Η Ελληνική Παράδοση και οι εχθροί της (Γ. Ν. Παπαθανασόπουλος)

Ἡ Παράδοση τῶν Ἑλλήνων, δηλαδὴ τὰ ζωτικὰ στοιχεῖα τῆς ὕπαρξης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τους (θρησκεία, γλώσσα, ἱστορία, γνώση, ἔργα, ἤθη, ἔθιμα, ἀξίες, πρότυπα, ἰδιαίτερος τρόπος ζωῆς) μεταβιβάζεται ἀπὸ Γενιὰ σὲ Γενιὰ καὶ ἔτσι ἐξασφαλίζεται ἡ ταυτότητα, ἡ συνοχὴ καὶ ἡ συνέχεια τοῦ Ἔθνους μας, καθὼς καὶ ἡ παρουσία Του στὸ παγκόσμιο γίγνεσθαι. Αὐτῆς τῆς Παράδοσης κάποιοι εἶναι δεδηλωμένοι ἐχθροὶ καὶ ἐπιζητοῦν νὰ τὴν καταστρέψουν. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι οἱ πλεῖστοι σημαντικοὶ ἐκπρόσωποι τοῦ Πολιτισμοῦ μας ἔχουν ἐκφραστεῖ γιὰ τὴν ἀξία της καὶ ὑπὲρ τῆς διατήρησής της. Ἀναφέρουμε παραδείγματα:Ὁ σημαντικὸς ζωγράφος τοῦ 20οῦ αἰώνα Ν. Χατζηκυριάκος – Γκίκας στὸ βιβλίο του «Ἀνίχνευση τῆς Ἑλληνικότητας» (Ἔκδ. «Εὐθύνη») σημειώνει πὼς οἱ σκέψεις ποὺ γράφει σὲ αὐτὸ εἶναι γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀφοῦ γεννήθηκε Ἕλληνας. Καὶ προσθέτει: «Τὸ νὰ διαφύγει κανεὶς ἀπὸ τὰ φυλετικά του γνωρίσματα οὔτε ἐπιθυμητὸ εἶναι, οὔτε εὔκολο… Ὁ κοσμοπολιτικὸς χαρακτήρας τῆς ἐποχῆς μας, μᾶς ἐπιτρέπει, ἀλήθεια, κάτι τέτοιες ἐλαστικότητες καὶ ἀκροβασίες, ποὺ ἐν μέρει, μόνον, εἶναι θεμιτές. Ἀλλὰ αὐτός, ἀκριβῶς, ὁ ὅρος τοῦ “κοσμοπολίτη” φέρνει στὸ νοῦ μᾶλλον ἐξωτερικὰ καί, ὁπωσδήποτε, ρηχὰ γνωρίσματα… Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθῆ ὅτι ἔχει τελείως ξεριζωθῆ. Καὶ στὴν περίπτωση ποὺ κάποιος ἄσημος τὸ κατόρθωσε, τὰ ἀποτελέσματα στὴ ζωὴ καὶ στὴν τέχνη εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀρνητικὰ καὶ στεῖρα».

Ὁ ἐκλεκτὸς λογοτέχνης καὶ δικηγόρος Γιῶργος Θεοτοκᾶς στὸ βιβλίο του «Πνευματικὴ Πορεία» (Ἔκδ. «Ἑστίας») καταλήγει στὸ συμπέρασμα πὼς γιὰ κάθε Ἕλληνα «τὸ καλύτερο ποὺ ἔχει νὰ κάμει εἶναι νὰ ζητήσει νὰ συνδεθεῖ ξανὰ μὲ τὴ θρησκευτικὴ παράδοσή του, ἡ ὁποία συνυφάνθηκε, πολλοὺς αἰῶνες, μὲ τὴ ζωὴ τοῦ λαοῦ του, μὲ τὸν ἐθνικό του χαρακτήρα, μὲ τὴ νοοτροπία του, τὰ ἤθη του, τὴ μνήμη τῶν πατέρων του. Ἐκεῖ, στὸ δικό του πνευματικὸ κλίμα, ὁ καθένας θὰ ἰσορροπήσει καλύτερα, θὰ βρεῖ πιὸ σταθερές, πιὸ πλήρεις λύσεις τῶν προβλημάτων ποὺ τὸν βασανίζουν… Θὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ πνευματικὸ χάος, θὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ἄγχος τοῦ μηδενός».

