-και που ασφαλώς είναι δειγματολογικές και ουδόλως εξαντλητικές του όλου ζητήματος- προς κατάδειξη της απόψεώς μου, ότι
.
Αλλωστε όσοι ασχολούμεθα κάπως περισσότερο από ερασιτεχνικώς με τα αρχαία κείμενα, αν και χρησιμοποιούμε τις υπάρχουσες μεταφράσεις, γυρίζουμε πάλι στο πρωτότυπο προς πληρεστέρα κατανόηση των νοημάτων,
διότι και η πλέον έγκυρη μετάφραση αδυνατεί να αποδώσει με πληρότητα τα νοήματα και πολλάκις εγκλείει παγίδες στη σε βάθος κατανόησή τους. Νομίζω όμως ότι η μεταγλώττιση των ιερών κειμένων, πέρα από την αναπόφευκτη προδοσία των νοημάτων του πρωτοτύπου που θα επιφέρει, θα θέσει και ένα τεραστίας σπουδαιότητας θέμα:
της αποϊεροποιήσεως της λειτουργικής γλώσσας. Το θέμα αυτό είναι τεράστιο και θα χρειαζόταν ειδικό άρθρο η πλήρης ανάπτυξή του. Το αφήνω στους πιο ειδικούς από μένα. Εγώ απλά και με άκρα συντομία θα θίξω μία χαρακτηριστική πτυχή του συγκεκριμένου θέματος. Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, την, πιθανότατα, κωμική πτυχή. Για να καταστήσω σαφές τι θέλω να πω, θα αναφερθώ σε μια παρέμβαση του Σεβασμιωτάτου π. Δημητρίου Τρακατέλλη σε ένα συνέδριο που αφορούσε το μείζον θέμα της μεταφράσεως πρωτοτύπων κειμένων γενικά, αλλά και ειδικά μεταφράσεως βιβλικών κειμένων. Λέγει συγκεκριμένα ο π. Δημήτριος Τρακατέλλης: «Προ ετών, ενθυμούμαι, βρέθηκα σε μια ομάδα παλαιών καινοδιαθηκολόγων, που δούλευαν στα Αγγλικά και ανέφεραν ένα ωραίο παράδειγμα: στο κατ’ Ιωάννην Ευαγγέλιο, σε μια από τις εμφανίσεις του Ιησού, λέει εκεί ο αναστάς Ιησούς στους μαθητές Του: «
Δεύτε αριστήσωμεν». Η νέα αγγλική μετάφραση, για να είναι μοντέρνα, το απέδωσε: «
Let’s have breakfast», το οποίο είναι απολύτως σωστό. Αυτό σημαίνει το «δεύτε αριστήσωμεν» στην κυριολεξία, αλλά για τον Αγγλο τον παραδοσιακό, τον άνθρωπο της Αγγλικανικής εκκλησίας, αυτό το let’s have breakfast ήταν «
shocking», όπως είπε ο καθηγητής Karbery, που ανέφερε το παράδειγμα, διότι του εδημιούργησε ένα αίσθημα – όπως είπε- profanation, βεβηλώσεως, σχεδόν, αποϊεροποιήσεως»(10). Βλέπουμε λοιπόν ότι η αποϊεροποίηση της γλώσσας, που αναπόδραστα συνεπάγεται η, τολμώ να πω, όποια μεταγλώττιση, προκειμένου να επιτύχει «κατανοησιμότητα» -όπως τέλος πάντων την εννοεί αυτή ο καθένας- εγγίζει τα όρια του κωμικού. Και αν το ανωτέρω παράδειγμα προέρχεται από την Αγγλική γλώσσα ουδόλως μειώνει την άξια του. Μάλιστα πολύ φοβούμαι ότι στα νέα Ελληνικά τα πράγματα θα είναι πιο δύσκολα, δεδομένου ότι αναντίρρητα η νεοελληνική γλώσσα και πιο φτωχή γλώσσα από τα Αγγλικά είναι και λιγότερες εκφραστικές δυνατότητες από αυτά -τα «Αγγλικά- έχει, στο ανωτέρω παράδειγμα,
αν το «δεύτε αριστήσωμεν» το αποδώσουμε «ας πάρουμε πρωινό», η αποϊεροποίηση της γλώσσας θα είναι λιγότερο πραγματική και το σοκ που θα προκαλέσει στον Έλληνα πιστό θα είναι μικρότερο από ότι στον Αγγλο;
Αλλά στη θέση του π. Βασιλείου περί αναγκαιότητος μεταγλωττίσεως των κειμένων της θείας λατρείας προς πληρεστέρα κατανόησή τους υπολανθάνει και μία ακόμη πτυχή, άκρως σημαντική κατά την γνώμη μου. Πρόκειται για μία, ας το πω έτσι,
εργαλειακή θεώρηση της γλώσσας. Η γλώσσα θεωρείται ένα απλό εργαλείο, ένας κώδικας επικοινωνίας, προς εξυπηρέτηση χρηστικών αναγκών. Και φυσικά, σύμφωνα με την άποψη αυτή, τίποτα δεν μας εμποδίζει να αντικαταστήσουμε το εργαλείο αυτό με ένα άλλο, καταλληλότερο και προσφορώτερο για την εξυπηρέτηση των χρηστικών επικοινωνιακών αναγκών μας.
