Ημπορούν οι λαϊκοί να διοικούν μοναστήρια; (Αρχιμ. Νεκτάριος Κωστόπουλος, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Γόλας Λακωνίας)

Τα τελευταία χρόνια μας απα­σχόλησε σοβαρώς το παραπάνω ερώτημα. Βέβαια, για τους πιστούς χριστιανούς μας, οι οποίοι έχουν και διατηρούν πνευματικές σχέσεις με τα ιερά καθιδρύματα, τα αγα­πούν, τα επισκέπτονται, στηρίζονται από αυτά στον κατά Θεόν αγώνα τους και δέχονται το «νοερό φως» της αγγελικής πολιτείας («Φως μεν μοναχοίς Άγγελοι, φως δε πάντων ανθρώπων, Μοναχική πολιτεία»)1, είναι γνωστή και δεδομένη η απάν­τηση, που ασφαλώς την έχει δώσει η διαχρονική μυστική εμπειρία της ιεραρχικώς οργανωμένης Εκκλησίας και που θέλει εκάστη τάξη —των ιερωμένων, μοναχών, λαϊκών— με τις δικές της, απολύτως καθορισμένες, ευθύνες, λειτουργίες και αρ­μοδιότητες. Παρά ταύτα, επειδή στις πονη­ρότατες ημέρες μας η σύγχυση επλεόνασε, οι ηθελημένες —δίκην οιστρομανούς αυθαιρεσίας— πα­ραδόσεις των θείων και ανθρωπί­νων νόμων επληθύνθησαν, η προ­κλητική και σκανδαλώδης αδιαφο­ρία για το κανονικό δίκαιο, ακόμη και από τους θεματοφύλακές του κληρικούς, υπερέβη τα μέτρα της απαιτουμένης επιεικείας και ανο­χής, για τούτο, θα πρέπει «πάλιν και πολλάκις» να διευκρινίζονται ορισμένα πράγματα και να λέγον­ται, εν αγάπη, κάποιες εκκλησιολογικές αλήθειες, ασχέτως των αντι­δράσεων και της μήνιος, που πι­θανώς προκαλέσουν. Αφορμή για όσα γράφουμε, λά­βαμε από μια νοσηρότατη (πνευματικώς και διοικητικώς) κατάστα­ση την οποία, ως μη ώφελε, αντιμετωπίσαμε και μας εδημιούργησε αλγεινή κατάπληξη. Πρόκειται για την περίπτωση παράνομης συγ­κροτήσεως κάποιας ερανικής επι­τροπής αναστηλώσεως ι. Μονής, διαχειρίσεως υπ’ αυτής των συλλεγέντων χρημάτων, αποφάσεως και εκτελέσεως έργων αναρμοδίως κ.π.ά., κυρίως, όμως, για την πλήρη υποκατάσταση του Ηγουμενοσυμβουλίου, από μια ομάδα κο­σμικών, με τη σύμφωνη γνώμη του επιχωρίου Αρχιερέως, που σημαί­νει, εν τη πράξει, ανεπίτρεπτη κατά συρροήν παράβαση των σχετικών ιερών Κανόνων, με αποτέλεσμα την εκκοσμίκευση της ι. Μονής, την αταξία και την εκκλησιολογική ανωμαλία, μαζί με όλα τα συνα­κόλουθα και τις αναπόφευκτες, για το σώμα της τοπικής Εκκλησίας, οδυνηρότατες συνέπειες. Ποίος διοικεί την ι. Μονή Για να εξετάσουμε, λοιπόν, το θέμα, που μας απασχολεί, θα πρέ­πει κατ’ αρχάς να δούμε ποιος διοι­κεί μία ιερά Μονή. Υπάρχει εσφαλμένως η εντύπω­ση ότι τις ι. Μονές της επαρχίας των, διοικούν οι επιχώριοι Αρχιε­ρείς. Τούτο είναι αδύνατον δια πολλούς και διαφόρους λόγους. Και εξηγούμεθα: Α. Ουδόλως εδράζεται εις τους ιερούς Κανόνας μία τέτοια θέση και άποψη. Β. Ο Καταστατικός Χάρτης της εν Ελλάδι Εκκλησίας (Νόμος 590/1977) εις το άρθρο 39 (περί των ιερών Μονών) παράγραφος 2 ανα­φέρει: «Εν τη Εκκλησία της Ελλά­δος λειτουργούν Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό τη πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως και Συνοδικαί Σταυροπηγιακαί Ιεραί Μοναί, τελούσαι υπό την πνευματικήν εποπτείαν της Δ.Ι.