Ὁ ἐξέχων δημοσιογράφος καὶ θεατράνθρωπος Αἰμίλιος Χουρμούζιος στὸ βιβλίο του «Ἡ περιπέτεια μίας γενεᾶς» (« Οἱ Ἐκδ. τῶν Φίλων») δηλώνει αἰσιόδοξος. Θεωρεῖ ὅτι «ὑπάρχουν ὅλες οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴ σύνθεση μίας νεοελληνικῆς πνευματικῆς παραδόσεως, ἀφοῦ καὶ οἱ ἐθνικὲς ἀρετὲς βοηθοῦν σὲ τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὸ βαρὺ ἀπόθεμα μίας μακρινῆς, ἔστω, πάντοτε ὅμως ζωντανῆς στὴ νεώτερη ἑλληνικὴ συνείδηση πνευματικῆς κληρονομιᾶς». Γιὰ τοὺς ξενομανεῖς ὅμως παρατηρεῖ:

«Τὸ νὰ δεχόμαστε τὶς ξένες ἀξίες ὁλέτοιμες, πακεταρισμένες ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ μὲ τὴν ἰδέα πὼς οἱ ἀξίες αὐτές, ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ χῶρες πολιτιστικὰ περισσότερο προηγμένες ἀπὸ τὴ δική μας, εἶναι, γι’ αὐτὸ καὶ μόνο, ἠθικὰ ἀνώτερες, ἀποτελεῖ λάθος βαρὺ μὲ ἐκφυλιστικὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἐθνικὸ χαρακτήρα. Εἶναι μία ἐπικίνδυνη αὐταπάτη, ἡ ὁποία… παρακίνησε σὲ μία δουλικὴ μίμηση τῶν ξένων προτύπων καὶ εἶχε ὡς μοιραῖο ἐπακόλουθο ἕναν ἄλλοτε κωμικό, ἄλλοτε ἀπεχθῆ, ἀλλὰ πάντοτε στεῖρο μαϊμουδισμό…».

Γιὰ τὴν ἀξία τῆς Ἑλληνικῆς Παράδοσης, ὡς θεμελιώδους παράγοντα συνέχισης τῆς ὕπαρξης τοῦ Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, ἔγραψαν οἱ περισσότεροι λόγιοί μας. Ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια, πὼς μὲ αὐτὴ τὴν Παράδοση οἱ Ἕλληνες διατηρήσαμε τὴν ταυτότητά μας ἐπὶ αἰῶνες σκλαβιᾶς σὲ ἑτερόδοξους καὶ ἀλλόθρησκους βάρβαρους κατακτητές μας.

Γιῶργος Σεφέρης στὸ βιβλίο του «Τρεῖς μέρες στὰ Μοναστήρια τῆς Καππαδοκίας» (Ἔκδοση τοῦ Γαλλικοῦ Ἰνστιτούτου Ἀθηνῶν τὸ 1953) γράφει: «Πρέπει νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει μὲ ἄνεση ἕνα διάστημα σ’ αὐτὰ τὰ μέρη. Νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ ξαναϊδεῖ, νὰ ἀργοπορήσει, νὰ στοχαστεῖ καὶ νὰ ἀναμετρήσει… Κι ἂν τύχει καὶ εἶναι Ἕλληνας, πρέπει νὰ ἔχει τὸν πόθο νὰ κοιτάξει ἀπὸ πιὸ κοντὰ τί χρωστᾶμε καὶ νομίζω ὅτι χρωστᾶμε πολλὰ στὸ σταυροδρόμι αὐτῆς τῆς Ἄκρης, ποὺ εἶναι συνάμα ἕνα ἀνυποψίαστο, γιὰ τοὺς περισσότερους, χωνευτήρι ρευμάτων Ἀνατολῆς, Βοριᾶ, Νοτιᾶ καὶ Δύσης. Πρέπει νὰ ἔχει τὴν ἰδιοσυγκρασία νὰ ἰδεῖ αὐτὸ ποὺ λέμε ἑλληνικὴ παράδοση, ἐν κινήσει, ὅπου τὸ μικρὸ καὶ λησμονημένο μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια σημασία μὲ τὰ ἀπαρασάλευτα μνημεῖα τῆς τέχνης».

