Προκάλεσε αίσθηση στους διεθνείς επιστημονικούς κύκλους των ιστορικών και των βυζαντινολόγων και απέσπασε κολακευτικές κριτικές η δημοσίευση το 1968 από τον Έλληνα βυζαντινολόγο καθηγητή σε αμερικανικά πανεπιστήμια, πρωτοπρεσβύτερο Δημήτριο Κωνσταντέλο, του κλασικού πλέον έργου «Βυζαντινή Φιλανθρωπία και Κοινωνική Πρόνοια», που μεταφράσθηκε και στα ελληνικά και κυκλοφορεί από του 198313. Ένα κεφάλαιο του ενδιαφέροντος αυτού βιβλίου αναφέρεται στα πολυάριθμα γηροκομεία που λειτουργούσαν σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας. Στην αρχή του κεφαλαίου αυτού γράφει ο π. Κωνσταντέλος· «Οι Βυζαντινοί, ως Χριστιανοί κληρονόμοι του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού, τιμούσαν ιδιαίτερα τα γηρατειά. Η Εκκλησία τους προσευχόταν, ώστε οι τελευταίες μέρες του ανθρώπου στη γη να είναι ανώδυνες, ανεπαίσχυντες ειρηνικές και παρακαλούσε τον Θεό να μην εγκαταλείπη τον άνθρωπο, όταν θα λιγοστεύουν και τον εγκαταλείπουν οι σωματικές του δυνάμεις. Εκτός όμως από το έργο της προσευχής η Εκκλησία συνεργάσθηκε με την βυζαντινή Πολιτεία και με πολλούς ιδιώτες για την ίδρυση πολλών γηροκομείων»14.
Ο σεβασμός όμως προς τους γέροντες δεν φαίνεται μόνο από την φιλανθρωπική δραστηριότητα, όπου οι γέροντες εμφανίζονται ως ενδεείς και πάσχοντες, ως λαμβάνοντες δηλαδή μόνον και έχοντες ανάγκη. Φαίνεται περισσότερο από την υψηλή εκτίμηση της προσφοράς των Γερόντων στην πνευματική καθοδήγηση των ανθρώπων, όπου ο Γέροντας και η Γερόντισσα εμφανίζονται να δίδουν, να προσφέρουν πνευματικά αγαθά με βάση την εμπειρία και την ωριμότητά τους, ως και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όσοι βέβαια από αυτούς προχώρησαν στην αρετή και στην αγιότητα. Στις ημέρες μας ζούμε το ευχάριστο γεγονός της ανθήσεως του Μοναχισμού, όπου ο θεσμός του Γέροντος και της Γερόντισσας έχει θεσμική αποφασιστική σημασία. Συχνά ακούμε και από κοσμικούς να χρησιμοποιούνται με πολύ σεβασμό για μοναχούς και μοναχές προσφωνήσεις Γέροντα, Γερόντισσα. Τα χριστιανικά βιβλιοπωλεία έχουν κατακλυσθή από εκδόσεις ποικίλων Γεροντικών, Γεροντικό του Σινά, Γεροντικό του Αγίου Όρους, Μέγα Γεροντικό κ.ά., όπου υπάρχει καταγραμμένη σε αποφθέγματα και ελκυστικές διηγήσεις η σοφία και η πνευματική εμπειρία, μεγάλων ασκητών της ερήμου, αββάδων αλλά και ασκητριών, μητέρων, όπως φαίνεται και στα κυκλοφορούντα Μητερικά.
Η υψηλή αυτή εκτίμηση προς τους Γέροντες έχει αυξηθή, γιατί στους αυχμηρούς και αντιγεροντικούς καιρούς που ζούμε ευδόκησε ο Θεός να ζήσουν και να δράσουν μεγάλες σύγχρονες μορφές Γερόντων που ανέπαυσαν πολλούς ανθρώπους με τη Χάρη και την παρουσία τους. Δανιήλ Κατουνακιώτης, Γαβριήλ Διονυσιάτης, Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης, Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Φιλόθεος Ζερβάκος, Γέροντας Πορφύριος, Γέροντας Ιάκωβος, Παΐσιος Αγιορείτης και πολλοί άλλοι. Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο επίσης επί δύο αιώνες αναπτύχθηκε ο Γεροντισμός, η διοίκηση δηλαδή της Εκκλησίας από τους Γέροντες, όπως ονομάσθηκαν τιμητικά οι μητροπολίτες έξη μεγάλων ιστορικών και επισήμων θρόνων πλησιοχώρων προς την Κωνσταντινούπολη για να μετέχουν στην Ενδημούσα Σύνοδο, οι Ηρακλείας, Κυζίκου, Νικαίας, Νικομηδείας, Χαλκηδόνος και Δέρκων. Σ’ αυτούς προσετέθησαν στο τέλος του 18ου αιώνος ο Καισαρείας και ο Εφέσου15. Μέχρι σήμερα στους τίτλους των ανωτέρω μητροπολιτών προστίθεται και ο χαρακτηρισμός Γέρων Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος, Μητροπολίτης Γέρων Εφέσου κ.ο.κ.
