Οθόνη που ανακλά τη ζωή; Ή ζωή που ανακλά την οθόνη; (Γιώργος Καστρινάκης)

Ὁ κινηματογράφος μπορεῖ νὰ ἐφευρέθηκε ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον μέσο διασκέδασης, πολὺ σύντομα ὡστόσο ἀξιοποιήθηκε ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον μέσο παιδείας. Πιθανῶς μάλιστα, τό (ἐπι)δραστικώτερο.

Ἡ κύρια ὁπότε ἀποστολὴ τὴν ὁποία ἐπιφορτίστηκε ἦταν ἡ ἑδραίωση – καὶ διάδοση, ἔπειτα – τοῦ πολιτιστικοῦ ἐκείνου πλαισίου μέσα στὸ ὁποῖο κυοφορήθηκε. Δηλαδὴ τοῦ (νεώτερου) δυτικοῦ.

Ἐπ’ αὐτῆς λοιπὸν τῆς ἀποστολῆς, ἡ ἐπιτυχία του – κρινόμενη πιὰ ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος – ἀποβαίνει θεαματική: Ποτὲ παλαιότερα π.χ. μιὰ ὁποιαδήποτε ἀλλαγή, ἢ καὶ ἀνατροπή, στοὺς ὅρους ζωῆς καὶ στὰ καθημερινὰ αὐτονόητα τοῦ μέσου ἀνθρώπου (τὴν ὁποία θὰ προέκρινε, γιὰ δικούς της λόγους, ἡ ἡγουμένη ἑκάστοτε φιλοσοφία) δὲν κατόρθωνε νὰ προαχθεῖ ταχύτερα, ριζικώτερα, καθολικώτερα.

ἕλξη, δηλαδή, ἡ πειθὼς καὶ ἐν τέλει ἡ ὑποβολή, τὴν ὁποία θὰ ἀσκοῦσε ἡ κινούμενη εἰκόνα, ἐπρόκειτο ἀμέσως νὰ ἀποδειχθεῖ ἀκαταγώνιστη.

Πέραν αὐτοῦ, πάντως: Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο χρησιμοποίησε τὴ νέα τεχνικὴ δυνατότητα ὁ συγκεκριμένος πολιτισμός, ποὺ τὴν γέννησε, ἦταν ὁ ἀποφασιστικώτερος ἀλλὰ καὶ ψυχρότερος/κυνικότερος ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε χρησιμοποιηθεῖ κάθε προγενέστερη ἀνάλογη εὐκαιρία, ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον.

Καθοριστικὸ «κλειδί», αὐτὴ τὴ φορά, ἦταν βέβαια ἡ ἐπιστράτευση τῆς (γήινης) χαρισματικότητας. Καὶ πρῶτα-πρῶτα τῆς σωματικῆς ὀμορφιᾶς – κατὰ προτεραιότητα τῆς γυναικείας: Πίσω ἀπὸ ἕνα μοντέλο ζωῆς τὸ ὁποῖο ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ «αἰθέριες» ὀντότητες, ἦταν ἀπόλυτα ἀσφαλὲς πὼς θὰ ἔσπευδαν νὰ στοιχηθοῦν, μαζικά, οἱ ἄνδρες πρῶτοι – μὰ καὶ οἱ, ἄλλες, γυναῖκες εὐθέως κατόπιν.

Ἀξίζει νὰ συνειδητοποιοῦμε ὅτι βρισκόμαστε ἤδη στοὺς ἀντίποδες τοῦ προτύπου ποὺ ὑλοποίησαν, φέρ’ εἰπεῖν, οἱ βυζαντινές μας εἰκόνες. (Οἱ ὁποῖες, ἐπίσης, σὲ ἕναν ὁρισμένο τρόπο ζωῆς ἐπιζητοῦσαν νὰ προσκαλέσουν:) Μιὰ τέχνη, ἐκείνη, ποὺ φρόντιζε ἴσα-ἴσα νὰ ἀποσιωπᾶ τὴν ὡραιότητα – γιὰ παράδειγμα – τῆς Παναγίας καὶ πολλῶν ἄλλων γυναικῶν ἁγίων, ἀποφεύγοντας ἀκριβῶς μιὰν ἄσκηση ἕλξης σὲ ἐπίπεδο ἐπιφανείας. Μιὰ χειραγώγηση.

