«Μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο» (Αρχ. Σεβαστιανός Τοπάλης)

Διαβάζουμε στό Γεροντικό ὅτι ὁ ἅγιος Μαρτινιανὸς πέρασε κάποια στιγμὴ μεγάλο πειρασμό καί μόνο ὁ Θεὸς τὸν ἔβγαλε καθαρὸ καὶ ἀλώβητο μὲ τὴν ἀγάπη Του. Μία νύχτα πού ὁ καιρὸς ἦταν ἄσχημος ἔφτασε στό κελὶ του ψηλὰ στό βουνὸ μία γυναίκα μὲ πονηρὴ διάθεση γιά νά τὸν παρασύρει στήν ἁμαρτία. Ἦταν ντυμένη μὲ σεμνὸ τρόπο γιά νά μὴ δημιουργήσει ὑποψίες καὶ προσποιούμενη ὅτι χάθηκε μέσα στό βουνὸ χτύπησε τὴν πόρτα του. Ὁ Ἅγιος ἄκουσε τὸν χτύπο καὶ ἀπόρησε γιά τὴν ὥρα καὶ τὸν ἐπισκέπτη. Ὅμως μὲ ἀγάπη Θεοῦ τὴν φιλοξένησε καὶ τὴν ἔβαλε νά κοιμηθεῖ τὸ βράδυ στόν πάγκο τῆς σάλας τοῦ κελιοῦ του. Τὸ βράδυ ὁ ἴδιος ἀποκοιμήθηκε στά γόνατά του προσευχόμενος μέσα στό δωμάτιό του. Τὸ πρωὶ βγαίνοντας τί νά δεῖ!. Ἔμεινε ἔκπληκτος, καθώς βρισκόταν μπροστὰ σὲ μία πανέμορφη γυναίκα ντυμένη μὲ προκλητικὰ ροῦχα πού τὸν προκαλοῦσε στήν ἁμαρτία. Τινάχτηκε στήν ἀρχὴ πίσω μὲ μία ἀντίδραση χριστιανική, ἀλλὰ ἡ γυναίκα μὲ τὰ θέλγητρά της καὶ τὴν πρόκλησή της τὸν ἔσπρωχνε στόν πειρασμό. Ἐπὶ λίγη ὥρα ἀντιστεκόταν, ἀλλὰ πόσο νά ἄντεχε; Λίγο – λίγο οἱ λογισμοὶ πήγαιναν νά τὸν διαλύσουν σβαρνίζοντάς τον στήν ἀπόφαση νά ἐνδώσει στήν πορνεία. Τότε πού ἔβλεπε παραδομένο τὸν ἑαυτὸ του στόν πειρασμό, ἐκείνη τὴν ὥρα ἄκουσε τὴν καρδιά του νά φωνάζει τὸν λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου «καὶ μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἐν ὧ ἐσφραγίσθητε εἰς ἡμέραν ἀπολυτρώσεως» καὶ ἕναν δεύτερο λόγο νά τοῦ λέγει ‘’δέν βλέπεις ὅτι τὸ σῶμα σου εἶναι ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ πῶς θὰ τὸν κάνεις πόρνης μέλη;’’ Τότε τινάχτηκε ψηλά, σὰν νά ξύπνησε ἀπὸ λήθαργο, καὶ τῆς εἶπε «καὶ τὸν ἑαυτό μου θὰ σώσω καὶ σένα θὰ σώσω». Ὁδήγησε τὴν γυναίκα ἔξω στήν αὐλή, πῆρε φρύγανα καὶ ξύλα καὶ ἄναψε φωτιά. Σὲ μία στιγμὴ πήδηξε μέσα στίς φλόγες λέγοντάς της ὅτι αὐτὴ ἡ φωτιὰ εἶναι προτιμότερη ἀπὸ τὴν φωτιὰ τῆς ἁμαρτίας. Θὰ καιγόταν ὁλόκληρος, ἂν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἡ γυναίκα δέν ξεσποῦσε σὲ δάκρυα μετανοίας καὶ συντριβῆς βλέποντας τὸν ἀγωνιστή ἀσκητή. Ἐπενέβη, τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὸν γλύτωσε. Μὲ κλάμα ψυχῆς ζητοῦσε συγχώρηση καὶ τὸν παρακάλεσε νά τῆς δείξει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας. Κι αὐτὸς μέσα στόν πόνο τῶν καμένων ποδιῶν του τῆς ἔδειχνε ποῦ θὰ βρεῖ τὸ γυναικεῖο μοναστήρι γιά νά βρεῖ τὸ λιμάνι τῆς ψυχῆς της. Εἶναι ἀλήθεια πώς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ὁ μεγάλος ἔνοικος τῆς καρδιᾶς μας. Κατοικεῖ μέσα μας γιά πρώτη φορὰ μὲ τὸ Ἱερὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Εἶναι ἡ προσωπικὴ μας Πεντηκοστή, ἡ Κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά μας. Ἀπὸ τότε ἐνοικεῖ σ’ ὅλη μας τὴν ζωὴ καὶ μᾶς κατευθύνει μὲ τὴν χάρη Του. Ὁ Θεὸς ὅμως σέβεται τὴν ἐλευθερία μας καὶ ἡ ἀγάπη Του δέν μᾶς δεσμεύει. Ἔτσι μὲ τὴν θέ-λησή μας πολλὲς φορὲς ἐκδιώκουμε τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ μας μὲ τίς ἁμαρτωλὲς ἐπιλογὲς μας καὶ τὴν φυγὴ μας ἀπὸ τὸ θέλημά Του καὶ τὶς ἀγάπες μας μὲ τὸν κόσμο καὶ τά τοῦ κόσμου. Ἔτσι λυποῦμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο πού ἀποχωρεῖ ἐλεύθερα ἀπὸ τὸ σπιτικὸ τῆς ψυχῆς μας, τὸ ὁποῖο κατόπιν καταλαμβάνεται ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἐνέργειες. Πολὺ δυνατὴ ἀκούγεται ἡ παράκληση τοῦ ἀπ. Παύλου ‘’μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἂγιον’’. Ἄραγε ποιές ἁμαρτίες ἐκδιώκουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ Τὸ λυποῦν; Μέσα στήν Ἁγία Γραφὴ βρίσκουμε πώς τρεῖς εἶναι οἱ ἁμαρτίες αὐτές, ἡ ἀνηθικότητα, οἱ ἔριδες καὶ ἡ φιλία τοῦ κόσμου.