Ο σεβασμός και η τιμή προς τους Γέροντες επεκτείνεται και στο χώρο του οικογενειακού βίου, όπου άλλωστε υπάρχει και ο μεγαλύτερος αριθμός γερόντων. Η συμβολή του παππού και της γιαγιάς στην πνευματική ευστάθεια και ισορροπία της οικογενείας, στη μετάδοση ιδιαίτερα και μεταλαμπάδευση των παραδόσεων και των αξιών του ορθοδόξου πολιτισμού υπήρξε αποφασιστική. Η γραφική μορφή του παππού και της γιαγιάς, η ιλαρότητα και καλωσύνη τους, συνδυασμένα με σώφρονα και μετρημένη αυστηρότητα, έχουν αποτυπωθή στις μνήμες ημών των παλαιοτέρων, αλλά έχουν περάσει επίσης στις λαϊκές διηγήσεις, στην ποίηση και στην πεζογραφία μας. Και θα άξιζε πράγματι η Γηριατρική Εταιρεία να προκηρύξει επί σειρά πέντε ετών χρηματικά έπαθλα που θα επιδοθούν από την Ακαδημία Αθηνών για να συγγραφούν ισάριθμες μελέτες για την αντιμετώπιση του Γήρατος στην ελληνική κλασική αρχαιότητα, στο Βυζάντιο, στις λαογραφικές πηγές και παραδόσεις, στην Λογοτεχνία και στην τέχνη. Κλείνοντας αυτήν την ενότητα ταιριάζει να αναφέρουμε αυτό που διαπιστώθηκε στις ημέρες μας στη Ρωσία, όπου το μαρξιστικό αθεϊστικό καθεστώς προσπάθησε να ξεριζώσει την χριστιανική πίστη. Η μεγαλύτερη αντίπαλος σ’ αυτήν την προσπάθεια στάθηκε η ρωσίδα γιαγιά, που τελικώς νίκησε τους ισχυρούς κοσμοκράτορες. Ενώ οι γονείς φοβόταν να εκδηλώσουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και να μετάσχουν σε λατρευτικές εκδηλώσεις, για να μη ληφθούν εναντίον τους μέτρα, η απόμαχη γιαγιά κρυφά βάπτιζε και κοινωνούσε τα παιδιά και μετέδιδε την Ορθόδοξη πίστη. Η Ορθόδοξη Ρωσία οφείλει πολλά στις τολμηρές και πιστές αυτές γερόντισσες. Στη χώρα μας έχει αρχίσει να ξεφτίζει το πρότυπο αυτό της γιαγιάς μπροστά στον άνεμο του εκμοντερνισμού και των ξενικών επιδράσεων. Μια σύγχρονη Ελληνίδα λογοτέχνις, η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη, αναπολώντας και νοσταλγώντας τα παιδικά της Χριστούγεννα στο ζεστό οικογενειακό περιβάλλον με την παραδοσιακή γιαγιά και την παραδοσιακή οικογένεια, γράφει. «Θυμάμαι και νοσταλγώ. Σήμερα δεν υπάρχουν πια γιαγιάδες αυτού του είδους. Οι γιαγιάδες δεν μένουν μαζύ μας, είναι μοντέρνες γιαγιάδες που δεν ξέρουν να μιλούν για τα Χριστούγεννα, για τον Αη Βασίλη. Σε πολλά σπίτια δεν κάνουμε πια γλυκά. ‘Τί να τα κάνεις; Φασαρία είναι. Παίρνεις ένα δύο κιλά από το ζαχαροπλαστείο, ξεμπερδεύεις’. Στους δρόμους κυκλοφορούνε τώρα πολλά αυτοκίνητα, τα παιδιά δεν παίζουν, βουβά βλέπουν τηλεόραση. Τα φύλλα των εφημερίδων μιλούν για Χριστούγεννα άδεια από Χριστό. Η τηλεόραση έχει χορευτικά σόου, τις γιορτινές μέρες δεν τις λένε καν χριστουγεννιάτικες. Η οικογένεια χωρίζεται, δε σμίγει. Οι γονείς πάνε εκδρομή, τα μεγάλα παιδιά πάνε σε ‘χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν’. Το λινό τραπεζομάνδηλο που έστρωνε η μάννα μου αυτή τη μέρα, μένει σαν αντίκα στο συρτάρι»16.
