Βαρυσήμαντο Υπόμνημα του Αγίου Όρους για το Π.Σ.Ε.

Διαβάστε τα συμπεράσματα και τις προτάσεις του εκτενούς υπομνήματος (60 σελίδες Α4) περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το οποίο συνέταξε πέρυσι η επί των Δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτρο­πή, και ενέκρινε προ ολίγων εβδομάδων η Ιερά Κοινότης τον Αγίου Ορους. Το Υπό­μνημα απεστάλη στον Παναγιότατο Οικου­μενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, σε όλους τους Αρχιερείς, σε όλους τους Θεολόγους Καθηγητές Πανεπιστημίου και όπου αλλού έπρεπε. Με τρόπο ορθοδοξότατο και ομολογια­κό, αλλά συγχρόνως νηφάλιο και πλήρως τεκμηριωμένο, εκφράζεται η καλή ανησυ­χία και ο γενικότερος προβληματισμός των Αγιορειτών για τα διατυπούμενα και τε­λούμενα στους λεγόμενους θεολογικούς διά­λογους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλη­σιών (Π.Σ.Ε.). Το Αγιον Ορος για άλλη μια φορά στη χιλιόχρονη Ιστορία του αρθρώνει λόγο πατερικά θεολογικό, ο οποίος εκφράζει απόλυτα την διαχρονική αυτοσυνειδησία των Ορθοδόξων, ότι αποτελούμε την «Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» του Συμβόλου της Πίστεως. Η αίσθηση ευθύνης των Αγιορειτών για την διατήρηση ακαινοτομήτου της παραδο­θείσης πίστεως των πατέρων μας, πιστεύου­με και ευχόμεθα ότι θα παρακινήσει και άλ­λους ποιμένες και διδασκάλους της Εκκλησί­ας να ομιλήσουν και να πράξουν αναλόγως.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ Π.Σ.Ε.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Από όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, και ασφαλώς από όσα στοιχεία δεν ήταν δυνα­τόν να παρατεθούν, είναι φανερό ότι:

1. Το Π.Σ.Ε. αποδεικνύεται ένας οργα­νισμός που στόχο του έχει να καλλιεργήση την ενότητα των Χριστιανικών εκκλησιών και Ομολογιών σε δύο μορφές: α) ως κοι­νή δέσμευσι για αλληλοαναγνώρισι (mutual recognition), αλληλοεκτίμησι (mutual accountability), συμπόρευσι στην ιστορία (stay together), συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο (cooperation) και στην ιεραποστο­λή (common witness)’ β) ως κλήσι για ενό­τητα εν τη μια πίστει, τη μια ευχαριστία και τη κοινή ζωή τής αδιαιρέτου Εκκλη­σίας. Όπως είναι προφανές, ούτε η πρώτη μορφή αποτελεί αληθινή ενότητα ούτε η δεύτερη είναι εφικτή, επειδή οι προτεστα­ντικές Ομολογίες δεν αναγνωρίζουν ότι η αποστολική Πίστις είναι αυτή η ιδία Πίστις, την οποία κατέχει η συγκεκριμένη σήμερα ιστορική Ορθόδοξος Εκκλησία.

2. Υπό την παρούσα μορφή ενότητος οι εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε. προσανατολί­ζονται να αλληλοαναγνωρίσουν το Βάπτι­σμά τους. Δυστυχώς ωρισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν προχωρήσει στην αναγνώρισι του Βαπτίσματος των Αντιχαλκηδονίων και των προτεσταντικών Ο­μολογιών της Γερμανίας. Η πρωθύστερη όμως αναγνώρισις του Βαπτίσματος των ετεροδόξων χωρίς δογματική ενότητα, δεν είναι σύμφωνη προς την εκκλησιολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προτεστα­ντικές εκκλησίες διατηρούν όλες τις αιρε­τικές διδασκαλίες που έχουν επισημάνει οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι και θεολόγοι από τον 16ον αιώνα και εντεύθεν.

3. Οι συμπροσευχές και η συμμετοχή σε λειτουργικές συνάξεις αποτελούσαν συνή­θη πράξι στις οικουμενικές συναντήσεις του Π.Σ.Ε. Μόνο μετά την διαμαρτυρία τών Ορθοδόξων το 1998 σχεδιάσθηκε μία τροποποίησις, η οποία όμως δεν μεταβάλλει το καθεστώς των συμπροσευχών, που απαγορεύονται από τους Ιερούς Κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δεν πρέ­πει να συνεχίζονται.

