Για το ότι πρέπει να βαδίζουμε το δρόμο του Θεού με άγρυπνο πνεύμα, χωρίς να χάνουμε τον καιρό μας (Αββάς Δωρόθεος)

Ι΄ Διδασκαλία

Ἀδελφοί μου, ἄς μεριμνήσουμε μέ ἄγρυπνη φροντίδα γιά τίς ψυχές μας. Ποιός θά μᾶς ξαναδώσει αὐτό τό χρόνο, ἄν τόν χάσουμε; Πραγματικά θά ᾿ρθει ὥρα πού θ᾿ ἀναζητοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες καί δέν θά τίς βρίσκουμε. Ὁ ἀββάς Ἀρσένιος ἔλεγε πάντοτε στόν ἑαυτόν του: «Ἀρσένιε, γιά ποιό λόγο ἄφησες τόν κόσμο;»1. Ἐμεῖς ὅμως ζοῦμε μέ τόση ἀμέλεια πού οὔτε ξέρουμε γιατί ἀφήσαμε τόν κόσμο, οὔτε ξέρουμε τί σημαίνει αὐτό πού θελήσαμε. Γι᾿ αὐτό, ὄχι μόνο δέν προκόβουμε, ἀλλά καί πάντοτε εἴμαστε γεμάτοι θλίψη. Καί αὐτό μᾶς συμβαίνει ἐπειδή δέν παρακολουθοῦμε ἄγρυπνα τήν καρδιά μας. Πραγματικά, ἄν θελαμε λίγο ν᾿ ἀγωνιστοῦμε δέν θά στενοχωριόμαστε καί δέν θά κουραζόμαστε γιά πολύ. Γιατί καί ἄν ἀκόμα στήν ἀρχή βιάζει κανείς τόν ἑαυτόν του, ὅμως μέ τόν ἀγώνα σιγά – σιγά προοδεύει, καί στή συνέχεια τά κάνει ὅλα ξεκούραστα, γιατί ὁ Θεός βλέπει ὅτι πιέζει τόν ἑαυτόν του καί τόν βοηθάει.

Καί ἐμεῖς λοιπόν ἄς βιάσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄς βάλουμε ἀρχή, ἄς ἐπιθυμήσουμε μέ ὅλη μας τήν ψυχή τό καλό. Γιατί καί ἄν ἀκόμα δέν βρισκόμαστε στήν τελειότητα, ὅμως καί μόνο τό νά θέλουμε εἶναι ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Γιατί ἀπό τή θέληση προχωρᾶμε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στόν ἀγώνα καί ἀπό τόν ἀγώνα βοηθιόμαστε ν᾿ ἀποκτήσουμε τίς ἀρετές. Γι᾿ αὐτό καί ἕνας ἀπό τούς Πατέρες ἔλεγε:

«Δῶσε αἷμα καί πάρε πνεῦμα»2. Αὐτό σημαίνει τό «ἀγωνίσου καί ἡ ἀρετή θά ταυτιστεῖ μέ τό εἶναι σου».

Ὅταν σπούδαζα στόν κόσμο, στήν ἀρχή κουραζόμουνα πάρα πολύ, καί ὅταν ἐρχόταν ἡ ὤρα νά πιάσω βιβλίο στά χέρια μου, ἔνιωθα σάν νά πήγαινα νά πιάσω ἄγριο θηρίο. Καθώς ὅμως ἐπέμενα, βιάζοντας τόν ἑαυτό μου, βοήθησε ὁ Θεός, καί τόσο πολύ συνήθισα τή μελέτη, ὥστε νά μήν καταλαβαίνω τί ἔτρωγα καί τί ἔπινα ἤ πῶς κοιμόμουνα ἀπό τήν πολλή εὐχαρίστηση πού ἔνιωθα ἀπό τήν ἀνάγνωση. Καί ποτέ δέν μέ τράβηξε ἡ ἐπιθυμία νά πάω νά φάω μέ ἕναν ἀπό τούς φίλους μου, ἀλλά οὔτε κἄν τούς συναντοῦσα ὅταν εἶχα διάβασμα, παρόλο ὅτι ἤμουν κοινωνικός καί ἀγαποῦσα τούς φίλους μου.

