Η «κατ’ ενώπιον του λαού» τέλεσις της θείας Λειτουργίας (Αρχ. Νικόδημος Μπαρούσης)

Ἡ ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψις τῆς ζωῆς, ὅπως αὐτὴ διεμορφώθη εἰς τὴν Εὐρώπη κατὰ τὸ α΄ ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος, σταδιακῶς διέφθειρε τὴν χριστιανικὴ σκέψι. Ἔτσι, περὶ τὸ μέσον τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, διεπιστώθη ὅτι μόνον ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς πιστῶν εἶχε τὴν διάθεσι νὰ ἐκκλησιασθῇ. Μετὰ τὴν διαπίστωσιν αὐτὴν ὁ ρωμαιο-καθολικὸς κόσμος ἐκινητοποιήθη πρὸς ἀνεύρεσι θεσμικῶν μέτρων, ὁποὺ θὰ ἠμποροῦσαν νὰ συμβάλουν οὐσιαστικῶς εἰς τὴν ὑπέρβασι τῆς κρίσεως. Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην πολλοὶ ἐκπρόσωποι τοῦ ρωμαιο-καθολικισμοῦ ὑπεστήριζαν ὅτι θὰ ἐπανέλθῃ ὁ κόσμος εἰς τὴν ἐκκλησία ἂν οἱ Λατῖνοι προσήγγιζαν τὶς ἀπόψεις τῶν Διαμαρτυρομένων. Καρπὸς αὐτῆς τῆς ἀντιλήψεως ἦταν, μεταξὺ ἄλλων, καὶ ἡ εἰσαγωγὴ τῆς κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τελέσεως τῆς λειτουργίας ὑπὸ τῶν Ρωμαιο-καθολικῶν.

Καὶ κατ’ ἀρχὰς εἶναι ἐνδιαφέρον, νομίζω, νὰ γνωρίσωμε πῶς ἔγινε ἡ εἰσαγωγὴ αὐτοῦ τοῦ τελετουργικοῦ. Ὅπως εἶναι γνωστόν, ἕως τὸ 1960, κάθε Σύνοδος, ἐπειδὴ εἶχε κυρίως ὁμολογιακὸν χαρακτήρα, ἐφρόντιζε νὰ ἔχῃ σαφῆ καὶ συγκεκριμένη διατύπωσι τῶν ἀποφάσεών της. Ἡ Β΄ Βατικάνειος (1960-5) ὅμως, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶχε καὶ τούτη τὴν πρωτοτυπίαν· διετύπωσε ἀποφάσεις ἀσαφεῖς, δυνητικοῦ χαρακτῆρος, ἡ τήρησις τῶν ὁποίων ἐπαφίετο εἰς τὴν συνείδησι τῶν πιστῶν. Μία ἐξ αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων ἦταν καὶ ἡ κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τέλεσις τῆς λειτουργίας.

Ἔτσι τὸ Βατικανὸ μεθόδευσε τὸ θέμα αὐτό, ὥστε ἀφ’ ἑνὸς μὲν νὰ ἱκανοποιήσῃ τοὺς ἐκκοσμικευμένους ὁπαδούς του, οἱ ὁποῖοι, εἰς οὐδὲν ἕτερον ἀρεσκόμενοι «εἰ βλέπειν τι καὶ ἀκούειν τι καινότερον», ἱκανοποιοῦνται μὲ τὴν ἀφελῆ καὶ ἀτεκμηρίωτη ἀπάντησι τῆς δῆθεν ἐπιστροφῆς εἰς τὸν ἀρχέγονο χριστιανισμό, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ διαφύγῃ καὶ τὸν σκόπελο τῶν ὀλιγαρίθμων συνειδητῶν ρωμαιοκαθολικῶν, οἱ ὁποῖοι, ὡς γνῶσται τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ τῆς τάξεως τῆς λατρείας των, θὰ ἀντιδροῦσαν ὅταν δὲν θὰ ἐλάμβαναν ἱκανοποιητικὴ θεολογικὴ ἀπάντησι ἐπὶ τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς μεταρρυθμίσεως.