Ἂς διερωτηθοῦμε, τώρα, γιὰ κάτι περαιτέρω: Μετὰ τὴν ἐπιφανειακότητα, τί; Μετὰ τὴν ἐπιφανειακότητα, μήπως, ὁ κῆπος τῶν ἀπολαύσεων; Μά, ἂν πήγαινε ἔτσι, ὡς μόνος κινηματογραφικὸς ὁρίζοντας θὰ ἀπέμενε ἡ διήγηση τῆς λαγνείας – μὲ γρήγορη κατάληξη ἕνα “ἀχανὲς” πορνογραφικὸ ἀδιέξοδο.

Ὄχι – ἡ ἐπιπεδοποίηση τῆς χρείας ἔπρεπε νὰ “πεποικιλθεῖ” μὲ κάποιον ἀντικατοπτρισμὸ σημασίας.

Μιὰ δυσκολία, λοιπόν: Ἰδοὺ τὸ ἐπειγόντως ζητούμενο!

(Ἂς σημειώσουμε ὅτι θὰ ὑπῆρχε κι ἄλλη διέξοδος ἀπὸ τὸ σημεῖο ἀμηχανίας, ἐτοῦτο – στὸ ὁποῖο φυσικὰ προσκρούουν, κάποτε, ὅλοι οἱ βίοι ὅπως καὶ ὅλες οἱ συλλογικότητες: Ἡ ἐμβάθυνση! / Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει λύση ἐτούτη, ὡστόσο, ἀναφορικὰ μὲ τὸ κατ’ ἐξοχήν – μέσα στὴν ἱστορία – πολιτιστικὸ στερέωμα τῆς ρηχότητας…)

Ἡ «δυσκολία» ὁπότε ἔπρεπε νὰ  ἀναζητηθεῖ, καὶ αὐτή, σὲ ἕνα ἐπίπεδο “στοιχειωδῶν” δεδομένων: Στὸν χῶρο τοῦ ὁρμεμφύτου τῆς αὐτοσυντήρησης, κατὰ τὴν ἁπλούστερη ἐκδοχή, ἐξ οὗ καὶ ἡ… καταδρομὴ ἀστυνομικῶν ἢ πολεμικῶν ταινιῶν – ἡ ἀπόδραση, ἐν γένει, σὲ μιὰ ὁποιαδήποτε παραλλαγὴ περιπέτειας.

Ἕνα αὐτονόητο ἐρώτημα, μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ διαπίστωση κατάποσης τῆς κινηματογραφικῆς τέχνης ἀπὸ τὴν ἀσημαντότητα εἶναι, βέβαια, τὸ ἂν ὑπῆρξε ἀναπόφευκτη ἡ ἐξέλιξη τούτη.

Γιὰ τὴν διερεύνηση τῆς ἀπάντησης – καὶ καθὼς ἔχουμε, πρὸς ὥρας, ἀναφερθεῖ στὰ καθέκαστα μόνο τῆς δυτικῆς τοπιογραφίας – θὰ μᾶς διευκολύνει τὸ νὰ δοῦμε τὴν πορεία τῆς κινηματογραφικῆς δημιουργίας μέσα στοὺς ὑπόλοιπους ἑνεστῶτες πολιτισμούς.