Όμως τα πράγματα ως προς τη φύση της γλώσσας δεν εξαντλούνται στην ψιλή εργαλειακή-χρηστική θεώρησή της. Η γλώσσα, πέρα από ένας κώδικας επικοινωνίας, είναι και φορεύς πολιτισμικών αξιών της γλωσσικής κοινότητος που την χρησιμοποιεί. Εκφράζει, ή μάλλον αποτυπώνει λεκτικά τις αξίες, τον ιδιαίτερο τρόπο του σκέπτεσθαι, τις ιδιαίτερες κατηγορίες νοήσεως, τον ιδιαίτερο τρόπο θεάσεως και νοηματοδοτήσεως του κόσμου, της κοινωνίας, του ανθρώπου, του θείου, του ιερού.
Και υπό αυτή την άποψη είναι αναντικατάστατη. Αλλωστε και η νεωτέρα θεωρία της Λογοτεχνίας δίδει όλο και περισσότερη και βαρύνουσα σημασία στη μορφή προς πληρεστέρα κατανόηση του εννοιολογικού περιεχομένου, με το οποίο είναι άρρηκτα συνυφασμένη η γλωσσική μορφή(11).
Από αυτή την άποψη κατανοούμε την ιδιαίτερη τιμή που επεφύλαξε η άρρητη θεία πρόνοια στην ελληνική γλώσσα και στον ελληνικό πολιτισμό, του οποίου είναι φορεύς η ελληνική γλώσσα, να αποτελέσουν το ιδιαίτερο όχημα διαδόσεως του Ευαγγελίου και διατυπώσεως της θεολογίας της Εκκλησίας.
Και αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Η ελληνική γλώσσα με όλες τις ιδέες, τις αξίες και τα νοήματα, των οποίων είναι φορεύς, εκρίθη από την ανεξιχνίαστη θεία βουλή ως η πλέον κατάλληλη για τη διατύπωση και έκφραση της διδασκαλίας της αποκαλυφθείσης αληθείας. Και αυτό διότι είναι η πλέον συγγενής με το χριστιανικό πνεύμα και ως εκ τούτου η πλέον προσιδιάζουσα στη διατύπωση και έκφρασή του. Συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι αν ο Χριστός ενηνθρώπιζε σήμερα, θα χρησιμοποιούσε την αγγλική γλώσσα, διότι αυτή είναι η σύγχρονος παγκόσμιος γλώσσα. Με την ίδια έννοια χρησιμοποιήθηκε και η ελληνική γλώσσα διότι «έτυχε» να ήταν την εποχή εκείνη η παγκόσμιος γλώσσα. Όμως δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο στην πρόνοια του Θεού, ακόμη το πλέον ασήμαντο πράγμα. Έτσι δεν είναι τυχαία ο χρόνος και ο τόπος της ενανθρωπήσεως και ασφαλώς η επιλογή της ελληνικής γλώσσας ως του οργάνου διατυπώσεως, εκφράσεως και διαδόσεως του Ευαγγελίου αλλά και ολόκληρης της μετέπειτα πατερικής θεολογίας και φυσικά και της θείας Λατρείας. Η γλώσσα αυτή με όλα τα νοήματα, ιδέες και έννοιες που σημαίνει διέθετε εν δυνάμει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να εκφρασθεί, διατυπωθεί και διαδοθεί η εξ Αποκαλύψεως αλήθεια. Ο Ελληνισμός με τη διανόηση και τη γλώσσα του διέθετε το κατάλληλο φύραμα, το οποίο ενοφθαλμιζόμενο στην αποκαλυφθείσα αλήθεια θα μπορούσε να μεταπλασθεί και να αποτελέσει το κατάλληλο γλωσσικό και διανοητικό υπόστρωμα εκφράσεως αυτής.