Τὸ ἀποτέλεσμα, ὡς ἐγνώριζεν ἡ Σύνοδος ἐκείνη, θὰ ἦταν ἀσφαλῶς ὑπὲρ τῆς κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τελετουργίας, ἐφ’ ὅσον οἱ ἐκκοσμικευμένοι, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἦσαν οἱ περισσότεροι, καὶ γιὰ ξεχωριστοὺς λόγους ὁ καθ’ ἕνας ἐπιθυμοῦσε μία κάποια θεαματικὴ ἀλλαγή. Ὅσον γιὰ τὴν θεολογία, οὐδεὶς τὴν ἐρωτοῦσε, ἐφ’ ὅσον τὸ ἐνδιαφέρον τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας ἦταν οὑμανιστικό, ἀνθρωποκεντρικό, χρησιμοθηρικό, προπαγανδιστικόν, ὑπὸ τὸ γενικὸ πρόσχημα τῆς ποιμαντικῆς, οὐδόλως ὅμως θεολογικό.

Ἡ «Λειτουργικὴ Κίνησις» τῆς Δύσεως δειλά-δειλὰ ἐφήρμοζε αὐτὴν τὴν μεταρρύθμισι εὐκαιριακῶς εἰς λειτουργίες, ὁποὺ ἐτελοῦντο διὰ τὴν νεολαία, ἐνῶ ἤδη ἀπὸ τὸ 1949 εἶχαν δημοσιευθῇ, ἐστερημένα ἀποδεικτικότητος, συγγράμματα, προετοιμάζοντας τὸ ἔδαφος τῆς κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ἱερουργίας. Τώρα μὲ τὴν ἀσαφῆ καὶ δίκην χρησμοῦ διατύπωσι τῆς συνοδικῆς διαγνώμης ἀνεμένετο ὅτι πολλοὶ δημοφιλεῖς ἱερεῖς θὰ υἱοθετοῦσαν τὴν μεταρρύθμισι, καὶ ἔτσι αὐτὴ ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐπικρατοῦσε.

Ὅσοι, ὅμως, ἐνδιεφέροντο νὰ εὕρουν τὴν ἀλήθεια δι’ αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο θέμα, δὲν ἡσύχασαν. Ὄχι βεβαίως πὼς ἐξέσπασαν σὲ ὕβρεις κατὰ τῆς «Συνόδου», ἀλλὰ ἐφρόντισαν νὰ παρουσιάσουν θεολογικὲς μελέτες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀνέτρεπαν τὴν συνοδικὴν ἀπόφασιν. Ἔτσι συνεγράφησαν ἀρκετὰ βιβλία διὰ τὸ θέμα αὐτό, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων μάλιστα, ἀρκετὰ περιεκτικὸ καὶ διεισδυτικό, τὸ προλογίζει μὲ ἰδιαίτερον ἐνθουσιασμόν, ὡς καρδινάλιος τότε, ὁ σημερινὸς πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ (1).

Οἱ μελετηταί, λοιπόν, ἐκεῖνοι κατέληξαν εἰς συμπεράσματα ἐντυπωσιακά. Κατ’ ἀρχὰς ὁμολογοῦν ὅτι οὐδέποτε συνήντησαν κάποια μαρτυρία, ὁποὺ νὰ βεβαιώνῃ ὅτι οἱ ἱερεῖς, Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, τελοῦσαν τὴν Λειτουργία «κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ», ἔχοντες ἐστραμμένα τὰ νῶτα πρὸς τὴν ἀνατολή. Ἡ ὕπαρξις τοῦ συνθρόνου μαρτυρεῖται ἀνέκαθεν, ἀλλὰ οὐδεμία πηγὴ ὁμιλεῖ περὶ ἱερουργίας τοῦ ἐπισκόπου ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἡ αὐθεντικὴ παράδοσις θέλει τὸ θυσιαστήριον εἰς θέσιν κεντρικήν, ὥστε νὰ δύνανται οἱ λειτουργοὶ νὰ περιφέρωνται γύρωθεν, ὄχι ὅμως διὰ νὰ λειτουργοῦν ἐστραμμένοι πρὸς τὸν λαὸν – τοῦτο οὐδέποτε μαρτυρεῖται – ἀλλὰ διὰ νὰ ἐκπληρώνουν τὸ τοῦ ψαλμωδοῦ: «Καὶ κυκλώσω τὸ θυσιαστήριόν σου Κύριε» (Ψαλμ. κε΄ 6), καὶ τὶς προδιαγραφὲς τῆς «Ἀποκαλύψεως» (δ΄ 4,8, ε΄ 11).

