Οι δύο γυναίκες τής ανθρώπινης Ιστορίας (Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Ιεροκήρυκας Ι. Μ. Πατρών)

Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καὶ δέχεται στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου Μαρίας ἐκεῖνο τὸ κτίσμα, τὸ ὁποῖο –μόνο αὐτὸ μέσα σὲ ὅλη τὴν δημιουργία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὑλικὴ καὶ τὴν πνευματική– ἔφθασε στὴν ὁλοκλήρωση τοῦ σκοποῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο ἐδημιουργήθη ἡ κτίση, δηλαδὴ στὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό.

Ἡ πρώτη γυναίκα, ἡ Εὔα, ἠθέλησε μέσα στὸν Παράδεισο νὰ παρακούση τὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ της Θεοῦ, νὰ ἀποστασιοποιηθῆ ἀπὸ Αὐτὸν καὶ νὰ πορευθῆ σὲ μία πορεία αὐτοθεώσεως, συμπαρασύροντας καὶ τὸν Ἀδάμ. Ἠθέλησε, δηλαδή, νὰ γίνη Θεὸς χωρὶς τὸν Θεὸ Δημιουργό της.

Ἔρχεται, ὅμως, ἡ δευτέρα Εὔα –ὅπως τὴν ἀποκαλοῦν οἱ Ἅγιοι Πατέρες– ἡ Παρθένος Μαριὰμ καὶ στὴν θέση τῆς παρακοῆς πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔθεσε τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπείνωση. «Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1, 38). «Ὅπως Ἐσὺ θέλεις, Θεέ μου», λέγει ὑποτασσόμενη ἡ Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ἡ δευτέρα αὐτὴ Εὔα ταυτίζει τὸ θέλημά της μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, ἐκεῖ ποὺ ἡ πρώτη γυναίκα, ἡ Εὔα, δημιούργησε μὲ τὸν ἐγωκεντρισμό της ἕνα φράγμα γύρω της, ἡ δευτέρα Εὔα, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἔθεσε τὴν ταπείνωση, μέσῳ τῆς ὁποίας ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν δικό της χῶρο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δεχθῆ στὴν παναγία Μήτρα Της τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός.

 Λαμβάνοντας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἑνώνοντάς την μὲ τὴν Θεία Του φύση δίδει στὸν ἄνθρωπο τὴν δύναμη καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου –ἐκεῖ ὅπου εἰσῆλθε ὁ ἄνθρωπος λόγῳ τῆς παρακοῆς τῆς πρώτης Εὔας– καὶ νὰ εἰσέρχεται στὸν χῶρο τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς ἀθανασίας, ὅπου πρώτη εἰσῆλθε ἡ Θεοτόκος διὰ τῆς ὑπακοῆς της στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀποτέλεσμα τῶν ἀνωτέρω εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου λαμβάνει μία ἄλλη μορφή, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ταυτίζει τὸ «θέλω» του μὲ τὸ «θέλω» τοῦ Θεοῦ.

Νά, λοιπόν, γιατὶ ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἐνῶ φεύγει μὲ τὴν Κοίμησή Της ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, οὐσιαστικὰ δὲν ἀπέρχεται ἀπὸ ἐμᾶς. Παραμένει κοντὰ στὸν ἄνθρωπο. Παραμένει ἐκείνη, ἡ ὁποία θὰ βρίσκεται συνεχῶς μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, λοιπόν –ἰδιαιτέρως τὸν μῆνα Αὔγουστο, ποὺ εἶναι ὅλος ἀφιερωμένος στὴν Θεοτόκο Μαρία– καλούμεθα ὅλοι νὰ προσφύγουμε σὲ Αὐτήν.

Προσεγγίζοντας Αὐτὴν καὶ μιμούμενοι τὴν ζωὴ τῆς Θεοτόκου Μαρίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς μας σὲ ἐκεῖνο ποὺ ἡ Ἴδια βίωνε, δηλαδὴ τὸ «Αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ] ἀκούετε» (Λουκ. 9, 35), τότε ἀποκτοῦμε δύο πράγματα. Τὸ ἕνα εἶναι ὅτι στερεώνεται ἡ πίστη μας στὸν Θεάνθρωπο Κύριο καὶ τὸ ἄλλο ὅτι λαμβάνουμε καθοδήγηση γιὰ τὸ πῶς θὰ ἠμπορέσωμε καὶ ἐμεῖς νὰ ζήσωμε ἐν Χριστῷ καὶ νὰ ἐνωθοῦμε μὲ Αὐτόν. Κατὰ πρῶτον αὐξάνουμε τὴν πίστη μας, γιατὶ ἡ Θεοτόκος Μαρία μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς λέγει: «Πιστεύσατε ὅτι δι᾽ ἐμοῦ ἐσαρκώθη “ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως” τὸ ἱστορικὸ Πρόσωπο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός. Πιστεύσατε ὅτι ἠξιώθην, διὰ Πνεύματος Ἁγίου, νὰ συλλάβω ἀφθόρως μέσα στὴν γαστέρα μου τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μέσῳ τῆς Θεοτόκου Μαρίας μεταβαίνουμε στὸν Υἱόν της, τὸν Θεάνθρωπο Κύριο καὶ στηρίζεται ἡ πίστη μας σὲ Αὐτὸν.

Καὶ δεύτερον βλέπουμε τὴν Θεοτόκο Μαρία νὰ βιώνη τὴν ὑπακοή, τὴν ταπείνωση, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Υἱό της καὶ Θεό της καὶ Θεό μας. Ὅλη ἡ ζωή της ἦταν ὑποταγμένη στὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ Της καὶ διαρκῶς ζοῦσε γιὰ νὰ ὑπακούη στὶς Θεῖες προσταγές Του, θεραπεύοντας μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν παρακοὴ τῆς Εὔας.

Ἡ Ἱστορία  εἴτε θέλουμε νὰ τὸ ἀποδεχθοῦμε εἴτε ὄχι ἐπορεύθη μέσῳ τῶν δύο αὐτῶν γυναικῶν, τῆς Εὔας καὶ τῆς Θεοτόκου Μαρίας. Ὀφείλουμε νὰ ἐξετάσουμε καὶ νὰ μελετήσουμε πολὺ καλὰ καὶ εἰς βάθος τὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα. Ἔχουν νὰ μᾶς διδάξουν πολλά. Ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔχει νὰ μᾶς διδάξη τὸ πῶς νὰ πιστεύουμε στὸν Υἱόν της καὶ τὸ πῶς νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε καὶ νὰ σωθοῦμε.

 

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 4.5]