Ερευνητικά μαγειρέματα γέρνουν την πλάστιγγα της φαρμακευτικής παραγωγής προς την πλευρά του κέρδους και όχι της κοινωνικής προσφοράς
Εχει τα μάτια στραμμένα προς το κέρδος, αφού σε ό,τι αφορά την ιατρική χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από τη φαρμακοβιομηχανία. Με διάφορα ερευνητικά τερτίπια, τα αποτελέσματα για προτεινόμενα κερδοφόρα φάρμακα προκύπτουν υπερβολικά «θετικά», την ίδια ώρα που χρήσιμα αλλά μη κερδοφόρα σκευάσματα καταχωνιάζονται στα συρτάρια…
Τι προέκυψε; Περίπου στις μισές από τις μελέτες που διεξήχθησαν το συγκεκριμένο διάστημα υπήρχε ανάμειξη της φαρμακοβιομηχανίας είτε μέσω συμμετοχής ερευνητών της στη συγγραφή του άρθρου είτε μέσω παροχής του φαρμάκου για τη διεξαγωγή της μελέτης είτε μέσω χρηματοδότησής της.
Μάλιστα όσο περνούσαν τα χρόνια η διείσδυση της βιομηχανίας παρουσίαζε αυξητική τάση: η συμμετοχή των φαρμακοβιομηχανιών αυξήθηκε από 44% το 1993 σε 58% το 2003.
Από το σύνολο των μελετών σχετικά με τον καρκίνο του μαστού που δημοσιεύθηκαν το 2003 το 84% εξ όσων είχαν χρηματοδότηση της φαρμακοβιομηχανίας εμφάνισε θετικά αποτελέσματα σε σύγκριση με το 54% των μελετών που είχαν χρηματοδοτηθεί από άλλες πηγές.
Συγκεκριμένα, η μετα-ανάλυση έδειξε ότι οι χρηματοδοτούμενες από τη βιομηχανία μελέτες είχαν τρεις φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να βγάλουν ένα στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα υπέρ της πειραματικής παρέμβασης – του φαρμάκου ή της τεχνολογίας που υποστηρίζεται από τη βιομηχανία. Και όχι μόνο αυτό: όλες οι μελέτες που εμφάνιζαν ανάμειξη της βιομηχανίας κατέληγαν στο να συστήνουν το φάρμακο χωρίς κανένα δισταγμό, κάτι που δεν συνέβαινε σε καμία από τις ανασκοπήσεις που είχαν κάνει οι ειδικοί της Cochrane Collaboration. Το συμπέρασμα των δανών ερευνητών μάλλον αναμενόμενο: «Οι ανασκοπήσεις σχετικά με φάρμακα που υποστηρίζονται από τη φαρμακοβιομηχανία τείνουν να αξιολογούν θετικότερα τα φάρμακα σε σχέση με τις ανεξάρτητες ανασκοπήσεις».
Αυτό που είδαν ήταν ότι όσο ερχόμασταν προς το σήμερα το ποσοστό των μελετών που είχαν χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία αυξανόταν, ενώ το ποσοστό των μελετών που είχαν χρηματοδοτηθεί από κυβερνητικούς οργανισμούς μειωνόταν. Από ένα σημείο και πέρα, ουσιαστικά την τελευταία πενταετία, πρακτικά όλες οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές που είχαν τον μεγαλύτερο επιστημονικό αντίκτυπο στη βιβλιογραφία είχαν χρηματοδοτηθεί εν μέρει από τη βιομηχανία και πάνω από τις μισές είχαν χρηματοδοτηθεί μόνο από τη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, 65 από τις 77 πιο «δημοφιλείς» μεταξύ των επιστημόνων τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές είχαν λάβει ποσοστό χρηματοδότησης από τη βιομηχανία, ενώ οι 18 από τις 32 δοκιμές τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύθηκαν μετά το 1999 είχαν χρηματοδοτηθεί αποκλειστικώς από τη βιομηχανία. Παράλληλα από τη συντριπτική πλειονότητα των δοκιμών (67 από τις 77) προέκυψε ότι η παρέμβαση η οποία μελετήθηκε ήταν αποτελεσματική.