Τὰ κείμενα τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ἀπὸ τοῦ βιβλίου τῆς «Διδαχῆς τῶν Ἀποστόλων» (β΄ ἢ γ΄ αἰ.) καὶ ἑξῆς, ὁμιλοῦν περὶ στροφῆς ὅλης τῆς ἐκκλησίας πρὸς ἀνατολὰς προκειμένου νὰ τελεσθῇ ἡ θεία Λειτουργία: «Συμφώνως ἅπαντες ἐξαναστάντες καὶ ἐπ’ ἀνατολὰς κατανοήσαντες, μετὰ τὴν τῶν κατηχουμένων καὶ τὴν τῶν μετανοούντων ἔξοδον, “προσευξάσθωσαν τῷ Θεῷ, τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατ’ ἀνατολάς”, ὑπομιμνησκόμενοι καὶ τῆς ἀρχαίας νομῆς τοῦ κατ’ ἀνατολὰς παραδείσου» (2). Παραλλήλως ὁ Μέγας Βασίλειος βεβαιώνει πὼς ἕνα ἀπὸ τὰ οὐσιαστικὰ στοιχεῖα τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως εἶναι «τὸ πρὸς ἀνατολὰς τετράφθαι κατὰ τὴν προσευχήν» (3).

Ἀσφαλῶς, ἡ «ἔμπνευσις» τῆς τελέσεως τῆς Λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ δὲν ἀνήκει εἰς τὴν Β΄ Βατικάνειον. Εἶναι πολὺ παλαιοτέρα αὐτῆς, ἀλλὰ δὲν ἀνάγεται καὶ εἰς τὴν Ἀποστολικὴν ἐποχήν, ὅπως ἀτεκμηρίωτα ἐπεχείρησε αὐτὴ νὰ τὴν παρουσιάσῃ. Οἱ ἐρευνηταὶ διεπίστωσαν ὅτι ἡ ἀτυχὴς αὐτὴ «ἔμπνευσις» ἀνήκει εἰς τὸν ἀρνητὴ τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, τὸν Μαρτῖνο Λούθηρο. Αὐτός, εἰς τὴν προσπάθειά του νὰ ἐξισώσῃ τοὺς λαϊκοὺς πρὸς τοὺς κληρικούς, ἐφεῦρε, ὡς πρῶτο βῆμα – θὰ ἀκολουθοῦσαν καὶ ἄλλα ριζοσπαστικότερα, ὅπως ἐδήλωνε τότε – τὴν τέλεσι τῆς λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ (4).

Ὁ Λούθηρος ἐγνώριζε ἀσφαλῶς ὅτι ἡ πρότασίς του αὐτὴ οὐδένα ἔρεισμα ἔχει ἐπὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἢ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας, ἢ καὶ τῆς ἐπιστήμης τῆς ἀρχαιολογίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἔξυπνα φερόμενος οὐδεμίαν ἐξ αὐτῶν ἐπεκαλέσθη πρὸς τεκμηρίωσι τῆς προτάσεώς του, εἰ μὴ μόνον τὴν εἰκόνα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅπως ἀπεικονίζετο ἤδη εἰς τὴν ἐποχή του. Πράγματι, εἰς τὴν εἰκόνα αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς ἵσταται ὄρθιος ἢ καθιστὸς εἰς τὸ μέσον τῆς μεγάλης τραπέζης, καὶ οἱ Ἀπόστολοι τὸν περιβάλλουν ἑκατέρωθεν. Ἆρα γε, ὅμως, ὁ Κύριος εἶχε ὄντως αὐτὴν τὴν θέσιν;

Ἡ ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε λάβει αὐτὴν τὴν θέσι, διότι αὐτὴ δὲν ἐσυνηθίζετο τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερα, ἐχρησιμοποιεῖτο εἴτε ἕνα στρογγυλό, εἴτε ἕνα ἡμικυκλικὸ τραπέζι. Τὸ ἐμπρόσθιο μέρος τῆς τραπέζης αὐτῆς ἔμενε ἐλεύθερο, διὰ νὰ διευκολύνεται ἡ παράθεσις τῶν φαγητῶν. Οἱ συνδαιτυμόνες ἐκάθηντο κατὰ μῆκος, ὄπισθεν τῆς ἡμικυκλικῆς τραπέζης, ἐπάνω εἰς ἀνάκλιντρα (διβάνια) ἢ ἐπιμήκη καθίσματα (πάγκους). Ἡ θέσις τοῦ τιμωμένου προσώπου δὲν εὑρίσκετο εἰς τὸ μέσον, ἀλλὰ εἰς τὸ δεξιὸν ἄκρον τῆς τραπέζης.

