Θυσιαστική αγάπη και άγιο μίσος (Πρωτοπρ. Θωμάς Βαμβίνης)

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι εἰκόνα τοῦ παρόντος αἰῶνος, μέσα στόν ὁποῖο οἱ πεπτωκότες ἄνθρωποι ἑτοιμαζόμαστε γιά τόν μέλλοντα αἰώνα, τίς πύλες τοῦ ὁποίου μᾶς ἄνοιξε ἡ ἄκρα ταπείνωση καί ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τόν σταυρό, τήν ταφή καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τά γεγονότα αὐτά τά ζοῦμε τελετουργικά κατά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Θά ἔπρεπε, βέβαια, νά τά ζοῦμε καί ἐμπειρικά μέσα στή δική μας ὕπαρξη, νά τά ζοῦμε σάν δική μας ἑκούσια σταύρωση, δική μας ταφή καί ἀνάσταση, νά προσλάβουμε δηλαδή ὡς ἦθος, ὅσο χωροῦμε, τήν ταπείνωση καί τήν σταυρική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ἀσκητική μέθοδος γιά τήν ἀπόκτηση αὐτῶν τῶν ἀρετῶν φέρνει τήν ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία συνήθως δομεῖται πάνω στήν φιλαυτία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, σέ ἐρωτήματα καί ἀπορίες. Θά ἀναφερθοῦμε στά γεγονότα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, γιά τά ὁποῖα μᾶς ἑτοιμάζει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιά νά ἐξετάσουμε ἕνα ἐρώτημα πού δημιουργεῖ ἀπορίες.

Κατά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα βλέπουμε τόν Χριστό Ἐσταυρωμένο, τόν βλέπουμε νά ἀκούη τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ νά τοῦ λένε: «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ» (Ματθ. 27, 40). Κατέβα ἀπό τόν σταυρό καί θά πιστέψουμε. Αὐτός δέν κατεβαίνει ἀπό τόν Σταυρό· ἐφαρμόζει αὐτό πού ὁ ἴδιος εἶπε ὡς διδασκαλία: «μή ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ» (Ματθ. 5, 39). Δέν ἀντιστέκεται στούς πονηρούς, ὑπομένει ὅλα ὅσα τοῦ κάνουν οἱ πονηροί· τόν ὁδηγοῦν σέ ἄδικο συνέδριο, σέ ἄδικη καταδίκη, σέ ἄδικο σταυρικό θάνατο, τόν καταδικάζουν νά σταυρωθῆ μεταξύ δύο ληστῶν καί ὅλα αὐτά τά ἀνέχεται, δέν ἀντιστέκεται μέ τίς μυριάδες τῶν ἀγγέλων Του, μέ τήν θεία Του δύναμη· καί ἔτσι νικᾶ τήν πονηρία, νικᾶ τή στρεβλότητα τῶν ἀνθρώπων, νικᾶ ἐν τέλει μέ τόν θάνατό Του τόν θάνατο πού ἀναλώνει τούς ἀνθρώπους. Μπαίνει μέσα στόν Ἅδη καί καταργεῖ τόν Ἅδη, φέρνει μέσα στόν Ἅδη τήν ζωή καί ἀνασταίνει ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά δῆ κανείς, κατά κάποιον τρόπο, τήν ἐφαρμογή τοῦ λόγου πού καταγράφει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κινούμενος μέσα στό πνεῦμα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ: «μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν» (Ρωμ. 12, 21), νά νικᾶς τό κακό μέ τό ἀγαθό, μήν ἀνταποδίδεις κακό. Ἀπέναντι στόν πονηρό μήν ἀντιστέκεσαι μέ ὅπλα τῆς ἀνθρώπινης φιλαυτίας, ἀλλά νά τόν νικᾶς μέ τό ἀγαθό, μέ τό νά κάνης τό καλό, ὅπως ὁ Χριστός πού δέχθηκε τόν θάνατο ἀπό τούς πονηρούς καί ἔδωσε τήν ζωή στόν Ἀδάμ παγγενῆ μέ τήν Ἀνάστασή Του.