3. Η αποδοχή και αξιοποίηση του γήρατος σε προσωπικό πνευματικό επίπεδο
Η μέχρι τώρα διαπραγμάτευση έδωσε σύντομα μία ιστορική εικόνα της αντιμετωπίσεως του γήρατος στην ελληνοχριστιανική μας παράδοση. Δεν έθιξε όμως την υπαρξιακή ανθρωπολογική διάσταση του γήρατος, την στάση μας απέναντι στην σταδιακή εξασθένηση και στον εκφυλισμό των κυττάρων, στην αδυναμία του σώματος να αναζωογονηθεί και να αποτρέψει την πορεία προς την γήρανση, η οποία οδηγεί τελικώς στον θάνατο. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος περί του ότι πλησιάζει το τέλος της ζωής, δημιουργεί σε όσους μάλιστα πιστεύουν ότι δεν υπάρχει μέλλουσα ζωή και όλα τελειώνουν εδώ, θλίψη και μελαγχολία, η οποία αυξάνει, όταν προστίθεται το αίσθημα και η εντύπωση ότι λόγω της σωματικής εξασθενήσεως και αδυναμίας δεν μπορεί να προσφέρει ο ηλικιωμένος τίποτε σε σχέση μάλιστα με τους νέους και είναι επομένως βάρος για τους άλλους και άχρηστος. Στην υπερπήδηση αυτών των πεποιθήσεων που βαρύνουν τις ημέρες του γήρατος, όσο και αν προσπαθεί κανείς εξωτερικά να διασκεδάσει αυτές τις σκέψεις, συμβάλλει αποφασιστικά η φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής και του θανάτου και η επίδειξη πνευματικού δυναμισμού και ζωντάνιας, που αντισταθμίζει την σωματική εξασθένηση και διατηρεί τον άνθρωπο πνευματικά νέο και δυναμικό κατά το ψαλμικό «ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου».
Κατά την πίστη πράγματι της Εκκλησίας στο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο δεν υπήρχαν η φθορά και ο θάνατος. Ο Αδάμ και η Εύα δεν γεννήθηκαν βρέφη, για να μεγαλώσουν, να γεράσουν και να πεθάνουν. Πλάσθηκαν και δημιουργήθηκαν από τον Θεό στην κατάσταση της νεότητος, για να μείνουν αιώνια νέοι και αθάνατοι και να φθάσουν στην αγήρω μακαριότητα, στην αγέραστη ευφροσύνη. Η εμφάνιση του κακού, της αμαρτίας, η ανυπακοή και ο εγωισμός του ανθρώπου απέναντι του Θεού ανέτρεψαν τον αρχικό σχεδιασμό και οδήγησαν σε προσαρμογή του σχεδίου στις νέες συνθήκες που ελεύθερα διάλεξε ο άνθρωπος· αν ο άνθρωπος εξακολουθούσε να είναι αθάνατος, θα διαιώνιζε το κακό στην ύπαρξή του, θα έδινε στο κακό αιώνια υπόσταση. Για να μη γίνει λοιπόν το κακό αθάνατο, «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται» όπως διδάσκουν οι άγιοι και Πατέρες17, ο Θεός δρώντας ευεργετικά και θεραπευτικά επιτρέπει την εκδήλωση της φθοράς και του θανάτου με τη διαδικασία του γήρατος ή και χωρίς αυτήν, για να διακοπεί η συνέχιση του κακού και της αμαρτίας. Δεν υπάρχει ούτε μία ημέρα στη ζωή μας χωρίς αμαρτία, γιατί «ουδείς καθαρός από ρύπου και εάν μία ημέρα ο βίος αυτού επί της γης»18. Γι’ αυτό η παράταση της ζωής, η μακροβιότης την οποία οραματίζεται να επιτύχει η ιατρική επιστήμη, αν δεν συνοδεύεται και από προσπάθεια τελειοποιήσεως στην αρετή και στην αγιότητα, είναι επιζήμια γιατί παρατείνει την διάπραξη της αμαρτίας και του κακού, οδηγεί σε συσσώρευση αμαρτιών. Όσο πιο πολύ ζούμε, τόσο πιο πολύ αυξάνουμε τις αμαρτίες μας.