Νικηφόρος Βρεττάκος στὴν παρθενική του ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, τὸ 1988, εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Νὰ εἰπῶ ὅτι ἡ ἠθική μας ἀντίσταση ἔχει καταθέσει τὰ ὅπλα καὶ ὅτι κινδυνεύουμε νὰ καταποντιστοῦμε μέσα στὴν εὐρωπαϊκὴ χοάνη, ποὺ αὔριο θὰ ἀρχίσει νὰ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τὰ ἐδῶ; Ν επ τι ρχίσαμε ν κατεδαφίζουμε τ γλῶσσα μας κα τι ατ σοδυναμε μ κατεδάφιση το διου τοῦ θνους μας;… Αὐτὸς εἶναι ἕνας λόγος περισσότερος ποὺ ἐπιβάλλει νὰ συνέλθουμε ἐμεῖς, σὰν φυσικοὶ κληρονόμοι, ποὺ εἴμαστε, καὶ νὰ σκεφτοῦμε τί θὰ κάνουμε. Πῶς θὰ ἀνασυνθέσουμε τὴ φθαρμένη μας ἑλληνικὴ ταυτότητα. Ὅλοι τὸ γνωρίζουμε πὼς δὲν μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε σὲ μίαν ἀνανεωμένη ἐθνικὴ παρουσία, ἔχοντας πάψει νὰ λειτουργοῦμε πάνω στὶς ρίζες μας».

Ζήσιμος Λορεντζάτος γράφει στὸ βιβλίο του «Collectanea» (Ἔκδ. Δόμος): «Χωρς τν πίστη μου κα χωρς τ γλῶσσα μου – τὰ δύο αὐτὰ ὑπερατομικὰ κρατήματα ἢ κερκέλια (σημ. γρ.: συνδετικοὺς κρίκους) – πέφτω… πέφτω… πέφτω… στὸ κενό, ὄχι τὸ φυσικὸ κενὸ ποὺ προβλημάτιζε τὸν Πασκὰλ καὶ τοὺς ἀκόλουθους τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης – μήτε τὸ κενὸ τῆς φιλοσοφίας, ποὺ τὸ ἀπόστεργε ὁλότελα ὁ Λάϊμπνιτς, ἀλλὰ πέφτω… πέφτω… πέφτω… στὴν ἄβυσσο τὴν πνευματική, τὴν ἄπατη».

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» γράφει: «Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμη δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ νὰ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκη τῆς θρησκείας του».-

Ὁ βραβευθεὶς μὲ τὸ Νόμπελ Λογοτεχνίας ποιητής μας Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔγραψε γιὰ τὴ γενιά του: «Ἐγὼ καὶ ἡ γενιά μου ἐπιχειρήσαμε νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος. Αὐτὸ ἦταν ἀναγκαῖο, γιατί μέχρι τότε τὸ ἀληθινὸ πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος παρουσιαζόταν, ὅπως τὸ εἶχαν δεῖ οἱ Εὐρωπαῖοι. Γιὰ νὰ πραγματώσουμε αὐτὸ τὸ καθῆκον ἔπρεπε νὰ καταστρέψουμε τὴν παράδοση τοῦ ὀρθολογισμοῦ, ποὺ ἁπλώνεται βαρειὰ πάνω στὸν δυτικὸ κόσμο… Ὁ δυτικὸς κόσμος πάντοτε συνελάμβανε τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναγέννησης» (Odysseus Elytis, Analogies of Light, Ed. Ivar Ivask (University of Oklahoma Press, 1981, p. 7).