Παρόμοια, ἄν θέλει κανείς ν᾿ ἀποκτήσει ἀρετή δέν πρέπει ν᾿ ἀδιαφορεῖ οὔτε ν᾿ ἀφήνει τό νοῦ του νά σκορπάει. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς κάποιος πού θέλει νά μάθει ἀρχιτεκτονική, δέν ἔχει τό νοῦ του σέ ἄλλη τέχνη, ἔτσι καί αὐτοί πού θέλουν νά μάθουν τήν πνευματική τέχνη, δέν πρέπει νά ἔχουν τό νοῦ τους σέ κανένα ἄλλο πράγμα, ἀλλα νύχτα – μέρα νά σκέπτονται γι᾿ αὐτή, πῶς θά μπορέσουν νά τήν ἀποκτήσουν. Ὅσοι ὅμως δέν καταπιάνονται μ᾿ αὐτό τό ἔργο μέ τέτοια διάθεση, ὄχι μόνο δέν προκόβουν, ἀλλά καί τσακίζονται γυροφέρνοντας ἔτσι ἄσκοπα. Γιατί, ἄν καθένας μας δέν ἀγωνιστεῖ μέ ἀνύστακτη φροντίδα καί προσοχή, πολύ εὔκολα θά ξεστρατίσει ἀπό τό σωστό δρόμο πού ὁδηγεῖ στίς ἀρετές.

Γιατί οἱ ἀρετές βρίσκονται στό μέσον. Εἶναι ἡ βασιλική ὁδός γιά τήν ὁποία εἶπε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος Γέροντας:

«Νά βαδίζετε τή βασιλική ὁδό καί νά ξέρετε πόσα μίλια ἔχετε διανύσει»3.

Οἱ ἀρετές λοιπόν, ὅπως εἶπα, βρίσκονται ἀνάμεσα στίς ὑπερβολές καί στίς ἐλλείψεις. Γι᾿ αὐτό ἔχει γραφτεῖ:

«Μή ξεφεύγεις στά δεξιά, οὔτε στ᾿ ἀριστερά (Παροιμ. Δ΄ : 27), ἀλλά νά βαδίζεις στή βασιλική ὁδό» (Ἀριθ. 20, 17).

Καί ὁ Ἅγ. Βασίλειος λέει:

«Εὐθύς στήν καρδιά εἶναι ἐκεῖνος πού ὁ λογισμός του δέν ρέπει σέ ὑπερβολή ἤ σέ ἔλλειψη, ἀλλά ἐκεῖνος πού σκοπεύει τό μέσον, δηλαδή τήν ἀρετή»4.

Νά, τί ἐννοῶ. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ κακία δέν εἶναι τίποτα, δέν ἔχει οὔτε οὐσία οὔτε ὑπόσταση. Ἀλλοίμονο καί ἄν δέν ἦταν ἔτσι! Ἀλλά νά, τί συμβαίνει. Ἡ ψυχή μέ τό νά ξεφύγει ἀπό τή βασιλική ὁδό τῆς ἀρετῆς ἀποκτάει ἐμπάθεια καί τελεσιουργεῖ τό κακό. Στή συνέχεια λοιπόν τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτό τό ἴδιο τό κακό, γιατί χάνει τήν ἀνάπαυση πού εὕρισκε ζώντας φυσικά μέσα στήν ἀρετή… Ἔτσι καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή κάνει τό κακό εἰς βάρος της, χωρίς αὐτό νά ἔχει προηγουμένως καμιά οὐσία καί ὑπόσταση καί στή συνέχεια ἡ ἴδια ἡ ψυχή τιμωρεῖται ἀπ᾿ αὐτό τό κακό. Καί καλά εἶπε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος:

«Ἡ φωτιά βέβαια γεννιέται ἀπό τά ξύλα καί καίει τά ξύλα, ὅπως ἀκριβῶς τούς κακούς ἡ κακία5, πού γεννιέται ἀπό τούς κακούς καί καταστρέφει τούς κακούς».

Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά ἀρρωστημένα σώματα. Ὅταν κανείς δέν προσέξει καί δέν φροντίσει τόν ἑαυτόν του στά θέματα τῆς ὑγείας, προκύπτει στόν ὀργανισμό ἤ πλεονασμός ἤ ἔλλειψη καί ἀπ᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ὑγεία του. Ὥστε πρίν ἀπ᾿ αὐτό δέν ὑπῆρχε καμιά ἀρρώστια, οὔτε τίποτα ἄλλο συνέβαιννε. Καί πάλι ἀφοῦ γιατρευτεῖ τό σῶμα δέν ὑπάρχει πουθενά ἡ ἀρρώστια. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ κακία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς, γιατί μ᾿ αὐτήν ἡ ψυχή χάνει τή φυσική κατάσταση τῆς ὑγείας της, πού δέν εἶναι ἄλλη παρά ἡ ἀρετή6. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε ὅτι οἱ ἀρετές βρίσκονται στή μέση, π.χ. ἡ ἀνδρεία βρίσκεται μεταξύ τῆς δειλίας καί τῆς θρασύτητας. Ἡ ταπεινοφροσύνη βρίσκεται μεταξύ τῆς ὑπερηφάνειας καί τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Παρόμοια ὁ σεβασμός βρίσκεται μεταξύ τῆς ντροπῆς καί τῆς ἀναίδειας. Ἔτσι, μέ τήν ἴδια ἀναλογία καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές. Ἄν λοιπόν βρεθεῖ ἄνθρωπος πού ἀξιώθηκε ν᾿ ἀποκτήσει αὐτές τίς ἀρετές, αὐτός βρίσκεται ἔντιμος στά μάτια τοῦ Θεοῦ. Καί ἐνῶ φαίνεται πάντοτε ὅτι τρώει καί πίνει καί κοιμᾶται, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, στήν πραγματικότητα ὅμως εἶναι ἰδιαίτερα ἔντιμος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιά τίς ἀρετές πού ἔχει. Ἄν ὅμως δέν παρακολουθεῖ κανείς μέ ἄγρυπνο μάτι τόν ἑαυτόν του καί δέν τόν προφυλάσσει, εὔκολα ξεστρατίζει ἤ στά δεξιά ἤ στ’ αριστερά, δηλαδή ἤ στήν ὑπερβολή ἤ στήν ἔλλειψη καί γεννάει τήν ἀρρώστια πού εἶναι ἡ κακία.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ βασιλική ὁδός πού βάδισαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τά δέ μίλια εἶναι οἱ διάφορες καταστάσεις πού πρέπει νά μετράει κανείς πάντοτε γιά νά βλέπει ποῦ βρίσκεται σέ ποιό σημεῖο ἔφτασε, σέ ποιά κατάσταση βρίσκεται. Νά, τί ἐννοῶ.

Ἐμεῖς μοιάζουμε μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν σκοπό νά περπατήσουν μέχρι τούς Ἁγίους Τόπους.

Καί ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό μιά πόλη, μερικοί περπάτησαν πέντε μίλια καί σταμάτησαν.

Ἄλλοι περπάτησαν δέκα καί ἄλλοι ἔφτασαν μέχρι τή μέση τοῦ δρόμου.

Ἄλλοι δέν περπάτησαν καθόλου, ἀλλά βγῆκαν μέν ἀπό τήν πόλη, παρέμειναν ὅμως ἔξω ἀπό τίς πύλες ἀνάμεσα στά σκουπίδια.

Ἄλλοι ἐνῶ βρίσκονται στό δρόμο, μερικές φορές περπατᾶνε δυό μίλια καί χάνονται καί γυρίζουν πίσω ἤ περπατᾶνε δυό μίλια καί γυρίζουν πίσω πέντε.

Ἄλλοι περπάτησαν μέχρι τήν ἅγια Πόλη, παρέμειναν ὅμως ἔξω καί δέν μπῆκαν μέσα ἀπό τά τείχη της.

Γιατί ὑπάρχουν τρεῖς καταστάσεις στόν ἄνθρωπο.