Η νέα αυτή θεώρηση του χρόνου ζωής σε σχέση με την αρετή και την αγιότητα άλλαξε ριζικά την αξιολόγηση του γήρατος και της μακροβιότητος στην Αγία Γραφή και στην εκκλησιαστική παράδοση. Οι Γέροντες είναι σεβαστοί και αιδέσιμοι, όχι μόνο εξ αιτίας των λευκών τριχών και της ηλικίας, αλλά κυρίως εξ αιτίας της αρετής και της αγιότητος, στην επιτυχία των οποίων όχι μόνον δεν παρεμποδίζονται από το γήρας, αλλά διευκολύνονται. Υπάρχουν γέροντες οι οποίοι με την αμαρτωλή ζωή τους καταισχύνουν το γήρας και αποδεικνύονται αφρονέστεροι και των νηπίων, ενώ αντιθέτως υπάρχουν νέοι οι οποίοι, χωρίς να έχουν λευκές τρίχες, συμπεριφέρονται συνετά σαν γέροντες, και αξίζουν γι’ αυτό σεβασμού και τιμής· «Πλείον γαρ τω όντι εις πρεσβυτέρου σύστασιν της εν θριξίν λευκότητας το εν φρονήσει πρεσβυτικόν»19 λέγει ο Μ. Βασίλειος. Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, με τον χειμαρρώδη λόγο του, λέγει σχετικώς απευθυνόμενος σε γέροντα που αξιώνει σεβασμό μόνον λόγω του γήρατος· «Η πολιά τότε αιδέσιμος, όταν τα της πολιάς πράττη. όταν δε νεωτερίζη, των νέων καταγελαστότερος έσται…. Και γαρ την πολιάν τιμώμεν, ουκ επειδή το λευκόν χρώμα του μέλανος προτιμώμεν, αλλ’ ότι τεκμήριόν εστι της ενάρετου ζωής, και ορώντες από τούτου στοχαζόμεθα την ένδον πολιάν… Μη αξίου τοίνυν διά την πολιάν τιμάσθαι, όταν αυτήν αυτός αδικής»20.
Η αντιμετώπιση αυτή αποσυνδέει τον άνθρωπο από τα σωματικά γνωρίσματα και τον αξιολογεί με βάση τα πνευματικά, εξισώνει επομένως γέροντες και νέους και δίνει πνευματικό νόημα και δυνατότητες πνευματικής διακρίσεως και πνευματικών κατορθωμάτων εξ ίσου στους γέροντες και στους νέους. Κατά τον τρόπο αυτό ο αυτονόητος και υποχρεωτικός προς τους γέροντες σεβασμός, που επιτάσσει η Αγία Γραφή ασχέτως προς την ηθική και πνευματική τους κατάσταση, κατακτάται δικαιωματικά από τους εναρέτους γέροντες, που γίνονται έτσι εξ ίσου χρήσιμοι και αποδοτικοί με τους νέους στην κατόρθωση της αρετής και της αγιότητος. Υπάρχει έτσι διαρκής νεότης, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, υπάρχει «πολιά σφριγώσα και γήρας ακμάζον. κεχάλαστο ο τόνος της σαρκός, νενεύρωτο ο τόνος της πίστεως». Επικαλείται γι’ αυτό το παράδειγμα του πατριάρχου Αβραάμ, ο οποίος, ενώ στην νεότητά του δεν είχε πνευματικές επιτυχίες, στα γηρατειά του κατόρθωσε πολλά. Και επιλέγει. «Τοιαύτα γαρ της Εκκλησίας τα κατορθώματα, ότι η ατονία του σώματος ουδέν λυμαίνεται την προθυμίαν της πίστεως. κόσμος γαρ Εκκλησίας πολιά κατεσταλμένη, και πίστις επτερωμένη και εν τούτω χαίρει η Εκκλησία μάλλον. Επί μεν γαρ των έξω πραγμάτων ο γέρων άχρηστος… Αλλ’ ου τα της Εκκλησίας τοιαύτα, αλλ’ όταν γηράσωσιν οι εν αρετή διάγοντες, τότε μάλλον χρήσιμοι καθίστανται· ου γαρ σαρκών ευτονία, αλλά πίστεως επίτασης ζητείται»21.