Ἡ διάταξις αὐτὴ τῶν θέσεων εὑρίσκεται καθωρισμένη, κατ’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπον, ἐπακριβῶς εἰς τὶς ἀρχαῖες ἀπεικονίσεις τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἕως τῶν μέσων τοῦ Μεσαίωνος. Εἰς τὴν εἰκόνα αὐτήν, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ Λούθηρος εἶχε ὑπ’ ὄψιν του, ὁ Κύριος εἶναι πάντοτε ἀνακλιμένος ἢ καθήμενος εἰς τὸ δεξιὸν ἄκρον τῆς τραπέζης καὶ οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὰ ἀριστερά Του. Πράγματι, ἡ εἰκὼν αὐτὴ δίδει τὴν ἐντύπωσι μίας λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ἐν τούτοις, εἰς τὴν πραγματικότητα οὐδόλως ὁμοιάζει πρὸς αὐτήν, ἐφ’ ὅσον, ὁ λαὸς πρὸς τὸν ὁποῖον θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐστραμμένος ὁ Κύριος, ὡς γνωστόν, ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν αἴθουσα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἀναιρεῖ πᾶσαν ἀξίαν ἀπὸ τὴν ἐπιχειρηματολογία τοῦ Λουθήρου.

Οἱ θέσεις τῶν συνδαιτυμόνων τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου θὰ ἡμποροῦσαν ἀσφαλῶς νὰ ὁμοιάζουν πρὸς τὶς «ἀγάπες» τῶν πρώτων χριστιανῶν, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν τέλεσι τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία ἀρχικῶς ἐτελεῖτο μετὰ τὴν «ἀγάπη» καὶ ἀργότερα αὐτῆς. Θὰ πρέπῃ νὰ διακριθῇ σαφῶς ἡ τελετουργία τῆς «ἀγάπης», ἀπὸ τὴν τελετουργία τῆς Εὐχαριστίας. Τὸ ἀρχαιότατο βιβλίο «Διδαχὴ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων» (β΄ μ.Χ. αἰ.), εἰς τὸ 9oν καὶ 10ον κεφάλαιον αὐτοῦ, ὁμιλεῖ περὶ τῆς «ἀγάπης», ἀλλὰ περὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁμιλεῖ μόνον εἰς τὸ 13ον κεφάλαιον αὐτοῦ (5), κάτι πρὸς τὸ ὁποῖον συμφωνεῖ ὅλη ἡ παλαιοχριστιανικὴ γραμματεία.

Ἔστω, λοιπόν, καὶ ἂν διὰ τὸ κοινὸν γεῦμα, τὴν «ἀγάπη», ὁ πρῶτοι χριστιανοὶ ἐκάθηντο εἰς τραπέζας (πρβλ. Γαλ. β΄ 11-12), ὅμως διὰ τὴν τέλεσι τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐσηκώνοντο καὶ ἐπήγαιναν νὰ σταθοῦν ὄπισθεν τοῦ λειτουργοῦ, ὁ ὁποῖος ἵστατο πρὸ τοῦ Θυσιαστηρίου, ὅπως περιγράφεται ἐντυπωσιακῶς εἰς τὸ βιβλίο «Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων» (β΄ ἢ γ΄ αἰ.), ὅπου καὶ προβλέπεται ἀπολύτως ἡ στροφὴ ὅλων πρὸς ἀνατολάς (6).

