Θεία Εὐχαριστία
Ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἡσαΐας, περιγράφει στὸ βιβλίο του μίαν ἐκπληκτικὴ ἐμπειρία του, ἕνα ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα. Εἶδε, μᾶς λέει, τὸν Θεὸ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα θρόνο ψηλό, πλημμυρισμένο ἀπὸ δόξα. Γύρω ἀπὸ τὸν θεϊκὸ αὐτὸ θρόνο, στέκονταν ἄγγελοι καὶ ἔψαλλαν τὸν γνωστὸ ὕμνο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ». Ὁ Ἡσαΐας παρακολουθοῦσε μὲ ἔκπληξη καὶ θαυμασμό. Σὲ κάποια στιγμὴ εἶπε: «Ὢ ταλαίπωρος ἐγώ! Ἔχω συγκλονιστεῖ ὁλόκληρος! Γιατὶ ἐνῶ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ κατοικῶ μέσα σὲ λαὸ ποὺ ἔχει ἐπίσης ἀκάθαρτα χείλη, ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὸν βασιλιὰ Κύριο Σαβαώθ». Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, ἕνας ἄγγελος πῆρε μὲ μιὰ λαβίδα ἕνα ἀναμμένο κάρβουνο, τὸ ἔβαλε στὸ στόμα τοῦ Ἡσαΐα καὶ τοῦ εἶπε: « Νὰ αὐτὸ τὸ ἀναμμένο κάρβουνο ἄγγιξε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσει τὶς ἀνομίες σου καὶ θὰ καθαρίσει τὶς ἁμαρτίες σου». Ὁ Ἡσαΐας πῆρε μεγάλη δύναμη ἀπὸ τὴ φωτιὰ αὐτὴ ποὺ τὸν ἄγγιξε καὶ ξεκίνησε τὴν μεγάλη ἀποστολή του.
Αὐτὸ τὸ ἐκπληκτικὸ γεγονὸς συμβολίζει τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ποὺ μεταγγίζει στὸν ἄνθρωπο τὸ πῦρ τῆς θεότητος. Εἶναι ὁ ἀνεκτίμητος θησαυρὸς ποὺ κατέχουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλὰ ποὺ δυστυχῶς τὸν ἀγνοοῦν ἢ τὸν περιφρονοῦν.