Υπό την έννοια αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή της ελληνικής γλώσσας (και φυσικά όλου του εννοιολογικού ορίζοντος που σημαίνεται από αυτήν) από τη θεία πρόνοια για την ιδιαίτερη διακονία της στην έκφραση και διάδοση της Χριστιανικής Αλήθειας. Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ είναι σαφής και κατηγορηματικός επ’ αυτού: «Είναι ουσιώδες να θέσουμε εδώ ένα θέμα. Η Παλαιά Διαθήκη παρήλθε. Ο Ισραήλ δεν δέχθηκε τη θεότητα του Χριστού, δεν αναγνώρισε το Χριστό ούτε τον ομολόγησε και η «υπόσχεση πέρασε στους Εθνικούς». Η Εκκλησία είναι, προ πάντων, ecclesia ex gentibus («εξ εθνών Εκκλησία»). Πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό το βασικό γεγονός της χριστιανικής ιστορίας
με ταπείνωση μπροστά στη βουλή του Θεού, η οποία εκπληρώνεται στον προορισμό των Εθνών. Και η «κλήση των Εθνών» σήμαινε ότι ο Ελληνισμός ευλογήθηκε από τον Θεό. Σ’ αυτό δεν υπήρξε καμιά «ιστορική σύμπτωση» – καμιά τέτοια σύμπτωση δεν μπορούσε να βρίσκεται σ’ αυτό. Στον θρησκευτικό προορισμό του ανθρώπου δεν υπάρχουν τυχαίες «συμπτώσεις». Οπωσδήποτε, το γεγονός παραμένει ότι το Ευαγγέλιο δίνεται σε όλους μας και για όλες τις εποχές στην ελληνική γλώσσα. Σ’ αυτή τη γλώσσα ακούμε το Ευαγγέλιο στην ολότητα και πληρότητά του. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει και δεν μπορεί να σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφραστεί – αλλά πάντοτε το μεταφράζουμε από τα Ελληνικά. Και υπάρχει ακριβώς τόσο λίγη «τύχη» ή «συμπτωματικότητα» σ’ αυτή την «εκλογή» της ελληνικής γλώσσας (ως της αμετάβλητης πρώτης γλώσσας του Χριστιανικού Ευαγγελίου), όση υπήρχε και στην εκλογή από το Θεό του Ιουδαϊκού λαού (από όλους τους λαούς της αρχαιότητας) ως λαού «Του». Υπήρχε τόσο λίγη «συμπτωματικότητα» στην «εκλογή» της ελληνικής γλώσσας όση υπήρχε στο γεγονός ότι «η σωτηρία εκ των Ιουδαίων εστίν» (Ιωάν. δ’ 22). Δεχόμαστε την αποκάλυψη του Θεού όπως έγινε. Και θα ήταν άσκοπο να ρωτάμε αν θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς»(12).
Αυτά που γράφει ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ για την ιδιαίτερη λειτουργία της ελληνικής γλώσσας όσον αφορά στο Ευαγγέλιο κάλλιστα ισχύουν και στη θ. λατρεία και ιδιαιτέρως στη θ. Λειτουργία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η θ. Λειτουργία δεν μπορεί να τελεσθεί σε άλλες γλώσσες και φυσικά σε άλλες μορφές της ελληνικής γλώσσας. Όμως – αντίγραφοντες τον π. Γ. Φλωρόφσκυ και μεταφέροντες όσα λέγει για τον Ευαγγέλιο στη θ. Λειτουργία- ακούμε και κατανοούμε -διανοητικά και άλλως πως- τη θ. Λειτουργία στην ολότητα και πληρότητά της στην παραδεδομένη, αρχική γλωσσική μορφή της. Και αλλοιώνοντες την παραδεδομένη, αρχική, «
αμετάβλητη» αν θέλετε (όπως ακριβώς γράφει ο π. Γ. Φλωρόφσκυ για την ελληνική γλώσσα του Ευαγγελίου και κατ’ αναλογίαν, αναντιρρήτως, ισχύει για τη θ. Λειτουργία)
μοιραία αλλοιώνονται τα σημαινόμενα από την παραδεδομένη γλωσσική μορφή νοήματα, τα οποία άλλωστε, επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά, είναι αρρήκτως συνδεδεμένα μ’ αυτήν – τη γλωσσική μορφή. Και εν τελική αναλύσει όχι μόνο δεν διευκολύνεται η διανοητική προσπέλαση των πιστών στη θ. Λειτουργία, όπως νομίζει ο π. Βασίλειος, αλλά τουναντίον υφίσταται σημαντική μείωση και έκπτωση από αυτήν που προσφέρει η ως έχει γλωσσική μορφή της θ. Λειτουργίας. Και βεβαίως αυτοί που όχι μόνο δεν ωφελούνται αλλά τουναντίον αδικούνται είναι οι πιστοί.