Η πνευματική αυτή ανανέωση και αύξηση μέσα στην Εκκλησία είναι συνεχής κατάσταση, μετά την πνευματική μυστηριακή αναγέννηση που υφίσταται ο άνθρωπος κατά την τελετή του Βαπτίσματος, την οποία όμως οι άνθρωποι δυστυχώς δεν αξιολογούν σωστά και παραθεωρούν την σημασία της. Απευθυνόμενος ο ιατρός Μ. Βασίλειος σε πρόσωπα που αμελούσαν να προσέλθουν στο Βάπτισμα τους λέγει ότι η στάση τους αυτή είναι αδικαιολόγητη. Αν κάποιος ιατρός, λέγει, υποσχόταν να σε κάνει από γέροντα νέο, θα επιθυμούσες ασφαλώς να έλθει εκείνη η ημέρα που θα έβλεπες τον εαυτό σου να επαναποκτά σφρίγος και δύναμη. Τώρα όμως που το Βάπτισμα σου υπόσχεται να ξανανθίσει η ψυχή σου, που την πάλιωσες και την γέρασες, δεν επιθυμείς να δεις το μεγάλο αυτό θαύμα της αναγεννήσεως του παλιού και φθειρομένου ανθρώπου, της επαναφοράς του στην πνευματική νεότητα;22
Ο μοναδικός λοιπόν τρόπος αξιοποιήσεως του χρόνου της ζωής και από τους γέροντες και από τους νέους είναι η αρετή και η αγιότητα. Η μακροβιότητα και η πολυχρόνια ζωή μόνα τους δεν αποτελούν αγαθά. «Γήρας γαρ τίμιον ου το πολυχρόνιον ουδέ αριθμώ ετών μεμέτρηται. πολιά δε έστι φρόνησις ανθρώποις, και ηλικία γήρως βίος ακηλίδωτος». Υπάρχουν νέοι οι οποίοι κατορθώνουν σε λίγα χρόνια την αρετή και την τελειότητα και είναι έτοιμοι γι’ αυτό να εισέλθουν στην αιωνιότητα. «τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς»23. Οι άγιοι δεν επιθυμούν να έχουν πολυχρόνια ζωή στον παρόντα βίο και επείγονται και βιάζονται να αποθάνουν για να είναι μαζύ με το Χριστό. Αισθάνονται εδώ ως πάροικοι και παρεπίδημοι, ως μετανάστες, και ζητούν να τελειώσει ο χρόνος αυτός της παροικίας, για να κατοικήσουν στον μόνιμο και κατάλληλο χώρο. Και μόνον εκείνοι που δεν πιστεύουν σε άλλη ζωή επιθυμούν εδώ να μακροημερεύσουν κατά τον Δίδυμο τον Τυφλό. «Εκείνοι (=οι ασεβείς) ποθούσιν την μακροήμερον ζωήν ταύτην, άτε δη ουδέν έτερον αγαθόν ή την τοιαύτην κατάστασιν ηγούνται»24.
Οι Χριστιανοί όμως, που προχωρούμε με την ελπίδα μας πολύ μακρυά, όλα τα πράττομε ως προετοιμασία για την άλλη ζωή, μπροστά στην οποία οι μακροβιότερες ζωές μερικών γνωστών ανθρώπων είναι τίποτε, για γέλιο και κοροϊδία, λέγει ο Μ. Βασίλειος στο έργο του προς τους νέους· «Εγώ δε καν το Τιθωνού τις γήρας, καν το Αργανθωνίου λέγη, καν το του μακροδιωτάτου παρ’ ημίν Μαθουσάλα, ος χίλια έτη, τριάκοντα δεόντων, βιώναι λέγεται καν σύμπαντα τον αφ’ ου γεγόνασιν άνθρωποι χρόνον αναμετρή, ως επί παίδων διανοίας γελάσομαι, εις τον μακρόν αποσκοπών και αγήρω αιώνα, ου πέρας ουδέν έστι τη επινοία λαβείν, ου μάλλον γε η τελευτήν υποθέσθαι της αθανάτου ψυχής»25.
4. Εμείς και οι γέροντες. Η συμπεριφορά και η στάση μας απέναντί τους
Εκτός όμως από την προσωπική υπαρξιακή αντιμετώπιση του γήρατος είναι σημαντικό να δούμε μέσα σε λίγες γραμμές πώς βλέπει η Εκκλησία την συμπεριφορά των νέων προς τους γέροντες, των τέκνων προς τους γονείς. Αναφερθήκαμε ήδη προηγουμένως στις συστάσεις της Αγίας Γραφής και στην πρωτοποριακή οργάνωση γηροκομείων στο Βυζάντιο. Θα προσθέσουμε εδώ μερικά ακόμη στοιχεία από τη διδασκαλία και τη ζωή των αγίων Πατέρων, ενδεικτικά και πάλι.