Κατὰ τὸν δ΄ αἰῶνα, τὸ ἀδελφικὸν γεῦμα, δηλαδὴ ἡ «ἀγάπη», σταδιακῶς κατηργήθη καὶ οἱ τράπεζες ἀπεσύρθησαν. Εἰς τὸ ἑξῆς οἱ πιστοὶ ἐκάθηντο εἰς τὰ ξύλινα καθίσματα (πάγκους), ὁποὺ εἶχαν τοποθετηθῇ κατὰ μῆκος τῶν τοίχων τῆς ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ ἀρχικὴ ξυλίνη τράπεζα μετεβλήθη εἰς λιθίνη, περιβαλλομένη πολὺ ἐνωρίς, εἰς Δύσιν καὶ Ἀνατολήν, ἀπὸ πολύτιμα καταπετάσματα καὶ τιμαλφεῖς διακοσμήσεις, πρὸς σαφῆ διάκρισι τῆς ἁγίας Τραπέζης ἀπὸ τὴς κοινῆς τραπέζης τοῦ γεύματος.

Ὑπ’ αὐτὲς τὶς λειτουργικὲς προϋποθέσεις καὶ ἀντιλήψεις ἐγεννήθη ἡ διάταξις τῆς παλαιοχριστιανικῆς Βασιλικῆς, διὰ τὴν ὁποίαν ἐλαμβάνετο μέριμνα ὥστε ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματός της νὰ ἔχῃ σαφῆ κατεύθυνσι πρὸς ἀνατολάς. Ἐν τούτοις λόγοι τοπογραφικοί, γεωφυσικοί, ἢ ἀρχαιολογικοὶ (λ.χ. προϋπάρχον κτίσμα, τὸ ὁποῖον μετεβάλλετο εἰς χριστιανικὴν ἐκκλησία), κάποιες φορὲς δὲν ἐπέτρεψαν τὸν κατ’ ἀνατολὰς προσανατολισμὸ κάποιων Βασιλικῶν· μερικαὶ δὲ ἐξ αὐτῶν εὑρίσκονται εἰς τὴν Ρώμην. Ἡ περίπτωσις τῶν ἐλαχίστων αὐτῶν μὴ προσανατολισμένων Βασιλικῶν, ἐν αἷς καὶ ἡ τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ἐτέθη ὑπὸ τῆς «Λειτουργικῆς Κινήσεως» ὡς ἀδιαφιλονίκητον δῆθεν ἐπιχείρημα ὑπὲρ τῆς στροφῆς τοῦ λειτουργοῦ πρὸς τὸν λαόν.

Ὅμως, ὡς γνωστόν, ἡ Ἀποστολικὴ Παράδοσις ἀπαιτεῖ, ὄχι μόνον ὁ λειτουργὸς ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρο τὸ ἐκκλησίασμα νὰ εἶναι ἐστραμμένον πρὸς τὴν ἀνατολήν, κατὰ τὸ βιβλίο τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν καὶ τὸν Μέγα Βασίλειον, ὁποὺ προανεφέρθησαν, ἐπειδὴ «ὁ Θεὸς φῶς ἐστι νοητόν, καὶ ἥλιος δικαιοσύνης καὶ ἀνατολὴ ἐν ταῖς Γραφαῖς ὠνόμασται ὁ Χριστός… Καὶ φησὶ ὁ θεῖος Δαυίδ … “ψάλλατε τῷ Κυρίῳ τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολάς”. Ἔτι δέ … ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς· ἔνθα τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασεν ἔθετο, ὃν παραβάντα … ἀπέναντι τοῦ παραδείσου κατῳκισεν, ἐκ δυσμῶν δηλαδή. Τὴν οὖν ἀρχαίαν πατρίδα ἐπιζητοῦντες καὶ πρὸς αὐτὴν ἀτενίζοντες τῷ Θεῷ προσκυνοῦμεν… Ἀλλὰ μὴν καὶ ὁ Κύριος σταυρούμενος ἐπὶ δυσμὰς ἑώρα, καὶ οὕτω προσκυνοῦμεν πρὸς αὐτὸν ἀτενίζοντες. Καὶ ἀναλαμβανόμενος πρὸς ἀνατολὰς ἀνεφέρετο, καὶ οὕτως αὐτῷ οἱ ἀπόστολοι προσεκύνησαν, καὶ οὕτως ἐλεύσεται … ὥσπερ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν … οὕτως ἔσται ἡ παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου… Αὐτὸν οὖν ἐκδεχόμενοι ἐπὶ ἀνατολὰς προσκυνοῦμεν» ὅλοι ἀνεξαιρέτως, κατὰ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν (7).