Δεν είναι δύσκολο για κάποιον να εννοήσει με βάση και αυτά τα ευρήματα το αδιέξοδο στο οποίο φθάνουν οι επιστήμονες από κάθε άποψη. Αποτελέσματα τα οποία πιθανώς έχουν μικρή επιστημονική βάση όχι μόνο γίνονται δεκτά από άλλους ερευνητές, αλλά και αναπαράγονται από αυτούς σε ένα γαϊτανάκι που δεν έχει τελειωμό. «Ουσιαστικώς οι επιστήμονες είναι σε μεγάλο βαθμό πλέον εγκλωβισμένοι στο να ακολουθήσουν μια δεδομένη επιστημονική ατζέντα. Υποχρεώνονται και εκείνοι να συμβιβαστούν στις μελέτες τους με την εικόνα που παράγεται από αυτές τις μελέτες-ορόσημα» επισημαίνει στο «Βήμα» ο κ. Ιωαννίδης.
Ολα αυτά μας οδηγούν σε μια απτή (και όχι εικονική, όπως κάποιοι θέλουν να παρουσιάσουν) πραγματικότητα, την οποία αντικρίζουμε πολύ συχνά στις ημέρες μας. Η κλινική έρευνα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα θεραπειών δεν σχεδιάζεται στο σύνολό της με καθαρά επιστημονικά κριτήρια, όπως τονίζει ο κ. Ιωαννίδης. Πώς θα γινόταν ο σχεδιασμός της να είναι πλήρως επιστημονικώς; Σύμφωνα με τον καθηγητή, «θα μπορούσαν να συγκεντρώνονται όλοι οι επιστήμονες και να συζητούν σχετικά με το τι υπάρχει διαθέσιμο, τι καινούργιο, ποιο είναι το καλύτερο επόμενο βήμα που πρέπει να κάνουμε ερευνητικά για να λύσουμε τα καίρια ερωτήματα όσον αφορά την πρόοδο των μελετών για τις νέες θεραπείες. Στην πράξη όμως εισέρχονται πολλές άλλες προτεραιότητες ημιεπιστημονικής ή και καθόλου επιστημονικής φύσεως που καθορίζουν τελικώς το ποια θα είναι η επόμενη μελέτη».
Οπως πολύ καλά καταλαβαίνετε, για να μπορούν ορισμένες βιομηχανίες και ερευνητές να «αλωνίζουν» έχουν βρει κάποια κενά τα οποία και εκμεταλλεύονται. Πράγματι, τα κενά αυτά παρουσιάζονται στο χαλαρό έως και ανύπαρκτο σε κάποιες περιπτώσεις πλαίσιο που διέπει τον σχεδιασμό των μελετών. «Δεν υπάρχει καμία οδηγία η οποία να ορίζει και να επιτάσσει σε κάποιον που σχεδιάζει μια μελέτη τι ακριβώς θα συγκρίνει. Υπάρχουν οδηγίες που καλύπτουν τα επόμενα βήματα των ερευνητών, αφού δηλαδή έχει αποφασιστεί το τι θα συγκριθεί, σχετικά με το πώς πρέπει να προχωρήσουν τη μελέτη και πώς πρέπει να παρουσιάσουν τα αποτελέσματα» λέει ο έλληνας ερευνητής.
Είναι αναμφισβήτητο ότι όταν ο επιστημονικός κόσμος συναντά τον επιχειρηματικό, αρκετές φορές η σύμπραξη είναι για το καλό των ασθενών. Νέα φάρμακα, ιατρικές συσκευές και τεχνολογίες φθάνουν στην αγορά μέσω της συνεργασίας. Οπως όμως συμβαίνει σε όλες τις σχέσεις, καμιά φορά οι ισορροπίες διαταράσσονται και ο ένας από τους δύο συντρόφους επιχειρεί να έχει το «επάνω χέρι». Το θέμα είναι ότι η συγκεκριμένη σχέση βιομηχανίας και επιστήμης δεν αφορά μόνο τους δύο «παρτενέρ», αλλά μπορεί να έχει αντίκτυπο σε εκατομμύρια ανθρώπους. Γι’ αυτό και, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι επιστήμονες, πρέπει άμεσα η ισορροπία να αποκατασταθεί, αφού η έλλειψή της μετριέται σε ανθρώπινες ζωές…
Αχυράνθρωποι και μάγοι
Φάρμακα ορφανά και φάρμακα φιλόδοξα
(Πηγή: “ΒΗΜΑ SCIENCE” 15/4/2007)