάρχης, μεταξὺ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, βλέπει τὴν Παναγία μαζὶ μὲ Ἀγγέλους. Καὶ ἡ μὲν Παναγία εἶχε ἕνα δοχεῖο καὶ πότιζε τοὺς πατέρες, ποὺ κουβαλοῦσαν τὰ πράγματα στὴν πλάτη τους, οἱ δὲ Ἄγγελοι εἶχαν μαντήλια καὶ σκούπιζαν τὸν ἱδρώτα τους.

Βλέποντας ἔκπληκτος ὅτι σκούπιζαν καὶ τὸν ἱδρώτα ἀπὸ τὸ γαϊδουράκι, παρακαλοῦσε λέγοντας: Σκουπίστε κι ἐμένα σᾶς παρακαλῶ. Τότε τοῦ λέγει ἡ Παναγία: Πάτερ, ἐσὺ δὲν ἔχεις ἱδρώτα· τὸ γαϊδουράκι θὰ σκουπίσουμε, ποὺ ἔχει. Τότε ξύπνησε καὶ ἦλθε στὸν ἑαυτό του. Λέγει τότε πρὸς τοὺς πατέρας: Πάρτε τὸ γαϊδουράκι, διότι ζημιώνομαι εἰς πολλὰ πράγματα. Ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἄγγελοι σκούπισαν τὸ γαϊδουράκι καὶ ὄχι ἔμενα. Ἔκτοτε τὰ κουβαλοῦσε καὶ αὐτὸς στὴν πλάτη του.

Πόσα καὶ πόσα τέτοια δὲν ἔχουν γίνει στὴν ζωὴ τῶν πατέρων! Ποῦ νὰ ἤμαστε νὰ βλέπαμε! Τώρα σπανίως συναντῶνται, χαθήκανε ὅλα.

Ἂς προσέχουμε λοιπὸν τὴν συνείδησί μας. Ἂς ἀποκτήσουμε ἀγαθὴ συνείδησι διὰ τῆς ὑπακοῆς, διὰ τῆς συντριβῆς, διὰ τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἂς ἀποφεύγουμε τὸ ἴδιον θέλημα, τὸ ὁποῖον γεννᾶ τὴν αὐτοπεποίθησι, τὴν πονηρὰ συνείδησι.

 

 

(Πηγή: agiazoni.gr)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]