Εἶναι αὐτός πού ἀφήνει τά πάθη του νά ἐκδηλώνονται ἐλεύθερα καί ἀνενόχλητα, εἶναι καί ἐκεῖνος πού δέν τά ἀφήνει νά ἐκδηλωθοῦν καθόλου, εἶναι καί αὐτός πού τά ξεριζώνει. Ἐκεῖνος πού ἀφήνει τά πάθη του νά ἐκδηλώνονται εἶναι αὐτός πού συμμορφώνει τή ζωή του μ᾿ αὐτά, αὐτός πού ἀπαιτεῖ νά τοῦ δίνονται οἱ συνθῆκες τῆς δραστηριότητας τοῦ πάθους, σάν νόμιμο δικαίωμα.

Αὐτός πού δέν ἐπιτρέπει στό πάθος νά ἐκδηλωθεῖ, εἶναι ἐκεῖνος πού οὔτε τό ἀφήνει ἐλεύθερο νά ἐκδηλωθεῖ, οὔτε τό ξεριζώνει, ἀλλά μέ περίσκεψη καί κυριαρχημένη θέληση τό ξεπερνάει τή στιγμή τοῦ πειρασμοῦ. Τό κρατάει ὅμως μέσα του.

Αὐτός δέ πού ξεριζώνει τό πάθος εἶναι ἐκεῖνος πού ἀγωνίζεται διαρκῶς καί κάνει ὅλα τά ἀντίθετα ἀπ᾿ ὅσα τοῦ ὑπαγορεύει τό πάθος.

Καί οἱ τρεῖς αὐτές καταστάσεις ἔχουν πολύ πλάτος. Νά, τί ἐννοῶ. Θέλετε ν᾿ ἀναφέρουμε ὁποιοδήποτε πάθος καί νά τό ἐξετάσουμε; Θέλετε νά μιλήσουμε γιά τήν ὑπερηφάνεια ἤ γιά τήν πορνεία; Ἤ θέλετε καλύτερα νά ποῦμε γιά τήν κενοδοξία, ἐπειδή πέφτουμε πολύ σ᾿ αὐτή; Ἀπό κενοδοξία δέν ἀνέχεται ν᾿ ἀκούσει κανείς μιά κουβέντα ἀπό τόν ἀδελφό του. Εἶναι κάποιος πού μόλις ἀκούει ἕνα λόγο ταράσσεται καί λέει πέντε λόγια ἤ δέκα, ἀντί γιά τή μιά κουβέντα πού τοῦ εἶπαν, καί μαλώνει καί ταράσσει. Ἀφοῦ δέ τελειώσει ἡ διαμάχη ἐξακολουθεῖ νά σκέπτεται ἄσχημα ἐναντίον ἐκείνου πού τοῦ εἶπε τό λόγο, καί νά θυμᾶται μέ ἐμπάθεια τό κακό πού τοῦ ἔγινε καί νά λυπᾶται γιατί δέν εἶπε περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα εἶπε. Καί ἑτοιμάζει μέσα του πολύ χειρότερα λόγια γιά νά τοῦ πεῖ καί πάντοτε λέει: «Ἄχ! Γιατί νά μήν τοῦ πῶ κι αὐτό; Καί πρέπει νά τοῦ πῶ καί αὐτό». Καί βρίσκεται πάντοτε ὀργισμένος. Νά, αὐτή εἶναι ἡ μιά κατάσταση. Σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση ἡ ἐνέργεια τοῦ κακοῦ ἔχει παγιωθεῖ στόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό τέτοια κατάσταση. Αὐτή ἡ κατάσταση κάνει τόν ἄνθρωπο ἄξιο τῆς κολάσεως. Γιατί κάθε ἁμαρτία πού δέν ἐξαφανίζεται μέ τή διόρθωση καί τή μετάνοια ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν ἅδη. Ἀλλά καί ἄν ἀκόμα ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θελήσει νά μετανοήσει, δέν μπορεῖ μόνος του νά ξεφύγει ἀπό τό πάθος, ἄν δέν ἔχει βοήθεια καί ἀπό μερικούς Ἁγίους, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες. Γι᾿ αὐτό πάντοτε σᾶς λέω, φροντίστε νά κόψετε τά πάθη, πρίν γίνουν μόνιμα ἰδιώματα τῆς ψυχῆς σας.

