Η ψυχή εξέρχεται του σώματος αοράτως – υπάρχει, αφού δεν μπορεί να γίνει ορατή; (Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος)

ΠΕΤΡΟΣ. Όταν πέθανε κάποιος αδελφός, συνέβη να είμαι εκεί παρών. Αυτός ξαφνικά, εκεί που μιλούσε, άφησε την τελευταία του πνοή, και αυτόν που προηγουμένως τον έβλεπα να μιλάει μαζί μου, ξαφνικά τον είδα νεκρό. Αλλά αν βγήκε ή δεν βγήκε η ψυχή του δεν είδα, και μου φαίνεται σκληρή η απαίτηση να πιστεύουμε πως υπάρχει κάτι, που κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να δει.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Τι το θαυμαστό, Πέτρε, αν δεν είδες την ψυχή να βγαίνει, εφόσον ούτε και όταν μένει στο σώμα την βλέπεις; Μήπως τάχα τώρα, που μιλάς μαζί μου, επειδή δεν μπορείς να δεις την ψυχή μου μέσα μου, πιστεύεις γι’ αυτό πως έχω ξεψυχήσει; Η φύση επομένως της ψυχής είναι αόρατη, και βγαίνει αυτή από το σώμα αόρατα κατά τον ίδιο τρόπο που μένει αόρατα και στο σώμα.

ΠΕΤΡΟΣ. Αλλά τη ζωή της ψυχής, όταν μένει μες στο σώμα, μπορώ να την συμπεράνω από τις ίδιες τις κινήσεις του σώματος, γιατί, εάν δεν υπήρχε ψυχή μες στο σώμα, τα μέλη αυτού του σώματος δεν θα μπορούσαν να κινούνται. Ενώ τη ζωή της ψυχής μετά τον θάνατο της σάρκας σε ποιες κινήσεις ή σε ποια έργα την βλέπω, ούτως ώστε από τα ορατά πράγματα να κατανοήσω πως υπάρχει αυτό, που δεν μπορώ να δω;

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Όχι κατά αναλογία, αλλά κατά αντίστροφη αναλογία λέγω πως την βλέπεις στο εξής: Όπως η δύναμη της ψυχής ζωοποιεί και κινεί το σώμα, έτσι η θεία δύναμη γεμίζει όλα όσα δημιούργησε, και άλλα τα ζωοποιεί εμφυσώντας τους πνεύμα ζωής, σε άλλα χορηγεί τα μέσα να ζήσουν, σε άλλα απλώς και μόνο παρέχει την ύπαρξη. Εφόσον λοιπόν δεν αμφιβάλλεις πως υπάρχει Θεός που δημιουργεί και διευθύνει, γεμίζει και περιβάλλει, υπερβαίνει και υποβαστάζει, απερίγραπτος και αόρατος, έτσι δεν πρέπει να αμφιβάλλεις πως έχει Αυτός αοράτους λειτουργούς. Πράγματι αυτοί που υπηρετούν οφείλουν να τείνουν προς ομοίωσιν αυτού, τον οποίο υπηρετούν: ώστε δεν αμφισβητείται πώς αυτοί που διακονούν τον αόρατο είναι αόρατοι. Και ποιοι άλλοι πιστεύουμε πως είναι αυτοί, αν όχι οι άγιοι άγγελοι και τα πνεύματα των δικαίων;1 Όπως επομένως, θεωρώντας την κίνηση του σώματος, συμπεραίνεις από αυτό το κατώτερο στοιχείο τη ζωή της ψυχής που μένει στο σώμα, έτσι οφείλεις να συμπεράνεις την ζωή της ψυχής που βγαίνει από το σώμα από ένα ανώτερο στοιχείο: Μπορεί δηλαδή να ζει αόρατα αυτή, εφόσον πρέπει να μείνει στην διακονία του αοράτου Κτίστου.

ΠΕΤΡΟΣ. Σωστά ειπώθηκαν όλα. Αλλά ο νους αποφεύγει να πιστεύσει κάτι που δεν έχει τη δυνατότητα να δει με τα σωματικά μάτια.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Όταν ο Παύλος λέγει: «Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων»,2 άρα μπορούμε να πούμε για κάτι πως αληθινά πιστεύεται, όταν ακριβώς δεν είναι δυνατόν να βλέπεται. Δηλαδή δεν είναι πλέον αντικείμενο πίστεως, αυτό που είναι αντικείμενο οράσεως.