Ο Μ. Βασίλειος διδάσκει ότι υπάρχουν αρετές για την κατόρθωση των οποίων δεν χρειάζονται συστάσεις και διδασκαλίες, διότι εκ φύσεως παρακινείται προς αυτές ο υγιής ψυχικά άνθρωπος. Όπως δεν χρειάζονται επιχειρήματα για να μισήσουμε την νόσο, αλλά αυτόματα απορρίπτουμε αυτά που οργανικά μας στενοχωρούν, το ίδιο και στο χώρο της ψυχής· υπάρχει αδίδακτη και φυσική η αποστροφή προς το κακό. Αρρώστια της ψυχής είναι το κακό, η αμαρτία· ενώ υγεία της ψυχής είναι η αρετή. Γι’ αυτό είναι ορθός ο ορισμός της υγείας σύμφωνα με τον οποίο, υγεία είναι η ευστάθεια των φυσικών ενεργειών, πράγμα που ισχύει επίσης και για την ψυχική υγεία και ευεξία. «Καλώς γαρ ωρίσαντό τινες υγίειαν είναι την ευστάθειαν των κατά φύσιν ενεργειών. Ο και επί της κατά ψυχήν ευεξίας ειπών, ουχ αμαρτήσει του πρέποντος». Η αμοιβαία αγάπη μεταξύ γονέων και τέκνων δεν διδάσκεται μόνο από την Αγία Γραφή, αλλά επιβάλλεται και από την φύση. «Μη και η φύσις ταύτα ου λέγει; Ουδέν καινόν παραινεί Παύλος, αλλά τα δεσμά της φύσεως επισφίγγει. Ει η λέαινα στέργει τα εξ αυτής και λύκος υπέρ σκυλάκων μάχεται, τί είπη άνθρωπος και της εντολής παρακούων και την φύσιν παραχαράσσων, όταν η παις ατιμάζη γήρας πατρός, ή πατήρ διά δευτέρων γάμων των προτέρων παίδων επιλανθάνηται»26.
Ο σεβασμός λοιπόν προς το γήρας δεν είναι μόνο εντολή του Θεού, ηθική απαίτηση, θετό δίκαιο, αλλά και φυσική απαίτηση, επιβάλλεται από τη φύση. Η ασέβεια και αδιαφορία προς τους γέροντες γονείς καθιστά τον άνθρωπο χειρότερο και από τα άλογα ζώα. Εκθέτει στο σημείο αυτό ο αρχιεπίσκοπος Καισαρείας την συμπεριφορά των πελαργών, οι οποίοι, όταν ο γέρος πελαργός χάσει τα φτερά του, τον περιτριγυρίζουν και τον θάλπουν με τα δικά τους πτερά και όχι μόνον τον τρέφουν άφθονα και πλούσια, αλλά και όταν θελήσει να πετάξει, τον βοηθούν όσον είναι δυνατόν, πετώντας δίπλα του και βοηθώντας τον. Αυτό σε όλους προξενεί μεγάλη εντύπωση και γι’ αυτό την ανταπόδοση των ευεργεσιών, όπως συμβαίνει στους πελαργούς, την ονομάζουν μερικοί “αντιπελάργωση”. Το ηθικό και πνευματικό συμπέρασμα είναι σαφές, όπως το διατυπώνει ο Μ. Βασίλειος· «Η περί τους γηράσαντας των πελαργών πρόνοια εξήρκει τους παίδας ημών, ει προσέχειν εβούλοντο, φιλοπάτορας καταστήσαι»27.
Η φροντίδα του Μ. Βασιλείου για το γήρας, όπως φαίνεται από το έργο της γηροκομήσεως στο μεγάλο επίτευγμα της αγάπης του στην Βασιλειάδα αλλά και στην διδασκαλία του, προσδίδει στον ιατρό κατά τις σπουδές και τις γνώσεις μεγάλο άγιο και πατέρα και πρόσθετη ειδίκευση, τον καθιστά γεροντολόγο και γηρίατρο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους αγίους. Είναι π.χ. συγκινητικά μέχρι δακρύων όσα είπε η χήρα μητέρα του Χρυσοστόμου Ανθούσα προς τον ίδιο, που ήταν μοναχοπαίδι, όταν επάνω στον νεανικό ενθουσιασμό του θέλησε να την εγκαταλείψει, για να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Τον παρεκάλεσε να μην της προξενήσει δεύτερη χηρεία τώρα με τη φυγή του. Ήταν ήδη γερόντισσα και ο θάνατος ήταν επί θύραις· έπρεπε να περιμένει και κατόπιν μπορούσε να ενεργήσει όπως ήθελε. «Μη με δευτέρα χηρεία περιβαλείν, μηδέ το κοιμηθέν ήδη πένθος ανάψαι πάλιν, αλλά περίμεινον την εμήν τελευτήν. Ίσως μετά μικρόν απελεύσομαι χρόνον. Τους μεν γαρ νέους ελπίς και εις γήρας ήξειν μακρόν οι δε γεγηρακότες ημείς ουδέν έτερον ή τον θάνατον αναμένομεν. Όταν ουν με τη γη παραδώς και τοις οστέοις του πατρός αναμίξης του σου, στέλλου μακράς αποδημίας και πλέε θάλασσαν, ην αν εθέλης. τότε ο κωλύσων ουδείς. Έως δ’ αν εμπνέωμεν, ανάσχου την μεθ’ ημών οίκησιν, μηδέ πρόσκρουσης τω Θεώ, μάτην και εική τοις τοιούτοις ημάς περιβάλλων κακοίς ηδικηκότας ουδέν». Και ασφαλώς έμεινε ο Χρυσόστομος, όπως λέγει το κείμενο του βίου, «χαρισάμενος τη μητρί και άκων την μέχρι τέλους παρέχων γηροκομίαν»28.