Ἡ ἐκλεκτὴ ποιήτριά μας Ζωὴ Καρέλλη εἶπε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Παράδοση κατὰ τὴν δημόσια περὶ αὐτῆς συζήτηση στὶς 9 Φεβρουαρίου 1979, στὴν αἴθουσα τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας:
«Ἡ Ἑλληνικὴ παράδοση ποτὲ δὲν νεκρώθηκε, παρ’ ὅλες τὶς περιπέτειες. Ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ ὑπόδουλο ἔθνος ἀδυνατοῦσε νὰ τὴν τρέφει ὅπως ἄλλοτε, ἔζησε καὶ συντηρήθηκε, χάρη στὴν Ἑλληνικὴ Ὀρθοδοξία…. Χωρὶς ρίζες δὲν ἀντέχει κανεὶς πραγματικά. Ἡ πολύτιμη λοιπόν, ἡ πάντα γνήσια ἴσαμε τώρα τουλάχιστον, ἑλληνικὴ παράδοση, ποὺ στοὺς πνευματικοὺς ἰδιαίτερα ἀνθρώπους τοῦ τόπου μας πέφτει τὸ δύσκολο καθῆκον, τὸ βίωμα, ὄχι μόνο νὰ τὴν κρατήσουν, ἀλλὰ νὰ δοκιμαστοῦν πάνω σ’ αὐτήν, γιὰ νὰ τὴν ὁμολογήσουν μὲ δικά τους λόγια,μπορεῖ νὰ γίνει τὸ σωστὸ στήριγμα σὲ μία ἐποχὴ ἀμφιγνωμίας, ἀμφισβήτησης καὶ ἀμφιβολίας». (Ἡ ὁμιλία τῆς Ζωῆς Καρέλλη βρίσκεται στὸ βιβλίο «Ἡ Ἑλληνικὴ Παράδοση» τῶν ἐκδόσεων «Εὐθύνη» καὶ στὶς σελίδες 184-188).

Ὁ ἰδιοφυὴς ποιητὴς καὶ λόγιος Γιῶργος Σαραντάρης στὸ φιλοσοφικό του δοκίμιο «Ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου» διερωτᾶται: «Χρειάζεται ἡ Δύση νὰ μᾶς μάθει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸν τεχνικὸ πολιτισμό; Ἐρωτῶ τοῦτο, γιατί δὲν βρίσκω ἄλλο οὐσιαστικὸ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς μάθει ἡ χτεσινὴ καὶ σημερινὴ Δύση. Στὸν πνευματικὸ πολιτισμό, ὅταν κανεὶς δὲν κατέχει πίστη, εἶναι σὰ νὰ μὴν κατέχει τίποτε. Ἡ Δύση δὲν κατέχει τίποτε, μήτε γιὰ τὸν ἑαυτό της. Οἱ παραδόσεις Της μᾶς εἶναι ἄχρηστες. Τὸν τεχνικό της πολιτισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν φυλάξει, γιὰ νὰ κατορθώνει πάντοτε νὰ μᾶς τὸν μαθαίνει αὐτή. Ὁ τεχνικὸς πολιτισμὸς καλύπτει σιγὰ-σιγὰ τὴ γῆ καὶ παύει μέρα μὲ τὴ μέρα νὰ εἶναι προνόμιο τῆς Δύσης… Ἡ Δύση ὁλοένα φθείρεται καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν πιστεύει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει στὸν ἄνθρωπο, ἀνταποκρίνεται σὲ ἕνα νόμο ὑπέρτατης δικαιοσύνης ἡ ἀναπόφευκτη παρακμή της».