Κλείνοντας κρίνω σκόπιμο να παραθέσω ορισμένες θέσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.
Βαρθολομαίου, όπως αυτές διετυπώθησαν σε συνέντευξη που παρεχώρησε στο περιοδικό
Θεός και θρησκεία (τεύχος 1, Μάρτιος 1999, σ. 27).
«Πολλάκις δεν είναι η γλωσσική μορφή, αλλά η βαθύτης των νοημάτων και η έλλειψις εξοικειώσεως προς αυτά, η οποία καθιστά δυσνόητον ένα κείμενον. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν θεωρεί την γλωσσικήν μορφήν δόγμα, αλλά ποιμαντικόν μέσον. Επομένως χρησιμοποιεί εκάστοτε την αποτελεσματικωτέραν γλώσσαν. Εν τούτοις η εκκλησιαστική γλώσσα της θείας λατρείας δεν πρέπει να είναι η καθημερινή γλώσσα, αλλά υψηλότερα και επισημοτέρα, δια να αισθάνεται ο χριστιανός την επισημότητα της θείας λειτουργίας, χωρίς βεβαίως να αδυνατεί να παρακολούθηση τα νοήματα αυτής. Πρέπει να διδάξωμεν την ερμηνείαν της θείας Λειτουργίας εις τους εκκλησιαζομένους χριστιανούς, μήπως ούτως αμβλυνθή το πρόβλημα της κατανοήσεως της γλώσσης αυτής».
1. Κυννέρου Ραφαήλ, Συντακτικόν της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης, μτφρ. Ευσταθίου Σταθάκη, τόμος Β’, Δωδώνη, χ.χ., σ.793
2. Χατζηδάκι Γ., «Περί της ενότητος της ελληνικής γλώσσης», στο Επιστημονική Επετηρίς Πανεπιστημίου Αθηνών, τ.5, 1908-9, σελ. 47-151
3. Παρασκευοπούλου Γερβασίου, Ερμηνευτική Επιστασία εις την Θείαν Λειτουργία, Πάτραι, 1958, σελ. 214-215
4. Κυννέρου Ραφαήλ. ε. α. σελ. 508-509
5. Κυννέρου Ραφαήλ. ε. α. 509.
6. Παρασκευοπούλου Γερβασίου, ε. α., σελ. 211, σημείωσις 2
7. Τρεμπέλα Π.Ν., Από την ορθόδοξον λατρείαν μας, Αθήναι, Απρίλιος 1997, σελ.298 και 299
8. Κυννέρου Ραφαήλ, ε. α., σ. 508
9. Καραϊσαρίδη Κωνσταντίνου, Η συμβολή του π. Δημητρίου Στανιλοάε στη μελέτη των λειτουργικών θεμάτων, Αθήνα 1997, σ. 299-300
10. Πρωτότυπο και Μετάφραση, Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα 11-15 Δεκεμβρίου 1978, σ. 220
11. Jacobson R. Για το ποιητικό και την τέχνη – Δοκίμια για τη λογοτεχνία, μτφρ. Αρης Μπερλής. Εστία 1998, σ.186
12. Φλωρόφσκυ Γεωργίου, Δημιουργία και Απολύτρωσις, μτφρ. Π. Πάλλης, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 36.
(Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ τεύχος 72, Αθήνα 1999)
(Πηγή ηλ. κειμένου: «ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ»)
Διαβάστε περισσότερα άρθρα σχετικά με την Λειτουργική Γλώσσα πατώντας εδώ