4. Ο στόχος τον Π.Σ.Ε. για παγχριστιανική ορατή ενότητα έχει ως υπόβαθρο την προτεσταντική εκκλησιολογία περί της “αοράτου” Μιας Αγίας Καθολικής και Α­ποστολικής Εκκλησίας και των ορατών ιστορικών μορφών της, από τις οποίες καμμία δεν κατέχει το πλήρωμα της απο­στολικής Πίστεως, της Καθολικότητος και της εν Χάριτι ζωής. Για τον λόγο αυτό ο στόχος του Π.Σ.Ε. για ορατή ενότητα δεν έχει νόημα για τους Ορθοδόξους, οι οποίοι αναγνωρίζουν στην Ορθόδοξο Εκκλησία το πλήρωμα της αποστολικής Πίστεως και της εν Χριστώ ζωής. Η παγχριστιανική ενότης Ορθοδόξως κατανο­είται ως επιστροφή όλων των ετεροδόξων στην Ορθόδοξο Πίστι και δια του τρόπου αυτού επανάκαμψί τους στην κοινωνία της Ορθοδόξου Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας (Λειτουργία Μεγ. Βασιλείου).

5. Στο Π.Σ.Ε. υπάρχει η τάσις να επεκταθή η διαχριστιανική ενότης και να συμπεριλάβη όλες τις θρησκείες του κόσμου, επειδή δήθεν η εκ Θεού σωτηρία προορί­ζεται για όλους τους ανθρώπους και μας είναι άγνωστοι οι τρόποι τής φιλανθρω­πίας του Θεού. Αυτή η ενότης για την Ορ­θόδοξο Εκκλησία είναι εντελώς απαράδε­κτη, διότι ναι μεν η σωτηρία προσφέρεται από τον Θεό σε όλους τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι την απορρίπτουν ακο­λουθώντας δρόμους που δεν συντελούν στην αποδοχή τής σωτηρίας.

6. Ωρισμένες προτεσταντικές ομάδες απαιτούν από το Π.Σ.Ε. επίσημο βήμα για να ζητήσουν να τους αναγνωρισθούν ακραίες αντιευαγγελικές ηθικές επιλογές (ομοφυλοφιλία κ.λπ). Δεν βρίσκουν προς το παρόν συγκατάθεσι. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι χάριν των ανθρωπίνων δικαι­ωμάτων θα προχωρήση η ήδη αρξαμένη συζήτησις και θα απαιτηθή η ίση αναγνώρισις όλων των ηθικών τάσεων. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν μπορεί να αγνοήση την ευαγγελική διδασκαλία και να συμπο­ρεύεται με την ανομία (Ησ. 52,11 – Β’ Κορ. 6, 14-7, 1). Η χειροτονία των γυναικών από πολλές προτεσταντικές εκκλησίες είναι επίσης ένα σοβαρό δείγμα μείζονος αθετήσεως της Παραδόσεως της Εκκλησίας των Αποστόλων και των Πατέρων.

7. Η μαρτυρία τής Ορθοδόξου Εκκλη­σίας δεν γίνεται δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές εκκλησίες του Π.Σ.Ε., όπως φαίνεται από την εξηκονταετή ιστο­ρία του Π.Σ.Ε. και την πολύ μακρύτερη ιστορία των Ορθοδοξο-προτεσταντικών επαφών. Όλα δείχνουν ότι το επιδιωκόμε­νο στο Π.Σ.Ε. είναι η ομογενοποίησις των εκκλησιών-μελών του Π.Σ.Ε. μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού.

8. Η αλλοίωσις του φρονήματος των Ορθοδόξων (θεολόγων που μετέχουν του Π.Σ.Ε. και άλλων) είναι γεγονός που εγκυ­μονεί κινδύνους για την μελλοντική πο­ρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Ο κίνδυνος ενδο-ορθοδόξων σχισμάτων είναι υπαρκτός.

9. Κατ’ επίδρασιν του Π.Σ.Ε. Ορθόδοξοι και Αντιχαλκηδόνιοι παρακάθηνται ως η Ορθόδοξη πτέρυγα του Π.Σ.Ε., αλληλοαναγνωριζόμενοι ως ορθόδοξοι. Το ίδιο πνεύμα ωδήγησε στην απαράδεκτη από Ορθοδόξου πλευράς συμφωνία (Κοινές Δηλώσεις) των Ορθοδόξων και των Αντιχαλκηδονίων θεολόγων στους ανεπι­σήμους διαλόγους καί στον επίσημο διά­λογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις αντίστοιχες αντιχαλκηδόνιες εκκλησίες.

10. Οι προοπτικές για το μέλλον (προτά­σεις για κοινό εορτασμό του Πάσχα και σύγκλησι Οικουμενικής Συνελεύσεως χωρίς δογματική ενότητα) δεν είναι ευοίωνες και απαιτείται πολλή προσοχή και επαγρύπνησις.

