Οικονομικοί πειρασμοί (Πρωτ. π. Θωμάς Βαμβίνης)

Υπάρχει η «οικονομία τού χρήματος», αλλά υπάρχει καί η «οικονομία τής σωτηρίας». Η μιά έχει σχέση μέ τήν καλή λειτουργία τού Κράτους, μέ τήν υγεία τών επιχειρήσεων καί τήν αγοραστική ικανότητα τών καταναλωτών, η άλλη μέ τήν ανακαινιστική λειτουργία τής Εκκλησίας, τήν ορθή πίστη στό Χριστό, δηλαδή τήν υγεία τής διδασκαλίας καί τής ποιμαντικής διακονίας τών ποιμένων, αλλά καί τήν ικανότητα τού λαού νά προσλαμβάνη καί νά ενεργοποιή τόν λόγον τής αληθείας.

Οι διαφορετικές ποιότητες τών οικονομιών, τού χρήματος καί τής σωτηρίας, διαφοροποιούν, όπως είναι φυσικό, καί τούς «οικονομικούς πειρασμούς», οι οποίοι έχουν ισχύ ανάλογη μέ τίς «οικονομικές» αρετές ή κακίες όλων τών εμπλεκομένων παραγόντων. Οι πειρασμοί δοκιμάζουν τήν πίστη μας. Δοκιμάζουν λαούς, κοινότητες, Εκκλησίες καί πρόσωπα. Δοκιμάζουν τήν αγάπη τών πολλών, τήν συνοχή τής κοινωνίας, τήν ενότητα τής Εκκλησίας, δοκιμάζουν γενικά τίς ψυχοσωματικές καί πνευματικές αρετές όλων μας. Μάς δείχνουν ποιοί πραγματικά είμαστε. Αυτό συμβαίνει στό πλαίσιο τής «οικονομίας τού χρήματος», τό ίδιο συμβαίνει καί στό «στάδιο» τής «οικονομίας τής σωτηρίας». Κι αυτό γιατί τό υποκείμενο καί στίς δυό περιπτώσεις είναι τό ίδιο είμαστε εμείς, οι πεπτωκότες άνθρωποι, οι οποίοι κινούμαστε καί δρούμε ανάλογα μέ τά «ρήματα» –τούς λόγους– πού κυριαρχούν μέσα στήν ψυχή μας καί δίνουν νόημα καί στόχους στήν ζωή μας.
Είναι γεγονός ότι ο καθένας μας βλέπει τόν κόσμο από μέσα του, μέ τίς φωτοσκιάσεις πού δημιουργούν πάνω στά γεγονότα καί στά πράγματα όσα υπάρχουν στήν ψυχή του, άλλα από τά οποία τόν πιέζουν, άλλα τόν εμπνέουν, άλλα τόν πνίγουν καί άλλα τού δίνουν βαθιές ανάσες ζωής αιωνίου, άν έχη, εννοείται, τίς κατάλληλες υποδομές πίστης καί αρετής. Έτσι οι στόχοι μας μπορεί νά είναι υψηλοί ή χαμηλοί, ανάλογα μέ τίς γνώμες πού έχουμε αποκρυσταλλώσει μέσα μας γιά τά πράγματα τής ζωής μας. Οι στόχοι μας μπορεί νά μάς εγκλωβίζουν μέσα στό πλαίσιο τής «οικονομίας τού χρήματος», χωρίς απολαβές από τό μυστήριο τής «οικονομίας τής σωτηρίας», μπορεί όμως νά μάς βγάζουν καί στό «στάδιο» τών «ευσεβών αρετών», στό οποίο κερδίζεται ή μάλλον οικονομείται η σωτηρία μας. Στήν μιά περίπτωση όλος ο αγώνας είναι νά βολευθή –νά οικονομηθή– η επίγεια, πρόσκαιρη ζωή μας, ενώ στήν άλλη, μέσα από τήν «οικονομία» τής ενανθρωπήσεως τού Θεού, νά υπερβαθή ο παρών αιώνας, μέ όλες τίς δυνάμεις πού τόν καθιστούν πνιγηρό, στήν κυριολεξία φυλακή, γιά τήν θεοειδή ύπαρξη πού μάς δωρήθηκε.