Σ». Και εις την παράγραφο 6 αναφέρει επί­σης «Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους ιερούς κα­νόνας πνευματικήν εποπτείαν δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις ιεραίς  Ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν της κουράς των μοναχών, την ανάκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν δια την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυ­τής». Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό, την ευθύνη του Επισκόπου «δια την κατά τους ι. κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητας της οικονομ. διαχειρίσεως αυτών». Γ. Εάν ο εκάστοτε Μητροπολί­της επιφορτιζόταν και με την διοί­κηση των ι. Μονών της επαρχίας του, δεν θα επαρκούσε. Τούτο είναι αυτονόητο. Αλλά συγχρόνως, θα υποβίβαζε εαυτόν εις τον βαθμόν του Πρεσβυτέρου, το οποίο «ιεροσυλία εστίν» (ίδ. κθ’ κανών της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου), θα ερχό­ταν δε σε αντίθεση με τους ι. Κα­νόνας και με τις γενικές αρχές περί διοικητικού δικαίου. Καίτοι, όμως, ο Μητροπολίτης δεν μπορεί ο ίδιος να διοικεί τις ιερές Μονές, εντούτοις, είναι υπ­εύθυνος και υποχρεωμένος να φροντίζει δια την νόμιμη διοίκηση αυτών, εν εναντία περιπτώσει δε, καθίσταται υπόλογος. Ποίος διοικεί την ι. Μονή; Στη «Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια» και στο λήμμα Ηγούμενος διαβάζουμε: «Ηγού­μενος. Είναι ο πνευματικός πατήρ της Μονής και έχει την διοίκησιν αυτής τόσον από πνευματικής ό­σον και από οικονομικής απόψεως. Ο θεσμός του ηγουμένου εμφανί­ζεται το πρώτον επί Παχωμίου. Επί­σης και ο Μ. Βασίλειος εξυπακούει ως υπάρχουσαν μίαν νόμω ανεγνωρισμένην αυθεντίαν του θεσμού του Ηγουμένου»2. Πλήθος ιερών Κανόνων, εκκλη­σιαστικών διατάξεων και κανονι­σμών του μοναχικού βίου βεβαι­ώνουν τα ανωτέρω. Στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, Νόμος 590/1977, άρθρο 39, παράγραφος 4η διαβάζουμε: «Τα της οργανώσε­ως και προαγωγής του πνευμα­τικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, τας μο­ναχικάς παραδόσεις και τους νό­μους του Κράτους…». «Εκ των ανωτέρω σαφές καθί­σταται ότι διοικητικά όργανα της Ι. Μονής είναι ο Ηγούμενος, ή η Η­γουμένη εις τας γυναικείας Μονάς και το Ηγουμενοσυμβούλιον (ίδετε σχετ. και άρθρον 8 κωδικοποιημέ­νου νόμου 4684/30, Π.Δ. 1/5.3.32 “περί του τρόπου διοικήσεως και διαχειρίσεως της κατά το άρθρον 8 νόμου 4684 διατηρουμένης περι­ουσίας των Μονών» Β.Δ. 12/23.2.1948 “περί όρων και τρόπου εκποι­ήσεως των ακινήτων, της διατηρουμένης περιουσίας των Μονών”)»3. Εάν, όμως, δεν υπάρχει Ηγού­μενος ή το Ηγουμενοσυμβούλιο δεν έχει δι’ οιονδήποτε λόγο νό­μιμη συγκρότηση, τότε τι γίνεται; «Εις τας περιπτώσεις κατά τας οποίας δεν υπάρχει δι’ οιονδήποτε λόγον Ηγουμενοσυμβούλιον, το οποίον να έχη νόμιμον συγκρότησιν… ο επιχώριος Αρχιερεύς δια πράξεών του θα ορίση εκ της μονα­χικής αδελφότητος προσωρινόν Ηγούμενον ή θα συμπληρώση μέ­λος του Ηγουμενοσυμβουλίου …Η τοιαύτη, δικαιοδοσία του επιχωρί­ου Αρχιερέως προκύπτει και… εκ της ανάγκης όπως, εκτός άλλων, εξασφαλισθή συνεχής νόμιμος διοίκησις και διαχείρισις της περιου­σίας της Ι. Μονής ως Ν.