Βλέπουμε, λοιπόν, τόν Χριστό νά μήν ἀντιστέκεται μέ τήν θεία Του δύναμη στούς πονηρούς Γραμματεῖς, Φαρισαίους καί Ἀρχιερεῖς, ἐφαρμόζοντας τήν δική Του ἐντολή. Τήν ἐντολή τῆς ἀνοχῆς καί τῆς ἀγάπης, πού ἀπορρίπτει τό κακό καί ἀνέχεται τούς κακούς.

Ἀλλά, ὅμως, ὑπάρχει καί κάτι «περίεργο» στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦμε τόν Χριστό νά μιλάη γιά ταπείνωση, νά μήν ἀντιστεκόμαστε στόν πονηρό, νά νικοῦμε μέ τό ἀγαθό τό κακό, νά εἴμαστε ἄνθρωποι πού ἀγαποῦμε καί τούς ἐχθρούς μας· «...εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί;… ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν» (Λουκ. 6, 32 καί 35). Καί ἐνῶ μᾶς μιλάει γιά τέτοια ἀγάπη, ἀκοῦμε νά μᾶς μιλάη καί γιά μίσος· μιά διδασκαλία δύσκολα κατανοητή, εἰδικά γιά ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας. Στήν ἐποχή μας ἡ κάθε ἐπιθυμία γίνεται δικαίωμα, ἡ κάθε ἐπιθυμία πού γίνεται δικαίωμα μπορεῖ νά γίνη καί νόμος καί ὅταν ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία γίνεται νόμος, αὐτό θεωρεῖται πρόοδος τῆς κοινωνίας· σέ μιά τέτοια κοινωνία, «προοδευτική», ἐντός πολλῶν εἰσαγωγικῶν, ἡ διδασκαλία γιά «ἅγιο μίσος» εἶναι πολύ δύσκολα ἀφομοιώσιμη. Συνήθως γίνεται λόγος μόνο γιά ἀγάπη, μιά ἀγάπη ὅμως τυφλή, ἰδιοτελῆ, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀπαύγασμα τοῦ φωτισμοῦ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς· εἶναι ἄσχετη μέ τό φῶς τῆς ἀλήθειας, σκοτίζει μάλιστα τήν νοερή καί λογική ὅραση, γιά νά μή βλέπη τά φθοροποιά πάθη πού σαπίζουν καί ἀχρειώνουν τήν φύση μας.

Ἀκοῦμε, λοιπόν, τόν Χριστό νά λέη στό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: «Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν» (Ἰωάν. 12, 25). Μᾶς λέει ὅτι πρέπει νά μισοῦμε τήν ψυχή μας καί αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν ψυχή του μέσα στόν κόσμο αὐτόν θά τήν χάση. Μᾶς διδάσκει ἀκόμη πιό ἐμφαντικά: Αὐτός πού δέν μισεῖ τόν πατέρα του, τήν μητέρα του καί τούς ἀδελφούς του, «ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λουκ. ιδ΄, 26). Γιά νά μπορεῖ νά εἶναι κανείς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά διακατέχεται ἀπό ἕνα μίσος σέ ὅ,τι πιό ἀγαπητό ἔχουμε στήν ζωή αὐτή. Πῶς ταιριάζει αὐτή ἡ διδασκαλία μέ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀπροϋπόθετη ἀγάπη, ἀκόμη καί πρός τούς ἐχθρούς μας; Πῶς μπορεῖ νά ἐννοηθῆ αὐτό τό μίσος; Πρέπει νά τονισθῆ ὅτι εἶναι ἕνα μίσος ἅγιο, τό ὁποῖο μάλιστα εἶναι προϋπόθεση τῆς καθαρῆς, ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει τό ἅγιο μίσος πού, ἄν τό ἐγκολπωθοῦμε, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό ὅλες τίς ἐξαρτήσεις ἀπό στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου καί μᾶς κάνει ἱκανούς νά δεχθοῦμε μέσα μας τήν χάρη τῆς θεολογικῆς ἀρετῆς τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία «οὐδέποτε ἐκπίπτει». Ἡ χριστιανική ἀγάπη συνδέεται μέ τόν φωτισμό τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος διδάσκει, ὅτι «ἀγάπη εἶναι ἀγαθή διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία μέ τίποτε δέν ἀνταλλάσσει τήν γνώση τοῦ Θεοῦ» καί μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι «εἶναι ἀδύνατον νά φθάση κανείς στήν στερέωση τῆς ἀγάπης αὐτῆς, ἐάν ἔχη προσκόλληση ἔστω καί σέ ἐλάχιστο γήϊνο πράγμα».