Ἀνοίγουμε κατὰ πρῶτον τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἐκεῖ πού πρὶν ἀπὸ τὸν Νῶε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν καταντήσει σάρκες καὶ ζοῦσαν μέσα στά πάθη τους καὶ τὴν ἀνηθικότητα. Τότε ὁ Θεὸς ἀκούγεται νά λέγει «τὸ Πνεῦμα Μου δέν μπορεῖ πλέον νά καταμείνει στούς ἀνθρώπους πού ἔπλασα καὶ ἀγάπησα, γιατὶ γίνανε σάρκες. Ἀποφάσισα νά κάμω κατακλυσμὸ νά τοὺς ἀφανίσω». Σκεφτεῖτε, ἂν μποροῦμε νά ποῦμε, τὴν ἀπελπισία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔβλεπε τοὺς ἀνθρώπους νά ζοῦνε μακριὰ Του μέσα στήν ἀνηθικότητα. Εἶχαν ἐκδιώξει τὸ Πνεῦμα Του ἀπὸ τὴν ζωὴ τους. Ἔκανε τὸν κατακλυσμὸ ὁ Κύριος καὶ ἐπέζησε μόνο ὁ Νῶε μὲ τὰ παιδιὰ του μαζὶ καὶ μὲ τὰ ζῶα πού διαφυλάχτηκαν μέσα στήν Κιβωτὸ του. Ὅταν τελικὰ τελείωσε ὁ κατακλυσμός, ὁ Θεὸς καὶ πάλι μετάνιωσε καὶ εἶπε πώς τέτοια ὁλοσχερή καταστροφὴ καὶ ὁλοκληρωτικὸ θανατικό ποτέ Του δέν θὰ ξανακάνει. Καὶ τὴν ὑπόσχεσή Του αὐτὴ τὴν ὑπόγραψε στόν οὐρανὸ μὲ τὸ οὐράνιο τόξο, ποὺ περιέχει τὰ χρώματα πού λάμπουν ἀπὸ τὸ θρόνο Του, ὅπως τὸ περιγράφει ἡ Ἀποκάλυψη. Ἐπὶ ἑκατὸ χρόνια κατασκευαζόταν ἡ κιβωτὸς τοῦ Νῶε μὲ τίς ὁδηγίες τοῦ ναυπηγοῦ Θεοῦ. Τὴν ἔφτιαχνε πάνω στό βουνὸ καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ἐργασία ἦταν ἕνα κήρυγμα μετανοίας.

Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο λυπᾶται κάθε φορά πού ὁ ἑαυτὸς μας παρασύρεται στήν ἀνηθικότητα. Λυπᾶται ὅταν ἔρχεται αὐτὴ ἡ ἠθικὴ βρωμιὰ καὶ μπαίνει μέσα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ διαλύει. Κάθε φορά πού ἀφήνει τὸν πειρασμὸ τῆς λαγνείας νά μπαίνει μέσα του εἴτε μὲ τὰ μάτια του, εἴτε μὲ τὴ σκέψη του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του εἴτε καὶ μὲ τὸ κορμὶ του εἶναι σὰν νά πετάει ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Σ’ ἕνα βρώμικο σπίτι δέν μπορεῖ νά μείνει ὁ Θεός. Καὶ ἔτσι στέκεται ὄρθιος, σκληρὸς καὶ δυνατὸς ὁ χριστιανὸς γιά νά κρατάει καθάριο τὸν ἑαυτὸ του. Ἡ καθαρότητα τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῶν ματιῶν μας, τῆς σκέψης μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας εἶναι αὐτά ποὺ δίνουν τὸ γλυκύτατο ἁγνὸ περιβάλλον γιά νά κατοικεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Κι ὅταν ἔρθουν οἱ πτώσεις σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα, τότε εἶναι πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν μεγάλη ἐρήμωση τῆς ψυχῆς του, ζεῖ τὴν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλη τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν λύπη. Καί πῶς νά εἰρηνεύσει καὶ νά κατοικήσει καὶ πάλι ὁ Θεὸς μέσα του; Εἶναι ὁ δρόμος τῶν δακρύων καὶ τῆς μετανοίας πού ὁδηγεῖ τὸν Θεὸ πάλι στό σπιτικὸ τῆς ψυχῆς του. Ὁ Θεὸς δέν μᾶς μετρᾶ ἀπὸ τὰ λάθη μας ἀλλὰ ἀπὸ τὴν μετάνοιά μας. Δέν θυμᾶται τίς ἁμαρτίες μας οὔτε καὶ μᾶς τὶς θυμίζει γιά νά μᾶς μαλώσει, ἂν τὶς ἔχουμε σβήσει μὲ τὰ δάκρυά μας. Ναί, πάλι καὶ πάλι καὶ πάντοτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἔρχεται πίσω καὶ κατοικεῖ μέσα μας, ὅταν ἐμεῖς μὲ τὴν μετάνοιά μας Τοῦ λέμε ‘’Θεέ μου συχώρνα με, πάλι σήμερα ἔπεσα μὲ τὰ μάτια μου βλέποντας τὴν γύμνια, πάλι ἡ σκέψη μου ἁμάρτησε μὲ πορνικὲς ἐπιθυμίες, πάλι τὸ σῶμα μου τραντάχθηκε ἀπὸ λάγνα σκιρτήματα» καὶ ραντίζουμε τὴν καρδιά μας μὲ τὰ δάκρυά μας καὶ βαθὺ πόνο γιά τὸν Θεό πού λυπήσαμε. Καὶ βλέπουμε τότε μέσα μας μία χαρά, μία εἰρήνη πού εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἐπέστρεψε. Ἡ προσευχὴ τῆς μετανοίας μας Τὸ ἔφερε πίσω καὶ νιώθουμε ὅλους τοὺς καρποὺς Του καὶ τὴν εὐωδία τῆς ἀγάπης Του μὲ τὴν παρουσία Του. Ἀμέσως μόλις μετανοήσαμε καὶ προσευχηθήκαμε, νά, ὁ Θεὸς καὶ πάλι μέσα μας μᾶς δίνει χαρὰ καὶ μᾶς γλυκαίνει τὴν ψυχή. Ἔτσι παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ μετὰ ἀπὸ τὴν διπλή του ἁμαρτία, τὴν μοιχεία καὶ τὸν φόνο, ὁ μετανοημένος Δαβίδ «καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου». Ἦταν πού μὲ ἀγωνία ἔλεγε «δώσ’ μου καρδία καθαρή, γιά νά κατοικεῖ μέσα μου τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιο καὶ νά μοῦ δίνει εὐθύτητα καὶ καθαρότητα καὶ σταθερότητα καὶ ἡγεμονικὸ πνεῦμα μπροστὰ στόν πειρασμὸ καὶ στή θλίψη». Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο λυπᾶται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι ἡ φιλία τοῦ κόσμου. Λέγει μέσα στήν ἐπιστολὴ του ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος ὅτι ‘’πρὸς φθόνον ἐπιποθεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἂγιον’’ ποὺ κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά μας. Ζηλεύει δηλ. ὁ Θεός πού κατοικεῖ μέσα μας, ὅταν ἐρωτοτροποῦμε μὲ ἄλλες ἀγάπες, μὲ τίς φιλίες τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι, ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ‘’ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου’’. Δηλαδὴ ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία καὶ ἡ φιλαργυρία εἶναι οἱ τρεῖς ἐρωμένες πού διεκδικοῦν τὴν φιλία τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ποῦ ἄραγε ἔχουμε τὴν καρδιά μας δοσμένη; Στό χρῆμα, στή δόξα, στή λαγνεία; Ὅπου ὁ θησαυρὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Τὸ χειρότερο ὅλων εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος σήμερα ζεῖ μία ἔντονη ἀγχώδη μέριμνα γιά τὸ αὔριο. Σκοτώνεται στή δουλειά καὶ στήν ἔγνοια καὶ προσκολλᾶται στά γήινα καὶ τὴν ἀπόλαυσή τους. Καὶ βλέπει ὁ Θεὸς πόσο Τὸν παραγκωνίζουμε καὶ λυπᾶται καὶ ζηλεύει πού τὴν καρδιά μας δέν τὴν δίνουμε σ’ Αὐτόν. Ἡ ζήλεια αὐτὴ δέν εἶναι ζήλεια ἐγωιστική, ἀλλὰ εἶναι ζήλεια ταπεινή. Ζηλεύει πού Τὸν ἐγκαταλείπουμε καὶ δέν Τοῦ ἐπιτρέπουμε νά μᾶς βοηθήσει καὶ νά μᾶς προσφέρει. Πατέρας εἶναι καὶ Τὸν βάζουμε στήν ἄκρη. Αὐτὸς ξέρει τίς ἀνάγκες μας, μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει, ἀλλά ἐμεῖς στά χέρια μας βασιζόμαστε. Ἡ κακιά ζήλεια εἶναι ὅταν ζηλεύεις, γιατὶ δέν προσέχουν ἐσένα γιά νά σοῦ τὰ προσφέρουν ὅλα κατὰ ἀποκλειστικότητα. Ἡ μάνα ζηλεύει πού τὸ παιδὶ της παρασύρθηκε καὶ ἔχει τὴν ἀγάπη του στήν ἁμαρτία καὶ τὸν παρασυρμό. Ἡ ζήλεια αὐτὴ εἶναι ὑγιὴς καὶ προέρχεται ἀπὸ ἀγάπη γιά νά προσφέρει στό παιδὶ της καὶ ὄχι γιά νά δρέπει τὴ δικὴ του ἀγάπη ἐγωιστικὰ κι ἀρρωστημένα μὲ μία ἄθλια προσκόλληση. Εἶμαι ζηλιάρης Θεὸς ἐγώ, ‘’ζηλῶν Θεός εἰμι ἐγώ’’, ἔλεγε ὁ Κύριος στούς Ἰσραηλίτες, ὅταν τοὺς ἔβλεπε νά ἐρωτοτροποῦν μὲ ψεύτικους θεοὺς καὶ νά ὀργιάζουν στά ἄλση καὶ στά θυσιαστήρια τοῦ Βάαλ. Πῶς μποροῦσε νά ἀντέξει αὐτὴν τὴν πνευματικὴ τους μοιχεία; Ὑπάρχει ἡ ἐγωιστικὴ ζήλεια, ἀλλὰ καὶ ἡ θεϊκὴ ζήλεια. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μιλᾶ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς ζήλῳ Θεοῦ» «σᾶς ἀγαπῶ μὲ ζήλεια Θεοῦ». Ἔτσι, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο λυπεῖται, ὅταν ἐμεῖς ἀπομακρυνόμαστε καὶ παρασυρόμαστε σ’ ἄλλες ἀγάπες καὶ τὴν ζωὴ μας ὅλη δέν τὴν παραθέτουμε στόν Πατέρα μας.