Π.Δ.Δ… Αφού αι Ιεραί Μοναί είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου επιβάλλεται να έχουν νομίμως συγκεκροτημένα Ηγουμενοσυμβούλια δια την διοίκησίν των, διαχείρισιν της περιουσίας των και νόμιμον εκπροσώπησίν των…»4.. «Να μη δίδωνται τα μονα­στήρια εις κοσμικούς…» Αφού, λοιπόν, είδαμε ποιος επι­βάλλεται να διοικεί την ι. Μονή, στο σημείο αυτό πρέπει να εξετάσου­με, αν μπορούν οι κοσμικοί να διοι­κήσουν μοναστήρια. Ας δούμε τι ορίζουν οι ιεροί Κανόνες, που είναι η αλάνθαστη πυξίδα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ο κδ’ (24) Κανών της Οικουμε­νικής Συνόδου προστάζει: «Τα ά­παξ καθιερωθέντα μοναστήρια κα­τά γνώμην Επισκόπου, μένειν εις το διηνεκές Μοναστήρια, και τα ανήκοντα αυτοίς πράγματα φυλάττεσθαι, και μηκέτι γίνεσθαι ταύτα κοσμικά καταγώγια. Τους δε συγχωρούντας τούτο γίνεσθαι, υποκείσθαι τοις εκ των Κανόνων επιτιμίοις». Και η ερμηνεία του Κα­νόνος: «Ο παρών Κανών διορίζεται ότι όσα μοναστήρια φθάσουν μίαν φοράν να καθιερωθούν, με την γνώμην και άδειαν του κατά τόπον Επισκόπου… αυτά πρέπει να μέ­νουν παντοτεινά Μοναστήρια, και εις το εξής πλέον να μη γίνωνται κοινά και κοσμικά κατοικητήρια…». Ο δε μθ’ (49) Κανών της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου λέγει: «Ανανεούμενοι και τούτον τον ιερόν Κανόνα, ορίζομεν, ώστε τα άπαξ καθιερωθέντα Μοναστήρια κατά γνώμην Επισκόπου, μένειν εις το διηνεκές Μοναστήρια, και τα ανή­κοντα αυτοίς πράγματα, φυλάττεσθαι τω Μοναστηρίω, και μηκέτι δύνασθαι γίνεσθαι αυτά κοσμικά καταγώγια, μήτε δε υπό τινος των απάντων κοσμικοίς ανδράσι ταύτα εκδίδοσθαι. Αλλ’ ει και μέχρι νυν γέγονε τούτο, μηδαμώς κρατείσθαι ορίζομεν· τους δε από του παρόν­τος πράττειν τούτο επιχειρούντας, υποκείσθαι τοις εκ των Κανόνων επιτιμίοις». Και η ερμηνεία: «Ο πα­ρών Κανών ανακαινουργόνει τον κδ’ της δ’, ον και εκθέτει αυτολεξεί, και όρα την ερμηνείαν εκεί. Προ­σθέτοντας τούτο μόνον παραπάνω από εκείνον, ότι μήτε να δίδωνται τα Μοναστήρια από κανένα (είτε Κληρικόν, ή λαϊκόν, ή Μοναχόν δηλ.) εις ανθρώπους κοσμικούς, δια να τα κυβερνούν…». Εις την συμφωνία του κδ’ κανόνος και πάλι διευκρινίζεται: «Ο δε μθ’ της ς΄ όχι μόνον προστάζει να μη γίνωνται τα Μοναστήρια κοινά και κοσμικά κα­τοικητήρια, αλλά και να μη δίδωνται τούτα εις κοσμικούς από τινα, δια να τα προστατεύουν δηλαδή και να τα διοικούν». Και εις την ερμηνεία του ιδίου κανόνος: «…Όσοι δε, καν και αυτοί οι ίδιοι δεν τα κάμωσι κο­σμικά… δώσουν δε άδειαν εις άλ­λους να κάμουν τούτο, ούτοι να γί­νωνται υπεύθυνοι εις τα επιτίμια των Κανόνων. Ποια δε είναι τα επι­τίμια ταύτα; εκείνα οπού η ζ’ εν τω ιγ’ αυτής Κανόνι περιέχει, καθαιρού­σα μεν τους Κληρικούς, αφορίζουσα δε τους Μοναχούς και λαϊ­κούς…»5. Και ο σοφώτατος εν Αγίοις Ό­σιος Νικόδημος ο Αγιορείτης συμπληρώνει: «Σημείωσαι ότι ο μεν Πατριάρχης Σισίνιος, αλλά δη και Ιωάννης ο Αντιοχείας, συμφώνως με τον οικουμενικόν τούτον Κα­νόνα, τόμον