Ὁ κινηματογράφος μπορεῖ νὰ ἐφευρέθηκε ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον μέσο διασκέδασης, πολὺ σύντομα ὡστόσο ἀξιοποιήθηκε ὡς ἕνα ἐπὶ πλέον μέσο παιδείας. Πιθανῶς μάλιστα, τό (ἐπι)δραστικώτερο.
Ἡ κύρια ὁπότε ἀποστολὴ τὴν ὁποία ἐπιφορτίστηκε ἦταν ἡ ἑδραίωση – καὶ διάδοση, ἔπειτα – τοῦ πολιτιστικοῦ ἐκείνου πλαισίου μέσα στὸ ὁποῖο κυοφορήθηκε. Δηλαδὴ τοῦ (νεώτερου) δυτικοῦ.
Ἐπ’ αὐτῆς λοιπὸν τῆς ἀποστολῆς, ἡ ἐπιτυχία του – κρινόμενη πιὰ ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος – ἀποβαίνει θεαματική: Ποτὲ παλαιότερα π.χ. μιὰ ὁποιαδήποτε ἀλλαγή, ἢ καὶ ἀνατροπή, στοὺς ὅρους ζωῆς καὶ στὰ καθημερινὰ αὐτονόητα τοῦ μέσου ἀνθρώπου (τὴν ὁποία θὰ προέκρινε, γιὰ δικούς της λόγους, ἡ ἡγουμένη ἑκάστοτε φιλοσοφία) δὲν κατόρθωνε νὰ προαχθεῖ ταχύτερα, ριζικώτερα, καθολικώτερα.
Ἡ ἕλξη, δηλαδή, ἡ πειθὼς καὶ ἐν τέλει ἡ ὑποβολή, τὴν ὁποία θὰ ἀσκοῦσε ἡ κινούμενη εἰκόνα, ἐπρόκειτο ἀμέσως νὰ ἀποδειχθεῖ ἀκαταγώνιστη.