Λοιπόν, ὄχι: Οἱ πορεῖες δὲν εἶναι παράλληλες! Τὰ ἔργα ποὺ μᾶς ἦρθαν ἀπὸ τὴν μεταπολεμική (ἀλλὰ πεισματικὰ χριστιανική) Ἰταλία ἢ καὶ τὴν Ἰαπωνία π.χ. (μερικὰ μάλιστα, ἀπ’ τὴν Ἑλλάδα) τὰ ἔργα ποὺ μᾶς ἔρχονται σήμερα ὰπὸ τὴν Κίνα καὶ τὸ Ἰράν (μὰ ὄχι, ἀτυχῶς, κι ἀπὸ τὴν Ἰνδία) ἀκόμα κι ἂν διέπονται ἀπὸ δυτικὲς ἰδεολογικὲς ἀναφορές, ἐνσαρκώνουν μιὰ βιωματικὴ ποιότητα ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ ἀστείρευτες ἀκόμα ὀντολογικὲς πηγὲς τῆς… προ-νεωτερικότητας – καὶ λάμπουν, ἐξ αὐτοῦ, σὰν χρυσὸς καταμεσῆς ἑνὸς καταιονισμοῦ ἀπὸ ὑποπροϊόντα τοῦ «ἐκσυγχρονισμένου», ἀνὰ τὴν ὑφήλιο, ὑπαρξιακοῦ ὁρίζοντα.

Τὸ τοπίο κιόλας φωτίζεται ἀκόμα διαυγέστερα, ὅταν ἑστιάσουμε, στενά τώρα, στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια: Ἔχουμε νωπὰ δύο φωτεινὰ παραδείγματα (τὸ ἕνα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς τηλεόρασης) ποὺ ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν εἶναι διόλου ἀκατόρθωτη ἡ συμφιλίωση τῆς ὑψηλῆς ἀξίας μὲ τὸ πλατὺ λαϊκὸ ἐνδιαφέρον.

Πράγματι, ἡ ταινία «Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», ἀφ’ ἑνός, ἡ τηλεσειρὰ «Ἅγιος Παΐσιος – ἀπὸ τὰ Φάρασα στὸν οὐρανό», ἀφ’ ἑτέρου, διανοίγουν τὸν ὁρίζοντα τῶν κατανοήσεών μας, καὶ ἐπιτρέπουν στὶς ζωτικὲς διερωτήσεις νὰ ὑποβληθοῦν ἐξ ὑπαρχῆς, ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀλλὰ καὶ καταμεσῆς του δημοσίου διαλόγου.

Νὰ λοιπὸν ποὺ τὸ στοίχημα τῆς ποιότητας δὲν προβαίνει ἠττημένο ἐκ προοιμίου. Νὰ ποὺ οἱ ὑψηλὲς προσδοκίες νομιμοποιοῦνται νὰ ἐπανεκτίθενται στὸ προσκήνιο. Νὰ ποὺ κανεὶς ἀγώνας δὲν προδιαγράφεται ἄγονος… ἄνευ ἀγῶνος.

Ποιό εἶναι τὸ «μυστικὸ» ἄραγε;

Τό… μυστικὸ εἶναι… καταφανές:

Μοναδικὸ κρίσιμο στοιχεῖο εἶναι ἡ βούληση τῶν διανοουμένων μας – κατὰ προέκταση, καὶ αὐτὴ τῶν καλλιτεχνῶν μας. Ὅταν αὐτὴ προσέρχεται θετική, κανένα ζητούμενο δὲν προβαίνει ἀπρόσιτο.

Ἂς προσέξουμε, ὅμως: Προαπαιτεῖται νὰ ἔχει φέρει τὸν ἑαυτό του, ἕνας δημιουργός, σὲ θέση νὰ ἐκδηλώνεται ὄντως δημιουργικά. Δηλαδή, αὐτὸ ποὺ παράγει νὰ ἀποτελεῖ ἀληθινὸ καλλιτεχνικὸ γεγονός. Προϋποτίθεται, σὰ νὰ λέμε, ἡ χαρισματικότητα.