Το παράδειγμα των μεγάλων αυτών αγίων ακολουθεί η Εκκλησία και σήμερα, μολονότι η φιλανθρωπική αυτή δραστηριότης στο χώρο της περιθάλψεως των γερόντων είναι ελάχιστα γνωστή.
Τα μέσα ενημερώσεως δυστυχώς προβάλλουν συνήθως το κακό. Το καλό αποκρύπτεται. Εντυπωσιάσθηκα και ο ίδιος όταν φυλλομετρώντας το Ημερολόγιο της Εκκλησίας της Ελλάδος για μια πρώτη στατιστική προσέγγιση διεπίστωσα ότι από τις ογδόντα μητροπόλεις οι περισσότερες διαθέτουν και οργανωμένα γηροκομεία με αριθμό τροφίμων που κυμαίνεται στο κάθε ίδρυμα από 15 μέχρι και 200 και με συνολικό αριθμό που φθάνει τις πολλές χιλιάδες, ενώ στον χώρο αυτό η πολιτεία και η τοπική αυτοδιοίκηση δεν έχουν να παρουσιάσουν σχεδόν τίποτε. Και μόνο στην περιοχή μας αρκεί να μνημονεύουμε έκτος από το Χαρίσειο, που εποπτεύεται από την Εκκλησία και διευθύνεται επί έτη επιτυχώς από θεολόγο, το μεγάλο συγκρότημα της Βασιλειάδος στις βόρειες παρυφές του Χορτιάτη κοντά στο χωριό Άγιος Βασίλειος, όπου περιθάλπονται ήδη περί τους 30 γέροντες σε θαυμάσιες συνθήκες διαβιώσεως.
Επίλογος
Προσπάθησα να συμπυκνώσω και να παρουσιάσω συνοπτικά ένα τεράστιο θέμα. Ο σεβασμός και η φροντίδα για το γήρας αποτελούν σπουδαία παραδοσιακή παρακαταθήκη, που πρέπει να διαφυλάξουμε και να ενισχύσουμε απέναντι στους διαλυτικούς ανέμους του εκμοντερνισμού και της υλοκρατίας. Η Εκκλησία σέβεται και τιμά το έργο της Ιατρικής, επεκτείνει όμως το ενδιαφέρον της και στα πνευματικά, φροντίζει για την ψυχική ευστάθεια και υγεία των ανθρώπων, χωρίς να παραμελεί ασφαλώς και τις σωματικές ανάγκες, αφού η ίδια πρωτοπορεί σε έργα φιλανθρωπίας, στην ίδρυση γηροκομείων και άλλων συναφών ιδρυμάτων. Αντιμετωπίζει τον άνθρωπο με μεγάλη ευρύτητα, ως ύπαρξη με πνευματικούς στόχους και αγώνες, που δίνουν περιεχόμενο και νόημα σε όλες τις περιόδους της ζωής και σ’ αυτήν του γήρατος. Του προσφέρει ως διέξοδο το δώρο της αιώνιας νεότητας, της αιώνιας ζωής, και του γεμίζει τη ζωή με κάλλιστες ελπίδες που αποδιώχνουν την θλίψη και την μελαγχολία μπροστά στη φθορά του γήρατος και στην εγγύτητα του θανάτου. Ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος πριν από 1950 περίπου χρόνια στους συντοπίτες μας τους Θεσσαλονικείς, τους γράφει ότι οι Χριστιανοί μπροστά στον θάνατο δεν πρέπει να λυπούνται «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα»29. Δεν στενοχωρούνται αν ο έξωθεν άνθρωπος φθείρεται σιγά-σιγά, εφ’ όσον ο εσωτερικός άνθρωπος ανακαινίζεται και ανανεώνεται καθημερινά. Δεν εστιάζουν την προσοχή τους στα αισθητά και βλεπόμενα, αλλά στα μη βλεπόμενα, που δεν είναι πρόσκαιρα αλλά αιώνια. Γνωρίζουν ότι «εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον, αιώνιον εν τοις ουρανοίς»30.
- 1. 328 C-D
- 2. Bλ. Θεοδοσίου Σπεράντζα, «Γήρας», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 4, 494. Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα 20, 12.