Ὁ Χριστός, λοιπόν, μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει νά μισοῦμε τήν ψυχή μας σέ αὐτόν τόν κόσμο, ὅπως εἶναι τώρα, γιατί ἡ ζωή αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν εἶναι τό ἀρχικό θέλημα, τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἡ ζωή πού θέλησε ὁ Θεός γιά τόν κόσμο· εἶναι ἡ πεπτωκυῖα ζωή, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπό τήν θνητότητα καί εἶναι γεμάτη ἀπό πόνους, κόπους καί ἀσθένειες πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο. Εἶναι μιά ζωή στήν ὁποία κυριαρχεῖ, λόγω τοῦ θανάτου, ἡ ἱδιοτέλεια. Ὁ θάνατος μᾶς κάνει ἰδιοτελεῖς καί μᾶς βυθίζει στήν ἁμαρτία. Μᾶς τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σαφέστατα «…ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ» (Ρωμ. 5, 21). Ἡ ἰδιοτέλεια γεννιέται ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου καί μᾶς κάνει φιλοχρήματους, φιλόδοξους καί φιλήδονους· μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἕναν ἑσμό παθῶν. Αὐτή εἶναι ἡ πεπτωκυῖα ζωή, μιά ζωή πού δέν ἀξίζει στόν ἄνθρωπο, ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός.

Ἀπό τόν κόσμο αὐτῆς τῆς ζωῆς πρέπει νά ἀπελευθερωθῆ ὁ ἄνθρωπος καί νά προχωρήση σέ μιά ἄλλη πορεία, προσλαβάνοντας τήν ζωή πού ὁ Θεός μᾶς δώρισε μέ τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό μπορεῖ νά ἐπιτευχθῆ μέ τό νά ἀποκτήση μιά ἀποστροφή σέ ὅ,τι καλό ἔχει αὐτός ὁ κόσμος, τό ὁποῖο δέν ὑπάρχει μετά τόν θάνατο. Ἀκοῦμε στίς νεκρώσιμες ἀκολουθίες: «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον», ὄχι ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι ματαιότης, ἀλλά ὅσα «οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον», πού σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν ὑλικά πράγματα, ἀπόψεις, τρόποι ζωῆς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὁδηγοῦν σέ μιά διάλυση τῆς ὕπαρξής μας, μᾶς βυθίζουν στά πάθη, στήν ἁμαρτία, στόν πνευματικό θάνατο, μᾶς κάνουν ἀνίκανους νά κατανοοῦμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο καί τήν ἀγάπη πού θέλει ὁ Θεός νά ἐχουμε γι’ Αὐτόν καί τόν κόσμο ὅλον.

Γιά νά ἔχουμε τήν ἀγάπη πού μᾶς ἐμπνέει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν θά πρέπει νά εἴμαστε προσκολλημένοι στόν παρόντα κόσμο. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τό μίσος, γιά ἕνα ὑγιές, ἅγιο μίσος, δηλαδή μιά ἀποστροφή πρός τά παρόντα νομιζόμενα καλά. Αὐτή ἡ ἀποστροφή, ὅμως, γιά νά εἶναι, ὑγιής καί ὄχι σύμπτωμα κάποιου ψυχολογικοῦ προβλήματος, πρέπει νά γεννιέται ἀπό τήν γεύση τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ἀναστημένης.

Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά γευτοῦμε στήν ψυχή μας ἀπό τώρα τά δῶρα τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς διδάσκει: «Τά φαινόμενα πάντα δεῖται σταυροῦ… τά δέ νοούμενα πάντα, χρῄζει ταφῆς». Ἄν αὐτό συμβῆ, τότε ὁ «λόγος» μέσα μας, ἀποχωρισμένος ἀπό φαινόμενα καί νοούμενα, «ὥσπερ ἐκ νεκρῶν ἐγηγερμένος ἀναφαίνεται»· γευόμαστε τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς πρίν ἀπό τόν θάνατο καί τήν τελική ἀνάσταση τοῦ σώματος· ὅ γένοιτο!

 

 

(Πηγή: parembasis.gr)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]