εξέδωκε, διορίζοντα να μη εκδίδωνται τα Μοναστήρια εις κοσμικούςλοιπόν ούτε δια σύστασιν και βελτίωσιν πρέπει να δίδωνται τα Μοναστήρια εις τους κοσμικούς, αλλά εις Κληρικούς και Μονάζοντας. Τα γαρ ιερά εις τους ιερείς πρέπει να δίδωνται, και όχι εις τους λαϊκούς· άτακτον γαρ τού­το και παντελώς ανακόλουθον. Και αφίνω να λέγω, ότι είναι και επι­βλαβές εις τας ψυχάς, και αφανιστικόν των οίκων, των δεχομένων τα μοναστήρια λαϊκών»6. Ιδού, τι διακελεύουν οι σαφείς και ρητές θεόπνευστες διατάξεις των θείων και ιερών Κανόνων, και που, δυστυχώς, η αθέτησή τους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εκκλησιολογική ανωμαλία και αταξία, αφού οι νόμοι της Εκκλη­σίας απαγορεύουν αναμείξεις και ενασχολήσεις κοσμικών με τα Μοναστήρια. Αλλ’ ακόμη και ατελείς ανθρώπινοι νόμοι, κανενός είδους ανάμειξη κοσμικού στα της Μονής δεν δέχονται, ούτε και ερανικές επιτροπές σε μοναστήρια. Συμπεράσματα Α. Καθήκον απαράβατον Κλή­ρου και λαού, είναι ο βαθύς σεβα­σμός και η πιστή τήρησις των ιερών Κανόνων. Β. Ο Ηγούμενος ή η Ηγουμένη και το Ηγουμενοσυμβούλιο διοι­κούν την Ιερά Μονή· ουδείς άλλος. Γ. Οι επιχώριοι Επίσκοποι οφεί­λουν να σέβονται την κανονική παράδοση για την εσωτερική αυτοτέ­λεια του μοναχικού βίου, το «Μοναστηρίου δίκαιον, ήτοι να διοικήται εν ελευθερία καθ’ εαυτό» (ίδ. ζ’ κανών Πρωτοδευτέρας Συνόδου), συνάμα δε, να μεριμνούν διακριτικώς για τη συνεχή νόμιμη διοίκηση και διαχείριση της περι­ουσίας των ι. Μονών, καθώς και «δια την κατά τους ιερούς κανόνας λειτουργίαν της Μονής», εφόσον φυσικά, οι ίδιοι τους εφαρμόζουν πιστώς και δεν τους περιφρονούν σκαιώς. Δ. «Να μη δίδωνται τα Μοναστή­ρια από κανένα εις ανθρώπους κοσμικούς, δια να τα κυβερνούν», διότι «άτακτον τούτο» και «επιβλαβές εις τας ψυχάς»! Ε. Οι εκκλησιολογικές παρεκ­κλίσεις και αταξίες γίνονται αιτίες μυρίων δεινών για τις ι. Μονές, για τις τοπικές Εκκλησίες, για τους οίκους των εμπλεκομένων, για Μοναχούς και Λαϊκούς, και ακο­λουθούν πάντοτε νομοτελειακά τις ιεροκανονικές ασυνέπειες και παραβιάσεις· οδηγούν σε επικίν­δυνες και καταστροφικές πνευμα­τικές ατραπούς, τραυματίζουν το σώμα της αγίας Ορθοδόξου Εκ­κλησίας μας και θέτουν σε εκτετα­μένο κίνδυνο την σωτηρία των αθανάτων ψυχών, «υπέρ ων Χρι­στός απέθανε»7. Έκαστος, λοιπόν, εφ’ ω ετάχθη, επειδή «η εν ολίγω της αληθείας παρατροπή τη ασεβεία την πάροδον δέδωκε»8 και «γνωστόν γαρ ήδη γέγονε το ορθόν»9. Σημειώσεις:

1. Οσίου Ιωάννου του Σιναΐτου. 2. Θ.Η.Ε., τόμος 6ος, σελ. 5. 3. Γεωργίου Νικ. Λιλαίου, «Νομοκανονικά» τόμος Α’, Αθήναι 1993, σελ. 151. 4. Όπ. παραπ., σελ. 154-5 5. Ιερόν   Πηδάλιον, εκδόσεις «Αστήρ», Αθήναι 1982, σελ. 203. 6. όπ. παραπ., σελ. 265-6. 7. Ρωμ. ε’ 8. 8. Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Ρ.G. 44,1249. 9. Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, «Άπαντα τα Έργα», τόμ. 1ος, Ε.Π.Ε., Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 88.

(Πηγή: ‘Ορθόδοξος Τύπος’ 23/9/2005)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]