- 3. Λουκά 2, 22-38.
- 4. Εξ. 20, 12.
- 5. Λευ. 19,32.
- 6. Σοφ. Σειρ. 8,9. Βλ. αυτόθι 6,34.
- 7. Ιω. 19, 26-27.
- 8. Βλ. Β. Ιωαννίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Αθήναι 1960, σελ. 125.
- 9. Α’ Τιμ. 4,12.
- 10. Αυτόθι 5, 1-2.
- 11. Αυτόθι 5, 4 και 5,8-9.
- 12. Αποκ. 5,6 έ.
- 13. Δημ. Κωνσταντέλου, Βυζαντινή Φιλανθρωπία και Κοινωνική Πρόνοια, Αθήναι 1983, έκδ. «Φως».
- 14. Αυτόθι, σελ. 289.
- 15. Βλ. Τιμοθέου Γιοκαρίνη, «Γεροντισμός», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια 4,420 έ.
- 16. Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη, «Παιδικό όνειρο τις άγιες ημέρες», εν Ναυς, Ιεράς Μητρ. Ναυπάκτου, έτος I αριθμ. 43, Οκτ.-Νοέμβρ.-Δεκ. 1994, σελ.7-8.
- 17. Βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Η σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου κατά τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, Θεσσαλονίκη 1992 , σελ. 102 έ.
- 18. Ιώβ 14,4-5.
- 19. Εις τον προφήτην Ησαΐαν 2, 101, PG 30, 284.
- 20. Εις την προς Εβραίους, Ομιλ. 7,3, PG 63, 64-65.
- 21. Λόγος εις τον μακάριον Αβραάμ 1, PG 50, 737-738.
- 22. Ομιλία Προτρεπτική εις το άγιον Βάπτισμα 13,5, PG 31, 432-433: «Ει τις ιατρών επηγγέλετό σοι μηχαναίς τισι και επινοίαις νέον ποιήσειν εκ γέροντος, ουκ αν επεθύμησας ελθείν εκείνην την ημέραν, εν η σεαυτόν οράν έμελλες προς ακμήν επιστρέφοντα; Επειδή δε την ψυχήν σου αναθαλήσειν επαγγέλλεταί σοι το βάπτισμα, ην συ επαλαίωσας καταφρονείς του ευεργέτου, και ου προστρέχεις τω επαγγέλματι. Ουκ επιθυμείς ιδείν τί το μέγα θαύμα της υποσχέσεως; Πώς άνευ μητρός αναγεννάται άνθρωπος, πώς ο παλαιούμενος και φθειρόμενος κατά τας επιθυμίας της απάτης σφριγά πάλιν, και ανηβά, και εις το αληθινόν άνθος της νεότητος επανέρχεται;»
- 23. Σοφ. Σολ. 4,8-9 και 4,13.
- 24. Υπόμνημα εις τους Ψαλμούς 50, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων, έκδ. Αποστ. Διακ. τόμ. 45, σελ. 302-303.
- 25. Προς τους νέους 8, PG 31, 588.
- 26. Εις την Εξαήμερον Ομιλία 9,4. PG 29 σελ. 196-197.
- 27. Αυτόθι 8,5, PG 29, 176: «Η δε περί τους γηράσαντας των πελαργών πρόνοια εξήρκει τους παίδας ημών, ει προσέχειν εβούλοντο, φιλοπάτορας καταστήσαι. Πάντως γαρ ουδείς ούτως ελλείπων κατά την φρόνησιν, ως μη αισχύνης άξιον κρίνειν των αλογωτάτων ορνίθων υστερίζειν κατ’ αρετήν. Εκείνοι τον πατέρα υπό του γήρως πτερορρυήσαντα περιστάντες εν κύκλω τοις οικείοις πτεροίς διαθάλπουσι και τας τροφάς αφθόνως παρακευάζοντες, την δυνατήν και εν τη πτήσει παρέχονται βοήθειαν, ηρέμα τω πτερώ κουφίζοντες εκατέρωθεν. Και ούτω τούτο παρά πάσι διαβεβόηται, ώστε ήδη τίνες την των ευεργετημάτων αντίδοσιν αντιπελάργωσιν ονομάζουσι».
- 28. PG 114, 1057
(“Τα γηρατειά: Ένα μεγάλο υπαρξιακό και κοινωνικό πρόβλημα”, Σειρά “Καιρός”, Θέματα Εκκλ. Επικαιρότητος, Εκδόσεις “Βρυέννιος”)
(Πηγή: “Ι.Μ. Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου”)
Διαβάστε περισσότερα άρθρα του π. Θεοδώρου πατώντας εδώ