Ἐπὶ πλέον, οἱ ἐρευνηταὶ ἀπέδειξαν ἐπιπόλαιον τὸν ἐνθουσιασμὸ τῆς «Κινήσεως» διὰ τὸ ἀνωτέρω ἐπιχείρημα. Διότι, καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν ἀκόμη τῶν μὴ προσανατολισμένων Βασιλικῶν ὅλοι ἀτένιζαν πρὸς τὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ ναοῦ, κατὰ τό: «Ἤγαγέ με ἐπὶ τὴν πύλην τὴν βλέπουσα κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἐξήγαγέ με, καὶ ἰδοὺ δόξα Θεοῦ Ἰσραὴλ ἤρχετο κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης τῆς βλεπούσης πρὸς ἀνατολάς, καὶ φωνὴ τῆς παρεμβολῆς ὡς φωνὴ διπλασιαζόντων πολλῶν καὶ ἡ γῆ ἐξέλαμπεν ὡς φέγγος ἀπὸ τῆς δόξης κυκλόθεν … καὶ δόξα Κυρίου εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς πύλης τῆς βλεπούσης κατὰ ἀνατολὰς» (Ἰεζ. μβ΄ 1-4). Ὅλοι ἀνεξαιρέτως εἶχαν τὸν ἴδιον προσανατολισμόν, – «λαὸς ὁλόκληρος χεῖρας ἀνατείνοντες, πλήρωμα ἱερατικόν, καὶ πρόκειται ἡ φρικτὴ θυσία», κατὰ τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον (8) – δίχως ἀσφαλῶς νὰ ἔχουν τὰ νῶτα ἐστραμμένα πρὸς τὸ Θυσιαστήριον, διότι τὸ κεντρικὸν κλῖτος τῆς Βασιλικῆς παράμενε πάντοτε κενόν, διὰ τὸν ἄμβωνα καὶ τὰς ἐκτὸς τοῦ βήματος τελετουργίας.

Ἐξ ἀρχῆς οἱ πιστοὶ – χωρισμένοι οἱ ἄνδρες ἀπὸ τὶς γυναῖκες – συνωθοῦντο εἰς τὸ βόρειον καὶ τὸ νότιον κλῖτος τοῦ ναοῦ, ὅπου οἱ ἡλικιωμένοι ἀκουμβοῦσαν εἰς τοὺς τοίχους πρὸς ἀνεύρεσιν μικρᾶς παρηγορίας ἐκ τῆς μακρᾶς ὀρθοστασίας των· γι’ αὐτὸ καὶ μόνον ἐπὶ τῶν τοίχων αὐτῶν ἐτέθησαν ἐπιμήκη ξύλινα καθίσματα (πάγκοι), καὶ ἀργότερα τὰ γνωστὰ εἰς ἡμᾶς στασίδια. Παραλλήλως, τὸ Θυσιαστήριον περιεβάλλετο γύρωθεν ἀπὸ τὰ πολύτιμα παραπετάσματα, δύο ἢ τρία κατὰ σειράν: α΄) τοῦ κιγκλιδώματος, ὅπου τὸ σημερινὸ τέμπλο τῶν Ὀρθοδόξων ἢ «τὸ περιστύλιον τῶν κανονικῶν» (jubé) τῶν λατινικῶν Βασιλικῶν ἢ τὸ μέγα καταπέτασμα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, β΄) τοῦ κιβωρίου καί, γ΄) τῶν τιμίων Δώρων. Ἔτσι τὸ Θυσιαστήριον παρέμενε ἀθέατον ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι, κατὰ κάποιον τρόπον, τὸ περιέβαλλον μόνον εἰς τὴν σπανία περίπτωσιν τῶν μὴ προσανατολισμένων παλαιοχριστιανικῶν ἐκκλησιῶν. Κατὰ συνέπειαν ὁ ἱερεὺς ἵστατο πάντοτε πρὸ τῆς ἁγίας Τραπέζης ἐστραμμένος πρὸς ἀνατολάς, καθὼς καὶ ὅλος ὁ λαός.

Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀνέκαθεν ὑπῆρχε ἡ ἀντίληψις ὅτι ἡ οὐράνιος καὶ ἡ ἐπίγειος Λειτουργία ταυτίζονται καὶ ὅτι τὸ ἐπίγειον Θυσιαστήριον εἶναι μία εἰκὼν τοῦ ἀρχετύπου του, δηλαδὴ τοῦ οὐρανίου Θυσιαστηρίου ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. «Καὶ γὰρ καὶ τὰ ἐνταῦθα οὐρανός», βεβαιώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (9). Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καθώρισε καὶ τὴν θέσι τοῦ ἱερέως ἐνώπιον αὐτοῦ. Ἔτσι εἰς τὴν «Ἀποκάλυψιν», ὁ Ἄγγελος, ὁποὺ κρατεῖ τὸ θυμιατήριον (η΄, 3), καὶ οἱ Πρεσβύτεροι (δ΄, 10), ἵστανται ἐνώπιον τοῦ Θρόνου καὶ τοῦ Θυσιαστηρίου. Ἐπὶ πλέον, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὥρισε ὥστε τὸ Θυσιαστήριον νὰ εὑρίσκεται ἔναντι τοῦ καταπετάσματος, τὸ ὁποῖον ἐχώριζε τὰ «Ἅγια» ἀπὸ τὰ «Ἅγια τῶν Ἁγίων» (Ἔξ. λ΄, 6), ὥστε εἰσερχόμενος ὁ Ἀαρὼν εἰς αὐτὰ νὰ ἵσταται ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου, ἔχων τὰ νῶτα πρὸς τὸν λαόν.

Ὁ ἱερεύς, ἱστάμενος ἐπὶ εἴκοσι αἰῶνας, ὡς λειτουργός, ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου, ἀτενίζων κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔχων τὰ νῶτα πρὸς τὸν λαόν, ὡς πρῶτος ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν του, ὡς κριὸς ἐπὶ κεφαλῆς τοῦ (λογικοῦ) ποιμνίου, εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς στρατευομένης τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ μεσιτεύει ὑπὲρ τῆς κοινῆς σωτηρίας. Ἀντιθέτως, ἱερουργῶν κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ οἰκειοποιεῖται τὴν θέσιν τοῦ Θεοῦ (10), ἀσκεῖ μεγάλη ψυχολογικὴ πίεσιν εἰς τὸν λαό, καὶ ὁ ἴδιος αἰσθάνεται ὑπεροχικὰ ἔναντι τῶν πιστῶν· γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ρωμαιο-καθολικὴ ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε τὴν νεοφανῆ αὐτὴν στάσι τοῦ λειτουργοῦ, προκειμένου νὰ ἑλκύσῃ νέους εἰς τὸν κλῆρον.

Ὁ ἱερεύς, ἐστραμμένος πρὸς τὸν λαό, δὲν ἐμφανίζεται πλέον ὡς ὁ ἐκπρόσωπος τῆς κοινότητος πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλ’ εἶναι μᾶλλον ὁ ἠθοποιός, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ὑποδυθῇ, ἐπὶ τῆς σκηνῆς, τὸν ρόλο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διὰ τῆς νέας αὐτῆς κληρικαλιστικῆς στάσεως παύει πλέον ὁ λειτουργὸς νὰ εἶναι ὁ ἀνώνυμος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ, σὰρξ ἐκ τῆς σαρκὸς τῆς Ἐκκλησίας ἐντεταλμένος εἰς τὴν εἰδικὴν διακονίαν τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ προΐσταται κυρίως διὰ τῆς προσωπικότητός του, τῆς χαρισματικῆς εἰ μή, κατὰ τοῦτον ἢ τὸν ἄλλον τρόπον, ἵσταται κατ’ ἐνώπιον ὅλων διὰ τοῦ προσωπικοῦ του ὕφους, τῆς ἀτομικῆς του ἱκανότητος, τῆς προσωπικῆς του «γοητείας» καὶ τῶν ἐν γένει ἰδιαιτέρων αὐτοῦ προσόντων. Διὰ τοῦτο καλεῖται πλέον νὰ ἀναπτύξῃ τὴν δημαγωγική του ἱκανότητα καὶ ὄχι τὸ χριστοκεντρικὸν ἦθος του, νὰ εἶναι εὐπαρουσίαστος, ἄψογος εἰς τὶς κινήσεις του καί, πρωτίστως, νὰ γνωρίζῃ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν καλῶν τρόπων συμπεριφορᾶς, διότι πλέον τὰ βλέμματα ὅλων δὲν εἶναι ἐστραμμένα πρὸς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ πρὸς αὐτόν. Εἰς τὸ ἑξῆς οἱ πιστοὶ θὰ προσέρχωνται εἰς τὴν λειτουργία διὰ νὰ χαροῦν τὴν γοητευτικὴ παρουσία αὐτοῦ ἢ τοῦ ἄλλου ἱερέως.