Ἡ ὁποία, ὡστόσο, μπορεῖ ἐν πολλοῖς νὰ εἶναι – καὶ πάλι – τόκος ἀγάπης μεγάλης καὶ ἑδραίας βουλήσεως…

Ἂς ὁλοκληρώσουμε, στὸ πεδίο τοῦ θεμελιώδους. Ὅπως κάθε μορφὴ τέχνης, ἡ «ἕβδομη» ἔχει θέσει ἐξ ἀρχῆς στὸν ἑαυτό της τὸ ἐρώτημα τῆς μορφῆς: Ἔχω ἔστω κάτι νὰ πῶ – τὸ κρίσιμο στοίχημα, ὅμως, εἶναι σὲ ποιάν γλῶσσα θὰ τὸ ἐκφράσω.

Κι εἶναι κρίσιμο τὸ στοίχημα, τοῦτο, γιὰ τὸν ἁπλὸ λόγο ὅτι ἐνδέχεται – ἂν δὲν ἔχω βρεῖ τὴ σωστὴ ἀπάντηση – τὸ ἔργο τῶν χειρῶν μου νὰ λέει κάτι ἄλλο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀνέθεσα…

Ἡ «γραφή» του, ἀμέσως-ἀμέσως, θὰ εἶναι γραφὴ κυριολεκτική, μήπως, ἢ ἀλληγορική; Θὰ χρησιμοποιήσω δηλαδὴ τὸν ρεαλισμὸ ὡς στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς του, ἢ ἴσως κάποιο εἶδος μεταφορᾶς;

Σὲ ἀπόλυτη συνάφεια πρὸς τὸ προηγούμενο δίλημμα: Πόση εἶναι ἡ θέση τὴν ὁποία θὰ καταλάβει τὸ συναίσθημα; Θὰ δεσπόζει πάνω στὴν ταινία μου, ἢ θὰ προβαίνει ὑπαινικτικό; Θὰ εἶναι σαφῶς εὐανάγνωστες οἱ διαθέσεις τῶν ἠθοποιῶν – ἢ ἡ σκηνοθεσία μου θὰ ἐμπιστευτεῖ τὴν αἰσθαντικότητα τῶν θεατῶν; Οἱ διαθέσεις τῶν ἠρώων θὰ κραυγάζουν, ἐν τέλει, ἢ θὰ ψιθυρίζουν;

Νὰ δύο δέσμες ἐρωτημάτων, τὰ ὁποῖα ἐλάχιστα φαίνεται νὰ μᾶς ἔχουν ἀπασχολήσει πρὶν τὴν προσέλευση στὴ σκοτεινὴ αἴθουσα. Κατὰ συνέπεια, δὲν ἔχουν… ταλαιπωρήσει οὔτε τοὺς παραγωγοὺς τῶν δημοφιλῶν φιλμογραφικῶν προϊόντων.

Τὂ εὐτύχημα, ἐν τούτοις, εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν καὶ δημιουργοὶ οἱ ὁποῖοι βασανίστηκαν πάνω σὲ τοῦτες τὶς ἀπορίες. Ἔχουν κατατεθεῖ, ὡς ἐκ τούτου τοῦ μόχθου, σχετικὲς προτάσεις ποὺ συνδυάζουν – ναί – τὴν ἀπαιτητικότητα μὲ τὴ συναρπαγή.

Εἶναι αὐτὲς ποὺ ἀξιώνονται νὰ περιστείλουν τὸ πεδἰο ἰσχύος τοῦ κοφτεροῦ, ἐκείνου, ἀφορισμοῦ ἀπὸ πλευρᾶς Ὀδυσσέα Ἐλύτη: «Βαρετὸ σὰν κινηματογραφικὴ ταινία».

 

 

[Δημοσιεύθηκε στο τχ 353 (Δεκέμβριος 2022) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”,  μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Εκκλησία και κινηματογράφος»]

 

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: antifono.gr)

 

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 4]