«Διαπλέοντες», λοιπόν, «τό πέλαγος τής Μ. Τεσσαρακοστής» καί «βασανιζόμενοι», ως Κράτος, «υπό τών κυμάτων» τής οικονομικής κρίσεως, θά επικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στούς «οικονομικούς πειρασμούς», μιά καί πέρα από τούς δανειστές τού Κράτους, έχουμε καί άλλους «πειράζοντες», οι οποίοι συνηθίζουν, όταν ανοίγη γιά τά μέλη τής Εκκλησίας τό «στάδιο τών αρετών», αλλά καί σέ άλλες παρόμοιες περιόδους, νά γίνονται ιδιαιτέρως ενοχλητικοί.
Βλέποντας τήν «οικονομία τού χρήματος» παράλληλα μέ τήν «οικονομία τής σωτηρίας» παρατηρούμε ότι οι «πειράζοντες», ορατοί καί αόρατοι, χρηματοπιστωτικής ή άλλης φύσεως, έχουν κοινές μεθόδους καί νοοτροπίες, καί τό σημαντικότερο, εκμεταλλεύονται πάθη τών πειραζομένων, τά οποία προηγουμένως μέ πανουργία βοήθησαν νά κραταιωθούν.
Άς πάρουμε τό παράδειγμα τής εθνικής μας οικονομίας, τώρα πού ακούμε «ψόγον πολλών παροικούντων κυκλόθεν», αφού η ισχύς μας –ψεύτικη, χωρίς σοβαρά ερείσματα στήν πραγματικότητα– «ησθένησεν εν πτωχεία».
Ο Γρ. Νικολόπουλος στήν εφημερίδα Τό Βήμα (21.2.2010), σημειώνει: «Πώς είμαστε χαμένοι, θά αναρωτηθή κανείς, όταν η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν επί 30 χρόνια μέ ρυθμούς ταχύτατους, όταν όλοι έχουμε δεί τό βιοτικό μας επίπεδο νά αυξάνεται, όταν τά μπουζούκια, τά καφενεία, τά νησιά είναι γεμάτα κόσμο πού διασκεδάζει;». Σ’ αυτό τό ερώτημα απαντά δίνοντας κάποια νούμερα πού λύνουν κάπως τό μυστήριο τής ευημερίας μας. Γράφει, ότι από τό 1980 ώς τό 2010 εισπράξαμε 47 δισεκατομμύρια ευρώ μέ επιδοτήσεις καί δανειστήκαμε άλλα 300 δισεκατομμύρια. Καί συμπληρώνει: «Αυτό τό χρήμα είναι πού δημιούργησε τόν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Αυτό είναι τό χρήμα πού βλέπουμε στά μπουζούκια, στίς βίλες, στά πούρα, στά κότερα. Καί εφόσον τό βλέπουμε εκεί, σημαίνει ότι δέν επενδύθηκε σέ εργοστάσια, σέ επιχειρήσεις, σέ ανάπτυξη. Αυτά τά 347 δισ. ευρώ είναι τό μέγεθος τής πλαστής ευημερίας τής ελληνικής οικονομίας».
Τώρα οι δανειστές μας μάς διασύρουν διεθνώς καί κερδοσκοπούν εις βάρος μας αυξάνοντας τά επιτόκια. Χαίρονται τήν κατάντια μας, αφού θά τούς αποφέρη μεγαλύτερα κέρδη. Τό θέμα βέβαια είναι ότι εμείς φταίμε πού πέσαμε στό δόκανο τού άχρηστου –όπως αποδείχθηκε από τήν χρήση του– δανεισμού. Έτσι, εμείς τούς δώσαμε τήν δυνατότητα νά μάς τρομοκρατούν καί νά φαλκιδεύουν τήν πολιτική μας ελευθερία, απαιτώντας ασφυκτικά πλαίσια ακόμη καί γιά τήν κοινωνική πολιτική τού Κράτους.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί απουσίασε από πολλούς, σέ κρίσιμες φάσεις τής πολιτικής μας ζωής, η αίσθηση τής κοινωνικής ευθύνης καί η όρασή τους θόλωσε από τήν εύκολη πρόσκαιρη απόλαυση. Αυτή η θόλωση τής πολιτικής τους όρασης δέν τούς επέτρεπε νά βλέπουν τό μακροπρόθεσμο καί μονιμότερο κέρδος. Μέ πιό καθαρό Χριστιανικό λόγο πρέπει νά πούμε, ότι όλα αυτά συμβαίνουν, όταν λαός καί άρχοντες συνθέτουν τήν πλεονεξία τους μέ τήν φιληδονία καί τήν ραθυμία.
