Η χαρά ποιμαντικό πρόβλημα – Μακρύς ο δρόμος τής αγάπης (Πρωτοπρ. Θωμάς Βαμβίνης)

Ἡ χαρά ποιμαντικό πρόβλημα

Ἡ πολλή χαρά ἄρχισε νά γίνεται ποιμαντικό πρόβλημα. Ὁ καθαρτικός φόβος ἀποβάλλεται, ὄχι διότι «κόλασιν ἔχει», σύμφωνα μέ τήν πρώτη ἐπιστολή τοῦ ἀπ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἀλλά διότι δέν τόν ἀνέχεται ἡ ὑπεροψία τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν δουλωθῆ στά πάθη τους, καί ἔχουν καταστήσει τό θέλημα τους ἱερό ἄσυλο, πού πρέπει νά γίνεται ἀπό ὅλους σεβαστό καί νά θεραπεύεται (μέ τήν ἀρχαιοελληνική θρηκευτική σημασία τοῦ ρήματος).

Πράγματι, ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε νά χαιρόμαστε τόν παράδεισο καί νά μή φοβόμαστε τίποτε. Ὅμως, ἁμαρτήσαμε καί πέρασε μέσα στήν φύση μας ὁ θάνατος. Τώρα ζοῦμε μέ μόνιμους συντρόφους τήν φθορά καί τόν θάνατο. Σ’ αὐτήν τήν κατάσταση ἡ φύση μας κυριεύθηκε ἀπό τήν δειλία καί τόν φόβο καί ὀλισθήσαμε στήν ἰδιοτέλεια.

Ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀντικατασταθῆ στίς συνειδήσεις πολλῶν (καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν) ἀπό διάφορες ψυχολογικές θεωρίες, κυρίως θεωρίες εὐτυχιοκρατίας, πού ἀποβλέπουν στήν ἀπαλλαγή ἀπό κάθε ψυχικό ἄλγος, τύψη ἤ ἐνοχή, χωρίς μετάνοια, χωρίς ἀπέκδυση τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου». Αὐτή ἡ «πολλή χαρά» τῶν ψυχοθεραπευτικῶν τεχνικῶν εἶναι ἕνα σοβαρό ποιμαντικό πρόβλημα, διότι ἄρχισε νά γίνεται δυσβάστακτο τό κήρυγμα γιά τόν ὑγιῆ φόβο τοῦ θανάτου ἤ τῆς κόλασης, πού προϋποθέτουν πίστη στήν εὐαγγελική διδασκαλία τῆς κρίσεως. Γινόμαστε ἀνίκανοι νά σκεφτόμαστε τήν κρίση καί ἀπό ψυχολογική ἀπώθηση ἤ τήν θεωροῦμε παρωχημένη διδασκαλία ἤ παντελῶς ἄσχετη μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία θεωροῦμε μονομερῶς θεολογία τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀγάπης.

Μακρύς ὁ δρόμος τῆς ἀγάπης

Σέ τέτοιες κρίσεις συνειδήσεως πρέπει νά ἀνατρέχουμε στά κείμενα πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία γιά τήν καθοδήγηση τοῦ ποιμνίου της. Ἄς σταθοῦμε ἐν προκειμένῳ στό χωρίο πού ἤδη ἀναφέραμε ἀπό τήν Α΄ ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου. Ἐκεῖ γράφει: «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ» (4, 18).

Προφανῶς, εἶναι ἀλαζονικό νά καυχηθῆ κανείς ὅτι «τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ», ὅτι δηλαδή δέν ἔχει ἐχθρούς, ὅτι εἶναι ἕτοιμος νά θυσιαστῆ γιά κάθε ἄνθρωπο ἤ νά θυσιάση ὁτιδήποτε δικό του γιά νά διακονήση τούς ἀδελφούς του, ὅτι δέν εἶναι δεμένος μέ τίποτε τό ὑλικό καί ἔχει ταυτίσει τό θέλημά του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι». Ὁ ἅγιος Νικόδημος παρατηρεῖ: «δικαίως δέν εἶναι τέλειος εἰς τήν ἀγάπην, ὅποιος φοβεῖται κρίσιν καί κόλασιν, διατί ὁ τοιοῦτος φόβος εἶναι τῶν ἀρχαρίων καί ἀτελῶν εἰς τήν ἀρετήν καί ὄχι τῶν τελείων εἰς αὐτήν».

ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ στίχου σημειώνει: «ὁ δρόμος μέ τόν ὁποῖο ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τελειοποιεῖται μέσα μας εἶναι πολύ μακρύς καί δύσκολος. Καθόσον… ἡ εὐαγγελική ἀγάπη αὐξάνεται, ζεῖ καί τελειοποιεῖται μόνο διά τῶν ὑπολοίπων εὐαγγελικῶν ἀρετῶν: τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν πραότητα, τήν ταπεινοφροσύνη, τήν μακροθυμία, τήν ἐλπίδα, τήν πίστη καί ἄλλες».

ἅγιος Νικόδημος, ἐπίσης, μιλᾶ γιά τόν φόβο τῶν ἀρχαρίων καί τόν ἁγνό φόβο τῶν τελείων, παραπέμποντας στόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή. Ὁ μακρύς δρόμος, πάντως, ὡς τήν τελειοποίηση τῆς ἀγάπης ἔχει ἀνάγκη τόν διακριτικό φόβο τῶν ἀρχαρίων, γι’ αὐτό, ἄλλωστε, καί ὁ Χριστός κηρύττοντας στόν λαό περιέγραψε τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

 

(Πηγή: parembasis.gr)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]