Ὁ λόγιος καὶ καθηγητὴς Πανεπιστημίου Χρῆστος  Γιανναρᾶς γράφει στὴν «Καθημερινὴ» (29η Δεκεμβρίου 1996): «Δὲν θὰ ἀνατρέψει ἡ Ἑλλάδα τὸν παγκόσμιο καπιταλιστικὸ πολιτισμό, οὔτε ὀνειρεύεται κανεὶς ἐπιστροφὴ στὴν παρθενικότητα τῆς ζωῆς τοῦ Ροβινσώνα… Ἀλλὰ νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἐξουσιαστικὴ ἐπιβολὴ τῆς μικροπρέπειας, τῆς μετριότητας καὶ τοῦ ἐκχυδαϊσμοῦ… οὔτε ἀσυμβίβαστο εἶναι οὔτε ἀνασταλτικὸ γιὰ τὴ δυναμικὴ μετοχὴ τῆς Ἑλλάδας στὸ σύγχρονο ἱστορικὸ γίγνεσθαι».

Θανάσης Πετσάλης – Διομήδης, συγγραφέας, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, τοῦ ἱστορικοῦ μυθιστορήματος «Οἱ Μαυρόλυκοι», τὸ ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος Σαχίνης χαρακτηρίζει «ἐθνικὸ ἀνάγνωσμα», γράφει στὸ βιβλίο του «Διάλογοι μὲ τὸν ἑαυτό μου»:

 «Τὴν ὀργάνωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ κρατεῖ στὰ χέρια της ἡ Ἐκκλησία. Σὲ αὐτὴ τὴν Ἐκκλησία, πέρα ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες χρωστᾶμε κατὰ ἕνα μεγάλο ποσοστὸ τὴν ἐπιβίωσή μας στὰ μαῦρα χρόνια της σκλαβιᾶς καὶ σὲ ὅποιες ἄλλες δίσεχτες ὧρες ἐπέρασε τὸ Γένος… Δὲν πρέπει ν᾽ ἀφήσουμε νὰ ἐπηρεάσουν καὶ νὰ καθοδηγήσουν τὴν πορεία τῆς ἑλληνικῆς διανόησης μερικοί, ἀξιοπρόσεχτοι κατὰ τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἄψυχοι (μὲ ἀσθενῆ καὶ ἀσθενικὰ ψυχικὰ χαρίσματα), ὑποτονικοί, ἀναιμικοὶ ἐργάτες τοῦ στοχασμοῦ καὶ τῆς τέχνης, ποὺ παραδόθηκαν δίχως ἀντίσταση καμιὰ στὰ τεράστια πρότυπα τῶν μεγαλοφυῶν Σειρήνων». (Θ. Πετσάλη – Διομήδη «Διάλογοι μὲτὸν ἑαυτό μου», Ἔκδ. Ι.Δ. Ἀρσενίδη & Σία, Ἀθήνα, 1976, σελ. 127 & 133).

Φώτης Κόντογλου στὸ βιβλίο του «Πονεμένη Ρωμιοσύνη» γράφει:

«Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, σὲ κάθε χώρα, ἀγαποῦνε τὴ θρησκεία τους. Οἱ Μικρασιάτες ὅμως τὴν ἀγαποῦν εἀκόμα περισσότερο. Ἡ Μικρὰ Ἀσία ἤτανε Βυζάντιο. Οἱ ἐκκλησιὲς ἤτανε ἀκαταμέτρητες. Κι ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, ἀκόμα κ’ οἱ γυναῖκες, ξέρανε νὰ ψέλνουνε. Ἡ παράδοση ἤτανε ὁλοζώντανη στὶς καρδιές τους. Κατὰ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, πλῆθος χριστιανοὶ μαρτυρήσανε καὶ ἁγιάσανε… Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἡ θρησκεία εἶναι τόσο σπουδαία, ὅσο σὲ κανέναν ἄλλο λαό. Θρησκεία καὶ πατρίδα εἶναι μαζί. Ὅσο εἶχε πίστη ὁ Ἕλληνας, οἱ διάφορες προπαγάνδες δὲν κάνανε τίποτα. Τώρα μοναχά, ποὺ μπῆκε ἡ ἀπιστία σὲ πολλὲς ἑλληνικὲς ψυχές, κι ὁ ὑλισμὸς κ’ ἡ καλοπέραση καταστρέψανε τὴν πνευματικὴ εὐαισθησία τους, τώρα οἱ διάφορες προπαγάνδες ἁπλώσανε στὸ ἔθνος μας». (Φώτη Κόντογλου «Ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη», Ϛ΄  Ἔκδοση, 1984, Ἔκδ. Οἶκος «Ἀστήρ», σελ. 318).