Όμως τά ίδια, μέ κάποιες παραλλαγές, συμβαίνουν στόν προσωπικό πνευματικό αγώνα τού καθενός, αλλά καί στήν εκκλησιαστική ζωή καί δράση γενικότερα.
Οι άγιοι Πατέρες μάς εφιστούν τήν προσοχή νά μή δίνουμε δικαιώματα στόν διάβολο, νά μή τού δίνουμε δυνατότητες νά μάς διασύρη καί νά μάς καταπιέζη. Σύμφωνα μέ τούς Πατέρες τής Φιλοκαλίας οι τρείς γίγαντες τού διαβόλου, μέ τούς οποίους προσπαθεί νά μάς βγάλη από τήν ευθεία οδό, είναι η ραθυμία, η λήθη καί η άγνοια.
Άν αγνοούμε ή ξεχνούμε μέσα στήν τύρβη τής καθημερινότητας τό πρόσωπο καί τόν λόγο τού Χριστού, τήν «οικονομία» τού μυστηρίου τής θεανθρωπότητός Του καί άν επιπλέον, μέ βαριές καρδιές από «κραιπάλη καί μέθη», ραθυμούμε γιά πνευματικές πορείες καί αναβάσεις, τότε γινόμαστε εύκολα «επίχαρμα τώ διαβόλω», χαρά τής κακίας του, η οποία βέβαια, επειδή δέν ικανοποιείται μέ τίποτε, προσπαθεί νά επιφέρη σέ μάς, καί μέ μέσο εμάς σέ ολόκληρη τήν Εκκλησία, όσο γίνεται μεγαλύτερο κακό, περισσότερα δεινά.
Βλέπουμε πολλές φορές τό πώς από προσωπικές αδυναμίες δημιουργούνται τραύματα στό σώμα τής Εκκλησίας καί ο Χριστός «ανασταυρούται καί παραδειγματίζεται», δηλαδή ξανασταυρώνεται καί διαπομπεύεται μέ τήν διαπόμπευση μελών τής Εκκλησίας…
Είναι, πράγματι, φοβεροί οι πειρασμοί πού σχετίζονται μέ τήν «οικονομία τού χρήματος», όμως φοβερότεροι είναι οι πειρασμοί πού σχετίζονται μέ τήν ζωή καί τήν πίστη τής Εκκλησίας, μέ τήν «οικονομία τής σωτηρίας». Στήν μιά περίπτωση καταλαβαίνουμε πολύ εύκολα τίς τραγικές συνέπειες τών πειρασμών, όπως είναι η ανεργία καί η συνακόλουθη φτώχεια, στήν άλλη περίπτωση όμως δέν καταλαβαίνουμε εύκολα –ή έστω δέν καταλαβαίνουν οι πολλοί– τήν τραγικότητα τής πνευματικής αδράνειας καί «ανεργίας» καί τήν υπαρξιακή καχεξία πού δημιουργεί ο «λιμός τού ακούσαι λόγον Κυρίου» ή, τό χειρότερο, η αρρώστια πού ξαπλώνεται από κάποιες λοιμικές διδασκαλίες καί πρακτικές, πού παραχαράσσουν τήν διδασκαλία τής Εκκλησίας καί αλλοιώνουν τόν τρόπο τής εν Χριστώ ζωής της.
Στά χρόνια πού πέρασαν αποδεικνύεται ότι «όνομα είχαμε ότι ευημερούσαμε», ενώ μέ τά δανεικά πού πήραμε, δέν καταφέραμε νά θεραπεύσουμε τίς αιτίες τής εγχώριας φτώχειας. Αυτό όμως είναι μικρό κακό μπροστά στόν κίνδυνο νά ακούσουμε κάποτε, ως πρόσωπα ή καί ως κατά τόπους Εκκλησίες, αυτό πού λέει η Αποκάλυψη στόν άγγελο τής Εκκλησίας τών Σάρδεων: «οίδά σου τά έργα, ότι όνομα έχεις ότι ζής, καί νεκρός εί».

(Πηγή: “Εκκλησιαστική Παρέμβαση” Φεβρ. 2010)
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]