Μας χρειάζεται μια εκστρατεία επαναμύησης στο αίσθημα της Ντροπής
1. H σοβαροφάνεια είναι αμάρτημα θανάσιμον – αλλα κι ο δήθεν αυτοσαρκασμός του νεοέλληνος μου φαίνεται τελείως αποπροσανατολιστικός: Λ.χ. «Ελληνες είμαστε, τί περιμένεις;», «Δημόσια Διοίκηση, σου λέει!», και άλλα πολλά. Ετούτο μάλιστα το τελευταίο το υποτιμητικό, το λένε και τα κομματικά επιτελεία: Μόνο που, χάρις στο «αφηρημένο» ουσιαστικό (η Διοίκηση), κανένας δεν λέει το πράγμα με τ’ όνομά-του («οι υπάλληλοι») – δέν θά ‘ταν και κομματικώς σκόπιμο. Υποστηρίζω λοιπόν οτι με κάτι τέτοιες δήθεν φλεγματικές εκφράσεις, χαμογελάμε χαζοχαρούμενα – κι αφήνομε τα προβλήματα να διαιωνίζονται. Διότι δημόσιοι λειτουργοί εξαίρετοι υπάρχουν, και σε σημαντικό ποσοστό. Μεγαλύτερο απ’ το ποσοστό των αθλίων λουφαδόρων που τους συντηρούμε με τον νυχθήμερο μόχθο-μας εμείς οι άλλοι φορολογούμενοι. Βέβαια, το φαινόμενο του δημοσιοϋπαλληλικού υπερπληθυσμού είναι, όπως ξέρομε, στενά συνδεδεμένο με τις αμοιβές αφενός, και με την εσωτερική οργάνωση/αξιοποίηση/αξιολόγηση, αφετέρου. Αλλ’ έχει εντωμεταξύ γίνει και σημαντική πρόοδος στον δημόσιο τομέα, αφού κι οι συνθήκες εργασίας βελτιώθηκαν, κι η μηχανογράφηση/λογισμητοποίηση βοήθησε – αλλα κι ο νόμος Πεπονή (καλή του ώρα) ανέκοψε κάπως τις στρατιές των προσκυνητών της κρατικής βυζομάννας.
2. H αποδοτικότητα όμως της δημόσιας διοικητικής μηχανής (όπως άλλωστε και, κυρίως, της ιδιωτικής) εξαρτάται μεγάλως κι απ’ τους μπροστάρηδες – τους διευθυντές και τους γενικούς διευθυντές. Την αλήθεια τούτη την υποπτευόμαστε, αλλα δέν την καλοπιστεύομε: H στεγνή (ψευδοεπιστημονική) «ανάλυση» λέει οτι η απόδοση του προσωπικού εξαρτάται μονον α) απ’ την εκπαίδευσή του, β) απ’ τις αμοιβές του, και γ) απ’ τα υλικοτεχνικά μέσα που του διαθέτομε. Αμ’ δέ! Τα ίδια λέγαμε και για τους στρατούς – και είδαμε τί ρεζιλίκια πάθανε κάμποσες εκπαιδευμένες, καλοπληρωμένες και μηχανοκίνητες στρατιές. Ξεχάσαμε δηλαδή τον παράγοντα του «ηθικού»; Ναι – ξεχάσαμε παράγοντα καίριον και ανθρωπικότατον. Τί θα ‘πεί όμως «το ηθικόν»;
α) Πρώτα-πρώτα, «ηθικόν» θα ‘πεί «ηθική»: Οποιος λουφάρει, κλέβει τον μόχθο των άλλων που εργάζονται. Κι όποιος δωροδοκείται, κλέβει τα λεφτά των συμπολιτών του. Αιδώς πιά. Μας χρειάζεται μια εκστρατεία επαναμύησης στο αίσθημα της Ντροπής. Και την περιμένω απ’ τα συνδικαλιστικά σωματεία των εργαζομένων…
β) Δεύτερον, «ηθικόν» θα ‘πεί οτι διαθέτομε κέφι για εργασία. Ναί, εργασία – κι όχι δουλειά. (Κάτω η ψυχαναλυτικώς διαφανέστατη παρερμηνεία της δουλειάς ως δουλείας). Πού θα βρούμε κι εμείς τον Καλβίνο-μας να μας οικειώσει ξανά με την ηδονή της εργασίας καθεαυτήν – ως δημιουργικής πραγμάτωσης του Είναι;
γ) Και τρίτον, «ηθικόν» θα ‘πεί η γλύκα της συλλογικότητας, της συντροφικότητας – για την επιτυχία ενος κοινού σκοπού, και τον έπαινον του δήμου.
3. Θέλω λοιπόν να θυμίσω μιαν άλλη (ξεχασμένην;) αλήθεια: Την τεράστια σημασία του μπροστάρη της Ομάδας – δηλαδή του Διευθυντή και του Γενικού Διευθυντή στην περίπτωση του δημόσιου τομέα. Μπροστάρη, πρώτον, με το παράδειγμά του. H ψυχολογία (και η βιολογία ακόμη) μας διδάσκει την τεράστια κινητήρια δύναμη της μίμησης. Αλλ’ ο Διευθυντής είναι ικανός να επηρεάσει την Ομάδα και με την έντεχνη χρήση του επαίνου και της ποινής – φτάνει να του ξαναδώσουμε τα δικαιώματα που του αφαιρέσαμε λαϊκίστικα. («Κάτω τα χέρια απ’ τα ιερά καταχτημένα του εργαζόμενου»).
(Πηγή: “Το ΒΗΜΑ” 04/04/2004)