Εἶναι καί ἄλλος πού ταράσσεται μέν ὅταν ἀκούσει ἕνα λόγο καί λέει καί αὐτός πέντε λόγους ἤ καί δέκα ἀντί γιά τόν ἕνα. Καί στενοχωριέται γιατί δέν εἶπε ἄλλα τρίς χειρότερα ἀπ᾿ αὐτά καί λυπᾶται καί τό θυμᾶται μέ ἐμπάθεια. Μένει δέ μερικές ἡμέρες ἔτσι καί μετά μετανοιώνει.

Ἄλλος μένει ἔτσι μιά μέρα καί μετά μετανοιώνει.

Ἄλλος βρίζει, μαλώνει, ταράσσεται, ταράσσει καί ἀμέσως μετανοιώνει.

Κυτάξτε πόσες διαφορές καταστάσεων. Καί ὅμως ὅλοι αὐτοί εἶναι γιά τόν ἅδη, ἐφόσον ἐπιτρέπουν στό πάθος νά δρᾶ μέσα στήν ψυχή τους.

Καθένας μας λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἄς μάθει σέ ποιά κατάσταση ἀνήκει. Ἄν δηλαδή μέ τή θέλησή του δουλεύει στό πάθος καί τό ἀπολαμβάνει ἤ δέν τό κάνει μέ τή θέλησή του ὅμως νικιέται ἤ παρασύρεται ἀπό τή συνήθεια καί τό κάνει, καί μετά ἀπό τήν πράξη στενοχωριέται καί μετανοεῖ γιατί τό ἔκανε, ἤ ἀγωνίζεται νά συγκρατήσει τό πάθος μέ ἐπίγνωση ἤ μέ τή βοήθεια ἄλλου πάθους ἀγωνίζεται. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε, πολλές φορές σιωπᾶ κανείς ἤ ἀπό κενοδοξία ἤ ἀπό ἀνθρωπαρέσκεια ἤ μέ λίγα λόγια ἀπό ἕναν ἐμπαθή ἀνθρώπινο λογισμό. Νά διερωτᾶται ἀκόμα ἄν ἄρχισε νά ξεριζώνει τό πάθος, καί ἄν τό ξεριζώνει μέ ἐπίγνωση καί κάνει ὅλα τά ἀντίθετα ἀπό τό πάθος. Καθένας ἄς μάθει σέ ποιό σημεῖο βρίσκεται, σέ ποιό μίλι τοῦ δρόμου.

Ἔχουμε ὑποχρέωση νά ἐρευνᾶμε τούς ἑαυτούς μας ὄχι μόνο καθημερινά, ἀλλά καί σέ τακτά χρονικά διαστήματα καί κάθε μήνα καί κάθε ἑβδομάδα, καί νά λέμε:

«Τήν πρώτη ἑβδομάδα τόσο πιεζόμουνα ἀπ᾿ αὐτό τό πάθος, ἄραγε τώρα πῶς εἶμαι»; Κατά παρόμοιο τόπο κατά διαστήματα νά λέμε ὅτι: «Πέρυσι, μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημεῖου μέ νικοῦσε αὐτό τό πάθος. Τώρα ποῦ βρίσκομαι»; Καί μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο καθημερινά νά ἐξετάζουμε τούς ἑαυτούς μας, ἄν προκόψαμε λίγο ἤ βρισκόμαστε στά ἴδια ἤ χειροτερέψαμε.