Ἐν τέλει, ἡ κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ τέλεσις τῆς Λειτουργίας ἀπέτυχε νὰ μεταβάλῃ τὸν λαὸν εἰς συνδαιτυμόνας τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὡς προσδοκοῦσαν κάποιοι «πρωτοπόροι» ρωμαιοκαθολικοί, διότι ὁ μόνος ὁποὺ πλησιάζει τὴν Τράπεζα τοῦ Δείπνου εἶναι ὁ ἱερεύς. Ὁ λαός, ἀπὸ συμμύστης τῆς ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς τὸν Θεὸν μεσιτείας τοῦ λειτουργοῦ – κατὰ τὸ πρότυπον τῆς ἐν Σινᾷ μεσιτείας τοῦ προφήτου Μωϋσέως, ὁ ὁποῖος, ἐν μέσῳ τοῦ γνόφου, μόνος αὐτὸς ὡμίλει πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ – μεταπίπτει εἰς ψυχρὸν θεατὴν μίας κακοτέχνου θεατρικῆς παραστάσεως τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου.

Ἡ κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ στάσις τοῦ λειτουργοῦ, ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὴν ἐργώδη προσπάθεια μειώσεως τοῦ θυσιαστικοῦ χαρακτῆρος τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ μονομεροῦς ὑπερτονισμοῦ τῆς ἐννοίας τοῦ δείπνου, ἐντὸς τῶν «πρωτοποριακῶν» πλαισίων τῶν ἱστορικῶν συμβιβασμῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς «Συνόδου», ἐξυπηρετεῖ μᾶλλον τὴν προσέγγισι Διαμαρτυρομένων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν. Ἡ πιθανὴ ἐπικράτησις τοῦ νέου αὐτοῦ «τύπου» καὶ εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή, θὰ ἀποβῇ λίαν εὐεργετικὴ μόνον εἰς τὴν δημιουργία μίας οἰκουμενιστικῆς λειτουργικῆς ὁμοιομορφίας. Ὅπως εἶχαν τὴν παρρησία νὰ ὁμολογήσουν διακεκριμένοι ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι, ἡ τέλεσις τῆς Λειτουργίας «κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ» εἶναι ἀλλαγὴ τῆς προοπτικῆς, εἶναι μία πλάνη, διότι προσανατολίζει τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι πρὸς τὸν Θεόν!

_________________________________________________

(1) Πρβλ. Mgr Klaus Gamber, “Tournés vers le Seigneur!”, éditions St-Madeleine, Le Barroux, France 1993.

(2) ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 53.

(3) ΒΕΠΕΣ, τ. 52, σ. 287.

(4) Πρβλ. τὸ δημοσιευθέν, τὸ 1526, βιβλίο του: «Ἡ γερμανικὴ λειτουργία καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς θείας λατρείας», ὅπου, εἰς τὴν ἀρχὴ τοῦ κεφαλαίου: «Ἡ Κυριακὴ διὰ τοὺς λαϊκούς», ὁμιλεῖ περὶ «τῆς αὐθεντικῆς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ θὰ τελῆται ὑπὸ τῶν πνευματικῶν χριστιανῶν…».

(5) ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 218, 220.

(6) ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 53.

(7) «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», Δ΄ (12) 85, ἔκδ. «Πουρναρᾶ», Θεσσαλονίκη 1985, σ. 362.

(8) P.G. 62, 204.

(9) P.G. 61, 313

(10) Συμφώνως πρὸς μία μεσαιωνικὴ λατινικὴ διδασκαλία, μόνον ὁ Πάπας τῆς Ρώμης λειτουργεῖ κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, ὡς ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]