Τὸ τρίτο εἶναι ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ κατοικεῖ μέσα μας, ἁπλώνει στίς καρδιὲς μας τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἑνότητα. Ἔτσι προτρέπει ὁ ἀπ. Παῦλος τοὺς Χριστιανοὺς νά τηροῦν τὴν ἑνότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ‘’τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’’. Ὁ Θεὸς λυπᾶται ἀφάνταστα ὅταν βλέπει νά ζοῦμε μέσα στίς ἔριδες, τὶς πικρίες καὶ τὶς κατακρίσεις. Δέν εἶναι ὁ τόπος Του ὅπου μπορεῖ νά κατοικεῖ. Εἶναι ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀγάπης καὶ σ’ αὐτὸ τὸ περιβάλλον κατοικεῖ. Καὶ δυστυχῶς πάγωσε ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν καὶ ὁ ἐγωισμὸς δέν ἀφήνει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐπιείκεια νά ἐπικρατήσουν, ἀλλ’ ἀντιθέτως παντοῦ βλέπεις ἕναν διχασμό. Ποικίλλει αὐτὸς ὁ διχασμός, καί ἔτσι βλέπεις οἰκογένειες νά μὴ μιλιοῦνται, καί ἀκολουθοῦν βρώμικα μαλώματα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ στ’ ἀντρόγυνα, καί τὸ παιδὶ γκρινιάζει μὲ τὸν γονιὸ του, καί ἡ μάνα τρώγεται μὲ τή νύφη, καί οἱ ἱερεῖς δέν ἔχουν ἑνότητα καὶ ἀγάπη μεταξὺ τους, καί δέν ὑπάρχει ἡ χαρὰ τῆς συγχωρητικότητος, καί… τότε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο φεύγει. Ὁ μεγάλος ἔνοικος, ὁ Θεὸς, δέν μπορεῖ νά κατοικεῖ μαζὶ μας, μέσα μας. Εἴμαστε ὑποκριτές, εἴμαστε νεκροὶ στήν πίστη, εἴμαστε φτωχοί, πολὺ φτωχοὶ στήν ἀγάπη. Δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει μέσα μας ὁ Ἕνας, ὅταν ἐγὼ καὶ ἐσὺ ἔχουμε γκρίνια μὲ τὸν διπλανό μας, ὅταν τρωγόμαστε καὶ κατατρώγουμε τὸν ἄλλον, ὅσο δίκιο κι ἂν λέμε πὼς ἔχουμε πού ὁ διπλανὸς μας μᾶς βλάπτει. Ἡ διατήρηση τῆς ἑνότητος καὶ τῆς εἰρήνης μεταξὺ μας εἶναι θυσία αἵματος μὲ πολλή ταπείνωση καὶ πόνο καὶ συγχωρητικότητα. Ὁ Κύριός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς στήν ἀρχιερατικὴ Του προσευχή, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του, παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νά κρατήσει τοὺς μαθητὲς Του στήν ἑνότητα ὅπως καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας μὲ τρία πρόσωπα, ‘’ἵνα ὧσιν ἓν καθὼς καὶ ὑμεῖς ἓν ἐσμέν’’.

Καὶ ἔβλεπα μέσα μου πώς κάθε φορά πού ἔπεφτα στά λάθη μου αὐτὰ ἔνιωθα μία ἀπεράντη μοναξιὰ καὶ ἐρημία πὼς μ’ ἄφησε ὁ Θεὸς καὶ χάνω τὴν ψυχή μου. Καὶ παρακαλοῦσα καὶ προσευχόμουνα στόν Κύριο ποτέ μου νά μὴ Τὸν λυπῶ καὶ μὲ τὴν μετάνοιά μου νά εἶναι πάντα ὁ μεγάλος Ἔνοικός μου.

 

 

Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ: “Θερμές ευχαριστίες στον συγγραφέα του κειμένου, αρχ. Σεβαστιανό, Αρχιερατικό Επίτροπο Αμυνταίου, που μας έδωσε την ευλογία για την δημοσίευσή του”.

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]