11. Η διακοπή των σχέσεων των Ορθο­δόξων Εκκλησιών με το Π.Σ.Ε. ήταν ένα μόνιμο ερώτημα που συνεχίζει να είναι επίκαιρο, όσο οι προτεσταντικές εκκλησίες-μέλη του Π.Σ.Ε. δεν φαίνεται να αφί­στανται των εκκλησιολογικών τους προϋ­ποθέσεων. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με την συμμετοχή τους στο Π.Σ.Ε. δείχνουν στην πράξι ότι παραιτούνται από την εκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στο ση­μείο αυτό οι Ρωμαιοκαθολικοί, απέχοντες τυπικά από το Π.Σ.Ε., είναι συνεπέστεροι στην εκκλησιολογία τους από ό,τι είμαστε οι Ορθόδοξοι στην δική μας.

12. Οι Ορθόδοξοι δεν κερδίζουμε τίπο­τε από την συμμετοχή μας στο Π.Σ.Ε. Α­ντίθετα, αποκομίζουμε ζημία και φθορά. Η αποστολή μας, να κηρύξουμε το μήνυμα της Ορθοδοξίας προς τους ετεροδόξους, δεν ευοδώνεται, επειδή οι Προτεστάντες στο Π.Σ.Ε. δεν προσανατολίζονται προς αποδοχή της Ορθοδοξίας αλλά προς συνύπαρξι μαζί της στο επιδιωκόμενο μόρ­φωμα των πλήρως αλληλοαναγνωριζομένων εκκλησιών. Ο προσανατολισμός τους αυτός είναι σύμφωνος με την εκκλησιολο­γία τους. Οι Ορθόδοξοι όμως μπορούμε να συμμετέχουμε σε ένα Οργανισμό (το Π.Σ.Ε.), του οποίου η σύστασις, η δομή και η λειτουργία βασίζονται στην προτε­σταντική εκκλησιολογία, χωρίς η συμμετο­χή μας να σημαίνη παραίτησι από την εκκλησιολογία μας;

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: Κατόπιν τούτων η Ορθόδοξος στάσις έναντι του Π.Σ.Ε. θα μπορούσε να χαραχθή βάσει των ακολούθων θέσεων:

1. Η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε. δεν αποβαίνει προς όφελος ούτε της Ορθοδόξου Εκκλησίας ούτε των ετεροδόξων, αλλά ούτε και λυσιτελής είναι για την ποθούμενη ενότητα όλων των Χρι­στιανών στην αληθινή αποστολική Πίστι και την Εκκλησία των πρώτων χριστια­νικών αιώνων. Μήπως επέστη ο καιρός οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να διακόψουν τις σχέσεις τους με το Π.Σ.Ε.;

2. Εάν για λόγους υψίστου, καλώς νο­ουμένου και θεοφιλούς συμφέροντος ωρισμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών (βλ. Πηδάλιον, εκδ. Ρηγόπουλου 1982, σελ. 56, τί εστι το συμφέρον) ή και για λόγους ενημε­ρώσεως κριθή απαραίτητη κάποια μορφή συνεργασίας με το Π.Σ.Ε., πρέπει να απαιτηθή η μετονομασία τού Π.Σ.Ε. σε «Πα­γκόσμιο Χριστιανικό Συμβούλιο» και να υπάρχη χαλαρή σχέσις με αυτό, δι’ απλών παρατηρητών, χωρίς δεσμεύσεις και υπο­χρεώσεις που αντιβαίνουν στην εκκλησιο­λογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

3. Στην περίπτωσι αυτή δεν θα γίνωνται συμπροσευχές και λατρευτικές εκδηλώ­σεις. Η συμμετοχή θα είναι απολύτως ακα­δημαϊκού επιπέδου, απαραιτήτως δε οι Ορθόδοξες θέσεις θα διατυπώνωνται με την μορφή των χωριστών Δηλώσεων, όπως γινόταν μέχρι την Γεν. Συνέλευσι του Νέου Δελχί (1961).

Η ένωσις, αν ποτέ γίνη, δεν θα είναι α­ποτέλεσμα συμφυρμού αλλά καρπός προ­σευχής, πιστότητος στην Ορθόδοξο αυτο­συνειδησία μας και κυρίως δώρο του Πα­νάγαθου Θεού.

Εν Αγίω Ορει τη 18η Φεβρουαρίου 2007

Τα μέλη της Επιτροπής:

Ο της Ι. Μ. Βατοπαιδίου Καθηγούμενος + Αρχιμ. Εφραίμ Ο της Ι. Μ. Φιλοθέου Γέρων Λουκάς Ο της Ι. Μ. Γρηγορίου Καθηγούμενος + Αρχιμ. Γεώργιος

Το πλήρες κείμενο του υπομνήματος υπάρχει εδώ
(Πηγή: «Παρακαταθήκη», Μάρτιος – Απρίλιος 2008)

Διαβάστε περισσότερα κείμενα σχετικά με το Π.Σ.Ε. πατώντας εδώ

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]