Ὁ Θεός νά μᾶς χαρίσει δύναμη, ὥστε καί ἄν ἀκόμα δέν ξεριζώνουμε τό πάθος, τουλάχιστον νά μήν τό ἐνεργοῦμε, ἀλλά νά τό συγκατοῦμε. Γιατί πραγματικά εἶναι πολύ βαρύ πράγμα νά δουλεύουμε τό πάθος καί νά μήν τό ἐλέγχουμε. Καί σᾶς κάνω μιά σχετική παραβολή, μέ τί μοιάζει αὐτός πού ἀφήνει ἀνεξέλεγκτα τά πάθη του καί τά ἐνεργεῖ μέ τό θέλημά του. Μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ὁ ἐχθρός τοῦ ρίχνει ἄπειρα βέλη μέ τό τόξο καί ἐκεῖνος παίρνει αὐτά τά βέλη καί μέ τά ἴδια του τά χέρια τά μπήγει στήν καρδιά του. Ἐκεῖνος πού συγκατεῖ τό πάθος μοιάζει μ᾿ αὐτόν πού χτυπιέται δυνατά ἀπό τόν ἐχθρό του μέ τόξα, ἀλλά εἶναι προφυλαγμένος μέ θώρακα καί δέν τόν τρυποῦν τά βέλη. Ἐκεῖνος τέλος πού ξεριζώνει τό πάθος μοιάζει μ᾿ αὐτόν πού χτυπιέται δυνατά μέ τόξα καί δέχεται τά βέλη καί τά κατατσακίζει ἤ τά στέλνει πίσω στήν καρδιά τοῦ ἐχθροῦ του, ὅπως ἀναφέρεται στόν Ψαλμό: «Ἡ ρομφαία τους ἄς μπεῖ στήν καρδιά τους καί τά τόξα τους ἄς κατατσακιστοῦν» (Ψαλμ. 36:15).

Ἄς φροντίσουμε καί ἐμεῖς ἀδελφοί μου, καί ἄν ἀκόμα δέν μποροῦμε τελείως νά στρέψουμε τή ρομφαία τοῦ ἐχθροῦ στήν καρδιά του, τουλάχιστον νά μήν δεχόμαστε τά βέλη καί νά μήν τά μπήγουμε οἱ ἴδιοι στίς καρδιές μας ἀλλ’ ἄν εἶναι δυνατόν, νά προφυλαχθοῦμε μέ θώρακα, γιά νά μήν πληγωθοῦμε ἀπό αὐτά.

Ὁ καλός Θεός ἄς μᾶς προστατέψει ἀπό αὐτά καί ἄς μᾶς δώσει ψυχική ἀγρύπνια καί ἐπιμέλεια καί ἄς μᾶς ὀδηγήσει στό δρόμο Του. Ἀμήν.

 

________________________

1 Ἀβ. Ἀρσεν. P. G. 65, 1054.

2 Ἀβ. Λογγίνος P.G. 65, 257B.

3 Ἀβ. Βεν. P. G. 65, 145A.

4 Μ. Βασ. P.G. 29, 244 D. Μ. Βασ. P.G. 30, 409 C. Γρηγ. Νύσ. P. G. 35, 1152 C.

5 Γρη. Ναζ. P. G. 35, 1152 C.

6 «Εἰσί δέ καί παρ᾿ ἡμῖν αἱ ἀρεταί κατά φύσιν, πρός ἅς ἡ οἰκείωσις τῆς ψυχῆς οὐκ ἐκ διδασκαλίας ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐξ αὐτῆς τῆς φύσεως ἐνυπάρχει. Ὡς γάρ οὐδείς ἡμᾶς λόγος διδάσκει τήν νόσον μισεῖν, ἀλλ᾿ αὐτόματον ἔχομεν τήν πρός τά λυποῦντα διαβολήν· οὕτω καί τῇ ψυχῇ ἔστι τις ἀδίδακτος ἔκκλισις τοῦ κακοῦ. Κακόν δέ πᾶν ἀρρωστία ψυχῆς· ἡ δέ ἀρετή λόγον ὑγείας ἐπέχει. Καλῶς γάρ ὡρίσαντό τινες ὑγιείαν εἶναι τήν εὐστάθειαν τῶν κατά φύσιν ἐνεργειῶν. Ὅ καί ἐπί τῆς ψυχήν εὐεξίας εἰπών, οὐχ ἁμαρτήσει τοῦ πρέποντος. Ὅθεν ὀρεκτική τοῦ οἰκείου καί κατά φύσιν αὐτῇ ἀδιδάκτως ἐστίν ἡ ψυχή». (Μ. Βασ. P.G. 29, 196C ).

 

[Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ι΄ σελ. 251), Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Ἱερά Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα)

 

 

(Πηγή ηλ. κειμένου: hristospanagia3.blogspot.gr)

[Ψήφοι: 3 Βαθμολογία: 4.7]