Όμως, για να σε κάνω να σκεφθείς από τον ίδιο σου τον εαυτό, σου λέγω και ότι κανένα από τα ορατά δεν βλέπεται παρά μόνο διαμέσου των αοράτων: Να, ο οφθαλμός του σώματός σου αντικρύζει όλα τα σωματικά. Κι όμως αυτός ο σωματικός οφθαλμός τίποτα το σωματικό δεν θα έβλεπε, εάν δεν του διήγειρε την όραση κάτι ασώματο. Δηλαδή: πάρε τον νου, που δεν βλέπεται, και το μάτι, που πριν έβλεπε, τώρα μάταια μένει ανοικτό. Αφαίρεσε την ψυχή από το σώμα˙ παραμένουν ανοικτά τα μάτια στο σώμα, αναμφίβολα. Λοιπόν, εάν έβλεπαν από μόνα τους, γιατί, όταν φεύγει η ψυχή, δεν βλέπουν τίποτα; Από αυτό επομένως να κατανοήσεις, ότι και τα ίδια ακόμα τα ορατά δεν βλέπονται παρά διαμέσου των αοράτων.

Ας θέσουμε τώρα μπροστά στους νοερούς οφθαλμούς πως κτίζεται ένα σπίτι, σηκώνονται τεράστιοι όγκοι, κρέμονται˙ στις μηχανές3 μεγάλες κολόνες. Σε ρωτώ: ποιος κάνει αυτό το έργο; Το ορατό σώμα, σύροντας με τα χέρια τους όγκους αυτούς, ή η αόρατη ψυχή, που ζωοποιεί το σώμα; Βγάλε τώρα αυτό που δεν βλέπεται στο σώμα, και αμέσως απομένουν ακίνητα όλα τα ορατά σώματα των μετάλλων,4 που πριν φαινόντουσαν να κινούνται.

Από αυτό το γεγονός πρέπει να αντιληφθούμε, πως ακόμα και μέσα σε αυτόν τον ορατό κόσμο τίποτε δεν μπορεί να επιτελεσθεί παρά μόνο διαμέσου της αοράτου κτίσεως. Δηλαδή όπως ο Παντοδύναμος Θεός, εμφυσώντας πνεύμα ζωής και γεμίζοντας κάθε λογική υπόσταση, ζωοποιεί και μαζί κινεί τα αόρατα, έτσι και αυτά τα αόρατα, γεμίζοντας τα σάρκινα σώματα που βλέπονται, τα ζωοποιούν και μαζί τα κινούν και τα αισθητοποιούν.

ΠΕΤΡΟΣ. Από αυτή την επιχειρηματολογία ομολογώ την ήττα μου, προς μεγάλη μου ευχαρίστηση. Έχω σχεδόν εξαναγκασθεί να θεωρώ ως μηδαμινά πλέον αυτά τα ορατά, εγώ που προηγουμένως, υποδυόμενος το πρόσωπο των αδυνάτων, αμφέβαλλα για τα αόρατα. Έτσι με αναπαύουν όλα όσα λέγεις. Αλλά όμως, όπως πληροφορούμαι τη ζωή της ψυχής που μένει στο σώμα από την κίνηση του σώματος, έτσι επιθυμώ να γνωρίσω με κάποιες ξεκάθαρες μαρτυρίες τη ζωή της ψυχής μετά τον θάνατο του σώματος.5

 

_______________________________

Υποσημειώσεις:

1. Πρβλ. Εβρ. 12, 22-23
2. Εβρ. 11,1
3. Προφανώς όχι με τη σημερινή έννοια: πρόκειται για μηχανικές ανυψωτικές τροχαλίες.
4. Μέταλλα νοούνται εδώ κυρίως οι πέτρες, εφόσον κι αυτές προέρχονται από τη γη.
5. Επανέρχεται ο Πέτρος στην αρχική του ερώτηση, γιατί αποδείχθηκε μόνο το σκέλος της υπάρξεως αοράτου κτίσεως, ενώ δεν συζητήθηκε η ύπαρξη της μέλλουσας ζωής, πράγμα που θα γίνει αμέσως παρακάτω.

 

(Από το βιβλίο: “Βίοι αγνώστων Ασκητών: Αγίου Γρηγορίου, Πάπα Ρώμης, του επικαλουμένου Διαλόγου”. Εισαγωγή-μετάφραση-σημειώσεις υπό Ιωάννου Ιερομ. Εκδότης, Ιερά Σκήτη Αγίας Άννης – Άγιον Όρος. Ιούνιος 2020)

 

 

(Πηγή: orp.gr, Η/Υ επιμέλεια: Σοφία Μερκούρη)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]