Ὁ ζωγράφος καὶ ποιητὴς Νίκος Ἐγγονόπουλος σὲ συνέντευξή του στὴν ἐφημερίδα «Τὸ Βῆμα τῆς Κυριακῆς» τῆς 5ης Νοεμβρίου 1995 καὶ στὸν Θοδωρὴ Μανίκα εἶπε μεταξὺ ἄλλων:

«Κοιτάξτε, εἶμαι ὑπερήφανος ποὺ εἶμαι Ἕλληνας. Καὶ εἶμαι μέγας θαυμαστὴς τοῦ Ἑλληνισμοῦ! Θαυμάζω τὴν ἀνθρωπιὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ… Οἱ διωγμοὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν μὲ συγκινοῦν, μὲ παρηγοροῦν. Διότι παρὰ τοὺς διωγμοὺς παραμείναμε δημιουργικοί, παρ’ ὅτι μᾶς ταλαιπωροῦν ἀπὸ αἰώνων, χειρότερα δὲ ἀπὸ ὅλους οἱ Εὐρωπαῖοι. Αὐτοὶ ἐν ψυχρῷ μᾶς πετάξανε ἀπὸ τὸν τόπο μας, τὴν Ἰωνία, τὸν Πόντο, ξερίζωσαν τοὺς Ἕλληνες, τοὺς Λαζούς… Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἐπέζησαν καὶ ἐδημιούργησαν. Ὁ πρόεδρος Καραμανλὴς εἶναι Λαζός. Τὸ γνωρίζετε αὐτό;  …Οἱ Φράγκοι, οἱ κοκορόμυαλοι, ἰσχυρίσθηκαν πὼς δημιούργησαν τὴν Ἀναγέννηση μὲ κάτι … Μαρσαλεβαντίνους, ὅπως ὁ Λάσκαρις, ὁ Βησσαρίων καὶ ἄλλοι τέτοιοι. Ἄκουσον-ἄκουσον “Ἀναγέννηση”! – ξαναγεννήθηκε τί, δηλαδή; Εἶναι νὰ σοῦ φεύγει τὸ καφάσι. Ἡ σκέψη γεννήθηκε μία φορὰ καὶ ἦταν ἡ ἑλληνικὴ σκέψη. Ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἀναγέννησης δὲν ὁδήγησε σὲ ἀνάλογα ἐπιτεύγματα. Ποῦ ἐφτάσανε οἱ Εὐρωπαῖοι μὲ τὴν τύφλα τους; Χρησιμοποίησαν τὴ σκέψη καὶ τὴν ἐπιστήμη, γιὰ νὰ ἀδειάσουν πάνω στὴ φύση πετρέλαια καὶ ἀτομικὲς βόμβες. Μέχρι καὶ τὴ ζωγραφικὴ ἐμόλυναν καὶ τὴν ἔφτασαν νὰ εἶναι δύο συγκλίνουσες γραμμές. Ἕνας Ἕλλην, ὁ Ἔλ Γκρέκο, τοὺς ἔδειξε τὸ χρῶμα καὶ τελικὰ κατέληξαν στὴ ἔγχρωμη φωτογραφία. Στὴ σκέψη, πάλι, ποῦ ἔφθασαν; Στὸν ὀρθολογισμὸ καὶ στὰ κομπιοῦτερ!…». (Νίκου Ἐγγονόπουλου «Οἱ ἄγγελοι στὸν Παράδεισο μιλοῦν ἑλληνικά…. – Συνεντεύξεις, Σχόλια καὶ Γνῶμες» Ἔκδ. «ὕψιλον/ βιβλία», 1999, σελ. 170-171).

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ἔγραψε στὸ μηνιαῖο περιοδικὸ «Εὐθύνη» τοῦ Κώστα Τσιρόπουλου, τὸν Μάρτιο τοῦ 1981:

«Ὁ Ἑλληνισμὸς εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Ἀλλὰ ζεῖ πάνω ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες χρόνια. Ἁπλώθηκε σὲ τρεῖς ἠπείρους στὴν ἀρχαιότητα, σχεδὸν σὲ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς στοὺς νεώτερους χρόνους. Αὐτονόητο εἶναι λοιπὸν ὅτι ἡ ποικιλία τῶν φάσεων τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὑπῆρξε καὶ εἶναι μεγάλη. Ἀλλὰ ἡ ποικιλία αὐτὴ ἐπιβεβαιώνει ἀκόμη περισσότερο τὴν ἑνότητά του… Ἡ ποικιλία τῶν κατὰ τόπους ἰδιαιτέρων βιωμάτων καὶ ἐκφράσεων τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν ὁδήγησε ποτὲ στὴν παραμικρὴ ἐθνικὴ διαφοροποίηση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Πολλὲς οἱ πατρίδες τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ ἕνας καὶ μοναδικὸς ὁ Ἑλληνισμός!».

Τέλος ὁ ἐκδότης τοῦ φιλοσοφικοῦ περιοδικοῦ «Ἐποπτεία» Παναγιώτης Δρακόπουλος ἔγραψε:

«Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετέχει στὴν παράδοση δὲν εἶναι συντηρητικός, μὲ τὴν τρέχουσα παραπολιτικὴ συνθηματολογία. Εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχὴν συμπαραστάτης τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δημιουργίας τῶν ἑπομένων γενεῶν. Δὲν μένει ἀγκυλωμένος σὲ μορφὲς τοῦ παρελθόντος, δὲν εἶναι φορμαλιστής. Βαθύτατα φιλελεύθερος ἀρνεῖται νὰ ἀποφασίσει γιὰ λογαριασμὸ τῶν ἑπομένων γενεῶν. Εἶναι δημιουργός, εἶναι ρηξικέλευθος. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἀποφασίσει νὰ κάνει τὴν Ἀκαδημία Πλάτωνος γήπεδο ἢ τὴν Ἀκρόπολη ξενοδοχεῖο, γιατί δὲν θέλει νὰ μεταβιβάσει στοὺς ἑπόμενους μίαν ἀναπότρεπτη κατάσταση. Δν δέχεται τν κατάργηση λλοίωση τς γλώσσας… ὄχι γιατί τὸν συναρπάζουν οἱ βαρεῖες καὶ οἱ δασεῖες, ἀλλὰ διότι ρνεται ν πογράψει μία διαταγ πο θ συνεπάγεται δυναμία τν πομένων γενεν ν κατανοήσουν τ γλώσσα κειμένων πο συγκροτον τὴ ραχοκοκκαλι το Γένους. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ ὑπογράψει τὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀπογόνων. Γιατί γνωρίζει ὅτι ἡ παράδοση, εἶναι ἀκριβῶς οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐλευθερίας». (Παν. Δρακόπουλου «Κείμενα μὲ σπασμένη ἑνότητα», Ἔκδ. Οἶκος «Κυρομάνος», Θεσσαλονίκη, 1995, σελ. 179).–

 

 

(Πηγή: christianvivliografia.wordpress.com)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]